Κύπρος μου τι σε εκάμαν; Να ανήκεις στο καρτέλ των εγκληματιών πολέμου.
Πάει ο πρόεδρος σας τζ̆αι κάμνει δήλωσην υποταγής στους πολιτικούς υποστηριχτές τζ̆αι χρηματοδότες εισβολών, εγκλημάτων πολέμου τζ̆αι γενοκτονίας ενάντια σε γειτονικούς λαούς (αξιόπιστος τζ̆αι προβλέψιμος σύμμαχος, η Κύπρος ανήκει στην Δύση) τζ̆αι ο κόσμος ψουμνίζει κρέας να κάμει τα ψητά της Κυριακής.
Σκοτώννεται κόσμος, σφάζουνται λαοί, τζ̆αι η αριστερά που θα έπρεπεν να είναι ο πολιτικός εμπνευστής τζ΅αι εκφραστής της οργής τους κόσμου απλά μελαχονιέται. Ρε μα τζ̆οιμούνται οξά περιπαίζουν μας; Αντιλαμβάνουνται τί σημαίνει « συνεργασία στον τομέαν της ασφάλειας τζ̆ιαι της ενέργειας »;
Εκαταντήσαν τον Θεοδόσην Πιερίδην βραβείον για μπουρζ̆ουά μποέμ μικροαστούς διανοούμενους. «Λογαριάσατε λάθος με τον νού σας εμπόροι ». Πάει τζ̆αι ο Πιερίδης. « Όθεν ήρθατε πάτε, φοβεροί Αμερικάνοι ». Περασμένα μεγαλεία έκφρασης του αριστερού πατριωτισμού που για τους διεθνιστές δεν μπορεί να είναι άλλον που τον αντιιμπεριαλισμόν. «Θα αναμένουμε από το αποτέλεσμα για να κρίνουμε» μας είπεν ο Κουκουμάς. Το αποτέλεσμαν εχτές ήταν 18 νεκροί που βομβαριδμόν σχολείου ζ̆αι σφυροκόπημα με βομβαρδισμούς της νότιας Βυριτού. Εχτές ανάμενες. Κρίνε σήμμερα.
Βρε κάμνει η κυβέρνηση της χώρας στρατηγικήν συμμαχίαν με το κέντρον του ιμπεριαλισμού ακριβώς την ώραν που διενεργεί γενοκτονίαν, την ώραν που κάμνει εισβολήν τζ̆αι εγκλήματα πολέμου τζ̆αι η αντίδραση της αριστεράς είναι να μελαχονιέται; Βρε η χώρα μας γίνεται σύμμαχος γενοκτονίας!!!
Βράζει η ψυσ̆ή μου να ξέρω τους ανάξιους λλίους κυβερνώντες της χώρας μου να την δίννουν πας το άρμαν εγγλημάτων πολέμου. Να τους θωρώ σαν αδύναμα υποτακτικά κκομπλεξιά χωρκατούθκια να σέρνουνται σαν τα σκουλούτζ̆ια για να παίξουν τον ρόλον του παράσιτου πας τον δολοφόνον τζ̆αι τον άρπαγαν πέρκι τους δώσει κανέναν παξ̆ίσ̆ιν που αυτά που θα του αρτηρίσουν που ότι αρπάξει πον να σταματήσει να σκοτώννει, όταν θα τα κάμει ούλλα δικά του (στρατηγικός σύμμαχος στην ασφάλειαν τζ̆αι την ενέργειαν λέει ο Γεροσ̆σ̆ύπου κάμνωντας το κκελλούϊν του κάτω μπροστά στον 90% άνοιαν εντιπρόσωπον του ιμπεριαλισμού που του εδώκαν κολλούαν να θκιαβάσει τα φιρμάνια. Ο Νότιος Λίβανος τζ̆αι η πρόσοψη της Γάζας που θα αρπάξει για να διοικεί το εγκληματικόν κράτος του Ισραήλ έσ̆ει κάζ̆ια).
Σκληρή η αλήθεια σαν αλέτρι.
Έσκισε τη γη, θεμέλιωσε τον πόθο,
έπνιξε τις φύτρες της προπαγάνδας τους
και λευτερώθηκε μέσα στην μυστική άνοιξη.
Είχε βουβαθεί το λουλούδι της, κυνηγηθεί
το συναγμένο φως της, είχε χτυπηθεί…
λέει ο Νερούδα στο Κάντο Χενεράλ
…Ώρα χτεσινή, ώρα μεσημεριού,
ώρα σημερινή ξανά, ώρα καρτερεμένη
ανάμεσα στο λεφτό που πέθανε και σ’ αυτό που γεννιέται,
στην αγκαθιασμένη εποχή της ψευτιάς.
Οι καταβολές μας, όλος αυτός ο κόσμος που ενειρεύτηκεν την ουτοπίαν, την αθρωπιάν την κοινωνικήν δικαιοσύνην, την ειρήνην για τους λαούς, όλοι αυτοί που εθυσιαστήκαν, όλοι αυτοί που εκλάψαν πολύ για να μάθουν τον κόσμον να γελάσει δεν είναι για κοσμικά ιβέντς. Τα κοσμικά ιβέντς ας έρτουν όταν θα σιγάσουν τα κανόνια του ιμπεριαλισμού, όταν θα σταματήσουν τα θραύσματα των μεγαπόμπων να τρουπούν τα κορμούθκια των μωρών τους, τα κορμούθκια των δικών μας αθώων μωρών, όταν θα σταματήσουν οι έποικοι να αρπάζουν γην τζ̆αι να ξιριζώννουν ελιές, όταν θα κάτσουν οι γενοκτόνοι τζ̆αι οι εγγληματίες πολέμου φυλακήν.
Οι υποτακτικοί απόγονοι των πραξικοπηματιών που εκαταστρέψαν τον τόπον για να διοριστούν κυβερνήτες τζ̆αι να πετύχουν να πιάσουν την θέσην αυτού που απομυζά το δρώμαν, τον κόπον, την εργασίαν του κόσμου ή να αρπάζει τον δημόσιον πλούτον να πλουτίζει, δεν θα ηττηθούσιν με κοσμικά ιβέντς, με κοσμικές συμμαχιούλλες ή με μελαχονιάσματα « εφιστούμεν την προσοχήν… » Βρε βάλλουν την χώραν σε συμμαχίαν εγληματικών γκάγκστερ πολέμου τζ̆αι σεις φοάστε να τους πείτε ακόμα ποιοί είναι; τί κάμουν; Καρτεράτε να πέψουν τα παιθκιά σας στους πολέμους που κυρίσσουν οι Αμερικάνοι για να αντιδράσετε; Διάτε τους το σ̆αίριν σας το καθαρόν να σας το ξιμαρίζουν που κάμνουν ττόκκες τζ̆αι λυκοσυμμαχίες με τους εγκληματίες για να κάμνετε εποικοδομητικήν αντιπολίτευσήν;
Τα λόγια του America insurrecta (1800) του Πάβλο Νερούδα στα ελληνικά που εμελοποίησεν στο αριστούργημαν του ο Μίκης Θεοδωράκης τζ̆αι τραουδά ο Πανδής τζ̆αι ξησικώννει τους Έλληνες θα τα έβρετε δαμαί.
Πάω να κλάψω τα μωρά που εσκοτώσαν εχτές. Αρρώστησα να μην μπορώ να κάμω τίποτε. Ούτε καν μιαν κραυγήν, ή μιαν δήλωσην αλληλεγγύης για αυτούς που κραυγάζουν την ώραν που συμμαχεί η χώρα μου με τους εγκληματίες τζ̆αι στηρίζει εγκλήματα.
Το σύντομον τούτον κείμενον είναι η περίληψη της βάσης πάνω στην οποίαν εδούλευκα μήνες για να γράψω μιαν πιο μεγάλην ιστορίαν. Το εγχείρημαν επέθανεν πριν το αντικείμενον του να γινεί πραγματικότητα. Μετά την περίληψην της ιστορίας σε 4 επεισόδια, εξηγούνται κάποιοι λόγοι πέρα πο τζ̆είνους που θα καταλάβετε που το κείμενον γιατί δεν θα γινεί ποττέ του μυθιστόρημαν.
Επεισόδιον πρώτον.
Ήταν μες την φούρκαν του κορονοϊού. Μες στους έκτακτους που επιάσαν στην επιδημιολογικήν ομάδαν, εβάλαν τζ̆αι τον Μάριον. Έναν που επροώθαν ο ίδιος ο πρόεδρος του κόμματος. Eβάλαν τζ̆αι μιαν Μαρίαν που εφέραν άρον-άρον που το Λονδίνον. Εδούλευκεν επιδημιολόγος χρόνια τζ̆εικάτω τζ̆αι αποφάσισεν να στραφεί στον τόπον της.
Η ιστορία ήταν ναν αστυνομικόν το μυθιστόρημαν.
Ο Μάριος μπορεί να ήταν κομματόσκυλλον, στην στατιστικήν ο νους του έκοφκεν ξ̆ουράφιν. Ήταν ποτζ̆είνους που παρόλον που τους καθίσκει το ρουσφέττιν φουρνιστούς εις στο πόστον, η δουλειά περνά που το σ̆έριν τους. Παράλληλα με τες στατιστικές του κορονοϊού, ο Μάριος έκαμνεν τζ̆αι τες στατιστικές του κόμματος εθελοντικά για τες εκλογές. Είχαν τον κόσμον ούλλον φακελλωμένον τζ̆αι εκάμναν επαληθεύσεις αν θα επααίνναν να ψηφίσουν, αν σούζουνται, αν συμπαθούσιν το Ελάμ. Ήταν να σπάσει η κκελλέ του γιατί εφάνην του ότι πεθανίσκουν παραπάνω δεξιοί παρά αριστεροί που τον κορονοϊόν εις το χωρκόν. Εν που τα σπάνια χωρκά στην περιοχήν που η αριστεροί εν παραπάνω τζ̆αι δεν εξηγήτουν στατιστικά το φαινόμενον. Εξεκίνησεν να το διερευνά τζ̆αι ήβρεν τελικά ότι τούτον το φαινόμενον επαληθεύκετουν όντος στατιστικά τζ̆αι σε άλλα χωρκά αλλά μόνον στην επαρχίαν Αμμοχώστου.
Άρκεψεν να διασταυρώννει τα δεδομένα. Πρώτα υπέθεσεν ότι έμπα τζ̆αι εν που εν πιό της νεκκλησ̆ιάς οι δεξιοί γέροι τζ̆αι κρόννουνται τους παπάες, πάσιν νεκκλησ̆ιάν δίχα μάσκαν, παν τζ̆αι μεταλάβουν, οι δεξιοί των κοτσ̆ινοχωρκών εν πιο ατίθασοι τζ̆αι δεν εφαρμόζουν τα μέτρα… Ο Μάριος ήταν θρήσκος αλλά ο ορθολογισμός, ορθολογισμός. Τα δεδομένα ήταν ο δεύτερος του θεός. Ως που επρόσθετεν μεταβλητές πας το μοντέλλον που έστησεν, ο στατιστικός κλειός έκλειεν τζ̆αι τα θύματα του κορονοϊού είχαν να κάμουν από κοντά ή από μακρυά με περιοχές που έδραν η βουλευτίνα κομμούνιν που αντιπάθαν σαν τον σκούντρον του διότι όπου επήαιννεν να κάμει κομματικήν δουλειάν, έβρισκεν την μες τα πόθκια του. Μέχρι που άρκεψεν να υποψιάζεται ότι κάποιον μηχανισμόν έστησεν τζ̆αι εκόλλαν τους δεξιούς γέρους κορονοϊόν τζ̆αι έστελλεν τους στον τάφον για να ορθοποδίσει το κόμμαν της που επάαιννεν πίσω πίσω.
Επήεν τζ̆αι ήβρεν τον ανακριτήν αστυνόμον της επαρχίας που ήταν τζ̆αι τζ̆είνος του κόμματος τζ̆αι είπεν του τες υποψίες του. Ο ανακριτής Τσ̆ιανάκκας που το Ριζοκάρπασον, αλλιώς Τσ̆ιανακκούϊν, καθότι 1.59 στο ύψος, ήταν περιτου που τον αλουπόν τζ̆αι επερίμενεν το ότι κάποιος θα επωφελείτουν που την πανδημίαν για να καλύψει εγκλήματα, αλλά για να αλλάξει το εκλογικόν εποτέλεσμαν εν το εφαντάστην ποττέ, ιδίως που τούτους του μαλλαππάππες του ΑΚΕΛ που τα μμάθκια τους τα ίδια δεν είναι ικανοί να φκάλουν, πόσον μάλλον να φκάλουν τα μμάθκια άλλου. Τα δεδομένα ήταν όμως τζ̆ειαμαί. Στην αρκήν έν τον έπιαννεν στα σοβαρά τον Μάριον Γεωργίου, αλλιώς Μαριάτσον, καθότι 1.86, ύστερα όμως επειδή, παρότι θρησκευόμενος, την στατιστικήν εκτίμαν την, έμπην του το σκουλούτζ̆ιν του ανακριτή να διαλευκάνει την υπόθεσην.
Η κατάσταση επεριπλέχτην με την παρέμβασην νού άλλου συνάδελφου του Τσ̆ιανάκκα, νου παλιομερολοΐτη αρνητή παλιού στέλεχους του Δήκο που τωρά ελαμόδειχνεν. Ελαλούσαν τον λαονικόν, διότι επέρναν του πολλά να ξιτρυπώννει τους ντίλλερ των ναρκωτικών. Το μυρώϊν του Ππόϊντερ, έτσι ήταν το παραγκόμιν του στο τμήμαν, ελάλεν του ότι ήταν οι μπολιασμένοι που επεθανίσκαν. Ο Ππόϊντερ έφαν το ίντερνετ τζ̆αι έμαθεν τα ούλλα για τα Άστρα Ζένεκα, για τα Φάϊζερ. Εν χάρη στες έρευνες του Ππόϊντερ που επαληθευτήκαν τζ̆αι οι εμμονές τζ̆αι του Μάριάτσου για τα κομματικά τζ̆αι οι εμμονές του Ππόϊντερ για τα εμβόλια. Είχαν ούλλοι δίκαιον. Οι κατά πλειοψηφίαν δεξιοί γέροι που επεθανίσκαν που κορονοϊόν, κατά πλειοψηφίαν θρήσκοι, ήταν ούλλοι φρεσκομπολιασμένοι. Σσύφφωνα με τες στατιστικές του Μάριου ήταν κατά πλειοψηφίαν με καταγωγήν που τα χωρκά του Πενταδακτύλου τζ̆αι της καρπασίας τζ̆αι σσύφφωνα με τες πρώτες έρεύνες του Τσ̆ανάκκουθκιού, επήαν κατά πλειοψηφίαν μεταλαβουμενοι παρόλον που απαγορεύετουν να τους τζ̆οινωνούν οι παπάες.
Ο Ππόϊντερ έψαχνεν αλλου που τα κομματικά. Ήταν σίουρος ότι είσ̆ιεν να κάμει με το εμβόλιον, τζ̆αι εσύναξεν ότι πληροφορίαν είσ̆εν σχέσην με τούτον, μέχρι τζ̆αι το όνομαν του νοσηλευτή ή της νοσιλεύτριας που εμπόλιασεν. Δαμαί, η διασταύρωση των πληροφοριών του Ππόϊντερ με τα δεδομένα του Μάριου εφκάλαν τζ̆ιουνούρκον στοιχείον μες την υπόθεσην. Έφκαιννεν στατιστικά τεκμηριωμένον ότι μια κατηγορία τζ̆είνων που επεθανίσκαν, εμπολιαστήκαν που την Μαρίαν την τσ̆ιαρλούν. Η υπόθεση με τα κόμματα έδεσεν όταν εβάλαν υπό παρακολουθησην την βουλευτίναν τζ̆αι επιάαν την να συναντάται δύο φορές όχι μίαν με την τσ̆ιαρλούν.
Το Τσ̆ανακκούϊν στην αρκήν αμφισβήταν τα ευρήματα του Ππόϊντερ, όχι μόνον από αζούλαν που πάντα είσ̆ιεν παραπάνω διαίσθησην που λλόου του, αλλά τζ̆αι διότι παραπάνω που τα 2/3 των όντως παραπάνω μπολιασμένων δεξιών θρησκόληπτων, δεν ήταν η Τσ̆ιαρλού που τους εμπόλιασεν. Ο Μάριος εξήγησεν του Τσ̆ιανακκουθκιού ότι στην στατιστικήν δεν είναι ο αριθμός που μετρά αλλά η στατιστική ένδειξη τζ̆αι ότι οι υποθέσεις του Πόϊντερ είχαν βάσην.
Η κρυφή υπόθεση του αρνητή Ππόϊντερ ήταν που του έμπην η ιδέα ότι ήταν σπείρα εμβολιαστών που έπειθεν δεξιούς να μπολιαστούν τζ̆αι εσκότωννεν τους το εμβόλιον.
Το Τσ̆ανακκούιν εθεώρησεν ότι πρέπει να μεγαλώσει ο κύκλος των παρακολουθήσεων. Οι παρακολουθήσεις εφέραν οντως την Τσ̆αρλούν να συναντάται εκτός εργασίας με 6 γεναίτζ̆ιες, ούλλες νοσηλεύτριες. Η ιδέα της σπείρας άρκεψεν να επαληθεύκεται.
Επειδόδιον 2ον.
Ο Ππόϊντερ εμέτρησε θριαμβευτής 25 μπολιασμένους που επήαν που εμβόλιον της σπείρας των 6. Έρκεται τους 4 την κκελλέν ανακοίνωσεν τους θριαμβευτικά, αλλά της Μαρίας εππέφταν της στ΄αππάϊν της 12 τζ̆αι οι παραπάνω συγγενείς της. Του Μάριου εν του έφκαιννεν η ιδέα της κομματικής καταβολής των θυμάτων. Που τους 25 είσ̆ιεν τουλάχιστον 19 που είχαν αποδεδειγμένην δράσην στην ΕΟΚΑν. Επιβεβαίωσεν του τους ονομαστικά ένας ζώντας αγωνιστής που τον επισκέφτην καταύτοις στο γεροκομείον του συνδέσμου αγωνιστών παρακάμπτοντας την απαγόρευσην. Η πληροφορία βόμβα όμως που έκαμεν τον Μάριον να θριαμβεύει ήταν ότι η βάση δεδομένων των ρουσφεθκιών που είσ̆εν εις το κόμμαν. Έφκαλλεν ότι με τον έναν ή με άλλον τρόπον τζ̆αι τες 6 εβοήθησεν τες η βουλευτίνα παρότι ήταν ούλλες δεξιών καταβολών.
Της μιάς εκανόνισεν της 50% αναπηρίαν για ψυχολογικά προβλήματα. Της άλλης εκανόνισεν της ραντεβού με τον καλλύττερον ψυχίατρον των ψυχιατρικών υπηρεσιων. Της άλλης ήβρεν της τρόπον να της πληρώννει το Γεσύ τα ραντεβού της με τον κομματικόν ψυχίατρον, τον σπουδασμένον σε ανατολικές χώρες, που δεν ήταν του Γεσύ. Της άλλης εκανόνισεν της επίδομαν που το γραφείον ευημερίας παρόλον που εδουλευκεν χάφτταϊμ νοσοκόμα. Ούλλες νοσοκόμες, ούλλες εμβολιάζαν, ούλλες εσυναντηθήκαν με την Μαρίαν την Τσ̆ιαρλούν την συνάδελφον του Μαριάτσου στην επιδημιολογικήν ομάδαν. Τα στοιχεία εγινήκαν αρκετά για να φκάλουν ένταλαλμαν να ψάξουν την βουλευτίναν τζ̆ια να ανακρίνουν την Τσ̆ιαρλούν, όταν ο ππόϊντερ ανακάλυψεν ότι όσοι επεθάναν μπολιασμένοι που την σπείραν δεν είχαν 1 τσιρόττον πας το μπόλιν αλλά 2, τζ̆αι ήταν ούλλοι κολλημένοι σε σχήμαν Χ, σταυρόν του Αποστόλου Ανδρέα όχι σταυρόν του Γριστού.
Την ανάκρισην της Τσ̆ιαρλούς έκαμεν την το Τσ̆ιανακκούϊν πριν να πάει να κάμει έρευναν στο σπίτιν της βουλευτίνας. Όταν την ερώτησεν αν εγνώριζεν τες 6 άλλες είπεν όϊ, αλλά όταν της έδειξεν τα βίτεο με τες συναντήσεις, είπεν του οτι είναι μέλη μιας νεοσύστατης οργάνωσης που αγωνίζεται για την αποκατάστασην της τιμής των γυναικών που εβιαστήκαν που τους Τούρκους το 74. Η λλίη αριθμητική του Τᾰιανακκουθκιού έκαμεν αμέσως τον λοαρκασμόν. Η ηλικίες των εμβολιαστριών το 74 ήταν 8 με 16 ετών. Συνήλικες του. Η πιο μεγάλη ήταν η Μαρία που ήταν 16. Αρώτησεν την αν εβιάστηκεν τζ̆είνη ή κάποια που τες 6 τζ̆αι η Μαρία απάντησεν του ότι εν προσωπικά δεδομένα.
Η ανάκριση της βουλευτίνας έριξεν παραπάνω φως την υπόθεσην.
Επεισόδιον 3ον.
Την Ροδούλλαν που εβοήθησεν η βουλευτίνα για 50% αναπηρίαν, ήταν διότι δεν άντεχεν να πάει να μαρτυρήσει ένορκα στες υπηρεσίες ότι επί 15 μέρες εβιάζαν την 6 Τούρτζ̆ιοι κάθη μέρα μπροστά στην μάναν της τζ̆αι τον τζ̆ύρην της μέχρι να πάει ο Ερυθρός Σταυρός να τους φέρει που τα κατεχόμενα στες ελεύθερες περιοχές. Η Ροδούλλα δεν έριξεν τον μωρόν στες βάσεις των Εγγλέζων, όπως αλλες Ελληνοκυπρίες που εβιαστήκαν, ιδίως μετά την δεύτερην εισβολήν. Τζ̆είνης έριξεν της το μια κκιλιντζ̆ιρού που έξερεν τες τέγνες της σπιθκιάσιμης απόφξυσης. Που την Ροδούλλαν εμπολιάστην ένας παπάς 88 χρονών που εξομολόγαν κόσμον στον προσφυγικόν καταυλισμόν που τους έφερεν ο ερυθρός σταυρός, ένας θείος της τζ̆αι η δασκάλα της του κατηχητικού.
Της Κουλίτσας ρίξαν της το οι Εγγλέζοι στο Ακροτήριν τζ̆αι οι γονιοί της επέψαν την στην Αγγλίαν να την χαρτώσει μια θεία με Εγγλέζον που “δεν τους κόφτει τζ̆εικάτω για παρθενιές τζ̆αι τρυπημένες” όπως της εξήγησεν η μάνα της. Εγίνην νοσοκόμα στο Μάντσ̆εστερ αλλά επειδή η σχιζοφρένεια εφάτσ̆ησεν της που την πρώτην ημέραν που την εχαρτώσαν, εχώρησεν αμέσως διότι όταν την επιάνναν οι κρίσεις ανόμιζεν ότι ήταν η Μήδεια. Ήταν γνωστή της Μαρίας που την Αγγλίαν τζ̆αι εν η Μαρία που την έστειλεν στην βουλευτίναν για βοήθειαν. Τα φάρμακα για την σχιζοφρένειαν τότες, ακόμα τζ̆αι στην Αγγλίαν, αφήνναν πολλές παρενέργειες τζ̆αι το φρενοκομείον που έζησεν 3 χρόνια στην Αγγλίαν δεν είναι όπως τωρά. Ήταν κανονική φυλακή. Η Κουλίτσα ήρτεν εις την Κύπρον κάπως σταθεροποιημένη, σε σημείον που εμπόρεσεν να δουλέψει, αλλά που την ημέραν που εστράφην ήταν έναν βασανιστήριον τα μιαν πάνω τζ̆αι μιαν κάτω. Οι συναδέλφισσες της ελατρεβαν την στα πάνω, αντιπαθούσαν την στα κάτω. Η Μήδεια εσταθεροποιήθηκεν με τα νέα φάρμακα που της εδοσολόγησεν ο ψυχίατρος που της εκανόνισεν η βουλεύτρια τζ̆αι εμπόρεσεν να συνεχίσει να εργάζεται κανονικά. Μεταξύν όσων εμπόλιασεν ήταν η μάνα της 88 χρονών, ο παπάς της 92 παλιός αγωνιστής της ΕΟΚΑ, η θεία της 98. Η θεία της σύμφωνα με τες πληροφορίες του Μάριου, ήταν φανατική της εκκλησ̆ιάς, παλιά της ΟΧΕΝ, χαμηλοβλεπούσα, αυστηρών ηθών τζ̆αι επίσης δραστήρια στον αγώναν. Από τα κουτσομπολιά που εσύναξεν ο Μάριος για τα θύματα, οι εκκλησ̆ιές τζ̆αι τα αυστηρά ήθη ήρταν ύστερα στην ζωήν της θείας της Κουλίτσας. Στα νιάτα της ήταν τσ̆αφκινού τζ̆αι καθόλου χαμηλοβλεπούσα. Ήταν είπαν του που τες τύψεις που επαπάθκιεψεν, διότι ήταν τζ̆είνη που εκράτεν αιχμάλωτον το εγγλεζούϊν που εκαταδίκασεν ο δικαστής του χωρκού εις θάνατον σαν αντίποινον για το κρέμμασμαν του χωρκανού ήρωά του αγώνα. Ήταν έναν εγγλεζούϊν γιος ψηλόβαθμου στρατιωτικού που το επιασαν όμηρον. 6 μήνες μες την οικογένειαν εσυνδέθην ψυχολογικά με την θείαν της Κουλιτσας που το ετάϊζεν τζ̆αι ελάλεν της κλαίωντας που τον έμαθεν τζ̆αι ελληνικά « μάμμα, όχι σκοτώσει εμένα ». Που την ημέραν που επαίξασιν οι θκειούες της Κουλίτσας το εγγλεζούιν στο περβόλιν τζ̆αι ερίξαν το μες τον νεκατόλάκκον, έριξεν το τζ̆αι η θεία στες νεκκλησ̆ιές τζ̆αι τα αυστηρά ήθη. Μες το χειρόγραφον βιβλίον της βουλευτίνας που έκαμεν κατάσχεσην το Τζ̆ιανακκούϊν, στο κεφάλαιον που έγραφεν την ιστορίαν της Κουλίτσας της Μήδειας, έγραφεν ότι η θεία της ήταν το πλάσμαν που ετόλμησεν να της πει “αν δεν εφόρες κοντήν φούστούαν εμπόρηεν να μεν σε πατήσει ο Τούρκος”.
Ως την ιστορίαν της Φρόσας ο Τσ̆ιανάκκας εν άντεξεν τζ̆αι έφκαλεν τα άντερα του θκιαβάζοντας το χειρόγραφον της βουλευτίνας.
Επισόδιον 4ον τζ̆αι τελευταίον.
Ο Τσ̆ανάκκας κάλεσεν τον Μαριάτσον τζ̆αι τον Ππόϊντερ τζ̆αι είπεν τους ότι η υπόθεση έκλεισεν. Δεν υπάρχουν τεκμήρια ανθρωποκτονίας, ότι αν συνεχίσουν να κάμνουν ιστορίες συνομωσίας με τα εμβόλια θα τους καταγγείλει στον τύπον για παράνομην χρήσην προσωπικών δεδομένων πολιτών, ότι δεν μπορεί κάποιος να ξέρει τες πολιτικές πεποιθήσεις των πολιτών τζ̆αι να κάμνει στατιστικές του πεζοδρομίου με τους αρνητές τζ̆αι έδωκεν τους το βιβλίον της βουλευτίνας σφραγισμένον που την αστυνομίαν να το πάρει ο Ππόιντερ αμέσως πίσω χωρίς να το αννοίξει.
Εκάλεσεν την Μαρίαν την Τσ̆αρλούν. Είπεν της ότι καλά έκαμεν να μεν παραδεχτεί αλλά εσύστησεν της ότι πρέπει να πιάσει τα ππουρτού της τζ̆αι να πάει πίσω στο Λονδίνον. Είπεν της να μεν παραδεχτεί ποττέ της διότι δεν υπάρχει τρόπος να βρεθει τεκμήριον τί είσ̆ιεν μες τες σύριγκες, αλλά κανεί. Επροείδοποίησεν την ότι τωρά που τους εβάλαν στην μούττην του σ̆σ̆εππέττου, εν να τες πιάουν με την σύριγκαν του εμβολίου γεμάτην ζωντανόν ιόν αντίς με το υλικόν που έρκουνται ανάννοιχτες που το εργοστάσιον. Τωρά είπεν της πρέπει να προσέχουν διότι θα πάσιν τζ̆αι να μεν κανέσουν
Η Μαρία αρώτησεν τον Τσ̆ιανάκκαν γιατί το κάμνει τούτον. Ο Τσ̆ιανάκκας εξεροκατάπκιεν να αντέξει να το πει. Απάντησε της ότι η αρφή του εν άντεξεν να ζήσει να βιάζεται κάθη μέρα που τούτην την σκατοκοινωνίαν τζ̆αι αυτοκτόνησεν στα 18 της, 9 μήνες μετά τον πόλεμον, όταν της επιάσαν το Τουρτζ̆ίν που δεν εθέλησεν να ρίξει τζ̆αι επέψαν το σε ορφανοτροφείον για υιοθεσίαν στην Ελλάδαν. Αν δεν σε ανακαλύφκαν ήταν να σε πέψω να μπολιάσεις τζ̆αι την μάναν μου, τον τζ̆ύρην μου, τον αρφόν μου τον μεγάλον, είπεν της σφίγγοντας τα δόγκια του για παύσην, αλλά τωρά πρέπει να προστατέψεις τον εαυτόν σου τζ̆αι να ζήσεις ότι σου έμεινεν με την καρκιάν πιο αλαφρήν που τα καθάρματα που δημιουργά αυτόν που είμαστιν, αυτόν που μας εκάμασιν. Η Μαρία εν έριξεν έναν δάκρυν που την αποκάλυψην του Τσ̆ανακκουθκιού. Άκουεν ψυχρή σαν το μάρμαρον. Όσα δάκρυκα εμπορηεν να φκάλει το σώμαν της έκλαψεν τα ήδη μετά που κάθε φοράν που άκουεν θόρυβον που έμοιαζεν με τσακριτζ̆ιαν τζ̆αι ενόμιζεν πους εν ο πόλεμος τζ̆ι εξανάρκετουν. Μετά που κάθε φορά που εφήρνετουν επειδή έπειθεν το σώμαν της να δεχτεί χάδιν που άντραν πιστεύκοντας ότι έτσι ήταν να της περάσει. Μετά που κάθε φοράν που ερκούντασιν τα τέρατα στον νύπνον της τζ̆αι εξύπναν, τζ̆αι της εξαναλάλεν η μάνα της “εκανόνισεν τα χαρκιά σου ο θείος σου, εν ναν καλλύττερα στην Αγγλίαν”.
Πριν να φύει η Μαρία, εσταμάτησεν την ο Τσ̆ιανάκκας τζ̆αι λαλεί της: Να σε αρωτήσω τζ̆αι γώ κάτι. Γιατί εσκοτώννετε μόνον δεξιούς τζ̆αι θρήσκους; Τί ρόλον έπαιζεν η βουλευτίνα; Η Μαρία απάντησεν του ότι δεν έσ̆ει ιδέαν. Η βουλευτίνα απλά όταν επήεν να βοηθήσει μιαν θκυό που τες επελλλάναν δεύτερην φοράν μέσα στες υπηρεσίες του κράτους ξαναβιάζοντας τες τρίτην φοράν, μιαν οι Τούρτζ̆ιοι, μιαν οι συγγενείς τζ̆αι τα αγαπημέναν πρόσωπα τζ̆αι πουπάνω μιαν το κράτος να τους ζητά αποδείξεις ότι εβιαστήκαν Ενδιαφέρτην τυχαία τζ̆αι ήβρεν τζ̆αι τζ̆είνη αυτά που ξέρουν ούλλοι, τζ̆αι οι υπηρεσίες. Εκουβαλούσαν τες με τα λεφωρεία που τους προσφυγικούς καταυλισμούς στο νοσοκομείον τους εγγλέζους στο ακροτήριν να τους τα ρίξουν. Αν προσθέσεις τες κοτζ̆ιάκαρες που τες εκόψαν τζ̆αι δεν αγκαστρώννουνταν τζ̆αι τα μωρά που δεν είδαν περίοδον, αν προσθέσεις τζ̆είνες που τους το ερίξαν με τα γιατροσόφκια ή που τους το ερίξαν δικοί μας γιατροί, αν προσθέσεις τζ̆είνες που εβιάσαν μόνον μιαν-θκυό φορές σε μέρες που δεν εκουτσακώνναν, φκάλλει εκατοντάδες κόσμον. 800 ο πιο συντηριτικός αριθμός. Ο Ερυθρός Σταυρός δεν διά πληροφορείες. Χώρκα οι αδρώποι που εβιάσαν μπροστά στους γονιούς τους ή μπροστά στες γεναίτζ̆ες ή τα παιθκιά τους να τους εξεφτελίσουν, χώρκα οι αιχμαλώτοι που τους εβιάζαν μπροστά στους άλλους αιχμαλώτους τζ̆αι κουβαλούν το κρυφόν ως σήμμερα. Άρκεψεν η γεναίκα έρευναν να γράψει το βιβλίον τζ̆αι έτυχεν σου να είσαι εσύ ο πρώτος αναγνώστης. Τωρά γιατί όσους επέψαμεν στον Άην Πέτρον να λογοδοτήσουν εκόψαν ναν δεξιοί, θα είναι μάλλον διότι πάνω στον Πενταδάκτυλον όπου καταγούμαστον δεν είσ̆ιεν αριστερούς. Εξάλλου τζ̆αι οι έξι μας που δεξιές οικογένειες εφκήκαμεν εξ όσων γνωρίζω.
Τούτον θα είναι. Είπεν της το Τσ̆ιανακκούϊν. Άτε, τωρά. Εισητήρια τζ̆αι πίσω. Δεν είναι τούτος τόπος για σέναν. Λάμνε έβρε ειρήνην αλλού εσού που μπόρεις. Εν να μείνουμεν εμείς να πληρώννουμεν εδώ τζ̆αι για τες έξι σας, τζ̆αι για τες εκατοντάες σας κατά τες στατιστικές της βουλευτίνας.
Πριν να φκεί του γραφείου η Μαρία, εκοντοστάθην τζ̆αι στράφην πίσω. Τζ̆αι για τες εφτά μας να λαλείς. Που την Αγγλίαν ήρταμεν θκυό να κάμουμεν την δουλειάν. Η Αεργκιούλ εκτός που τους δικούς της βιαστές, διότι τζ̆αι τζ̆είνων τα ίδια τους εκάμαν οι δικοί τους, εμπόλιασεν τζ̆αι κάτι γέρους της TMT που εκρατούσαν όπλα το 74 τζ̆αι εβιάζαν τζ̆αι ρέσσαν. Μπορεί μες τζ̆είνους να έπεψεν εις τον αγύριστον τζ̆αι τους βιαστές της αρφής σου. Τζ̆αι μες τους μπολιασμένους που έν ήβρετε, έσ̆ει τζ̆αι κάτι Πηώτες που ούλλοι ξέρουν τζ̆αι κανένας δεν μαρτυρά τζ̆αι κάτι Καλοψιδκιώτες που τους εμπολιάσαμεν εμείς για την αρφήν μας την Αεργκιούλ.
A! Προλαβαίννει να ρωτήσει ο Τσ̆ανάκκας. Τζ̆αι ο σταυρός του Αποστόλου Αντρέα με τον τσιρόττον;
Δεν είναι σταυρός. Εν το Χ που μας εβάλαν τα πλάσματα που εκαρτερουσαμεν να μας στηρίξουν τζ̆αι δώκαμεν τους το πίσω.
Επίλογος
Η ιστορία τούτη επέθανεν πριν να γινεί μυθιστόρημαν. Υπολόγιζα σαν αστυνομικός ανακριτής να μπώ αδιάκριτα μέσα στα σπίθκια των δεύτερον πέρασμαν βιαστών, να ξικλωνίσω την καθημερινότηταν τους, το τί καθορίζει αυτά που πιστεύκουν, το τί υποκινεί τζ̆αι το τί δικαιολογεί αυτά που κάμνουν. Έθελα να γινώ ο μισ̆ιαρός τους σπιθκιού τους, το φυλλόδεντρον μες τον νηλιακόν τους, η σκνίπα που κάθεται πας την τζ̆εφαλαρκάν της καρκόλας τους να ακούσω τί λαλούν, πως σκέφτουνται.
Τον βιασμόν σαν ύστατην μορφήν επιβολής της εξουσίας έξερα τον. Τον βιασμόν σαν έγγλημαν πολέμου τζ̆αι όπλον απαγορευμένον που τες διεθνής συμβάσεις επίσης έξερα τον. Ντζ̆ίζω τον κάθημερα κάμνωντας σκρολ ντάουν τζ̆αι σκρολ απ πας το τηλεφωνούιν μου. Πάνω που 70% του κοβαλτίου που το κάμνει τηλεφωνούϊν τζ̆αι αρκετόν ποσοστόν του λιθίου που κάμνει την παταρίαν του παταρίαν εξορυσσεται που τους 6 000 000 πεθαμμένους νεκρούς που εσκοτώσαν τα όπλα τζ̆αι τες 60 000 ζωντανές τζ̆αι ζωντανούς νεκρούς, που ο βιασμός εσκότωσεν τους την ψυχήν εις τον πόλεμον του Κόγκο. Ακούω τον απόηχον του που την Ουκρανίαν να τον καταγγέλλουν οι γυναίκες του ενός αντιμαχόμενου στρατοπέδου για το άλλον, που το Ισραήλ τζ̆αι την Γάζαν, παλιόττερα που το Ιράκ, το Βιετνάμ, την Λατινικήν Αμερικήν, πιο παλιά που την Αλγερίαν. Τούτον τον βιασμόν εξηγείς τον σαν το φτηνόττερον πυρομαχικόν που έχει αυτός που κρατεί το όπλον τζ̆αι μπόρει να σκοτώσει. Βιάζοντας τες γεναίτζ̆ες, τες κόρες, τες μανάδες του εχθρού, εν τες μανάδες σας, τες γεναίτζ̆ες σας, τες κόρες σας που βιάζετε, εξηγεί στους πολεμιστές κάθε στρατοπέδου η Justine Masika Bihamba που δεν εσταμάτησεν να αγωνίζεται. Τζ̆είνη με την οργάνωσην της μόνον εδεχτήκαν την μαρτυρίαν τζ̆αι εδώκαν παρηορκάν τζ̆αι δύναμην να σηκωστούν να ζήσουν σε 23 000 θύματα του βιασμού στο Κόγκο. “Άμαν βιάσεις την γεναίκαν τζ̆αι την κόρην του εχθρού σου μπροστά του, σκοτώννεις του τον ανδρισμόν του, σκοτώννεις του την δύναμην του, βιάζεις μιαν τζ̆αι σκοτώννεις μιαν οικογένειαν” απάντησεν της ένας μαχητής του κοβαλτίου.
Τον δεύτερον όμως βιασμόν που υπόκεινται τα θύματα που τα πλάσματα που τους αγαπούσιν κλείωντας τους το στόμαν πως τον εξηγείς. 50 χρόνια που την εισβολήν, 50 χρόνια σιγής τζ̆αι κρυφού πόνου που να μεν τον συναφέρνει κανένας, πως τον εξηγείς;
Έθελα να φτύσω μέσα που το μυθιστόρημαν μου την παραδοσιακήν κυπριακήν κοινωνίαν που εγέννησεν σ̆ειρόττερα τέρατα στην μοντέρναν, κληροδοτόντας της τα τερατογονίδια που κουβαλεί που τα βάθη των αιώνων. Εσταμάτησα όταν άρκεψα να ψάχνω το θέμαν του βιασμού τζ̆αι αρρώστησα. Εθκιάβασα τες « Αγωνίες », της Δήμητρας Δημητρίου, αλλά τζ̆ιαμαί που πραγματικά αρρώστησα, ήταν με το μυθιστόρημαν της Despendes « Baise moi ». Είχα την πρόθεσην να φτύσω πίσω τούτην ούλλην την υποκρισίαν των κυπριακών αξιών που αδίστακτα επιτρέψαν σε γονιούς, μανάδες, αρφάδες, αρφούδες, γειτόνους, συγγενείς να ξαναβιάσουν τα θύματα χώννοντας τα που τον κόσμον μέμπα τζ̆αι τατσώσουν τους το όνομαν τους τζ̆είνους. Έθελα να φτύσω του κράτους τζ̆αι των πατριωτικών δυνάμεων που το δράμαν των θυμάτων τους ενδιαφέρει μόνον στο μέτρον που θα το εξαργυρώσουν σε πατριωτικήν κορόναν στο χρηματιστήριον του μακροχρόνιου. Είχα την προθεσην να εκδικηθώ εγώ 50 χρόνια μετά για τους δικούς μου λόγους.
Όταν όμως ιμπείς μέσα στο σσυφφούνιν του βιασμού, πέραν του ότι αρρωστάς, έστω για τους δικούς σου λόγους, καταλάβεις ότι πρέπει να έσ̆εις διάθεσην να μείνεις άρρωστος χρόνια όστι να τελειώσει το γράψιμον ενός μεγάλου κειμένου. Εκαταλάβα επίσης που το βιβλίον της Despendes ότι καμία εκδίκηση δεν μπορεί να αλαβρύνει έτσι πόνον αν δεν είναι ανάγκη τού ιδίου του θύματος. Εκατάλαβα ότι δεν θα ήταν μόνον εγώ που ήταν να αρρωστήσω, αν το έγραφα καλά θα αρρωστούσαν τζ̆αι τζ̆είνοι που θα το εθκιαβάζαν.
Τζ̆αι να το άρκεφκα το μεγάλον το κείμενον, δεν θα άντεχα να το τελειώσω.
Ετέλειωσα το με τούτον το κειμενούιν τζ̆αι δεν θα το ξαναπιάσω.
Ας όψουνται που τα κάμασιν. Ας όψουνται οι κοινωνίες που εγεννήσαν άντρες που ερεθίζονται σεξουαλικά μπροστά στον τρόμον του αδύνατου. Άντρες που τους φκάλλει καύλαν θα βάλλουν άλλον πλάσμαν κάτω που τον τρόμον του όπλου που τους εδώσασιν να σκοτώσουν. Άντρες, σ̆σ̆ιλλιάδες άντρες, που άμαν τους φκάλεις τον κοινωνικόν φραγμόν έρκουνται σε οργασμόν δημόσια βιάζοντας.
Ας όψουνται οι κοινωνίες που φκάλλουν μανάδες τζ̆αι τζ̆ουρούδες που ξαναβιάζουν τα βιασμένα παιθκιά τους ότι τάχα μου εν να τα προστατέψουν. Ας όψουνται οι αρχές που ζητούν πιστοποιητικά βιασμού.
Το μη μυθιστόρημαν τούτον επέθανεν όπως το μωρόν το άουρον που το ρίφκει η μήτρα πριν να τελειωθεί να γινεί πλάσμαν πον να ζήσει.
Τέλος.
Ήταν τα γενέθλια του μωρού μου που εγένετουν γεναίκα.
Λαλώ του φίλου μου του καλού, Κάρβελλε μου ο χρόνος παρπατά γλήορα. Το καλοτζ̆αίριν γίνεται τζ̆ιόλας γεναίκα η Μελίνα μου. Θέλω να της χαρίσω κάτι που τον τόπον μου. Να ξέρει πιλέ μου πόθθεν έρκουνται εναν σωρόν πράματα που το είναι της.
Ήταν τότες που εμάθθαιννα την Ρωσσικήν Αβανγκάρντ τζ̆αι εστράτεφκεν με που τη Σκάλαν ο Γιώργος ο Κάρβελλος με τες συφφωνίες του Σ̆οστακόφιτς, που την Βοστώνην ο Χρίστος ο Κούλεντρος που επέμενεν να έβρω την Σονάταν του για Τσ̆έλλο τζ̆αι πιάνον. Έχουν τζ̆αι τα καλά τους τα σόσ̆ιαλ ανάλογα σε τί σ̆έρκα θα ππέσουν. Είσ̆ιεν δίκαιον ο Χρίστος. Εκόλλησεν η βελόνα μου πας την Sonata for Cello & Piano ειδικά πας την εκτέλεσην του 1934 με τον βιολονσ̆ελίσταν Ροστρόποβιτς τζ̆αι τον ίδιον τον Σ̆οστακόφιτς̆ στο πιάνον. Το έργον τούτον λέει ο μύθος πας το ίντερνετ, επαράγγειλεν του το ο φίλος του ο Κουμπάτσκι σε μιαν φάσην δύσκολην της δημιουργικής του ζωής.
Ελάλουν το του Γιώργου που μου επαραπονιέτουν πως μετά την Χοιροκοιτίαν του στην οποίαν τα έδωσεν όλα, ετσιλλούσαν τον οι υποχρεώσεις, τα επαγγελματικά με τα σχολεία, μικροϋποχρεώσεις ποτζ̆εί μικροϋποχρεώσεις ποδά, δεν του εμείνισκεν χρόνος τζ̆αι πάθος να γράψει κάτι που την καρκιάν του.
Αντρέπουμουν τζ̆ιόλας αλλά έχοντας θκιαβάσει μόλις πριν της ιστορίαν με τον φίλον του Σ̆ιοστακόβιτς̆ ετόλμησα τζ̆αι λαλώ του Γιώργου: "νομίζω μόνον εσύ μπορεί να μου βάλεις έναν κομμάτιν Κύπρον σε νότες να το χαρίσω της κόρης μου που γιορτάζει το καλοτζ̆αίριν τα 18 της".
- "Καλό φίλε μου, μεγάλη μου χαρά τζ̆αι τιμή να σκεφτείς έτσι" είπεν μου ο Γιώργος με ούλλην τζ̆είνην την γλυτζ̆ιάν κυπριακήν ταπεινότηταν που χαρακτηρίζει πολλούς Κυπραίους τζ̆αι ταυτόχρονα τζ̆είνον τον αθώον ενθουσιασμόν που χαραχτηρίζει το Γιώργον άμαν εν χαρούμενος.
Έτσι έφκην η Berceuse pour Melina pour Violon et Piano που επρωτόπαιξεν λλίους μήνες μετά ο Νίκος Πίττας στο βιολίν τζ̆αι ο Rami Sarieddine στο πιάνον.
Απολαύσετε το πρώτον σ̆αίριν τζ̆αι παρακολουθήννετε τες παραστάσεις με κυπριακήν κλασσικήν μουσικήν εσείς που έσ̆ετε την τύχην να μπορείτε να ακούσετε τον ήχον της σε αίθουσαν.
Μακρυά που τα μουσικά δρώμενα, έμεινα με την μουσικήν πεθαννένων να με συντροφεύκει τζ̆αι ώρες-ώρες να την βαρκούμαι. Δεν θέλω να γινώ όπως ούλλους που τους καθουνται τα χρόνια τούβλα πας στα ζινίσ̆ια τζ̆αι γινίσκουνται κοτζ̆ιάκαρες: "...εμάς τον τζ̆αιρόν μας..."
Τζ̆αι ο τζ̆αιρός μια διάσταση μέσα στον χωροχρόνον είναι. Αναλογα με τη γωνιάν πον να δείς τα πράματα, μπορείς να την συμπυκνώσεις τζ̆αι να τα δείς ούλλα πίτταν, χωρίς χρονικήν διάστασην, όπως θωρείς τετράγωνον σε δύο διαστάσεις έναν κύβον τρισδιάστατον άμαν τον θωρείς πουπάνω τζ̆αι κάθετα.
Έστειλεν μου ο φίλος μου ο Αντώνης έναν σύνδεσμον με μουσικήν του Δημήτρη Μητσοτάκη. Η γωνιά του χρόνου που μου έκατσεν, με το πρώτον άκουσμαν έφερεν μου το τούτον στον νούν. Επιττάκωσεν ο χρόνος τζ̆αι το 1949 εγίνην σήμερα.
Σήμμερα όμως ήρτεν έτσι:
Ακροατή του Άστρα άκουσα σε.
Ακροατή του Άστρα άκου σα σε! Εμίλαν σου η Αλεξία Ιωαννίδου για έναν άνθρωπον τον οποιον ετρομοκράταν ένας αλήτης ακροδεξιός εγκληματίας την ώρα που έκαμνεν την δουλειάν του ντελίβερι της Βόλτ τζ̆αι είπες του Νεόφυτου “πρέπει Νεόφυτε να παραδεχτούμεν ότι υπάρχει τζ̆αι το μεταναστευτικόν”
Άκουσα σε τζ̆αι έμεινα άφωνος. Δεν ήβρες άλλον να πεις. Να διεισδύει το τέρας του φασισμού ντυμένον στα μαύρα μες την κοινωνίαν, τζ̆αι συ, ακροατή, τζ̆αι με σοσιαλιστικές καταβολές μπορώ να φανταστώ, να πιάννεις το τηλέφωνον για να επαναλάβεις τα βρώμικα λόγια της ακροδεξιάς προπαγάνδας που έκαμες ήδη τζ̆αι δικόν σου λεξιλόγιον. Αν δεν το κατάλαβες, να σου το πώ: είσαι στο κατώβλιον του παραμάγαζου της Χρυσής Αύγής στην Κύπρον. Σε λλίον θα λαλείς "ναι είμαι φασίστας, έσ̆εις να πεις τίποτε;".
Μεταναστευτικόν, ακροατή του Άστρα, δεν σου λέω αγαπητέ, διότι δεν σε αγαπώ εσέναν, έσ̆ει πλάσματα πιο αξιόλογα να αγαπήσω, πλάσματα να σαν την Αλεξίαν για παράδειγμαν που το αυθόρμητον που της ήρτεν μπροστά στα τέρατα ήταν να προσφέρει προστασίαν, μια κοπελλούα, σε έναν νέον παιδίν που κινδυνεύει που να το μασ̆αίριν, τους λοστούς, τες πέτρες στα σ̆αίρκα ενός ανώμαλου ακροδεξιού μπράβου του ΕΛΑΜ. Η λέξη μεταναστευτικόν υπάρχει διότι είναι το ιδεολογικόν όχημαν των δεξιών τζ̆αι ακροδεξιών πολιτικών για να απευθυνθούν σε σέναν, ακροατή του Άστρα, κατά τάλλα με αριστερές καταβολές, ιδίως με αριστερές καταβολές. Απευθύνονται πρώτα στο ένστιγκτον σου, έχοντας ήδη μπει οι θεωρητικοί τους στην ψυσ̆ήν σου, με θεωρίες περί ισλαμοποίησης που δημοσιέυει η Σημερινή, με θεωρίες περί σχεδίων της ΜΙΤ να μας πιάουν τέλλια οι τούρτζ̆οι που δημοσιέφκει ο Φιλελεύθερος, με τες θεωρίες περί ξημαρισ̆ιάς, περί κινδύνου να σου βιασουν την γεναίκαν ή την κόρην, λες τζ̆αι οι μετανάστες εν Μεταξάες, ή μπάντα Ισραηλινών τουριστών, με τες θεωρίες περί παχουλών παροχών που το κράτος, τα φέικ νιους Κουλία περί τσιεκκουθκιών ή περί πυρομανών που σου κρούζουν την Βόρειον Ελλάδαν. Δεν υπάρχει μεταναστευτικόν, ακροατή του Άστρα, υπάρχει μετανάστευση, υπάρχει προσφυγιά, υπάρχει φτώσ̆ια, υπάρχει κόσμος σε απόγνωσην. Μεταναστευτικόν είναι η εργαλειοποίηση τους που την δεξιάν για νέαν στρατολόγησην πολιτικά αμόρφωτων ανθρώπων ερεθίζοντας τους συναισθηματικά αντανακλαστικά φόβου, μίσους, αηδίας προς κάποιον πιό αδύναμον που δεν διαθέτει το ελάχιστον φίλτρον πολιτισμού, πολιτικής ανάλυσης, διαλεκτικής σκέψης, ανθρωπιστικών αξιών.
Θα έβρισσα ακροατή του Άστρα. Θα έβρισσα τζ̆αι θα σε άφηννα να αλωνίζεις κυρίαρχη άποψη “υπάρχει τζ̆αι το μεταναστευτικόν”, εγέμωσεν η Κύπρος, δεν μπορεί ένας μικρός τόπος να χωρέσει την μιζέριαν του κόσμου. Εσκέφτηκα το. Απόν φορτώννει πο΄σσω σου τάνα του να φορτώσει. Θα σου εμίλουν για την πλούσιαν Ελβετίαν, για το όμορφα δάση τζ̆αι την οικολογικήν συνείδησην του κόσμου να ταξιδέψει το φαντασιακόν σου.
Επήα έσσω μου όμως τζ̆αι είδα την μαύρην σκιάν του εκφασισμού να φορτώννει τζ̆αι πο΄σσω μου. Άκουσα πλάσματα που αγάπησα να μου λαλούσιν “εγέμωσεν ο τόπος μαύρους”, “εν ιμπόρω να τους θωρώ "έσσω μου" να κυκλοφορούν αργόσχολοι τζ̆αι να τους ταΐζει το κράτος”. Επιάν με τα μαύρα ριά, διότι ήμουν άνενοιας, τζ̆αι εθεωρητικολογούσα για το πως η αριστερά θα μπορούσεν να αντιπαλέψει την φασιστικοποίησην της κοινωνίας, την επέλασην της ακροδεξιάς στες εκλογές ούλλων των ευρωπαϊκών κρατών.
Τρέμουν τα σ̆αίρκα μου, τρέμει η φωνή μου. Δεν θα μπορέσω να σου μιλήσω στο ράδιον χωρίς να πάρει πουρλόττον το γαίμαν, χωρίς να σκάσει η φωνή, χωρίς κυβερνήσει το νεύρον τα λόγια μου. Η συμβολική σσιωπή εγίνην εξ ανάγκης πραγματική, όπως τον θεωρητικόν κύνδυνον της φασιστικής εξαγρίωσης που από θεωρητικόν ρίσκον γίνεται μέραν με την μέραν πραγματικότητα τζ̆αι κάμνει ποζαύλιν φιλίες, οικογενειακές σχέσεις, αυρότητες. Σε λίγον θα θέλει "να φαγωθούμεν ματαξύ μας", ποιά ιδέα θα φκεί πουπάνω, ο φασισμός ή ο άνθρωπος.
Σσιωπώ χωρίς να σσιωπίσω. Δεν θα φκώ να τα πώ στο ράδιον να στενοχωρκούμαι να κρατήσω το συναίσθημαν που ξισ̆ειλά. Γράφω σου τα δαμαί τζ̆αι αν θέλεις έλα θκιάβας τα αν θέλεις τράβα τον δρόμον σου με τους ναζί τζ̆αι άφης με ύσηχον.
“Υπάρχει τζ̆αι το μεταναστευτικόν”. Έχω σου νέα. Όσον υπάρχει ματανάστευση θα υπάρχει μεταναστευτικόν. Αν έκαμες ιδεολογίαν σου την ακροδεξιάν, η αντίδραση σου εσένα θα είναι να πααίννεις να δέρνεις αδύναμους ανθρώπους διότι σου κάμνει τόπον το κράτος του Αναστασιάδη τζ̆αι του δελφίνου του, ή θα κρυφοσ̆αίρεσαι που το κάμνουν αλλοι για σέναν. Ίσως να σ̆αίρεσαι ήδη χωρίς να τολμάς να το πεις ακόμα τούτον, που επνίξαν άλλοι για σέναν 700 μετανάστες στην Πύλον για να ακούουν οι άλλοι τζ̆αι να τραβούν πίσω να μεν έρτουν “έσσω” σου. Κριτικάρεις τον Αναστασιάδην αλλά επικροτείς κατά βάθος τες πολιτικές Νουρή να καστιορά 5, 7, 9 μέρες νηστικούς τζ̆αι πεινασμένους μες την βάρκαν για να στέλλουν sms τζ̆είνων που περιμένουν στον ξύλινον πάγκον να πιαν το επόμενον σαπιοκάραβον να φοηθούν να μεν έρτουν. Η αντίδραση μου εμέναν είναι είναι να κοιτάζω τον ουρανόν τζ̆ιαι όσον μακρυά τζ̆αι είναι τ΄άστρα, εγώ την γλώσσα μου να τους ιβγάζω, διότι έμαθε μου ο Ναζίμ Χικμέτ που τον τζ̆αιρόν που ήμουν μιτσής μες την Εδόν, ότι το πιο εκπληκτικόν, το επιβλητικόν τζ̆αι πιο μεγάλον, είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει, είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε, είτε παρπατεί μέσα στην Ινδίαν μέσα στους δρόμους της Χαλκούτας, είτε μες τους δρόμους της Λεμεσού ή της Χλώρακας.
Τέρας να γινείς όπως εγινήκαν 43.9% των Γερμανών στες εκλογές του 1933 τζ̆αι σχεδόν ούλοι ως το 1945, εγιώνι άνθρωπος θα μείνω, όπως έμεινεν η Δολόρες Ιμπαρούρι, όπως έμεινεν ο Δημητρώφ, ο Μπρέχτ, ο Εζεκίας Παπαϊωάννου που επήεν κοπελλούιν αψηφόντας τον θάνατον να πολεμίσει τον φασισμόν που επέλαυνεν στην Ισπανίαν.
Δεν με πειράζουν οι μαυρήες που κυκλοφορούν παρπατητοί πας τα παιζοδρόμια τζ̆αι μες τα λεφωρεία που δεν έχουν αυτοκίνητον σαν εσέναν που σε βρίσκει κάποιος στα μποτιλιαρίσματα. Δέν με πειράζουν καν οι γκάγκξστερ ξένοι που ήρταν τζ̆αι γοράσαν 3 εκατομμύρια διαμέρισμαν αντίς 300 000 που αξίζει τζ̆αι κατοικούν τα ψηλά δώματα πας τους πύργους της Λεμεσού. Πειράζουν με τα εγγλήματα των γκάγκξστερ τζ̆αι ξένων τζ̆αι ντόπιων, η εκμετάλλευση πως εκάμαν τα 3 εκατομμύρια να έρτουν να τα πετάξουν του κάθε κυπραίου παραπόττη ντιβέλοπερ ή δικηγόρου της Ντραγκέττας του πρώην τζ̆αι νυν κυβερνητικού Δημοκρατικού Συναγερμού.
Δεν με πειραζει που διουσιν σε όποιον εν αιτητής ασύλου 270€ τον μήναν, 9€ την ημέραν, να μεν πεθάνει της πεινας, να μεν ιθκιακονά ή να μέν θέλει να κλέφτει για να επιβιώσει, μέχρι να του εξεταστεί η αίτηση. Δεν με πειράζει αν εν πραγματικός δικαιούχος ασύλου, πραγματικός κατατρεγμένος ή παραποττουϊν που αρπάσσεται που κάθε ελπίδαν τζ̆αι έπαιξεν κορώνα γράμματα ότι είσ̆ιεν τζ̆αι δεν είσ̆ιεν για έναν εισητήριον στον “παράδεισον” που εσύ μισείς ή ονομάζεις “έσσω μου”. Πειράζει με που αν κάμει λάθος η λειτουργός τζ̆αι στην βιασύνην δεν ιξέχωρήσει κανένα γκέϊ παιδίν τζ̆αι στείλει το πίσω στο Ιραν ή στο Αφχανιστάν κατατάσσοντας το “οικονομικά εξαθλιωμένον παραποττούϊν” μπορεί να το κραμμάσουν πον να το παραλάβουν στο αεροδρόμιον ή να το εξαφανίσουν, όπως απαίξαν τα δύο μαυρούθκια μόλις εστραφήκαν στην Νιγηρίαν που τα επιστρέψαν που το αεροδρόμιον Λάρνακας χωρίς να εξετάσουν την αίτησην τους για πολιτικόν άσυλον. Τζ̆αι έχω σου τζ̆αι άλλα νέα. Τζ̆αι να κόψουν το επίδομα πείνας που τον αιτητήν, εσύ δεν θα δεις καν την μυρωθκιάν του. Θα τα δώσουν στην ξενοδόχον που στηρίζουν ταξικά για να τους στηρίζει το κόμμαν επιχορήγησην να ανακαινίσει μούχτιν το ξενοδοχείον της με πρόσχημαν την πράσινην ανάπτυξην για να σε σώσουν που την κλιματικήν αλλαγήν.
Δεν ξέρω πως να σου μιλησω ακροατή του Άστρα πέρκι έστω τζ̆αι τελευταίαν στιγμή το σκεφτείς να μεν θκιαβείς το κατώβλιον της φασιστικής ομάδας που θέλει να κυριεύσει την κοινωνίαν τζ̆αι να κυβερνήσει το κράτος προσφέροντας σου έναν τζ̆ιουνούρκον “ανήκω” της μισανθρωπίας. Θα σου πώ μόνον τζ̆αι τα κακά νέα που είχα να πώ τζ̆αι στα αγαπημένα μου πρόσωπα που μου εκοινοποιήσαν την συμπάθειαν τους στον φασιμόν, Εσσω μου, Έσσω μου με κεφαλαίον, όι απλά μεταφορικά πας το παιζοδρόμιον του χωρκού ή πουκάτω που τον φίκον της Πλατείαν Ελευθερίας ή πας τον πεζόδρομον της Λεμεσού που ονομάζεις εσύ έσσω σου: να ξέρεις πως ότι αηδίαν ινοιώθεις εσύ για τον Ινδόν ή τον Νιγηριανόν που ζ̆ει με 300 ή με 600€, έτσι αηδίαν ινοιώθει τζ̆αι για σέναν η κυράτσα που καπαρτίζει τζ̆αι δείχνει το τσαντάκιν 2500€ Prada να την φωτογραφήσουν τα μίντια people. Τζ̆αι θα σου πώ τζ̆αι το τελευταίον που του είπα τζ̆είνου που μου είπεν “κάμνουν τζ̆αι έναν καλόν τούτοι του ΕΛΑΜ”: φερ τον νούν σου τζ̆αι αν είσαι πολιτικά αναλφάβητος κάτσε τζ̆αι θκιάβασε έναν βιβλίον παρά να κάμνεις τον ρήτοραν μεγάφωνον της ακροδεξιάς. Θκιάβασε ας πούμεν το βιβλίον που εμεταφράσαν οι εκδόσεις Αλμύρα που συνεργάζουνται με τον Άστρα με την αυτοβιογραφίαν της Ντολόρες Ιμπαρούρι να καταλάβεις πως εδιείσδυσεν ο φασισμός μες τες μάζες στην Ισπανίαν τζ̆αι πως τον επολεμήσαν οι Ισπανοί τζ̆αι διεθνιστές αντιφασίστες. Αν μεν ιθκιαβάζεις, κάτσε τζ̆αι άκου πας το Youtube την Εβραίαν του Μπρέχτ που την παίζει η Έλλη Λαμπέττη να δεις πως έφτασεν το ναζισμός να κυβερνά την σκέψην του πιο απλού μορφωμένου Γερμανού νοικοκυραίου. Η ακροδεξιά αναδιπλώννεται. Ξύπνα, τζ̆αι να είναι ο νους σου σ̆εηττάνης, τζ̆αι η σκέψη σου διαλεκτική τζ̆αι θκιαβασμένη, η καρκιά σου με το μέρος της ζωής, όχι της μισανθρωπίας, αν θέλεις να σου ξαναπώ αγαπητέ.
Βρίσκεις το τζ̆αι σε audiobook αν μεν έσ̆εις συνήθειαν να θκιαβάζεις να το ακούεις άμα όδηγάς ή άμα κάμνεις δουλειές που το τηλεφωνούϊν σου δαμαί:
Ξαναπιάννω το μπλογκ.
Η τοξικότητα που τζ̆υλά μέσα στο σκρόλ τούτης της κατάστασης εκατάντησεν να σου αλλοιώννει την διάθεσην, να σε παραπλανεί σε μονοπάθκια που απαντούν στην λογικήν ενός αλγόριθμου του οποίου κύριον κριτήριον είναι πόσην διαφήμισην θα πουλήσει τζ̆αι όχι που γουστάρεις να ενημερωθείς. Παλιά στα μπλογκς εσύ αποφάσιζες τι θέλεις να θκιαβάσεις. Εφάαν τα.
Να κάμνεις ψυχαναγκαστικά τζ̆ύλι τζ̆ύλι την οθονούαν σου σε αυτήν την “αισθησιακήν» κίνησην πάνω στο φετίχ πατσαρικούϊν τζ̆αι να παρακουλουθά τί γράφεις, πού κάμνεις κλικ, είντα τόπον είσαι, σε ποιαν δικτυωμένην συσκευήν είσαι κοντά, σε ποιόν μαχαζίν έμπης, που έκαμες λάϊκ τζ̆αι ποιού χαχχανούθκια ή δακρυκούθκια για να σου σύρνει την διαφήμισην που πρέπει μεταξύ δύο αναρτήσεων αυτών που σου εβάφτησεν για φίλους τζ̆αι αποφάσισεν να σου φέρει πρώτον τραπέζιν πίσταν (που τους 1000 που έσ̆εις θα δεις 30 την ημέραν, 30 που αποφάσισεν ο αλγόριθμος).
Ότι κόψει ο νους του κάθε νου να είναι ισοδύναμον με αποφάσεις του κοινοβουλίου, ο κάθε άσχετος να μιλά του προέδρου σαν να τζ̆αι εν κουμπάρος του ή ένας γάρος του δρόμου τζ̆αι να θεωρείται πολιτική κριτική. Να σου βάλλουν το μωρόν που σαρίζει τα γυαλιά του μαχαζιού του παπά του τζ̆αι να μετρούν πουκάτω τα λάϊκ να απαυλίνουν την μοναξιάν τους παραβιάζοντας κάθε νομοθεσίαν για έκθεσην των μωρών σε δημόσιαν θέαν. Να σου βάλλουν σε απευθείας μετάδοσην τον άθρωπον να πνίεται τζ̆αι να μεν βουττά ένας να τον σώσει χωρίς να σκέφτουνται ότι έσ̆ει δικούς, μάναν, αγαπητιτζ̆ιάν ή αγαπητικόν πον να τα δεί. Να φκαίννει ο κάθε βλάκας τζ̆αι να σύρνει για ατάκες ψεύτικες πληροφορίες που κυκλοφορά η ακροδεξιά κακόβουλη προπαγάνδα. Όι κανεί.
Είναι έναν τοξικό σύστημα που σε αλλάσσει. Εγώ θέλω να αποφασίζω τί θα θκιαβάζω. Που ποδά τζ̆αι δά θα προσπαθήσω να γράφω δαμαί τζ̆αι να το διαφημήζω ποτζ̆εί. Δεν είναι εύκολον όμως, διότι άμαν δεν συμμετέχεις μες το βλακώδες σύστημαν των λάικ τζ̆αι των σ̆έαρ κάμνει σου σ̆άτοου μπαν τζ̆αι δεν σε φκάλλει μπροστά να πεις θα κάμνεις διαφήμησην των γραφτών σου που το σκρόλ του.
Σκέφτουμαι κάθε θέμαν που φκάλλω τες Παρασκευάες στον Άστρα να το κάμνω τζ̆αι γραπτά δαμαί για να μεν θέλει να επεκτείνομαι στες λεπτομέρειες που εν παρπατούν ραδιοφωνικά.
Εξεκίνησα να γράφω για τους φίλους μου τους μέσα. Για το "φιλόδεντρον που εφημερεύει" στο σαλόνι μου κατ΄ακρίβεια. Αλλά είσ̆εν τόσον ωραίον τζ̆αιρόν σήμμερα που έφκηκα έξω τζ̆αι εσυνάντησα τους φίλους μου τους έξω. Αφούς το φιλόδεντρον εφημερεύει, όπως εφημερεύει τόσα χρόνια τζ̆αι διά μιαν άλλην αισθητικήν στην μελαγχολίαν τζ̆αι στην μοναξιάν, να το αφήκω για άλλον κείμενον, διότι οι φιλοι πον να σας παρουσιάσω σήμμερα αλλάσσουν μέραν με την ημέραν.
Όταν σας μιλώ για μοναξιάν, μεν νομίζεται πως σας μιλά κανένας κακομάζαλος ερημήτης. Η σ̆ειρόττερη μοναξιά εν μες σε κακές συντροφκιές ή ακόμα σ̆ειρόττερα, μες την πολλοκοσμίαν με την οποίαν δεν έσ̆ει το πλάσμαν να πει τίποτε. Φίλον ονομάζω τζ̆αι συντροφκιάν, έναν πλάσμαν που έσ̆ει να μου πεί κάτι να μάθω, κάτι να αισθανθώ.
Πέρσυ εκαρτέρουν τους τζ̆ι έν ήρτασιν. Μιλώ για τους ογράκους που έρκουνται τα τελευταία χρόνια τζ̆αι γεννοβολούσιν μες την κολύμπαν που έκαμα για ότι ζωντανόν χρειάζεται νερόν στην γειτονιάν να έρκεται να σερβίρεται τζ̆αι να κόφκουμεν τζ̆αι καμιάν κουβένταν. Οι υδροβιότοποι λλιανίσκουν τζ̆αι στες γειτονιές μου. Ενόμισα ότι εν θα έρκουνταν ούτε φέτη. Άμαν κάμνεις διάλογον με την βιοδιαφορετικότηταν στο ιμιάγριον, ιμιήμερον περιβάλλον, οι ξένοι σου ότι θέλουν κάμνουν. Για μέναν τούτος ο διάλογος εν η χαρά. Να παρακολουθώ πως αντιδρούσιν στες διάφορες επεμβάσεις που κάμνω στον κήπον ή στο χωράφιν. Εν έναν είδος διαλόγου που σου μαθαίννει πολλά για τον κόσμον τους, για τον κόσμον σου.
Μες τον υδροβιότοπον που έφτιαξα, μετά που έβαλα μερικά ιθαγενή φυτά, άφηκα τον κόσμον που θέλει να έρτει να ρτει. Δεν έβαλα σ̆ελωνούες ή χρυσόψαρα. Έβαλες χρυσόψαρα μες το νερόν τίποτε άλλον δεν θα έρτει. Το ίδιον τζ̆αι με τες σ̆ελώνες. Άσε δε που οι σ̆ελώνες διαφεύγουν τζ̆ιόλας τζ̆αι άμαν καταλήξουν στην άγριαν φύση μπορεί να εξολοθρέψουν ολόκληρον βιοσύστημαν που καταβροχθίζουν τα πάντα, δεν έχουν θηρευτές τζ̆αι δεν έχουν ξίλημμαν άμαν πολλαπλασιαστούσιν. Ολόκληρον βάλτον στο Jussy κοντά στην Γενεύην εκάμαν τον βασίλειον τους τζ̆αι εξολοθρέψαν τα πάντα. Οι αχάπαροι από ζωήν pet lovers που εγοράσαν σ̆ελωνούες στα μπάσταρτα τους, μετά που τες εβαρεθήκαν ελυπηθήκαν τες να τες σύρουν του αποπάτου να ποσπάζουνται τζ̆είνες που τα βάσανα, να ποσπάζουνται τζ̆αι τζ̆είνοι που τους πελάες, τζ̆ι επήραν τες να τες αφήσουν ελεύθερες στην φύσην… Καταλαβαίνετε τί ακολούθησεν…
Στον υδροβιότοπον μου εμέναν τα πρώτα που ήρτασιν ήταν δύο είδη καραόλων που ήταν πας τα φυτά που εκουβάλησα για προζύμιν. Ντόπιοι οι καραόλοι, διότι τα φυτά έπιασα τα που την Κλερ Λιζ, που δεν θά έκαμνεν ποττέ το “αμάρτημαν” να νεκατώσει το γενετικόν υλικόν των Άλπεων με εξωτικά φυτά η ζωΐφια που κουβαλούν τα πέτ σ̆ιόπ.Τα πέτ σ̆ιόπ είναι τόποι αηδίας για μέναν. Είναι τζ̆ειαμαί που συναται η αγορά με την έλλειψην τρυφεράδας με την μοναξιάν του σύχρονου κόσμου. Όπου συνταντάται η αγορά, το κίνητρον κέρδους δηλαδή, με την ζωήν γεννά δυστυχίαν. Αρωτάτε ότι επέρασεν που πετ σ̆ιοπ τζ̆αι θα σας πει. Αν καταλάβετε δηλαδή την γλώσσαν του χτηνού.
Με τους καραόλους ήρτασιν τζ̆αι Νωτονέκτες (εν κάτι έντομα του νερού που κωλυμπούν πισινήν λαλεί το τζ̆αι το όνομαν τους notonecta, που κωλυμπά με τα νώτα). Δεν ξέρω αν επετησαν που άλλην κολύμπαν ή αν ήρταν τ΄αυκά τους πας τα φυτά που κουβάλησα, ήρταν πάντως που τον πρώτον χρόνον. Τα βιβλία βιολογίας λαλούσιν ότι παρόλον που εν κολυμβητές, άμαν πολλήνουν πολλά σε μιαν κολύμπαν, μπόρουν τζ̆αι πετουσιν να παν να έβρουν αλλού νερόν. Εν όπως τους νέους επιστήμονες, ειδικά στην Κύπρον, που αν δεν φκάλουν φτερά παρόλον που δεν θα το θέλασιν, θα τους φάσιν τα αρπαχτικά που κρατούν τες θέσεις. Οι νωτονέκτες μου δεν αφήνουν σκνήπαν να σταυρώσει. Δεν έχω σκνήπες χάρη στους νωτονέκτες, στες λιβελούλες τζ̆αι σε κάτι μισ̆ιαρούς του νερού που τους λαλούμεν δακάτω triton. Τρίτωνες δηλαδή. Τζ̆αι τα τρία είδη είναι πραγματικοί εξολοθρευτές άλλων εντόμων. Οι προνύμφες της λιβελούλης, (αεροπλανούθκια τες εβαφτήσαμεν που είμαστιν μιτσ̆οί διότι κανένας δεν μας είπεν τί όνομαν έχουν στην γλώσσαν μας) εν το ίδιον αρπαχτικά, όσον τζ̆αι τα πετούμενα.
Έκατσα πάνω που ώραν σήμερα τζ̆αι επαρακολούθουν τι ζ̆εί μες την κολύμπαν. Δεν ξέρω γιατί μου ήρτεν το ποίημαν του Ελύτη. Εν συνηρμός που που το φιλόδεντρον που εσυνομίλουν με τους φίλους μου τους μέσα; Εν ήρτεν όμως το Άξιον εστι. Εν η πρωτομαγιά που ήρτεν, που “το ημερολόγιον ενός αθέατου Απριλίου” του 1984.
Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω:
Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη
ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας
οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά
και μαζί πολλά σερνόμενα ή πετούμενα
ζουζούνια, φίδια, σαύρες, κάμπιες και άλλα
τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες
λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες
Θα λεγες, έτοιμα όλα τους να παν
στο χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη
Έφυγα που τες οθονες να ξεφύγω που τον χορόν των μεταμφιεσμένων του Άδη τζ̆αι κατατρέχουν την σκέψην μου μέχρι τζ̆αι το τελευταίον μου καταφύγιον. Μες την σκέψην όμως εν πιο υποφερτοί παρά να τους θωρείς αυτοπροσώπως.
Τζ̆αι έτσι όπως εκάθουμουν ακίνητος για ώραν τζ̆αι βάλε,
Βρεκεκέξ κουάξ κουάξ
λαλεί μου ο όγρακος που την προηγούμενην νύχταν εγεννοβόλησεν τες ταντέλλες με σπορούθκια ζωής που θωρείτε πας την φωτογραφίαν που έφκαλα να μοιραστω με όποιον του αρέσκει τζ̆αι θκιαβάζει τα γραφτά μου. Έκατσα αλλότοσην ώραν να συνομιλώ με τους φίλους μου χωρίς να σκέφτουμε τους μισταρκούς του Άδη, ή τα παιδκιά της νύχτας, τους ψέφτες ή τους κλέφτες.
Έχω θκυό κατηγορίες φίλους. Τους έσσω τζ̆αι τους μέσα. Για τους έξω έγραψα κατά διαστήματα, για τους έσσω δεν έτυχεν.
Αρκέφκω με τον Πέμπτην. Έφκαλα τον έτσι για να μου αθθυμίζει μιαν Παρασκευήν τζ̆αι κάτι ώρες χαράς, κάτι φόρμες κάλλους, κάτι στιγμές αγάπης. Δεν είναι ζωή να ζεις κλεισμένος στο παρελθόν ή εξαϋλωμένος στο μέλλον. Εν που τον Όμηρον που οι αθρώποι εκαταλάβαν πόσον κατάρα είναι να μεν ζεις το παρόν τζ̆αι να του διαφεύγεις αφήννοντας την ίδιαν την ζωήν να σου διαφεύγει. Η Οδύσσεια η ίδια εν η το καλλιτεχνικόν αριστούργημαν αυτής της φιλοσοφικής στάσης. Ο Οδυσσέας αρνήθην να μείνει στον Άδην με την μάναν του, τους φίλους του τα πλάσματα που πολλά αγάπησεν στο παρελθόν, όπως αρνήθην τζ̆αι το ξάστερον μέλλον μες στ΄αγγάλλια της Καλυψούς, που του έταξεν την αιώνιαν ζωήν να τον έσ̆ει κοντά της για πάντα. Την αιώνιαν ζωήν τί να την έκαμνεν ο Οδυσσέας, αφους τζ̆αι οι θεοί που την είχαν, επεθανίσκαν που ανίαν τζ̆αι ψάχναν την πιπεράτην στιγμήν του παρόντος να ερωτεύκουνται με τους θνητούς;
Όχι δεν έχω διάθεσην να ζώ μες την κατάραν, μες την Οδύσσειαν να ψάχνω το παρόν να πετάσσουμαι που το παρελθόν στο μέλλον τζ̆αι που το μέλλον στο παρελθόν, όπως κάμνει σήμμερα η αριστερά στον κόσμον τζ̆αι ιδίως στην Κύπρον. Παίζοντας με τον Πέμπτην μου, δεν μεινίσκω κλειδωμένος μες τα περασμένα της περασμένης Παρασκευής μου. Παίζω με τον Πέμπτην του τωρά, αναστορώντας, που λαλούν τζ̆αι οι Κρητικοί, τα καλά της περασμένης μου Παρασκευής. Για να μαθαίννω, για να προσέχω, για ονειρεύκουμε. Γιατί η Παρασ̆σ̆ευκή πον νάρτει, πο λάλεν τζ̆αι η στετέ μου η Γριστινού, μπορεί να τζ̆΄η καλλύττερη σου μέρα.
Τωρά όμως, τωρά, εν ο Πέμπτης. Ο Πέμπτης της μοναξ̆ιάς, ο Πέμπτης της γλυτζ̆ιάς μελαγχολίας. Ο Πέμπτης του πολέμου στην Ρωσσίαν. Ο Πέμπτης εν έναν φυλλούιν που έππεσεν που την Παρασκεύήν, έναν πασ̆σ̆ύφυλλον που εκουβάλησα που μιαν ανεμοδαρμένην τζ̆αι λιοπυρωμένην ταρράτσαν στην Σαντορίνην. Άμα ππέσει φύλλον τούτου του πασ̆ύφυτου πάνω σε χώμαν, έσ̆ει την ιδιότηταν να φκάλλει ρίζαν τζ̆αι κλωνούιν. Που τζ̆ειαμαί εγεννήθην ο Πέμπτης τυχαία. Τζ̆αι όταν από περιέργειαν έθελα να τον φυτέψω να δώ τί θα κάμει, έν είχα γλαστρούν. Έτυχεν τζ̆είνην την ημέραν να φάω κάτι ωραία τσαρτέλλια του ττενεκκουθκιού με τα λουφκιά τα βραστά. Έπιασα λλίον χώμαν που την Παρασκευήν που είναι σε έναν πιο μεγάλον ττενεκκούδιν ελαιολάδου “Βιοαρμονία” τζ̆αι έκατσα το φυλλούδιν με την ρίζαν πάνω. Εγίνην φυτόν αυτόνομον ο Πέμπτης, τζ̆αι έσ̆εί τον δικόν του χαραχτήραν. Με το λλίον χώμαν που του έτυχεν καταφέρνει να συνθέτει με τον νήλλιον, έκατσεν του φαίνεται ο τόπος καλλύττερα που της Παρασκευής τζ̆αι είναι απίστευτόν πόσον εμεγάλωσεν όμορφα τζ̆αι αρμονικά. Τζ̆αι το κάδρον του εν επίσης προϊόν της τύχης. Είσ̆ιεν πεταξούμενον έναν σχολικόν έργον της κόρης μου τζ̆ειαμαί δίπλα για τζ̆αιρόν πολλήν, τζ̆αι έππεσεν κάτω τζ̆ι ετσακκίστην. Ούτε αθθυμούμαι τί είσ̆ειν πάνω που την έβαλεν να σχεδιάσει η δασκάλα. Έπιασα το κάδρον τζ̆αι έβαλα το του Πέμπτη μου να μεν τον σιμπουρκά με την χούβερ η κοπέλλα που έρκεται τζ̆αι καθαρίζει το σπίτιν. Που τότες σέβεται τον τζ̆αι προσέχει τον διότι εκατάλαβεν ότι ο Πέμπτης είναι αξιόλογον άτομον. Χωρίς τες πληγές της χούβερ επήρεν πάνω του τζ̆αι θέλει να πεταχτεί τζ̆αι έξω που το κάδρον.
Το ττενεκκούιν όμως των τσαρτελιών αθθυμίζει του τα όρια του, άλλον χώμαν έν έσ̆ει, πρόσεχε Πέμπτη τί ανάπτυξην θα κάμεις, να μεν πάθεις σαν τον Καπιταλισμόν που εσκότωσεν την υλικήν του βάσην τζ̆αι βουρά τωρά τζ̆αι περιπάιζει τον κόσμον πους εν να κάμει πράσινην ανάπτυξην να διορθώσει την ύβρην του προς την γεωσφαίραν που τον ανάγιωσεν. Ο Πέμπτης φαίνεται να τα καταφέρνει καλλύττερα που τον καπιταλισμόν. Με πόλεμον θέλει να κάμει κανενού για να διαχειριστεί την υλικήν του βάσην, με μίσος να καλλιεργήσει για να φάει παραπάνω που τους νικημένους. Μετρά απλά τι μπορεί να του προσφέρει η υλική του βάση, έναν τενεκκούιν της τσαρτέλλας χώμαν, τζ̆αι αννοίει τα φύλλα του να απολαύσει τον νήλλιον ανάλλογα. Τζ̆αι άμαν νώσει ότι δεν τον σηκώννει το χώμαν να κάμει φύλλα παραπάνω, σ̆ιέρεται τα τζ̆είνα που σ̆ιει.
Αυτήν την ιδεολογίαν ο Πέμπτης μου, κουβαλεί την που την Παρασκευήν μου, που εν το πιο όμορφον, το πιο έξυπνον τζ̆αι το πιο ευαίσθητον πλάσμαν που αγάπησα στην ζωήν μου. Αυτός είναι ο Πέμπτης του παρόντος μου, τζ̆αι πίσω που το κάδρον, μια άννοιξη σ̆ιονισμένη.
Μέσα σε τούτον το απέραντον παζάριν, ακόμα τζ̆αι το χώμαν εγίνην προϊόν να του καθορίζει την τιμήν η αγορά.
Οι φιλελεύθεροι οικολόγοι, που θεωρούν ότι η αγορά “με το σωστό περιεχόμενο” θα σώσει την γην με πράσινην ανάπτυξην, πράσινες επενδύσεις, πράσινα κοντράτα, θα έθελα να μου εξηγήσουν τί αξίαν διούν οι νόμοι της σε αυτόν το βουνάριν το χώμαν στην φωτογραφίαν κάπου στα κοτσ̆ινοχώρκα.
Το χώμαν άτε εν τόσα εβρά το αυτοκίνητον. Στο χωράφιν που ετιτσιρώσαν για να φκάλουν το εμπόρεύμαν τί αξίαν διά η αγορά; Τζ̆αι τί αξίαν έσ̆ει τούτη η αξία;
Εντάξει θα σου πουν, έχει νόμους που βάλλουν όρια στην οικονομικήν ανάπτυξην άμα πειράζεται πολλά το περιβάλλον. Μα είντα αγορά είναι άμα θέλει κράτος να την ρυθμίζει. Τι νόμος εν το θεσφάτον της προσφοράς τζ̆αι της ζήτησης; Που τελειώννει ο νόμος τζ̆αι που ξεκινά η ρύθμιση;
Το κείμενο τούτο δεν θα το γράψω για να πω πόσον χάζιν κάμνω με τους θρησκευόμενους της οικονομίας της αγοράς, πράσινους, ροζ, γαλάζιους ή μαύρους, γράφω το για να πω πόσο θλίβομαι να βλέπω την ασυδοσία του καπιταλισμού στην Κύπρο που τίποτε δεν σέβεται. Στα χρόνια των θρησκειών, τα σοβαρά για την ζωήν των ανθρώπων, σωστά η λάθος αξιολογημένα, εταξινόμαν τα η κοινωνία τους στην κατηγορίαν των ιερών τζ̆αι κανένας άνθρωπος, κανέναν εμπόριον, κανέναν αλίσ̆ι βερίσ̆ι δεν εμπόριεν να τα ντζ̆ίσει.
Έναν απείραχτον έδαφος, έσ̆ει μέσα ζωήν. Επειδή λλίοι εκάτσαν να την μελετήσουν κανένας ατζ̆έττης της αγοράς δεν πεϊντίζει την αξίαν της. Χωρίς γαιοσκώληκες, χωρίς βακτηρίδια, χωρίς μύκητες, μια γή πεθαμμένη γίνενται τάκκος. Δεν αερίζεται. Ιδίως το κοτσ̆ινόχωμα τζ̆αι κάθε αργιλώδες έδαφος, κόννος που λαλούμεν. Για να ξαναγινεί το οικοσύστημαν του εδάφους άμα το πειράξεις θέλει 500 χρόνια. Ετιτσιρώσαν τα μισά κοτσ̆ινοχώραφα για να κάμουν κήπους των ξενοδοχείων πας τα κάκκαφα. Πάαιννε να φυτέψεις δεντρά στο τιτσιρωμένον χωράφι που του αφήκαν 10, 20, 30 πόντους χώμα. 10-20 πόντους παράγει κιρτάριν, 30 πόντους μπορεί να κάμεις τζ̆αι πατατερόν με πολλήν νίτρον τζ̆αι φωσφόρον. Δεντρά όμως; Οι επόμενες γενιές που θα κληρονομήσουν το τιτσιρωμένον χωράφιν, εκτός που δεν πρόκειται να ξανάβρουν κοτσ̆ινόχωμαν να γεμώσουν τον λούκκον, θα θέλει αιώνες για να ξαναδούν βιοσύστημαν απείραχτης γης μέσα.
Ούλλες τούτες τες αμετάκλητες αλλαγές που φέρνει η οικονομική δραστηριότητα εν με πολιτικές αποφάσεις που αποτρέπονται άμα εν ανεπιθύμητες για τον ανθρώπινον πολιτισμόν. Καμιά αγορά δεν έχει την παραμικρήν λύσην να προσφέρει. Άρα εν η δημοκρατία που θα δώσει τες κοινωνικές συναινέσεις να αφαιρέσει το “δικαίωμαν” που τζ̆είνον που κρατεί το κοτσ̆ιάνιν να κάμει ότι θέλει. Άσε που στην Κύπρο τζ̆αι νόμους να έχει λλία αλλάσσουν. Παλιά μιαν τσένταν αγγούρκα έκλεφτες που το ποστάνιν του άλλου, άρπασσε σε ο Τουρκόπουλλος. Τωρά τιτσιρώννουν έναν χωράφιν που το κοτσ̆ινόχωμαν του τζ̆αι την ζωήν του, κανένας εν τους είδεν να εφαρμόσει τον νόμον, να προστατέψει τον εθνικόν πλούτον. Φτέρη ολόκληρα φορτώνουν τα πας τα φορτηκά να πουλήσουν την χαβάραν, εξαφανίζοντας χλωρίδαν τζ̆αι πανίδαν που έζ̆εν πάνω χωρίς να δρώσει το φτιν κανενού μουχτάρη. Δεν είναι μόνον το λαϊκιστικόν να σσιωπά για να εν αρεστός τζ̆αι να τον ξαναψηφίζουν, κατά βάθος θεωρεί δίκαιον να “αξιο”ποιήσει κάποιος το μάλιν του.
Ποιόν μάλιν του βρε γάρε μουχτάρη, βρε γάρε ιδιοκτήτη, βρε γάρε που νομίζεις ότι οικονομία είναι άπου αρπάξει; Κοτσ̆ιάνιν σημαίνει δανείζει σου η προηγούμενη γενιά έναν προνόμιον πας έναν κομμάτιν γην να ζήσεις πάνω της τζ̆αι να την παραδώσεις στην επόμενην γενιάν. Να την παραδώσεις στην επόμενην γενιάν. Τζ̆αι αν αγαπάς την επόμενην γενιάν, (“αχ τα παιδάκια μου”), θα την παραδώσεις καλλύττερην, όι τιτσίρικην, να πουλήσεις το χώμαν να γοράσεις μερσεντές.
Η γη η απείραχτη εν γη ιερή. Αλλά πουν την πνευματικότηταν των ανθρώπων να την εβλοήσει; Αφούτις ο αγιασμός των ρασοφόρων δεν κανεί καν για να εβλοήσουν τα όπλα τους, τα στρατόπεδα τους, τα συρματομπλέγματα τους, τα αγάλματα όσον πέμπουν στον τάφον...
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα, και βγάζει η γης το πρώτο της κυκλάμυνο… Έγραφεν τα ο Γκάτσος που το 76, εμελοποίαν τα ο Χατζ̆ιδάκης, ετραούδαν τα η Φαραντούρη, αλλά ποιός άκουσεν; Ποιός ακούει. Αφού το δάσος θα καεί.
Αν εβρέθετουν η Καλλιόπη μες στο αεροπλάνον που εστρέφετουν που την Γενεύην, είτε το Ελληνικόν, είτε το Τούρτζ̆ικον, είσ̆αν να τους πει τα ίδια που την άκουσεν ο Ησίοδος να λαλεί τους ματσουκάρηες που αντιπάθαν:
« ποιμένες ἄγραυλοι, κάκ᾽ ἐλέγχεα, γαστέρες οἶον»
Μπορεί να παραξενεύκεστε που βάλλω αρχαία μες το κείμενον μου αφού πάντα γράφω διάλεκτον. Είναι που θαρκέστε πους δεν ιξέρετε αρχαία. Μητρική σας γλώσσα όμως εν η Κυπριακή Ελληνική! Άρα ξέρετε χωρίς να το ξέρετε! Κυπριακά τζ̆αι αρχαία ελληνικά το ίδιον είναι, τζ̆αι θα σας το αποδείξω. Είναι δηλωμένον τζ̆αι που υπουργόν. Όπως εδήλωσεν επισήμως η υπουργάρα της παιδείας, η γλώσσα που μιλούν οι Κυπραίοι έρκεται κατ΄ εύθείας που την αρχαίαν. Τζ̆αι τα ρητοριλλίκκια έχουν βάσην! Οι άλουτοι τζ̆αι οι αχτένιστοι που διαδηλώννουν «ως δαμέ διχοτόμησην» θα έπρεπεν να γνωρίζουν κατά τον υπουργον ότι έστω τζ̆αι ανορθόγραφα, διαλαλούν στους δρόμους όπως το κόμμαν του: «η Κύπρος είναι Ελληνική». «Ώς δαμέ» τζ̆αι που μόνον του φωνάζει «η Κύπρος είναι Ελληνική». Από την στιγμήν που τζ̆αι το «ως» τζ̆αι το «δαμαί», με άλφα γιώτα βέβαια όπως εν το σωστόν, έρκουνται κατ΄ευθείας που τα αρχαία, επιβεβαιώννει το πολιτικόν φαντασιακόν του υπουργού περί γλώσσης.
Πάμεν λοιπόν.
Ποιμένες. Ως δαμέ καταλάβετε: Ματσουκάρηες, βοσ̆σ̆οί, αιγοπροβατοτρόφοι. Ο ποιμήν του ποιμένος. Ο που πάει ομπρός τζ̆αι ακολουθούν κουέλλες τζ̆αι αίγες.
Τζ̆αι οι αίγες, όσοι από εσάς ακολουθείτε ποιμένας, από την Θεογονίαν του Ησιόδου φκαίννετε. Η αιξ της αιγός. Τζ̆αι λαλούμεν «υπό την αιγίδαν». Αν μεν ήταν η αιξ η Αμάλθεια, ούτε ποιμένας ήσ̆αν να ’σ̆εί, ούτε ποίμνια να ακολουθούν. Ούτε καν Γριστούς ήταν να ’σ̆ει ούτε Παναΐες, διότι τζ̆αι τζ̆είνοι υστεροφανούσιμοι του Δία είναι. Όσοι αμαθείς δεν το ξέρουν, εν η Αμάλθεια που ήταν η τροφός του Διός. Που το τζ̆έρρατον της έφκαλλεν τζ̆είνον που ετράβαν η ψυσ̆ή του θεουθκιού να τρώει να ως που να γινεί θεός να πα να καθαρίσει τον τζ̆ύρην του τον Κρόνον που έτρωεν τα παιδκιά του τζ̆αι να ποσπάζεται τζ̆αι τζ̆είνος τζ̆αι η Γαία η μάνα του που την πατριαρχίαν.
Η αιξ εν περίτου που το προλεταριάτον. Ότι χρήσιμον έσ̆ει πάνω της, θα του κάμουν χρήσην τζ̆αι οι θεοί τζ̆αι οι αθρώποι. Ακόμα τζ̆αι που ήρτεν η ώρα της Αμάλθειας τζ̆αι εψόφησεν, πριν να την κάμουν τσαμαρέλλαν, εν που την πετσ̆ιάν της που έκαμεν ασπίδαν ο Ζευς, για να λαλούν οι θνητοί μέχρι σήμμερα «υπό την αιγίδαν». Που μιάν αίγαν εκρέμμετουν η τύχη όσων ακολουθήσαμεν, τζ̆αι θεοί τζ̆αι αθρώποι. Αν μεν εβρέθετουν η Αμάλθεια, ο Κρόνος ήσ̆αν να τρώει κόμα τα παιδκιά του πριν να φτάσουν να ζήσουν. Πιλέ μου τωρά, χάρη στην Αμάλθειαν τζ̆αι τον Δίαν, τζ̆αι θνητούς τζ̆αι θεούς, αντίς να μας φάει ο Κρόνος, ο χρόνος που μας τρώει αφήννει μας να ζήσουμεν τζ̆αι μιαν ζωήν να γευτούμεν τες χαρές της.
«Ποιμένες άγραυλοι», είπεν η Μούσα που τους επροσφώνησεν. Τζ̆αι αγρός ιξέρετε ίνταν πο νι. Αφούς εν είδος αρχαίων ελληνικών που μιλά η Κύπρος. Ξέρετε τζ̆αι την λέξην αυλή. Άγραυλοι φαίνεται σας παράξενον, αλλά κυπριακή διάλεκτος είναι λοιπόν τζ̆αι τούτη. Τωρά εν πλεονασμός να πεις τζ̆αι ποιμήν τζ̆αι άγραυλος. Ο μακαρίτης ο Μαυράτσας έγραψεν τζ̆αι βιβλίον με παρόμοιον τίτλον. Σε τελευταίαν ανάλυσην, εν που τον τζ̆αιρόν της Καλλιόπης, της Κλειούς, της Ευτέρπης, της Μελπομένης, της Πολυμνούς, που να πεις του άλλου άγραυλε εν τζ̆αι ππέφτεις τζ̆αι πολλά έξω με το να του πεις ματσουκάρη, ξύλον απελέτζ̆ητον, κούζουλε, ανάγωγε. Τζ̆αι όι άγραυλοι να νομίσετε τωρά ότι σας μιλώ για Παφιτούες ή Πιτσιλλούες που συναφέρνω την Κλειούν τζ̆αι την Μελπομένην. Εν για τες Μούσες που μιλώ, 800 γρόνια πριν να φέρει στον κόσμον τον γιον του θεού των Εβραίων η Μαρία.
Των Μουσών δεν εμπορούσεν κανένας να τους γελάσει, με θνητός, με θεός, με ηγήτωρ με τράουλλος που ακολουθεί, όι ήσ̆αν να τους γελάσουν οι πονηροί τσ̆ουπάνηες, τα κακ΄ ελέεγχεα. Που τότες οι άγραυλοι ήταν ποδκιάντραποι, αιδώς αργείοι. Στην ύβριν πρώτοι, ιδίως άμαν πάρει ο νους τους αέραν την ώραν που από ματσουκάρηες βρεθούσιν ποιμένες ένστολοι να ηγούνται κουέλλων τζ̆αι να νέμονται πλούτον, γην τζ̆αι ύδωρ.
Τζ̆αι να εγέλαν κανένας γαστέρας οίον της ονειροπαρμένης Ερατούς, μετά την άτην η Καλλιόπη ήσ̆αν να του την φέρει πουπάνω μες το έπος με την νέμεσην τζ̆αι με την τίσην.
Κακ΄ελέγχεον σημαίνει κακόν όνειδος. Τζ̆ει που την αντροπήν τους επεήντιζειν η Καλλιόπη όσοι ήταν κοιλιόδουλοι.
Οι γαστέρες οίον, που εγεμώσαν δκυό αεροπλάνα, έναν τούρτζ̆ικον τζ̆αι έναν ελληνικόν να πάσιν να φαν τον ούτσ̆ιαλιν τους στας Γενεύας, έμπα τζ̆αι το Λήδρα Ππάλας δεν τους εγέμωννεν την γαστέρα, χαριεντίζουνται διότι στρέφουνται πίσω σε φάσην άτης. Εκόψαν να πάσιν 2500 μίλια μάκρος για να πούσιν έναν τίποτε, να ξοδκιάσουν μιαν φάουσαν ριάλλια του δημοσίου τζ̆αι να απλώσουν σκεμπέν (γαστήρ εν η σκεμπέ, εν την γαστέρα που πονείς άμα σε πιάσιν τα κοψίματα που γαστρεντερίτηδαν). Τζ̆αι το «γαστέρες οίον» κυπριακά ένι. Σατέ σκεμπέν που λαλούμεν. Κοιλιόδουλοι, που δεν τους κανούσιν να φαν οφτόν πλουμίν, να φαν οφτόν περτίτζ̆ιν, να φάσιν άγρην του λαού που τρώσιν οι αρκόντοι, να πκιούν γλυκόποτον κρασίν που πίννουν φουμισμένοι. Θέλουν γαστρονομίαν της Γενεύης τζ̆αι μεζεν των Σεϋχέλλων να γλαρώσουν τα υπογάστρια τους.
Οίον που ακολουθεί το γαστέρες εν το κοινόν σατέ. Σατέ πελλάραν λαλούμεν ή πελλάρα σκέττη. Πελλάραν οίον θα ελαλούσαμεν. Οίον φκάλλει τζ̆αι οιωνός. Οίον με ψιλήν που σημαίνει μόνον, όι με δασείαν που θα εσήμενεν τέθκιοι που είσαστιν. Αλλά όπως τα σύχρονα πληκτρολόγια θέλουν θεούς τζ̆αι δαίμονες γράψουν δασείες τζ̆αι ψηλές, γράφουμεν τα στην κοινήν τζ̆αι πρέπει να τα κάμνουμεν σελίνια τζ̆αι ριάλες να καταλάβει ο άλλος. Οιωνός εν το μοναχικόν σαρκοφάγον πουλλίν που φέρνει τα κακά μαντάτα. Τζ̆αι τούτον που το οίον φκαίννει διότι ζ̆ει μόνον του. Πάσιν μια τζ̆οιλιά σκέττη, γαστέρες οίον, παίζοντας τους χαριεντισμένους να φέρουν λύσην ίμις̆ τζ̆αι προκοπήν στον τόπον τζ̆αι στρέφουνται ψία τζ΄εκούρτισεν τες η Μελπομένη να μας παίζουν τραγωδίαν να πουλήσουν τζ̆αι λλίον μελό. Περικκιάττερσιν βέβαια θα σου πούσιν τα μίντια, να φάσιν τζ̆αι τζ̆είνα το κάτι τις τους που τα μιλλοσφοντζ̆ίσματα. Κακοί οιωνοί είναι, μοναχικά αρπαχτικά μαύρα πουλιά που αμα κράξουν λαλούν την καταστροφήν που έπεται.
«Ποιμένες άγραυλοι, κακ΄ελέγχεα, γαστέρες οίον, οιονοί κακοί», θα ήταν μια κυπριακότατη προσφώνηση που θα έκαμνεν με σταράτα λόγια η μούσα που δεν χαρίζει κάστανον. Η Καλλιόπη που άμαν κάμει να μιλήσει με στόμαν θνητού φκάλλει Ομήρου Οδύσσειαν τζ̆αι Θεογονίαν του Ησίοδου. Τζ̆αι αθθυμίζει τζ̆αι σε θνητούς τζ̆αι σε θεούς ότι ύβρις, άτη, νέμεσις τίσις στην ίδιαν σειράν πάσιν πάντα.
Να περιμένουμεν μερικούς μήνες, λαλεί ο Γκουτέρες, για το επόμενον ραντεβού. Ας ελπίσουμεν ότι ενώ οι ποιμένες εν ναν πας τ΄αρπουρα της άτης τους, ο ένας να πουντζ̆ιάζει προϊόντα της διαφθοράς, ο άλλος πουλώντας το Βαρώσιν στα σόγια του Έρτογαν, το έσ̆κιν του κόσμου που σιγοβράζει ηφαίστιον θα κρεπάρει τζ̆αι θα τους τα πουκουππίσει ούλλα, να πάρει στα Τάρταρα ποιμένας αγραύλους, κακ΄ελέγχεα, γαστέρες οίον, που την Άγκυραν στην Χώραν, τζ̆αι την ποτζ̆εί του συρματομπλέγματος τζ̆αι την ποδά.
Η γλυκάδα της κυπριακής αριστεράς εν η γλυκάδα της Κύπρου ούλλης. Αρώτουν μιαν συντρόφισσαν καλαμαρούν τι την τραβά να θέλει την Κύπρον, να μαθαίννει κυπραίικα, να τραουδά την Μουζουρούν του Μόρφου; “Η γλυκάδα της γλώσσας σας, η απουσία της επιθετικότητας στην γλώσσαν τους σώματος σας, η καλοπροαίρεση άμαν σ̆αιρετάτε τον ξένον. Εμάς την γλυκάδαν της αριστεράς εσκοτώσαν την στες εξορίες τζ̆αι στα βασανιστήρια. Εκτελέσαν την με τον Μπελογιάννην τζ̆αι έμεινεν μας ένας θυμός, μια πικρή βία που σας λείπει εσάς τζ̆εικάτω.”
Θορώντας το πρόσωπον τούτου του παιθκιού έρκουνται μου οι νότες του μουσικού ποιήματος του Γιώρκου του Κάρβελλου που κάμνουν μελωδίαν τζ̆αι ρυθμόν τα αγαλματούθκια της Χοιροκοιτίας την ώραν που φκαίννουν που την γην 9 σ̆σ̆ιλιάες χρόνια μετά τζ̆αι λαλούν του κόσμου που αντικρίζουν “ώρα καλή”, “ώρα γρουσή”. Όποιος κάτσει τζ̆αι ακούσει το έργον ξανά, τζ̆αι ξανά θα ακούσει σε νότες ότι θωρούμεν πας τες φωτογραφίες των παιθκιών της πρώτης διαδήλωσης, ότι ξέρουμεν που την Κυπριακήν κοινωνίαν. Ακόμα τζ̆΄ο πόλεμος, ακόμα τζ̆΄η βία, βρίσσουν τζ̆αι κάμνουν τόπον άμαν ακουστεί “ώρα καλή” μες το έργον.
Το χωνευτήριν του “κυπριακού νησιωτισμού” που λαλούν οι σύγχρονοι αρχαιολόγοι, καταλιεί την πιο αηδιαστικήν βίαν, δαμάζει την πιό άνοστην κατζ̆ίαν, βάλλει χαλινάριν στην πιο ανέντιμην κλεψιάν ,να επικρατήσει στο τέλος η γλυκάδα του τόπου, η αγάπη που φκάλει το κυπριακόν σ̆αιρέτημαν: “ώρα καλή”.
Μπροστά στην βίαν που επροτάξαν οι μισταρκοί του Μίδα, οι γιούδες της νύχτας, τζ̆αι τα αγγόνια του κακού πνεύματος που τους εόκαν που τα παππογεννητικά τους, ακόμα τζ̆αι οι καβλιές της θυμωμένης Αναστασίας που την ελούσαν με τα νερά ήταν ένας γλυτζ̆ής χορός σε ρυθμόν “εν φοούμαι τες εξαρτήσεις σας”. Το όργανον που επάτησεν πας το κουμπίν να σημαδέψει το κανόνιν το πρόσωπον της χορεύτριας, εν που τα ίδια σόγια με την συμμορίαν των οργάνων που εφακκούσαν με την πέτραν πας την κκελλέν του συνδικαλιστή Μένοικου, ή των άλλων που ετρυπήσαν το σώμαν του Αρκοπάναου που την Ασ̆ιερίτου με τες σπόντες των έξι ιντζών ωστι να φκεί η ψυσ̆ιή τους. Εν που τα ίδια σόγια με τα τέρατα που επαίξαν τα μωρά στην Αλόαν τζ̆αι στον Σανταλλάρην μες τες αγκάλες των μανάων τους. Όποτε νώσουν εξουσίαν απόλυτην στα σ̆αίρκα τους, τούτα τα σόγια θα κλέψουν το σιτάριν, θα σκοτώσουν τον συνδικαλιστήν, είτε χορεύκει, είτε στέκει να τους θωρεί τους μες τα μμάθκια πίσω που τα προσωπεία. Τα τέρατα στην Κύπρον φορούν πάντα μάσκες. Δεν αντέχουν να τους θωρεί το γλυτζ̆ίν βλέμμαν των αθρώπων του τόπου. Άμα νοιώσουν αθρώποι αφοπλίζουνται.
Ώρα καλή, ώρα γρούσή Αναστασία. Ώρα καλή, ώρα γρουσή Ηλία.
Ήρτεν η σειρά σας. Δύναμη των αθρώπων εν τα σαξόφωνα, τα πιάνα, τα βκιολιά τζ̆αι ούλλα τα έγχορδά. Η φώνη των καλοφωνάρηων που εγέννησεν τούτος ο τόπος σ̆σ̆ιλιάες. Κανένα σιδερικόν δεν μπορεί να φκάλει αρμονίαν. Καμιά κλεψιά δεν μπορεί να κάμει τον πλούτον χαράν. Η δύναμη της κοινωνίας εν η δύναμη των πολλών. Η δημοκρατία εν όπλον των ειρηνιστών, το κράτος δικαίου εν όπλον των ειρηνιστών. Εν όμηροι τζ̆αι η μιά τζ̆αι το άλλον στα σ̆ιέρκα θκυο συμμοριών “που τρων κηφήνες της ζωής” η μιά ποτζ̆εί, ή άλλη ποδά του συρματομπλέγματος. Θέλει την αρμονίαν των πολλών να τα ελευθερώσει τζ̆αι να πέψει ο τόπος τέρατα τζ̆αι συμμορίες ποτζ̆εί που ρταν.
Θωρούν σας τα αγαλματούθκια της χοιροκοιτίας που τους έδωκεν ο Γιώρκος φωνήν τζ̆αι σ̆αίρουνται σας, όπως σας σ̆αίρουμαι τζ̆αι γιώ. Αφιερώννω σας το μουσικόν ποίημαν γιατί εν της αξίας σας. Μακάρι να έσ̆ιετε δύναμην παραπάνω που την γενιάν την δικήν μας να ξιλώσετε την συμμορίαν της διαφθοράς που κρατεί συρματομπλέγματα τζ̆αι βαρέλλες 60 χρόνια να χωρίζουν τον κόσμον τζ̆αι τον τόπον.
Αφιερώννω σας το. Ούλλον δικόν σας.
Ώρα καλή, ώρα γρουσή.
Όσοι αναγνώστες εν ιξέρετε ην μουσικήν του Γιώργου, ή νομίζετε πως εν καταλάβετε που κλασσικήν μουσικήν, ακούστε τζ̆αι ξανακούστε τζ̆αι ξανακούστε το μουσικόν ποίημαν ώσπου να έβρετε την ψυχ̆ήν της Κύπρου μέσα.
Η βία στραβώννει. Η βία φκάλλει μμάθκια τζ̆αι αφήννει πλάσματα στραβά, πατά μες τον βούρκουραν, φακκά με το ματσούτζ̆ιν πας την κκελλέν πισώπλατα, εκτοξέφκει μέταλλα, υγρά, χημικά που προκαλούν πόνον, που φέρνουν θάνατον.
Η κυπριακή δεξιά είναι παιδίν της βίας, o μισταρκός του Άδη του Λιασίδη. Ότι πόλεμος εγίνην εν οργανωτής του. Όποιος επέθανεν στον τόπον από λόγον όι της φύσης, επέθανεν που την δράσην της, είτε τούρτζ̆ικα κάμνει προπαγάνδαν για να κάμει οπαδούς είτε ρωμικά. Η διχοτόμιση εν η αρφή της διαφθοράς, τζ̆αι το κράτος ή το παρακράτος που τσακκίζει κόκκαλα ο τζ̆ύρης τζ̆αι ο αρχηγός.
Ακόμα ξιθκιαλίζουμεν λείψανα, να βάλουμεν ονόματα πάνω τζ̆αι τζ̆είνοι που τα κάμασιν πουντζ̆ιάζουν τα κέρδη, τζ̆αι τα κέρδη των κερδών, τζ̆αι τους τόκους των κερδών των κερδών, τζ̆αι που τα ππούλια πιλέ που χρεώννουν για να σταμπάρουν τα κέρδη. Η γενεαολογία της δεξιάς εν η γενεαλογία της βίας. Όποιον τραπεζιτικόν λοαρκασμόν με στηβασμένα ριάλια τζ̆αι να πιάσεις, μες την γενεαλογίαν του κάθε στηβασμένου ευρώ θα έβρεις την γενεαλογίαν της σημμερινής συμμορίας που δεν είναι άλλη που την γενεαλογίαν της βίας.
Μμα γέρασες,
είπεν του που τότες ο Λιασίδης,
κανεί σε πκι̮όν, εν μιλιούνια γρόνια
που ζ̆εις κηφήνα της ζωής, τζ̆αι τρώς τζ̆αι πίννεις γαίμαν…
Αναστηθήκαν οι νεκροί, τζ̆ι εστρέψαν τα κανόνια πίσω τζ̆αι καταπάνω σου
να σε σκοτώσουν ψέμαν…
Αυτόν που δεν είσ̆εν ακόμα δει ο ο Λιασίδης είναι πως το ψέμαν εν όπως την Λερναίαν Ύδραν. Κόφκεις μιαν κκελλέν τζ̆αι βλαστούσιν δέκα. Για να λείψη που το πρόσωπον της γής τζ̆αι να κυβερνήσει το δίτζ̆ιον, να ξαναπλαστεί χαρά τιμή τζ̆αι ζήση, θέλει ακόμα αγώνες πολλούς.
Που τους αγώνες δεν περισσεύκει κανένας. Ούλλοι οι αριστεροί στην Κύπρον είμαστιν αδέρκια. Ούλλοι έξω που την γενεαλογίαν της βίας, έξω που την γενεαλογίαν του στηβασμένου € είμαστιν.
Αλληλεγγύη στα θύματα.
Κανεί πκιόν.
Κάτω η βία!
Κάτω η διχοτόμιση, κάτω η διαφθορά, κάτω η χούντες, κάτω η συμμορίες, τζ̆αι ποτζ̆εί τζ̆αι ποδά του συρματομπλέγματος.
Το λογοατεχνικόν κείμενον που ακολουθεί εγράφτην σε γλώσσαν που δεν ιγράφεται κατά την περίοδον του κκέρφιου του πρώτου κύμματος της πανδημίας.
Αν θέλεις τσίλλα το πλέι να σε βάλει ο Τσ̆αικόφκσι μες την αμπιάνς σαν θκιαβάζεις το κείμενον. Εν 3300 λέξεις τζ̆αι θέλει κανέναν τέταρτον να θκιαβαστεί. Αν θέλεις να δεις καλλύττερα τους πίνακες κάμνεις τσιλ πάνω τζ̆αι μεγαλώννουν.
Νανούρισμαν που τον αλγόριθμον.
Άκουα ξανά τζ̆αι ξανά για νιοστήν φοράν την άριαν του Λένσκι που την όπεραν Ευγένιος Ονέγκιν του Τσ̆αϊκόφσκι. Ήταν να παίξει σύντομα σε γειτονικήν πόλην τζ̆αι επροετοιμάζουμουν για να πάω να την δω. Θα ήταν κοντά μεσάνυχτα. Έτσι σαν άκουα τον τενόρον Λεμέσ̆εφ τζ̆αι υποδύετουν τον Λένσκι να παραλαλεί τζ̆αι να φωνάζει «приди приди» της Όλγας του να ΄ρτει, επήρεν με ο ύπνος τζ̆αι εποτζ̆οιμήθηκα. Ελαοτζ̆οιμούμουν τζ̆΄έξύπνουν κάθε νάκκον ώραν όπως τον ναρκωμένον. Άκουα μουσικήν να παίζει, αλλά ήμουν ανίκανος ν΄αννοίξω τ΄άμμάθκια μου να καταλάβω τί γίνεται τζ̆αι να σβήσω το τηλεφωνούιν. Εξύπνησα που τα καλά κατά τες τέσσερεις τζ̆ειαμαί που έπαιζεν έναν ρωσσικόν ταγκό του 30. Έκλεισα το ππλέϊερ, έφκαλα τζ̆αι τ΄ακουστικά που τα φκιά μου τζ̆ι εξανατζ̆οιμήθηκα.
Το πρωίν του Σαββάτου εσηκώθηκα τζ̆αι ήμουν μόνος μου έσσω. Είχα μεγάλην περιέργειαν που με επήρεν τζ̆αι που με έφερεν ναννουριστόν ο αλγόριθμος του Musi. Το Musi εν έναν προγραμματούιν πας το σμάρτφοουν που σου φκάλλει τα τραούθκια που το γιούτιουμπ χωρίς να σου βάλλει διαφημήσεις. Άμαν το αφήσεις, αποφασίζει ποιόν επόμενον τραούδιν συνάδει με τζ̆είνον που άκουες τζ̆αι κοττά σου το αυτόματα. Έβαλα το πίσω – πίσω τζ̆αι άκουσα τα ούλλα έναν – έναν, ότι μου επέλεξεν. Όπως ερμηνευτής του Λένσκι ήταν ο Λεμέσ̆εφ, σοβιετικός τραουδιστής της δεκαετίας του τριάντα, το ρεπερτόριον που μου εκούρτισεν το Musi ήταν σοβιετικά λαϊκά τραούθκια, κλασσικά τζ̆αι σοβιετικά ταγκό της εποχής. Έψαξα τα έναν-έναν, τους ερμηνευτές, τους συνθέτες, αλλά ελάχιστα πράματα βρίσκεις που να μεν εν εις τα Ρώσσικα. Έβαλα το κκίπορ το ρώσσικον πας το τηλεφωνούιν να τα βρίσκω καλλύτττερα. Ήταν σαν να μου εξιτρύπωσεν έναν κρυμμένον θησαυρόν το Musi. Έχουν τζ̆αι την καλήν πλευράν τους οι αλγόριθμοι άμαν έσ̆εις τα μμάθκια σου αννοιχτά.
Είχα μεγάλα κκέφκια τζ̆είνον το Σάββατον. Ετζ̆οιμήθηκα καλά, ήμουν χαλαρός, οι δουλειές μου πάσιν καλά, ο χρόνος τζ̆υλά χωρίς να κορακά. Πότε – πότε άμαν με πιάουν οι μοναξιές, τραουδώ τες, χορεύκω τες, γράφω τες τζ̆αι μεταβολίζω τες μες σε μιαν γλυτζ̆ιάν μελαγχολίαν που τζ̆υλά αρμονικά συντροφκιάν με την ζωήν μου. Αυτοσχεδίαζα φιγούρες με τα σοβιετικά ταγκό τζ̆ι εταξίδευκα στο κοσιέναν, στο κοσπέντε, στο τριάντα στην Μόσχαν τζ̆αι στο Λένινγρατ. Μέχρι τζ̆αι στο σοβιετικόν Τβίλισσι στην Γεωργίαν εταξίδεψα χορευτής, στο θέατρον του ετραούδαν ο Λεμέσ̆εφ πριν να τον πιάουν στο Μπολσ̆όϊ. Εχόρευκα γλυτζ̆ιά – γλυτζ̆ια τον αρμονικόν ρώσσικον ρομαντισμόν, μες την μεγάλην κάμαρην μπροστά που έναν μεγάλον καθρέφτην. Έκαμνα του εαυτού μου παράστασην. Όϊ με την έννοια του ναρκισσισμού της αφελούς αυταρέσκειας. Ήταν μια κανονική παράσταση. Κάτι όπως άμαν μαειρεύκω με την πιο λεπτήν τζ̆αι ευφάνταστην γατρονομίαν του εαυτού μου. Άμαν είμαι μόνος μου πιάννει με τζ̆αι μαειρεύκω με το ίδιον μεράκκιν όπως άμαν έχω καλεσμένον τον πιο ακριβόν μου φίλον τζ̆αι δημιουργώ κάτι για να τον ευχαριστήσω. Εχόρευκα ζητώντας που το σώμαν μου να κάμνει φιγούρες κομψές με όσην χάρην μπορεί να δώκει.
Εσ̆αίρουμουν για την παράστασην που εμπόρηεν να μου φκάλει η νοσσιά μου με έτσι σώμαν. Λία χρόνια πρίν, πριχού να το θεραπεύσει η γυμναστική ήταν δίσκαμπτον, ματσουκωμένον, εν εμπόρηεν πιλέ να δίσει έναν ζευκάριν ράμματα των παπουτσ̆ιών τζ̆αι να μεν κουντζ̆ίσει. Εχόρευκα τζ̆ι εσκέφτουμουν ότι αν ήταν αλήθκεια πως τα χρόνια γερνούν σε, τότε τόσον αλήθκεια θα ήταν τζ̆αι ότι η κίνηση ή η γυμναστική γυρίζουν τα χρόνια των ημερολογίων πίσω.
Έτσι σαν εχόρευκα, κάτι εχρειάστηκα που την διπλανήν κάμαρην. Με δίχα να σταματήσω να χορεύκω, εμετακινήθηκα να πα να το έβρω. Εν τω μεταξύν, το άσμαν άλλαξεν τζ̆αι έπαιζεν έναν πιο χαρούμενον, έναν πιο τραππηητόν τραούδιν. Διώ έναν σάλτον με την μουσικήν, όσην ενέργειαν έβαλεν το σώμαν μου άνεννοιας μες την τρελλήν χαράν, έφαν την η τζ̆εφαλή μου που εφάτσ̆ησεν πας το δοκάριν του χαμηλού τταβανιού 2.10μ ύψος. Μες την ευφορίαν μου εξίχασα πως το διπλανόν δωμάτιον ήταν χαμηλοττάβανον όπως εχτίζαν τα σπιτούθκια το 1720. Έππεσα κάτω σαν το πουλλίν το παιξούμενον. Για μερικά δευτερόλεπτα έχασα τες αισθήσεις μου. Μαζίν με τον πόνον ήρτεν έναν παράπονον. Ήμουν μόνος μου σπίτιν τζ̆αι εμπορούσα να κλάψω όπως έρκετουν. Οι άνδρες στο χωρκόν μου δεν κλαίνε άμαν έσ̆ει άλλους τζ̆ειαμαί. Η ελεύθερία να κλάψει το πλάσμαν είναι προτέριμαν της μοναξιάς . Έκλαψα σαν το μωρόν που γυρεύκει την μάναν του. Σε έτσι ηλικίαν όμως, άλλες μανάες αφήκασιν χρόνια, άλλες έχουν άνιαν, άλλες ατσχάϊμερ τζ̆αι όσον τζ̆αι να κλάψεις, το κλάμαν σου μεινίσκει. Περικκιάττερσιν όμως, εχαλάρωσεν ο πόνος τζ̆αι τα δάκρυκα εμαλαθκιάναν τα συναισθήματα να δώκουν τόπον εις στην λογικήν. Εμέθυσα όμως που την φατσ̆ιάν τζ̆ι έρκουνταν μου εικόνες αλλόκοτες. Η αίσθηση του πλαφόν μου να ππέφτει που τον ουρανόν πας την τζ̆εφαλήν μου τζ̆αι να μου κόφκει τον σάλτον της χαράς, έρκετουν τζ̆αι συχχίζετουν με τζ̆είνην την αίσθησην του χαμένου σάλτου που έκαμεν η ανθρωπότητα την εποχήν που ετραούδαν ο Λεμέσ̆εφ, όταν ονειρεύτην μιαν κοινωνίαν με δίχα αδικίαν. Το τραούδιν του τριάντα που έπαιζεν ακόμα το Musi την ώραν που εκράτουν την κκελλέν μου την φατσ̆ημένην ήταν σαν να τζ̆αι έθελεν να με περιπαίζει.
Ο Μαγιακόφσκι, στην εποχήν που με επήρεν το Musi, εφύτεψεν μιαν σφαίραν μες την καρκιάν του να μεν θωρεί. Ίσως να ήταν που αισθάνθην το πλαφόν της νέας κοινωνίας που επειραματίζετουν ο κόσμος για να απαλλαγεί που την αδικίαν της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπον τζ̆αι δεν έθελεν να το δει. Εγλύτωσεν που τον σοσιαλιστικόν ρεαλισμόν. Η ελευθερία έκφρασης τζ̆αι δημιουργίας της ρώσσικης αβανγκάρντ μες τον νέον κόσμον ήβρεν τζ̆αι τζ̆είνη το πλαφόν της υπό τύπον εντολών, που εππέφταν μέσω της Πράβντας για το τι έπρεπεν να δημιουργήσει ο καλλιτέχνης της νέας αποχής τζ̆αι ιδίως τι δεν έπρεπεν. Λλία χρόνια πριν, η δύναμη της αφαίρεσης του Μάλεβιτς, με έναν τετράγωνον μαύρον πλαισιωμένον που έναν τετράγωνον άσπρον εσάριζεν αιώνες θρησκευτικής παράδοσης τζ̆αι πνευματικής καθυστέρησης, απλά τοποθετώντας το μες την κάμαρην εις στην θέσην της εικόνας. Μια εικόνα χωρίς Αγίους, Γριστούς ή Παναϊες, άφτεν πουρλόττα στην συνείδησην των αθρώπων που σκέφτουνταν τζ̆ι επρομύνηεν την επανάστασην στην τέχνην που ο κόσμος είσ̆εν που την αναγέννησην να δει ξανά. Ήταν σαν να ΄σπάζαν τα νερά της αγγαστρωμένης τζ̆αι κατάβαρης ρωσσικής κοινωνίας που κόντεφκεν η ώρα της το 1917. Η δύναμη του κότσ̆ινου τριγώνου του Λισίτσκι έμπαιννεν σφήνα μες το άσπρον τζ̆αι ανάτρεπεν την άσπρην υποταγήν στην λογικήν της φεουδαρχίας, της αγοράς, του κέρδους τζ̆αι του ατομικού σσυφφέροντος, πέμποντας τον παλιόν κόσμον μες τα τάρταρα. Το σάλτον της ανθρωπότητας για έναν κόσμον ελεύθερον που τυράνους, ελεύθερον που εκμετάλλευσην, ελεύθερον που πολέμους, έβρισκεν το πλαφόν του, λλία χρόνια μόνον μετά την επανάστασην υπό τύπον λαϊκών δεσποτάων, λαϊκών πατέρων, λαϊκών στραταρχών τζ̆αι Λαϊκών Αγίων που τους ονομάσασιν Ηγέτες. Ο Λένιν είσ̆εν ήδη μπει σε μαυσωλείον την ώραν που ετραούδαν ο Λεμέσ̆εφ το τραούδιν που μου έπαιζεν το Musi για να με περιπαίζει που ήμουν ακόμα κατάχαμα τζ̆ιαι εκράτουν την τζ̆εφαλήν μου που ήταν να σπάσει που τον πόνον. Πεθαμμένος, εστράφην εις στον κόσμον Άγιος να πιάσει την θέσην που αφήκαν κενήν οι παλιοί Αγίοι μες το μαύρον τετράγωνον του Μάλεβιτς, που τους εξοράτισεν, φανταζόμενος ότι ήσ̆αν να βάλει στο κέντρον του κάδρου τον άνθρωπον.
Τα σχέδια για μιαν κοινωνίαν όπου ο καθένας ήσ̆αν να δημιουργεί τζ̆αι θα παράγει ανάλογα με τες δυνατότητες του τζ̆αι θα απολαμβάννει ανάλογα με τες ανάγκες του, ήβρασιν το πλαφόν τους πας στην απληστίαν του Homo Sapiens Sapiens. Έπαιρνεν την μορφήν αντεπανάστασης που όσους εχάνναν τα προνόμια τζ̆αι ετραβούσαν την νέαν κοινωνίαν μες τον εμφύλιον. Η εκκλησία, οι τσάροι τζ̆αι οι ευγενείς, η γειτονική καπιταλιστική μεταπολεμική Ευρώπη, δεν είπασιν τον τελευταίον τους λόγον μπροστά στην επαναστατικήν αφαίρεσην που εδημιούργαν τζ̆αι οικοδόμούσεν μιαν νέαν τέχνην, έναν νέον κόσμον, την νέαν εποχήν.
Τζείνη ούλλη ομορκιά που εγέννησεν το πνεύμαν της Βαρβάρας Στεπάνοβας, αρνούμενη την απεικόνησην, όπως την αρνήθην ούλλη η ρώσσικη πρωτοπορία, ήβρεν το πλαφόν της στα γούστα των στραταρχών τζ̆αι των συντρόφων ηγετών, που γινήκαν κάτοχοι εξουσίας τζ̆ι εθέλαν πορτρέττα που να τους απεικονίζουν, ίδια με τζ̆εινα που απεικονίζαν τους παλιούς αφέντες. Εφέραν πίσω τον ρεαλισμόν που τον προηγούμενον αιώναν τζ̆αι βάλαν τον για γραμμήν του νέου κόσμου μέσω της Πράβδα. Εκολλήσαν του τζ̆αι έναν “σοσιαλιστικός” ομπροστά τζ̆αι αναστήσαν τον ρεαλισμόν του 19 αιώνα που απεικόνισεν με τόσην πίστην τους τσάρους τζ̆αι τον κόσμον τους. Εφορτώσαν παράσημα «Στάλιν» τον Γερασίμοφ, που έφκαλεν με τόσον πάθος τον ρεαλισμόν που την ναφθαλίνην να του κάμνει πορτρέττα τζ̆είνου τζ̆αι του Βοροσ̆ιλώφ όπως τους αρέσκαν να τους δοξάζει ο σοβιετικός λαός. Αρκεί να βάλεις Alexandre Gerasimov πας το γκούγλολ τζ̆αι να κοιτάξεις τες εικόνες τζ̆αι καταλάβεις πως μπορείς να γινείς ο ζωγράφος της εξουσίας.
Η avant guard έκαμεν εις στην Ρωσσίαν πρίν την επανάστασην την μεγαλλύττερην επανάστασην στην τέχνην πετάσσοντας τζ̆αι το τελευταίον ίχνος απεικόνισης. Η απεικόνηση εξιδανίκεψεν για αιώνες το παλιόν τζ̆αι την ξημαρισιάν του μαζίν. Οι καλλιτέχνες της avant guard, ζωγράφοι, ποιητές, μουσικοί, αρχιτέκτονες, αγγαλιάσαν την επανάστασην τζ̆αι η επανάσταση αγγάλιασεν τους για να δημιουργήσουν με τον λαόν για τον λαόν έναν νέον κόσμον, να μεν ιμοιάζει με τον παλιόν, έναν κόσμον γραμμένον ξανά που την αρκήν πας σε μιαν κόλλα άσπρην χαλαζένην. Ο νέος κόσμος για τους ποιητές, Ρώσσους, Κυπραίους, Κινέζους ή Αμερικάνους, εν ένας κόσμος που σ̆αίρεται, όπως τες πεταλλίνες της μανιέρας του Λιασίδη, “μεσα στου δίτζ̆ιου τ΄άγιον φως, του αθανάτου”, άμαν δεν είναι “μαεμμένον του ψεμάτου”, άμαν “με κρούζει, μήτε σβήννει ο αέρας…”.
Η υπέροχη φωνή του Λεμέσ̆εφ που ετραούδαν την άριαν του ποιητή Λένσκι λλίον πριν να τον παίξει ο παραπόττης ο Ευγένιος Ονέγκιν ήταν μια ηχογράφηση του 1936. Τότες η αφαίρεση, είσ̆εν ήδη ππέσει σε θανατερήν δυσμένειαν. Ο Μαγιακόφσκι δεν ήταν τζ̆αιμαί να θωρεί. Η αφαίρεση εβαφτίσην φορμαλισμός από συνέδρια συσκέψεις τζ̆αι δημοσιογραφικά άρθρα. Αρκούσεν να σου φκάλουν την αβανιάν πους είσαι φορμαλιστής, εμπόρηεν να του την κόψουν. Της Στεπάνοβα, του Ροτσ̆έγκο, του Τάτλιν, εγλύτωσεν, εθάψαν απλά το έργον τους, του Κλουτσίς όμως εκόψαν του την να μεν ισκέφτεται τζ̆αι να αποτελεί κίνδυνον. Η επανάσταση έθαψεν την επανάστασην που της επροηγήθην. Στο όνομαν του δικαίου, όσοι επιάαν που την επανάστασην εξουσίαν εθεωρήσαν νόμιμον τζ̆αι δίκαιον να εξοντόννουν ότι τζ̆αι όποιον εσυγκόφκαν εμπόδιον εις στους στόχους της.
Έκλαια την κκελλέν μου που πόνεν που φάτσ̆ισεν πας το πλαφόν μου αντίς να κινηθεί ελεύθερη μες τον χώρον. Έκλαια τζ̆αι τα έργα τα τρισδιάστατα του Τάτλιν που εχαθήκαν, όπως εχαθήκαν τα όνειρα του κόσμου να γλυτώσει που τους άρπαγες τζ̆αι που τους τυράνους. Γιατί επαίξαν τον Κλουτσίς; Γιατί εθάψαν την avant guard; Γιατί εκόψαν την κκελλέν τόσων πρωτοπόρων; Γιατί; Κλάψε να σου περάσει ελάλεν μου η στετέ μου άμαν με θώρεν μαραζωμένον.
Από τον Λένσκι στην Ποπόβα...
Η όπερα ήταν καλή, οι φωνές όμως δεν ήταν ούτε η φωνή του Λεμέσ̆εφ που μου έγινεν σύντροφος πια, μέσω του γιουτιούπ, ούτε της σοπράνο που εκένταν την φωνήν της ταντέλλαν με την άλτο στην εισαγωγήν της πρώτης σκηνής το 1936. Περικκιάττερσιν όμως, τα σκηνικά αναστήσαν μου την εποχήν τζ̆αι τα κομμάθκια του Πούσ̆κιν που απαγγέλλασιν εις τα ρώσσικα το έργον Ευγένιος Ονέγκιν αναστήνναν μου την ομορκιάν τζ̆είνης της επανάστασης που έθελεν να αλλάξει τον κόσμον αρκέφκωντας που την Ρωσσίαν. Ήταν η αφορμή να μελετήσω πιο βαθκιά την εποχήν πρίν να παρσαμώσουν το όνειρον τζ̆αι να του δώκουν φόρμαν ποταξαρωμένην, ταπελλώννοντας τους δημιουργούς της επανάστασης «φορμαλιστές». Ο παραπόττης ο Ονέγκιν που έβαλεν ο Πούσκιν να σκοτώσει τον ποιητήν επέρασεν καλά. Την αγάπην όμως της Άνιούσ̆ας απόλαυσεν την ένας άθρωπος που με όμορφος ήταν, με καυλάντης. Έπιασεν την ο έντιμος τζ̆αι συνετός. Ήταν σαν να τζ̆ι ο Πούσ̆κιν έγραψεν την επανάστασην μέχρι τέλους πριν να γινεί. Έτσι εν οι ποιητές, προφήτες. Έτσι εν η τέχνη. Γράφει την ιστορίαν πριν να γινεί.
Μάλεβιτς̆, Τάτλιν, Ροτσ̆ένκο, Ποπόβα… Μάνα μου Ποπόβα μου εσύ επήες που την Σκαρλατίνην που το 1924 τζ̆ι εγλυτώσαν τα μμάθκια σου τζ̆είνα που εν εθέλησεν να δει ο Μαγιακόφσκι. Η κραυγή σου που εγίνετουν που το 23 έργον τέχνης να φωνάζει “κρατήστε την ψυσ̆ήν της επανάστασης ζωντανήν”, “οι ηγέτες πιο κοντά στον λαόν”, εν έπιασεν τόπον τζ̆αι επιάσαν ούλλα την πορείαν του πολέμου. Σ̆αγκάλ, Καντίνσκι, Στραβίνσκι εφύασιν. Ο Σ̆οστακόφιτς έμεινεν, να τον ταπεινώννει το κόμμαν τζ̆αι ο γιός του, να υπογράφει διακυρήξεις αυτοκριτικής να γλυτώσει που την μαρμάγκαν. Ποπόβα μου, Στεπάνοβα μου, πόσην ομορκιάν εγέννησεν η ψυσ̆ή σας για να γεμώσει την κόλλαν την άσπρην, που πάνω της ήταν να γράψετε την πρώτην σελίδαν του κόσμου τον νέου;
Τζ̆αι που να χωρέσουν οι κόλλες οι άσπρες την ομορκιάν μιας επανάστασης; Η τέχνη επέθανεν ετολμήσετε τζ̆αι το είπετε, ετολμήσετε τζ̆αι το επιστέψετε. Η τέχνη που απεικονίζει μιαν ξοφλημένην κοινωνίαν εν μια ξοφλημένη τέχνη. Η τέχνη χτίζει, είπετε τζ̆αι ονομάσαν σας κονστρουκτιβιστές. Η τέχνη χτίζει με τον λαόν που έβαλεν ομπρός να χτίσει τες νέες σχέσεις, τες ανθρώπινες, για να δημιουργεί ο καθένας ότι μπόρει τζ̆αι να απολαμβάννει ότι έσ̆ει ανάγκην που ότι επαρήχθην. Αναγύρετε τον κόσμον τζ̆αι τίποτε δεν έμεινεν εις τον τόπον του. Που να χωρέσει μια κόλλα την ομορκιάν που εγέννησεν η επανάσταση μες την ψυσ̆ήν της Βαρβάρας Στεπάνοβας; Η αγάπη, ο έρωτας, η ομορκιά εξισ̆είλησεν που τες κόλλες τζ̆ι έβαλεν τες βάσεις του μοντέρνου ντιζάιν που εξεκίνησεν την πορείαν του χρωματίζοντας τα ρούχα των προλεταρίων, που οι τσάροι τα είχαν καταδικάσει μες το κουλλουφκιόν τζ̆αι την ξιμαρισ̆ιάν. Η ομορκιά πας τα ρούχα της σοβιετικής εργάτριας δεν ήταν διακόσμηση. Ήταν η ουσία της νέας θηλυκότητας που δεν είσ̆εν τίποτε να κάμει με τα κορσέ της Άννα Καρένινα. Η θηλυκότητα που απεικόνιζεν ο ταλαντούχος τζ̆αι καλοπληρωμένος ρεαλιστής ζωγράφος μες τα κορσέ των μπουρζ̆ουά γεναικών του Σαν Πέτερμπουργκ τζ̆αι της Μόσχας, του Παρισ̆σ̆ού τζ̆αι του Βερολίνου, ήταν τζ̆είνη που εγίνετουν αναπαραγωγική μηχανή τζ̆αι να γεννοβολά για να διαιωνίζει ταξικά προνόμια. Η αισθητική τζ̆αι η ομορκιά που εγέννησεν η ψυσ̆ή τζ̆αι το σ̆έριν της Στεπάνοβας ήταν η βάση μιας νέας θηλυκότητας, που εκφράζετουν με την ελευθερίαν του σώματος να κινηθεί, να δημιουργήσει, να παράξει, ίση προς ίσον, χάρη σε ρούχα λειτουργικά που εδημιούργησεν η νέα τέχνη.
Για λλία χρόνια, η παλιά τέχνη της απεικόνισης έκαμεν πως επέθανεν. Εκούντησεν την μες τα τάρταρα η ορμή των αθρώπων που επιστέψαν εις στην ελευθερίαν, στην δικαιοσύνην, στην ειρήνην τζ̆αι στην αδερφοσύνην του κόσμου. Δεν είπεν όμως την τελευταίαν της λέξην. Ο ρεαλισμός δεν εστράφην πίσω στην Ρωσσίαν θρησκευτικός, ευγενής ή μπουρζουά. Εστράφην πίσω στοισ̆ιωμένος. Εστράφην σοσιαλιστικός. ΄Επρεπεν η τέχνην ναν απλή να την καταλάβει ο νέος προλετάριος. Ψία τζ̆ι ο νέος προλετάριος ήταν ο παλιός τσάρος, ο παλιός μπουρζ̆ουάς. Το χωρκαθκιόν του Στάλιν τζ̆αι του Βοροσ̆ιλώφ που τους αρέσκαν τα τσαροπρεπή πορτραίτα, όπως διηγούνται οι ιστορικοί των νικητών του ψυχρού πολέμου, δεν είναι αρκετόν να εξηγήσει γιατί εθάψαν την Αβαντγκάρντ. Εμπορούσεν τζ̆αι η Αβανγκάρντ να φκάλει χαράν εάν το κράτος εχρειάζετουν αισιοδοξίαν για να κρατήσει την επανάστασην ζωντανήν.
Η περιδιάβαση που μου εξεκίνησεν ο αλγόριθμος του Musi εφερεν με έναν μήναν μετά με το αεροπλάνον εις στην Θεσσαλονίκην, στο μουσείον μοντέρνας τέχνης που στεγάζει την συλλογήν Κωστάκη. Του Κωστάκηπου έσωσεν την ψυσ̆ήν του κόσμου. Ήταν μιαν εφτομάδαν πριν τον Κορνοϊόν. Μες τα έργα που έσωσεν ο Κωστάκης σώζεται τζ̆αι η αισθητική της επανάστασης όπως την εγεννήσαν τα σπλάχνα της κοινωνίας που δεν την εχώρεν πκιόν ο τόπος. Δεν την εχώρεν ο τόπος διότι η κοινωνία η ίδια δεν εμπόρηεν πκιον να χωρέσει την αντίθεσην μεταξύν του κεφαλαίου τζ̆αι της εργασίας, την αντίθεσην που εσυντήραν τόσην δυστυχίαν, τόσην κακοζωϊαν, τόσον πόνον μες τες καρκιές τζ̆αι πας τα κορμιά των ανθρώπων.
Η ψυσ̆ή μου ετζ̆οινώναν ψυσ̆ήν, μπροστά που κάθε έργον της Λιουπόφ Ποπόβα, που εξέθεσεν λιτά το μουσείον της μοντέρνας τέχνης μες την παλιάν Μονήν των Λαμπαδιστών. Κάθε γραμμή της τούτης της κοπελλούας έγραφεν την επιθυμίαν για έναν τζ̆ουνούρκον κόσμον. Κάθε χρώμαν πας το χαρτίν ή πας το ρούχον έφερνεν εις το φως ομορκιάν που δεν εγέννησεν άλλος νους, άλλη ψυσ̆ή, άλλον σ̆έριν, άλλον όνειρον. Κάθε μορφή που δεν ήταν απεικόνιση ήταν δημιουργία μιας τζ̆ουνούρκας μαθηματικής συνάρτησης, που έγραφεν μιαν γεωμετρίαν από την οποίαν έπρεπεν να απουσιάζει η μιζέρκα, η αμορφωσ̆ιά, η αδικία, ο πόλεμος, η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπον.
Μισήν ημέραν, επεράσαμεν την μόνοι μας μες το μουσείον θκυό πλάσματα που ήρταμεν που του θκιαόλου την μάναν. Που την μιαν ελυπούμουν, που την άλλη απολάμβαννα την μοναξιάν μέσα σε έτσι θησαυρόν. Εμπόρηα να συγκεντρώθώ τζ̆αι να προσπαθώ να φανταστώ την εξίσωσην που θα φκάλλει μιαν γεωμετρίαν με δίχα κλιματικήν αλλαγήν, με δίχα κοινωνικήν αδικίαν νέου τύπου, με δίχα αμορφωσιάν πτυχιούχων, με δίχα βιομηχανικόν βασανισμόν των ζώων, με δίχα εξαφανισμόν της βιοποικιλότητας, με δίχα διαφθοράν, με δίχα ψέμαν που το λαλούμεν πλέον εις τα αμερικάνικα φέικ, με δίχα αρπαγήν του δημόσιου αγαθού που μιαν κλίκκαν δια νόμου προνομιούχων.
Ώραν ώραν εκάμμουν τζ̆αι τα μμάθκια μου τζ̆αι εσυνέχιζεν να λουλλουπίζει η ομορκιά της επιθυμίας, η ομορκιά του έρωτα. Εσκέφκουμουν μιαν κοινωνικήν οικολογίαν όμορφην σαν την επιθυμίαν, χρωματιστήν σαν την ανατροπήν. Εφαντάζουμουν μιαν οικολογίαν που θα πέψει στα τάρταρα την ασ̆σ̆ήμιαν του κόσμου, όι απο φόβον για την κατάρρευσήν τζ̆αι το τέλος του κόσμου, όι από ενοχές που εφάαμεν τ΄αππάϊν των απογόνων μας για να κινήσουμεν μιαν αγοράν που μας χαριεντίζει, όι απο θυμόν για την περιρρέουσαν βλακείαν, εγωϊσμόν ή αυταρχισμόν, αλλά απο επιθυμίαν για έναν κόσμον της αρμονίας. Ακόμα τζ̆αι τα συνθήματα που έθελεν να φωνάξει η Ποπόβα, έγραφεν τα με μιαν εικαστικήν αρμονίαν που χτυπά το κέντρον του στοχασμού σου. Σκέφκουμαι τα ακόμα τωρά που τα γράφω τζ̆αι ακούω την χαράν της πρώτης συφφωνίας του Σ̆οστακόβιτς.
Κάποτε πάλε, έκλεια τα μμάθκια μου μπροστά σε άλλον έργον τζ̆αι εξέφευγα που την έκθεσην. Εσκέφκουμουν τους φίλους μου, τους συνήλικους μου. Όταν ήμασταν μιτσ̆οί ονειρευκούμαστιν κόσμους νέους τζ̆αι όμορφους. Τωρά που θωρούν τα κορμιά τους να ποσ̆ειλώννουν ή να ποξαμαθκιάζουν, που θωρούν το δέρμαν τους να πατσ̆αουρκάζει, την ψυσ̆ήν τους να ποκασ̆ιάζει κάθουνται τζ̆αι μοιρολοούν το τέλος του κόσμου. Ψία τζ̆αι εν ο κόσμος που τελειώννει τζ̆αι όι η νιότη του ναρκισσισμού τους. Προτείνουν μου την οικολογίαν της στέρησης, για να ξηκάμουμεν την ασ̆ήμιαν των επιπτώσεων του καταναλωτισμού τζ̆αι της αχαλίνωτης αγοράς, λες τζ̆αι δεν θα ήταν δυνατόν να αντιτείνουν την οικολογίαν της απόλαυσης. Άννοια τα πάλε να διαφύγω που τα μίζερα των μαύρων σκέψεων. Η γλυκάδα του έρωτα η γλυκάδα της αβανγκάρντ που εξισ̆είλαν μες την κάμαρην εζωγράφιζεν μου μιαν οικολογίαν με κινητήριαν δύναμην την απόλαυσην του δάσους που εν να προστατεύκουμεν, με πιξίδαν την απόλαυσην της φύσης, της βιοποικιλότητας που θα μπορούσαμεν να φέρουμεν μέχρι την πόρταν ακόμα τζ̆αι του πιό άσ̆σ̆ημου αστικού κούγκρενου ντουβαρκού, με πλώρην την αρμονίαν της κοινωνικής δικαοσύνης που θα μπορούσαμεν να διασφαλίσουμεν δια της ψήφου, μέσα σε έναν κράτος δικαίου, που τόσα χρόνια εδώκαμεν ζωήν για να διαφυλάξουμεν τζ̆αι να διαμορφώσουμεν όσον έφταννεν η κουτάλα των αγώνων του κόσμου. Αγωνιούν οι συνάνθρωποι μου για την καταστροφήν του περιβάλλοντος καθούμενοι μες την πτήσην τους για το τίποτε, μες το ιδιωτικόν τους όχημαν για το πούποτε, μες την κλιματιζόμενην τους κλειστην κάμαρην μπροστά που μιαν ενεργοβόραν οθόνην τζ̆αι κλαίσιν για το τέλος του κόσμου τους που την κλιματικήν αλλαγήν, λες τζ̆αι δεν είναι με μιαν νέαν οικονομίαν που δεν εφαντάστην ακόμα ανθρώπινος νους πον να απολυμάνουμεν την βιοσφαίραν που τα διοξίδεια του άνθρακα. Όϊ όϊ!! Έπιαννεν με η αγωνία που τούτες τες σκέψεις. Εξέφευγα τους ρουφώντας την δύναμην της επανάστασης μέσα που τα έργα της Ποπόβα. Ένωθα την να διαπερνά τζ̆αι που το τελευταίον μου κύτταρον δια μέσου των αισθήσεων που εμπορούσαν να απολαύσουν την ομορκιάν που εγέννησεν η avant guard ψυσ̆ή που άδικα έφαεν η σκαρλατίνα το 1924 στα 35 της χρόνια.
Η επιθυμία της ουτοπίας που εκίνησεν ότι εδημιούργησεν η Ποπόβα τζ̆αι οι άλλοι avant guard επαναστάτες δεν είσ̆εν πλαφόν το 1924. Ένοιωθες το μες τα έργα, ένοιωθες το μες την ομορκιάν που αδιαχέετουν που ότι εδημιουργήσαν τα πλάσματα τότες.
Άμα σκεφτείς ότι η επιθυμία μιας κοινωνικής τζ̆αι οικολογικής αρμονίας δεν έσ̆ει πλαφόν, μπορείς να φκείς τζ̆αι σε αννοιχτόν χώρον να χορέψεις. Έξω μπόρεις να τραππηήσεις όσον ιφτάννεις χωρίς να φάεις το πλαφόν σου σε δοκάριν πας την τζ̆εφαλήν. Από τον Τσ̆αικόφσκι στην Ποπόβα, τζ̆αι από τον Λεμέσ̆εφ στον Μάλεβιτς̆, εγίνην μου πλέον συνείδηση η αποστροφή μου προς την οικολογίαν της στέρησης τζ̆αι του φόου της κατάρρευσης. Εζωντάνεψεν μέσα μου ο παλιός έρωτας για το νέον, για το πρωτοφανούσιμον, για την ουτοπίαν της αρμονίας. Ο φόος είναι σατανάς, τζ̆αι ο πόλεμος η βία ή η τυρανία εν κάποιες που τες πολλές μορφές του. Ο Σατανάς αλλάσσει μορφές σ̆σ̆ίλλιες. Ίσως η διαφορά της δικής μου αριστερής οικολογίας που την ξερήν οικολογίαν, είναι ότι εν μια οικολογία του έρωτα, της ομορκιάς τζ̆αι της επιθυμίας, που ξορκίζει τον φόβον, όπως τότε, όϊ που τον καλλιεργεί για να κινήσει τον κόσμον, όπως ότι ακολούθησεν.
Η Κλερ-Λίζ εν μια κυρία 83 ετών που στέκει σαν το τζ̆υπαρίσσιν, νέα τζ̆αι ωραία όπως ήταν μες την δεκαετίαν του 70 τζ̆αι του 80, αεροσυνοδός της Σουισέαρ. Είναι μοντέλλον ανθρώπου για μέναν, όι μόνον για το πως αγαπά τζ̆αι σέβεται το νεανικόν της σώμαν (πρόπερσυ εσ̆ιαίρετουν να μου διηγήται πως έκαμεν πρώτην φοράν στην ζωήν της Tirolienne να περάσει που την μιαν όχθην του φαραγιού στην άλλην κρεμμασμένη που έναν σ̆σ̆οινίν) αλλά τζ̆αι για το πως αγαπά τζ̆αι σέβεται την φύσην, αρκέφκοντας που την αυλήν της τζ̆αι φτάννοντας στον κόσμον ούλλον.
Τες 97 φωλιές που συντηρά γυρόν που το σπιτούιν της άρκεψεν να τες βάλλει που τον τζ̆αιρόν που ήταν αεροσυνοδός της Σουισέαρ τζ̆αι ανάγιωσεν γενιές τζ̆αι γενιές πουλιών, ντόπιων τζ̆αι αποδημητικών. Κάθε χρόνον καθαρίζει τες πριν να ξαναφουλιάσουν μέσα οι μουσαφήρηδες της, τζ̆αι βάλλει δακτυλιδούθκια πάνω στα αποδημητικά για να ενημερώννει τζ̆αι την επιστήμην πού π άσιν τζ̆αι που έρκουνται τα ταξιδιάρικα. Εδήλωσεν στες καμπάνιες καταγραφής τζ̆αι προστασίας πουλιά που ήρταν που το Μαρόκκον τζ̆αι που την Νότιαν Αφρικήν να φουλιάσουν πας τα δεντρά της στους πρόποδες των Άλπεων.
Έχει χρόνια που αγωνίζεται στην οργάνωση διάσωσης των λιβαδιών με ναρκίσσους που η μόντέρνα γεωργία απειλεί. Αν δείτε το βίντεο "οι 4 εποχές" μέσα στο καλοτζ̆αίριν θα δείτε ότι πολλής κόσμος, μεταξύ τζ̆αι εμού, πάμεν εθελοντικήν εργασίαν τζ̆αι θερίζουμεν στο σ̆έριν τα ορεινά λιβάδια, όπως εγίνετουν παλιά, για να την βοηθήσουμε να διασώσει τζ̆αι να επαναφέρει τους ναρκίσσους που τζ̆ειαμέ που εξιλειφτήκαν.
Που την ευτυχίαν της Κλερ-Λίζ, ευτυχούν σ̆σ̆υλιάες ζωές, μικρές τζ̆αι μεγάλες όπως θα ανακαλύψετε αν δείτε το βίντεο. Δεν ιχρειάζετε pet να καταστρέφεις την ανθρωπότητα τζ̆αι να συμβάλλεις στην εργοστασιακήν κτηνώδην κτηνοτροφία που βασανίζει άλλα ζώα να ταΐζει σ̆ς̆ύλλους τζ̆αι κάττους. Μπορείς να έχεις να έχεις χαρούμενα ζώα γυρόν σου που έρκουνται μόνα τους να σ΄έβρουν. Τζ̆αι τα σκαθθάρκα, τζ̆αι τα στρουφούθκια, οι σ̆ελεντρούνες, οι κουρκουτάες, οι αλουποί, τα γεράτζ̆ια τζ̆αι οι κουκκουφκιάοι, τα σ̆ελιόνια που θα έρτουν να φουλιάσουν πας το σπίτιν σου είναι συντροφκιά άξια αγάπης. Φτάννει να σκεφτείς τί χρειάζεται ένα άγριον ον τζ̆αι να του αφήκεις λλίον τόπον, έρκεται μόνον του.
Αν δείτε το βίντεο θα δείτε ελάφκια τζ̆αι αρκοκάτσικα μες της Κλερ-Λίζ. Πράσινα Λιβάδια τζ̆αι βουνά. Τζ̆αι μες την πόλην υπάρχει ζωή. Θυμούμαι το Βαρώσιν μου, με τον κουκκουβκιάον που ήταν κάθη νύχτα πας τον στύλλον της ηλεκτρικής, τους κουρκουτάες πας το σιμιντίριν, τες μέλισσες μιλιούνια, τους μυλωνάες, τους ζίζζιρους... Όσοι δε ζ̆είτε σε χωρκόν, η ξερή μεσογειακή φύση είναι το ίδιον άξια λόγου με τα πράσινα λιβάδια τζ̆αι τα βουνά δακάτω.
Στο πρότυπον της Κλερ-Λίζ εδιαμόρφωσα τζ̆αι γω τον βιότοπον γυρόν που την δικήν μου φουλιάν. Φέτη ήρτασην τζ̆αι μέναν τα ελάφκια, τα βορτακούθκια, κάτι σπάνιες όσ̆εντρες του νερού. Σχεδόν ότι θωρείτε στης Κλερ-Λίζ σε λλία χρόνια που εμετάτρεψα το πρώην γρασίδιν τζ̆αι κήπον από εξωτικά φυτά σε πραγματικόν βιότοπον, ήρταν που μόνα τους. Δεν έχω 97 φωλιές, έχω 9, αλλά κάθε χρόνον κάμνω αλλο 2-3. Ελπίζω πον να γινώ τζ̆αι γώ 97 χρονών να έχω την νεότηταν τζ̆αι την χαράν της Κλερ-Λίζ να ζ̆ιώ σε αρμονίαν με τα άγρια μου πετ, τζ̆αι έν πειράζει αν μαλλώννω τζ̆αι λλίον μαζίν τους άμαν έρκουντα τα ελφάκια τζ̆αι τρών μου τες τριανταφυλιές τζ̆αι τα λάχανα, οι μαυρότζ̆ικλες τος σταφύλιν τζ̆αι οι σκίουροι τα καρύθκια. Φέτη έβρεσ̆ιεν μιαν εφτομάδαν που έπρεπεν να συναχτούν τα καρύθκια τζ̆αι εσυνάξαν μου εκατόν κιλά οι σκίουροι που το δεντρόν τζ̆αι τα ελάφκια που πουκάτω τζ̆αι δεν μου αφήκαν ούτε έναν. Χαλάλιν τους. Τούτα είναι που μου γεμώννουν την ζωήν μου ζωντάνια, τούτα είναι που με αποτοξινώννουν που ότι τοξικόν μπαίννει μες την ζωήν μου που το ίντερνετ τζ̆αι τα μέσα.
Να ζήσεις Κλερ-Λίζ. Τα νούφαρα που μου έδωκες αγγονίν, φέτη εγεμώσαν τον υδροβιότοπον. Εν τζ̆ειπάνω που κάθουνται οι Λιβελούλες για να πιούν νερόν.
Ήταν τότες που έκλαια μόνος μου. Τωρά θωρώ τους που κλαίσιν ούλλοι τζ̆αι δεν μου έρκεται καν συμπάθεια. Μάλλον μια πικρία να τους πώ “φάτε τα τζ̆αι σεις τωρά”, αλλά ούτε τζ̆αι για τούτον έν έμεινεν ενέργεια. Εγινήκαν ούλλα σταχτός. Επέθανεν τζ̆αι η δυνατότητα μου να μαραζώννω. Έμεινεν στην θέσην της μια πλάκα κουγκρίν.
Επήαμεν γύρω στο 2004 ή 2005 την Δευτέραν της Καθαρής να κόψουμεν την μούττην της στον Ποταμόν του Λιοπετριού. Μόλις εκατέβηκα που το διπλοκάμπινον τζ̆αι είδα τες πληγές που άννοιξεν η ανάπτυξη πας το κορμίν του τόπου του άγριου, ήταν σαν να τζ̆ι εσ̆σ̆ίζαν το σώμαν τον δικόν μου με το μασ̆αίριν. Μόλις ένωσα την πτωματίλλαν της ανάπτυξης μες την βιοποικηλότηταν που πεθάνισκεν, αισθάνθηκα να πεθανίσκει έναν κομμάτιν του εαυτού μου.
Είδα το κυκλάμινον που έχασκεν που του βράχου την σχισμάδαν τζ̆ι έλυσεν το η μίλλα μου. Ήταν η τελευταία του γρονιά.
Η μηχανή που σ̆σ̆ίζει αυλάτζ̆ια να περάσουν τα καλώδια της οπτικής φίμπρας να πάει το ίντερνετ πας τα κάκκαφα του ποταμού ήταν να περάσει πουπάνω του που ευτομάδας, μετά τες αργείες. Έφκαλλεν τζ̆αι ο Ποταμός κυκλάμινα. Έφκαλλεν πόλα-σέλα. Τωρά αν ιβλαστά τίποτε, θα ένι μες τα περιθώρια όπου δεν περνά στράτα, όπου δεν εχτίστην πάγκαλλο, όπου δεν εκουγκρώθην αυλή, που δεν επιχωματώσαν να βάλουν γρασίδιν, όπου δεν εψεκάσαν με Ρούνταπ να σκοτώσουν τα ζιζάνια γινεί το χόρτον όπως τους αρέσκει.
Κάπου τζ̆ειαμαί που δεν εχτίστην κόμα, αλλά που εν οι δρόμοι τζ̆αι καρτερούν την ανάπτυξην, παζαρεύκει ο ατζ̆έττης του κοτσ̆ινοχωρκάτη Ντιβέλοππερ του Αλτζ̆ιαζίρα τζ̆αι φαντάζεται έναν Μάρριοττ, βέρρι γκουτ Μάρριοτ, σέβεν ρέστοραν, γιου μπάι τττεν μίλιον το χωράφιν, ττουέντι φάι περσέντ φορ ας, μέιπι φίφτι φίφτι… Ακούω την Φαραντούρη να τραουδά τον εφιάλτην της Περσεφόνης τζ̆αι σηκώννεται η τρίχα μου. Οι καλλιτέχνες εν προφήτες. Για τες εικόνες του Ατζ̆ιαζίρα έκλαιεν ο Χατζ̆ιδάκης που το 1973 τζ̆ι ελάλεν της Περσεφόνης να τζ̆οιμηθεί στη αγκαλιάν της γης να μεν δει στου κόσμου το μπαλκόνιν τι θα εκάμναν οι αθρώποι.
Τσ̆ιμέττα, χαβάρες, βρωμιές τζ̆αι κατράες,
Κουγκρίν, θανατίλλα, να τρώ το δρουμπίν.
Φυτά πατημένα, όνειρα ψέμαν,
η γκάγκεα ΄θθίζει, για τελευταίαν φοράν.
Αυλάτζ̆ια επαύλεις, πισίνες τζ̆αι στράτες,
Μαζ̆ιά σκοτωμένα χωράφκια χαμένα.
Περβόλια σκαμμένα, σκουπίθκια θαμμένα
Σπουρτούλλες που χάσκουν, αξίες που πάσχουν.
Κουγκρίν του θανάτου, ανάπτυξη πάτου.
Αναθρίκες ψυχομαχούν, αθρώποι καυλομαχούν.
Είσ̆ιεν τζ̆αι ορχιδέες ο Ποταμός.
Το γλέντιν ακόμα εν είσ̆εν αρκέψει. Τα καλαμάρκα, τα πλοκάμια του οχταποθκιού, οι καραόλοι εσαυλαρίζαν πας τα κάρβουνα.
— Ξέρεις παπά ότι μια ορχιδέα ποτζ̆είνην πον πουκάτω που την φουκούν θέλει οχτώ γρόνια να κάμει αθθόν;
— Έ;
— Έν τζ̆αι βλαστά όπου τζ̆αι να ναι. Θέλει τόπον παρθένον πολλά γρόνια για να βλαστήσει. Η ορχιδέα εν έναν φυτόν του οποίου ο σπόρος εν τόσον μιτσ̆ής τζ̆αι φτωχός που δεν ημπόρει να ταΐσει βλαστόν να αναγιώσει. Άμαν ησπορκάσει έναν φυτόν, φκάλλει εκατομμύρια σπόρους σαν την σκόνην. Ένας που τζ̆είνους θα κάτσει πάνω σε έναν ειδικόν μύκηταν. Στην αρκήν τρώει ο μύκητας τον σπόρον, αλλά ως που να τον φάει τέλλια ο σπόρος, βλαστά. Αρκέφκει να ζ̆ει τζ̆αι τρώει το φυτόν που τον μύκηταν τζ̆αι κάμνει ρίζούες. Εν τζ̆είνες οι ριζούες πον να γινούν σαν τ΄αρτζ̆ιούθκια τ̆ζαι εφκάλαν την ορχιδέαν. Τζ̆αι να την φυτέψεις μες τον κήπον σου, εν θα κάμει, διότι το οικοσύστημαν δεν έσ̆ει τον μύκηταν του.
— Ούλλα ξέρεις τα.
— Εν αλήθκεια. Επολοήθην η μάνα μου. Ξέρεις πόσα έφκαλα που πααίνναμεν εις τ΄αγρέλλια τζ̆αι φύτεφκα τα; Κανέναν δεν εβλάστησεν γυρισόντα γρόνου.
— Πράο σου άμμα. Εν έξερες ότι εν προστατευμένα;
— Είνταν πον να πάθουν; εν να φκάλει άλλα; Δαμαί εν προστατεμμένα; Θώρε το τζ̆είνον! Ετσίλλισεν το ο σ̆οίρος
— Κανένας δεν σέβεται, με τα φυτά με την άγριαν φύσην.
— Είνταν που θέλεις να κάμουν; Να μεν δουλέψει ο κόσμος για να μεν σου πατήσουν τα φκιορούθκια;
Η μοναξιά με τους αθρώπους που λατρεύεις εν τζ̆είνη που κρούζει περίτου.
Η Μαργαρίτα ήταν μωρόν, τζ̆αι έπαιζεν με τα φκιορούθκια πάρα τζ̆εί. Ετράβησα τζ̆αι γω τζ̆είττε μέρου που την φουκούν.
Έχω δικαίωμαν εγώ να διεκδικώ να μεν ισκοτώσουν την φύσην; Τί αξίαν έχει έναν άγριον κυκλάμινον μπροστά στο μεροκάματον ενός βιοπαλαιστή; Τούτες οι χωματουργικές εργασίες εν ένας μήνας μεροκάματον για έναν μικροεργολάβον. Μπορεί ο Ντιβέλοπερ να κάτσει πούγκαν εκατομμύρια, τα μιλλοσφοντζ̆ίσματα που θα αφήκει στους αρκάτες τζ̆αι στους υποεργολάβους εν έναν μεροκάματον. Πρέπει να ζήσει το κυκλάμινον εξά ο κόσμος;
Το κυκλάμινον όμως εν σ̆σ̆ιλιάες γρόνια πον τζ̆ιαμαί. Με είντα δικαίωμαν έρκεται ο άλλος να το ξορατίσει για να πιάσει μεροκάματον, κέρδος ή ρευστόν, πον να μοσχοπωλήσει το χωράφιν καρτζ̆ίν της θάλασσας;
Είσ̆ιεν τζ̆αι ο Ποταμός τταουσ̆άγκουλα. Έτσι ελάλεν τα κυκλάμινα η γιαγιά μου που χωρκόν του πενταδακτύλου πον η μάνα τους.
— Σύναξε τα Μαργαρίτα μου. Εν τα τελευταία.
— Όι θείε! Εν κρίμαν! Είπεν μου το μωρόν.
Έτα τωρά. Δείχνει τα το Αλτζ̆ιαζίρα τζ̆αι εξηγά πως θα πωληθεί το επόμενον κομμάτιν. Πως επωληθήκαν τα προηγούμενα που δεν ήταν κανένας τζ̆ειαμαί να δει;
Ο επίλογος βρωμεί όπως ο βιασμός της φύσης τότες. Ο βιασμός της φύσης ζαττίν πάει πάντα με τον βιασμόν κάποιας κοινωνίας.
Η Μαργαρίτα σήμμερα εν άνεργη. Εδίαν της ο μάστρος της 600€ να δουλεύκει τζ̆αι Σάββατον τζ̆αι Κυριακήν πρωίν, διότι εν μαθητευόμενη είπεν της, αλλά τζ̆είνη αηδίασεν την αχορταΐαν τζ̆ι εξαπόλησεν του τα τζ̆ι έφυεν. Ο παπάς μου που υπερασπίζετουν το μεροκάματον της ανάπτυξης εν 80 χρονών, τζ̆αι ζ̆ει με σύνταξην περί τα 1000€ για δύο. Τα 450 διά τα για την κοπέλλαν που φροντίζει την γεναίκαν του με βαρύν Αλτσχάιμερ.
Θωρώ πας το γκούγκολ μαπς τον καρκίνον της ανάπτυξης. Η Αγία Θέκλη επήεν. Ο πύργος που εχτίσαν τζ̆αι σκατώννει το τοπίον δεν είναι για τα νεαρά ζευγάρια των κοκκινοχωρίων. Είναι για τους γκάνξτερ με νεοαποχτηθέν κυπριακόν διαβατήριον που τα πληρώννουν το έναν δέκα για να πιάννει ο άλλος φίφτι-φίφτι. Η οικοδομική βιομηχανία δεν ασχολείται με οικιστικά. Τα οικιστικά δεν αφήνουν κέρδος. Δεν αφήννουν ιδίως φίφτι-φίφτι για τους άρπαγες. Οι νέοι μεινίσκουν πλέον με τους γονιούς τους ως τα 25, 30, 35. Πως θα κάμει η Μαργαρίτα σπίτιν με έναν μισθόν των 800 τζ̆αι έναν των 900 όταν θα πάρει δίπλωμαν; Μόνον σαν προσωπικόν θα μπορεί να μπεί μες τον πύργον της Αγίας Θέκλης να σερβίρει κανέναν γκάγκστερ.
Θωρώ την φωτογραφίαν του σατελίτη που το Λιοπέτριν ως τον Ποταμόν. Ο προσφυγικός συνοικισμός που εστέγασεν τόσον κόσμον μετά τον πόλεμον εν το κουκκουπούιν το τζ̆ίτρινον. Εχτίσαν το μικροαυτοεργοδοτούεμενοι τεχνίτες, χτιστάες, καλουψήες, σιεράες, πογιατζ̆ήες. Ο καθένας είχε την επιχείρησην του. Η οικοδομική βιομηχανία που το 70 ως το 90 έδωκεν δουλειάν τζ̆αι στέγην στον κόσμον. Σήμμερα ποιοί την δουλεύκουν τζ̆αι για ποιού τες ανάγκες δουλεύκει το σύστημαν που διοικεί η συμπαθής υπουργός εργασίας σπονσοράροντας τους χαμηλούς μισθούς τζ̆αι βάλλοντας τον κόσμον να δουλεύκει τζ̆αι Κυριακήν για ναν η οικονομία της ανταγωνιστική; Ποιός επλούτισεν τζ̆αι τί θα επιβιώσει τούτης της ανάπτυξης;
Δεν ηξέρω πόσα έκατσεν πούγκαν ο αγρότης που επούλησεν το χωράφούιν του πας την θάλασσαν που έβαλλεν παλιά πατάτες πρώμες να μεν τες κρούζει το σ̆ιόνιν. Δεν ιξέρω επίσης τί τα επένδυσεν τούτα τα ριάλλια, που εκαταλήξαν. Έναν εν σίουρον. Το αγγόνιν του δεν θα την έχει τούτην την γήν. Την έχει ο γκάνκστερ ή στην καλλύττερην περίπτωσην ο συνταξιούχος εύπορος εύρωπαίος που ήρτεν να ζήσει στον ήλιον. Το δε μεροκάματον να καταστρέφεις τον τόπον, μιαν ημέραν τελειώννει επίσης, όταν δεν έχει άλλον τόπον να καταστρέψεις.
Ποιός την εσχεδίασεν, ποιός την υλοποίησεν, ποιός εκέρδισεν τζ̆αι πόσα που την ανάπτυξην τούτην;
Ήμουν 13 χρονών το 76. Ήταν θκυό σ̆ειμώνες μετά τον πόλεμον. Έσπασα τον κουκουμάν μου τζ̆αι με όσα εσύναξα εγόρασα μιαν τσουρούν πατσαλούν. Ράτσα μπαστάρτικη αλλά ανθεχτική στες αρρώσκιες. Εκατέβαζεν χαζίριν 2 κιλά γάλαν κάθε γάλεμαν τζ̆αι έκαμνεν 3 ρίφκια κορμαλιάτικα κάθε γένναν.
Επούλησα την του μακαρίτη του Αντρεή. Θα ήταν το 83 που έφυα που το χωρκόν να πα να σπουδάσω. Η πατσάλα έναν χρόνον ύστερα επήεν για οφτόν κλέφτικον. 10 χρόνια ζ̆ιούσιν τα αιγοπρόβατα, αλλά ο Αντρεής άφηκεν αγγονίν την πατσαλούν που είσ̆ιεν παρόμοια χαραχτηριστικά με την μάναν της. 40 χρόνια που τον πόλεμον ο Αντρεής εμακαρίστην. Το κουπάϊν συνεχίζει το ο γιός του ο Κώτσ̆ιος που εν έπαιρνεν τα γράμματα.
Ο Κώτσ̆ιος είναι που τους λλίους επαγγελματίες χτηνοτρόφους που ξιμαντρίζει. Σήμμερα τα χτηνά είναι κατά σ̆σ̆ιλιάες στηβασμένα μέσα σε εργοστάσια-βασανιστήρια, μονόρατσα, ούλλα τα χτηνά εν καλιμπραρισμένα να διούν το μάξιμουμ γάλαν, να τρώσιν μεταλλαγμένην σόγιαν εισαγωγής που την Βραζιλίαν, καταδικασμένα να ζιούν πας την κοπριάν τους με δίχα να πατήσουν πάνω σε χώμαν καθαρόν, ώστι να αποφασίσει μιαν ημέραν έναν λογισμικόν ότι πρέπει να αλλαούν με πιο παραγωγικόν χτηνόν. Ο Κώτσιος μπορεί να μεν έπαιρνεν τα γράμματα, αλλά λατρεύει τα χτηνά που του άφηκεν ο τζ̆ύρης του. Ξέρει τα το καθέναν με τ΄όνομαν του. Ξέρει τα χούγια τους, ξέρει τα προτερήματα τους. Ξέρει πως εν να συντύσ̆ει στο καθέναν με τον τρόπον του. Ξιμαντρίζει τα κάθη μέρα. Τραουδά τους όοο, όο, ο, ο, κάθε μεσομέριν που τα φέρνει που την βοσ̆σ̆ήν πουκάτω που την τερατσ̆ιάν να τα ποτίσει.
Επήα εχτές μετά την διαδήλωσην για την Αμμόχωστον να πιάσω χαλλούμια που τον Κώτσ̆ιον. Ήταν τζ̆εικά΄ στην μάντραν.
— Έλα να δεις, λαλεί μου ο Κώτσ̆ιος.
Επήρεν με μες την μάντραν.
— Θωρείς την τούτην την τσουρούν την πατσαλούν;
— Εν η ίδια με την πατσάλαν μου ρε Κώτσ̆ιο.
— Εν εφτά γενιές αγγόνιν της.
— Ρε μα κρατείς παππογεννητικά του κάθε χτηνού;
Κάμνω τσας! Το ρίφιν το πατσαλίν εφήρτην που τα γέλια.
— Ρε Κώτσ̆ιο μα γελά ρε!
— Θώρε είνταν που έσ̆ει κολλημένον πας τζ̆ειν την λαμαρίναν της μάντρας!
Η φάτσα του Αναστασιάδη σε προεκλογικήν αφίσ̆ιαν “Η Κύπρος θέλει ηγέτη” τζ̆αι το αγγελούιν να λαλεί “την πατρίδαν ούκ ελάττω παραδώσω”. Εσύναξεν την ο Κώτσ̆ιος που τον δρόμον μετά τες εκλογές τζ̆ι εππάτσ̆ιαρεν την μάντραν να στουππώσει μιαν τρύπαν που εφεύκαν τα χτηνά.
Γέλιος η τσουρού, γέλιος εμείς.
“Την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω”
— Ε Κωτσ̆ιο αρκέψαν σύρμαν φέτη οξά κόμα;