Αγαπητοί φίλοι, σύντροφοι, συναγωνιστές,
Εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής “Η Αριστερά και το Κυπριακό” σας καλωσορίζω στη σημερινή μας δικοινοτική διαδικτυακή συνάντηση και σας ευχαριστώ για την ανταπόκρισή σας. Ευχαριστίες εκφράζουμε και στους μεταφραστές μας, τους συντρόφους Χασάν και Εμίν. Το θέμα που θα μας απασχολήσει σήμερα είναι: H άτυπη πενταμερής συνάντηση: η εγκατάλειψη της ΔΔΟ και οι ‘νέες ιδέες’ για τη λύση του Κυπριακού με ομιλητή/εισηγητή τον φίλο, τον σύντροφο Νιαζί Κιζιλγιουρέκ, τον οποίο καλωσορίζουμε και ευχαριστούμε θερμά που αποδέκτηκε την πρόσκλησή μας.
Η σημερινή μας δικοινοτική διαδικτυακή συνάντηση ακολουθεί τρεις άλλες που οργανώθηκαν μέσα στο 2020, όταν είχαμε πια αντιληφθεί ότι η εκατέρωθεν εθνικιστική και συγκρουσιακή εκμετάλλευση υγειονομικών περιορισμών θα διατηρούσε κλειστά τα οδοφράγματα. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχε πια ελπίδα διεξαγωγής του 5ου Ετήσιου Συνεδρίου “Η Αριστερά και το Κυπριακό”, το οποίο θα συνέχιζε την προσπάθεια για υλοποίηση των στόχων που θέσαμε από το 2016: να συναντιόμαστε όλοι μαζί, όλο το φάσμα της αριστεράς της Κύπρου, για την ανταλλαγή απόψεων πάνω σε ζητήματα πολιτικής και μορφές παρέμβασης και δράσης της Αριστεράς σε σχέση με την επιδιωκόμενη διευθέτηση του Κυπριακού και να συζητούμε πολιτικές θέσεις που να εναρμονίζουν αυτή την προσπάθεια με τους κοινωνικούς αγώνες.
Για χρόνια τώρα λέμε πως το Κυπριακό βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Οι συνεχείς κρίσιμες καμπές γινόντουσαν ολοένα και πιο κρίσιμες, ιδιαίτερα με το καθοριστικό πλήγμα που επέφερε ο Αναστασιάδης, και στο Μον Πελεράν και στο Κραν Μοντανά, ενάντια στην ορατή δυνατότητα που πρόσφερε ο Ακιντζί ως ηγέτης της Τ/Κυπριακής κοινότητας. Έκτοτε, σπατάλησε το χρόνο, θέτοντας σε συνεχή αμφισβήτηση τις συγκλίσεις που είχαν επιτευχθεί και με κυριότερη την πολιτική ισότητα, τον ακρογωνιαίο λίθο της ομοσπονδίας, και συνέχισε με τις λεγόμενες “νέες ιδέες”, ή την “αποκεντρωμένη ομοσπονδία” ή τη “χαλαρή ομοσπονδία”, ή τη “συνομοσπονδία” ή ακόμα και τη “λύση δύο κρατών”. Μέχρι που, με μια τέτοια πολιτική, οδήγησε, ή τουλάχιστον συνέβαλε, στο να εκλεγεί ο Τατάρ, η πιο αδιάλλακτη ηγεσία της Τ/κυπριακής Κοινότητας από την εποχή του Ντενκτάς. Και τώρα, με αυτούς τους δύο ως ηγέτες των κοινοτήτων και με την Τουρκία να έχει την πιο σκληρή στάση παρά ποτέ, βρισκόμαστε μπροστά στην άτυπη πενταμερή συνάντηση. Καθώς ο Τατάρ τοποθετείται πλέον ξεκάθαρα ενάντια στη δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία, ο Αναστασιάδης βολεύεται να την υποστηρίζει για να απαλλαγεί, νομίζει, από τις τεράστιες ευθύνες του για το πού οδήγησε τα πράγματα, σφυρίζοντας αδιάφορα ακόμα και απέναντι στις εκκλήσεις του του Γ.Γ. του ΟΗΕ.
Είναι χαρακτηριστική η καταληκτική παράγραφος της προ ημερών Έκθεσης του Γ.Γ. προς το Συμβούλιο Ασφαλείας. Τη διαβάζω:
“Επιτρέψτε μου να είμαι ξεκάθαρος – ο χρόνος δουλεύει ενάντια σε ένα αμοιβαία αποδεκτό πολιτικό διακανονισμό στην Κύπρο. Το status quo, που συνεχίζεται για τόσες δεκαετίες, δεν είναι στατικό. Επισυμβαίνουν αλλαγές που μπορεί να καταστούν μη αναστρέψιμες, εάν οι δύο κοινότητες δεν επαναδεσμευτούν να επιλύσουν τις διαφορές τους ειρηνικά, δυναμικά και με αποφασιστικότητα. Η πρωταρχική ευθύνη για το μέλλον της διαδικασίας παραμένει στα μέρη, ειδικά στους δύο ηγέτες, και εγώ θα συνεχίζω να είμαι έτοιμος να τους υποστηρίζω καθώς σχεδιάζουν το δρόμο προς τα εμπρός”.
Μπορεί η νέα προσπάθεια του Αντόνιο Γκουτέρρες να ανατρέψει τις δυσοίωνες προβλέψεις για την άτυπη πενταμερή;
Η Αριστερά, η ευρύτερη Αριστερά, έχει συνειδητοποιήσει ότι οφείλει να μπει μπροστά και να θέσει επιτακτικά την αριστερή προσέγγιση και στη λύση και στη διαδικασία προς λύση, γατί ο συνειδητός φεντεραλισμός είναι αριστερός, όπως επανειλημμένα έχει αναπτύξει και καταδείξει ο Νιαζί Κιζιλγουρέκ, ο οποίος και έχει τώρα το λόγο.
Καλησπέρα, σας χαιρετώ, χαίρομαι για τις συνάξεις μας.
Πρώτη φορά είμαστε απέναντι σε μια σκληρή πραγματικότητα της απειλής της μόνιμης διχοτόμησης της Κύπρου και μάλιστα, κατά κάποιο τρόπο, με μία συναίνεση, είτε το ονομάζετε ανοιχτά είτε όχι, γιατί τα συμφέροντα των εθνικιστικών ελίτ και στα δύο κομμάτια της Κύπρου έχουν ενωθεί εις την μη επανένωση της χώρας. Αυτή είναι η βασική μου διαπίστωση που θα αναπτύξω τώρα στα Τουρκικά και μετά θα έρθω να μιλήσω για το ρόλο της Αριστεράς σε αυτή τη συγκυρία.
Πρώτα θα πω το εξής: πάνω από την Κύπρο τριγυρίζει το φάντασμα της μόνιμης διχοτόμησης του νησιού, αυτό πρέπει να το καταλάβουμε καλά. Είναι η πρώτη φορά που, τελείως ανοιχτά και στις δύο πλευρές του νησιού, οι εθνικιστικές ελίτ και τα συμφέροντα διαφόρων κοινωνικών ομάδων έσμιξαν για τη διχοτόμηση, τη διαίρεση του νησιού. Είναι ξεκάθαρο ότι στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα οι πρωταγωνιστικές δυνάμεις είναι οι δεξιές εθνικιστικές δυνάμεις, ορισμένοι κύκλοι εργοδοτών, ορισμένες ομάδες τοπικών πληθυσμών, που πλέον είναι έτοιμοι να αποδεχτούν τη διχοτόμηση του νησιού. Πρώτιστος λόγος είναι ότι, από το 1964, η ελίτ η οποία διοικεί την Κυπριακή Δημοκρατία μόνη της δεν θέλει να μοιραστεί με τους Τ/κύπριους την κρατική εξουσία στο νησί. Για να το πω διαφορετικά, αντί να μοιραστούν την εξουσία με τους Τ/κύπριους και να επανενώσουν το νησί, προτιμούν να μοιράσουν το νησί αλλά να κρατήσουν την εξουσία που έχουν αυτή τη στιγμή.
Αυτό δεν είναι κάτι το νέο, ίσως να είναι κάτι που υπήρχε από παλιά κάπου στις σκέψεις ορισμένων. Είναι η πρώτη φορά όμως που, σε αυτό το στάδιο, εκφράζεται πολύ ξεκάθαρα, το λένε ανοιχτά. Να σας πω ξεκάθαρα ότι το ε/κυπριακό κατεστημένο, από το Υπουργείο Εξωτερικών μέχρι το Προεδρικό, ο στόχος που έβαλαν είναι η Κυπριακή Δημοκρατία να μείνει στα χέρια των Ε/κυπρίων και όχι να επανενωθεί το νησί. Πρόσφατα αυτό το εξέφρασε πολύ ξεκάθαρα ο αντιπρόεδρος του ΔΗΣΥ, ο Χάρης Γεωργιάδης, στο έγγραφό του, μέσα από τη λεγόμενη νεορεαλιστική προσέγγιση του Κυπριακού.
Έφτασαν σε ένα τέτοιο σημείο που μας λένε ανοιχτά ότι στη διαδικασία που περάσαμε υπάρχει κάτι που πρέπει να κρατήσουν, να διαφυλάξουν, και αυτό είναι η εξουσία στην Κυπριακή Δημοκρατία. Εδώ αναδεικνύεται μια συντηρητική πολιτική. Επειδή με το υφιστάμενο καθεστώς παραμένει η Κυπριακή Δημοκρατία στα χέρια των Ε/κυπρίων, πρώτιστος τους στόχος είναι να κρατήσουν, να συντηρήσουν αυτό το καθεστώς.
Εάν το κατεστημένο δεν μπορεί να συντηρηθεί, ίσως επειδή χαλά το παιχνίδι η Τουρκία π.χ., όπως λέει ο Χάρης Γεωργιάδης, τότε πρώτος τους στόχος είναι να διασφαλίσουν το μονοπώλιο της εξουσίας και κυριαρχίας στην Κυπριακή Δημοκρατία. Εφτασαν δηλαδή σε τέτοιο σημείο που δεν ντρέπονται να διοικούν την Κυπριακή Δημοκρατία – που ιδρύθηκε ως δικοινοτικό κράτος – ως να ήταν μονοκοινοτικό κράτος. Ένα άλλο σημείο είναι πως, καθώς δεν είναι έτοιμοι να μοιραστούν την εξουσία με τους Τ/Κύπριους, είναι φαίνεται πρόθυμοι να χαρίσουν τη μισή Κύπρο στην Τουρκία. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό νέο στοιχείο στην ε/κυπριακή κοινότητα και αυτό πρέπει να το αναλύσουμε.
Αυτή η νοοτροπία δεν τρέφεται μόνο από τον εθνικισμό. Πίσω από αυτήν υπάρχουν άλλα συμφέροντα, τα συμφέροντα ορισμένων ομάδων και η στάση της άρχουσας ελίτ, τα οποία συμπίπτουν αυτή τη στιγμή.
Υπάρχει κάποια μπουρζουά ομάδα που μπορεί να καταστρέψει το παιχνίδι της άρχουσας τάξης; Ποιες είναι οι δυνάμεις με τις οποίες μπορούν να συμμαχήσουν οι φεντεραλιστικές αριστερές δυνάμεις στην ε/κυπριακή κοινότητα; Το πιο σημαντικό ερώτημα σε αυτό το σημείο είναι: Με ποιες δυνάμεις στην ε/κυπριακή κοινότητα μπορούν να συμμαχήσουν οι Ε/κύπριοι αριστεροί φεντεραλιστές στην επιδίωξη λύσης ομοσπονδίας; Είναι πραγματικά δύσκολη ερώτηση, η απάντηση της όμως είναι ζωτικής σημασίας. Αν κάποιοι έχουν συμφέρον από τη μόνιμη διαίρεση του νησιού και οι πολιτικές τους είναι σε αυτή την κατεύθυνση, οι φεντεραλιστές Ε/κύπριοι πρέπει να γίνουν πιο αποτελεσματικοί σε ένα πιο πλατύ φάσμα στην Κύπρο για να μπορέσουν να το αντιστρέψουν.
Σε αυτό το σημείο ας γυρίσουμε να εξετάσουμε την τ/κυπριακή κοινότητα. Πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, από τότε που ο Ραούφ Ντενκτάς και η νοοτροπία της εποχής πέρασαν στο παρελθόν, αναστήθηκε το φάντασμα της διαίρεσης και μας φέρνουν μπροστά μας ξαναζεσταμένο φαγητό. Τίποτε νέο δεν υπάρχει σε όσα λέει ο Τατάρ, τίποτα νέο δεν υπάρχει σε αυτά που λέει η Τουρκία. Όλα αυτά τα ανέσυραν μέσα από το αρχείο του Ραούφ Ντενκτάς. Η λύση των δύο κρατών που επιδίωξε ανεπιτυχώς μετά το 74, η συνομοσπονδία, όλα αυτά προσφέρονται σήμερα από την ηγεσία. Όλοι όμως γνωρίζουμε ότι η ανάδειξη του Ερσίν Τατάρ στην ηγεσία δεν έγινε μέσα σε μια φυσιολογική διαδικασία.
Είναι για πρώτη φορά που η Τουρκία εντελώς απροκάλυπτα αναμείχθηκε στα τεκταινόμενα στην τ/κυπριακή κοινότητα και στόχος ήταν πρώτιστα η απομάκρυνση του Ακιντζί από την εξουσία και από την άλλη να ξαναφέρουν μπροστά μας τη λύση των δύο κρατών – τη φόρμουλα δηλαδή της μη λύσης. Εδώ υπάρχει ένα ερώτημα το οποίο θέλω να θέσω. Είναι η τελευταία της λέξη της Τουρκίας τα δύο κράτη, ή μήπως είναι μία μαξιμαλιστική διαπραγματευτική τοποθέτηση; Είναι μήπως ένας εκβιασμός επειδή βλέπει τον Αναστασιάδη να απομακρύνεται από την ομοσπονδία; Δεν είναι ξεκάθαρο και πρέπει να το κατανοήσουμε αυτό, να το αναλύσουμε.
Εξ όσων ενημερώθηκα, ο κ. Ερσίν Τατάρ στην επικοινωνία του με τον Μπορέλ δήλωσε κατηγορηματικά ότι θέλει λύση δυο κρατών, ενώ οι Τούρκοι αρμόδιοι όταν μιλούν με τον Μπορέλ δεν είναι τόσο κατηγορηματικοί υπέρ των δύο κρατών και αφήνουν μάλιστα ανοικτό το ενδεχόμενο για λύση ομοσπονδίας. Ο κ. Μπορέλ, μάλιστα, είπε στον κ. Τατάρ ότι, όταν μιλά με την Τουρκία, η Τουρκία δεν μιλά τόσο κατηγορηματικά για δυο κράτη. Άρα πώς ερμηνεύεται το ότι ο Τατάρ μιλά για δυο κράτη; Ο Τατάρ πάνω σε αυτό απάντησε «ότι πει η μαμά πατρίδα αυτό ισχύει». Υπάρχει συνεπώς κάτι αξεκαθάριστο, είναι ένα θολό πεδίο.
Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να υλοποιηθεί η λύση δυο κρατών, δεν υπάρχουν δύο κράτη στην Κύπρο, δεν θα αναγνωριστούν δύο κράτη στην Κύπρο, πρώτιστα από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τότε, τι είναι το επιδιωκόμενο;
Η Τουρκία βλέπει την απομάκρυνση του κ. Αναστασιάδη από την ομοσπονδιακή λύση ως μια γεωπολιτική ευκαιρία που της προσφέρεται και, μάλιστα, όχι για να κάνει δύο κράτη αλλά για να περάσει στο χέρι ολόκληρο το Βορρά, αρχικά ντε φάκτο, και στα επόμενα χρόνια να τον προσαρτήσει ντε γιούρε. Η δημογραφική αλλαγή με την αύξηση του τουρκικού πληθυσμού από την Τουρκία, η τρομακτική οικονομική εξάρτηση… υπάρχουν τρόποι να σπάσει αυτό… δυστυχώς όμως η ε/κυπριακή ελίτ και πρώτιστα ο κ. Αναστασιάδης δεν ασχολούνται με αυτό και αφήνουν την τ/κυπριακή κοινότητα σε πολύ δύσκολη θέση. Την ίδια ερώτηση που έκανα προηγουμένως για τους Ε/κύπριους αριστερούς θα την κάνω και για τους Τ/κύπριους αριστερούς. Οι Τ/κύπριοι αριστεροί φεντεραλιστές με ποιους μπορούν να συμμαχήσουν, πώς μπορούν να ενδυναμώσουν τη θέση τους μέσα σε αυτές τις συνθήκες;
Πιστεύω ότι, οι ομοσπονδιακές δυνάμεις στο Νότο ή στο Βορρά δεν μπορούν να σηκώσουν αυτό το βάρος ξεχωριστά. Είναι πλέον ο καιρός να σκεφτούμε τρόπους κοινού αγώνα. Η φεντεραλιστική Αριστερά πρέπει να βρει τρόπους πώς να ενωθεί, να βρει μεθόδους κοινού αγώνα, είναι ιστορική υποχρέωση και αποστολή. Είναι υποχρέωση γιατί, σε όλη τη διαδρομή από το παρελθόν μέχρι τις μέρες μας, η Αριστερά ήταν πάντα χωρισμένη στις εθνικές ομάδες. Η κάθε Αριστερά ζούσε μέσα στη δική της εθνική ομάδα. Ως εκ τούτου δεν κατάφερε να σπάσει τον εθνοτικό διαχωρισμό σε “εμείς” και “αυτοί”.
Εμείς πρέπει να διαμορφώσουμε μια νέα αντίληψη, μια νέα αντίληψη του «εμείς». Μέχρι σήμερα είχαμε στο μυαλό χωριστά ε/κυπριακή και τ/κυπριακή κοινότητα, και η σχέση μας ήταν πάντα μεταξύ του εμείς και αυτοί. Η Αριστερά πρέπει να βγει από αυτό το λούκι του εθνοτικού διαχωρισμού και να αναπτύξει το δημοκρατικό αίσθημα και τη συνείδηση του εμείς. Αυτό είναι κάτι που αποκαλώ «δημιουργία της δημοκρατικής πολιτικής βούλησης», τη δημιουργία ενός νέου παίχτη στο Κυπριακό. Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι, Μαρωνίτες, όλοι οι δημοκράτες Κύπριοι πολίτες ενωμένοι μαζί στο εμείς. Κάτι τέτοιο μπορεί να δημιουργηθεί μόνο μέσα από κοινό αγώνα, διότι η οντότητα διαμορφώνεται μέσα στην πράξη, μέσα στον αγώνα. Έτσι, περνώντας μέσα από κρίσιμες περιόδους, εμείς πρέπει να βγούμε από αυτό το διαχωρισμό, Ελληνοκύπριοι – Τουρκοκύπριοι να ενωθούμε στο κοινό ομοσπονδιακό μέτωπο ως αριστεροί ομοσπονδιακοί, στο ίδιο μέτωπο. Και αυτό είναι επάναγκες τόσο για τη χώρα μας όσο και για να ακουστεί στη διεθνή κοινότητα.
Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι εκείνοι, ο Αναστασιάδης και ο Τατάρ, είναι οι άλλοι. Εκείνοι αγωνίζονται για τις δικές τους επιδιώξεις, ενώ εμείς δεν είμαστε Ε/κύπριοι και Τ/κύπριοι αλλά είμαστε Φεντεραλιστές Κύπριοι που αγωνίζονται για τη δική μας Κύπρο, την ενωμένη. Πρέπει να αναπτύξουμε αυτή την αντίληψη. Αριστερές πολιτικές, την πολιτική της ειρήνης δεν μπορούμε να τις αναπτύξουμε εγκλωβισμένοι μέσα σε εθνικιστικές ομάδες. Ο εθνικισμός και η αρνητική του διαλεκτική φέρνει τη διαίρεση του νησιού.
Οι ομοσπονδιακοί πρέπει να αναπτύξουμε τη διαλεκτική, την αλληλεπίδραση και αλληλοσύνδεση για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε μέσα από αυτή την κρίσιμη περίοδο. Δεν σηκώνει αστεία, και είναι σημαντικό να κάνουμε πολύ περισσότερα, πέρα από αυτά που μας αναλογούν.
*Ομιλία του Νιαζί Κιζίλγιουρεκ στη δικοινοτική διαδικτυακή συνάντηση “Η Αριστερά και το Κυπριακό”
29/01/2021
Ολόκληρη η συζήτηση στο https://www.facebook.com/the.left.and.the.cyprus.problem/videos/248551223345961
Με μετάφραση στα τουρκικά: https://www.youtube.com/watch?v=5vmBW45Kk0A
Με μετάφραση στα ελληνικά: https://www.youtube.com/watch?v=5vmBW45Kk0A&t=669s
Με μεγάλη επιτυχία έγινε στις 11 του Δεκέβρη 2020 (19:00 – 22:00) η Δικοινοτική διαδικτυακή (μέσω zoom) συνάντηση “Η Αριστερά και το Κυπριακό”, με θέμα “Η αντίσταση των Τ/Κ – ΄Ωρα να οικοδομήσουμε μαζί ένα Μέτωπο για την Ειρήνη και τη Λύση“. Με περίπου 100 συνέδρους, μεταξύ των οποίων εκπρόσωποι 13 κομμάτων, συνδικαλιστικών και άλλων οργανώσεων και κινημάτων, Ε/Κυπριακών και Τ/Κυπριακών, από όλο σχεδόν το φάσμα της κυπριακής Αριστεράς, ανταποκρίθηκε πλήρως στο στόχο της και πρόσφερε πλούσιο υλικό με τις δύο εισαγωγικές ομιλίες και 16 παρεμβάσεις.
Η Οργανωτική Επιτροπή εκτιμά πως το υλικό αυτό αξίζει να δημοσιευτεί για να φτάσει σε όσο το δυνατό περισσότερους φίλους. Δημοσιεύουμε την Εισαγωγή της Μερόπης Τσιμίλλη (εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής), το Χαιρετισμό του Τάκη Χατζηδημητρίου και τις Εισηγήσεις του Tahir Gökçebel (προέδρου KTÖS) και του Χρίστου Ευθυμίου. Δημοσιεύουμε επίσης τις παρεμβάσεις των Ηλία Δημητρίου, Murat Kanatli και Μιχάλη Παπαπέτρου. Έπεται η προσθήκη παρεμβάσεων και άλλων συμμετεχόντων.
Αγαπητοί φίλοι, σύντροφοι, συναγωνιστές,
Εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής σας καλωσορίζω στη σημερινή μας δικοινοτική συνάντηση και σας ευχαριστώ για την ανταπόκρισή σας. Ευχαριστίες εκφράζουμε επίσης και στους μεταφραστές μας, τους συντρόφους Χασάν και Εμίν.
Είμαι βέβαιη πως όλοι μας βλέπουμε με ιδιαίτερη ικανοποίηση να συναντιέται σήμερα μαζί, έστω και διαδικτυακά, όλο το φάσμα της αριστεράς της Κύπρου. Από την αρχή των προσπαθειών μας για το ξεκίνημα και, στη συνέχεια, την καθιέρωση των ετήσιων συνεδρίων “Η Αριστερά και το Κυπριακό”, αυτός ήταν ο στόχος: να συναντιόμαστε όλοι μαζί για την ανταλλαγή απόψεων πάνω σε ζητήματα πολιτικής και μορφές παρέμβασης και δράσης της Αριστεράς σε σχέση με την επιδιωκόμενη διευθέτηση του Κυπριακού και να συζητούμε πολιτικές θέσεις που να εναρμονίζουν αυτή την προσπάθεια με τους κοινωνικούς αγώνες.
Ο χώρος της ευρύτερης αριστεράς οφείλει να μπει μπροστά και να θέσει την αριστερή προσέγγιση στη λύση και στη διαδικασία προς λύση.
Όντως, η συμμετοχή της ευρύτερης αριστεράς και στα 4 ετήσια συνέδρια, καθώς και οι διεξοδικές συζητήσεις μας, ανταποκρίθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε αυτούς τους στόχους που είχαν ως βασικές αφετηρίες
Οι συνθήκες όμως στη χώρα μας εξελίσσονταν από το κακό στο χειρότερο, πράγμα που οδήγησε και στη συνειδητοποίηση μέσα στο χώρο της ευρύτερης αριστεράς ότι οφείλει να μπει μπροστά και να θέσει επιτακτικά την αριστερή προσέγγιση και στη λύση και στη διαδικασία προς λύση. Γιαυτό και το 5ο Ετήσιο Συνέδριο “Η Αριστερά και το Κυπριακό” θα είχε τον τίτλο “Οικοδομώντας ένα Μέτωπο για την Ειρήνη και τη Λύση”. Το Συνέδριο όντως συγκλήθηκε, αλλά δεν μπόρεσε να γίνει λόγω της εκατέρωθεν εθνικιστικής και συγκρουσιακής εκμετάλλευσης υγειονομικών περιορισμών. Κύριος στόχος τους: να εμποδιστεί η επικοινωνία των δύο κοινοτήτων.
Η απάντησή μας ήταν η εξαγγελία σειράς διαδικτυακών συναντήσεων. Η σημερινή, μετά από δύο άλλες που έγιναν μέσα στο 2020, διεξάγεται μέσα σε ιδιαίτερες συνθήκες. Τα συνεχιζόμενα τερτίπια του Αναστασιάδη και η εκλογή του Τατάρ από τη μια, και οι μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις αντίστασης των Τ/κυπρίων συντρόφων από την άλλη, είναι ένα κράμα που θέτει επιτακτικά την ανάγκη για οικοδόμηση κοινού μετώπου – γιαυτό και ο τίτλος της συνάντησής μας είναι: “Η αντίσταση των Τ/Κ – ΄Ωρα να οικοδομήσουμε μαζί ένα Μέτωπο για την Ειρήνη και τη Λύση”.
Τώρα πια μπορούμε να εμπιστευόμαστε ακόμα λιγότερο τις συνομιλίες των ηγετών και ούτε ίσως να ελπίζουμε πως μπορούμε να τις επηρεάσουμε ξεχωριστά σε κάθε κοινότητα. Χρειαζόμαστε συνομιλίες της αριστεράς, χρειαζόμαστε ένα Μέτωπο καθαρά αριστερό, το οποίο, πέραν από το κυπριακό, θα έχει και κοινωνικοοικονομικές διεκδικήσεις, και κοινές και για τις δύο κοινότητες όπως και κάποιες ειδικές για το Βορρά και ειδικές για το Νότο. Χρειαζόμαστε να δημιουργήσουμε αυτό το Μέτωπο, ως μια μόνιμη αριστερή πλατφόρμα, η οποία να αποτελείται από αριστερά κόμματα, οργανώσεις, κινήματα και από τις δύο κοινότητες, και η οποία να πάρει την πρωτοβουλία για την αναζήτηση λύσης στο κυπριακό. Οι συνθήκες και το απαιτούν και το ευνοούν.
Ως “Αριστερά και το Κυπριακό” αισθανόμαστε πως αυτό που κτίσαμε μαζί μέχρι τώρα είναι μια βάση για το κτίσιμο του Αριστερού Μετώπου, γιαυτό και συγκαλέσαμε τη σημερινή συνάντηση. Είναι εύκολη η μετάβαση σε ένα δικοινοτικό μέτωπο της αριστεράς; Εύκολη δεν είναι αλλά, δίνοντας όλη την έμφαση σε αυτό το στόχο, είναι στα χέρια μας να το χτίσουμε, με αφοσίωση και με αγωνιστική συνέπεια. Λειτουργώντας από εδώ και μπρος με ουσιαστική δουλειά και όχι μόνο με συναντήσεις ή συζητήσεις, οι οποίες βέβαια ήταν και παραμένουν σημαντικές, διότι έχουν βάλει και θα συνεχίσουν να βάζουν τις βάσεις για συναντίληψη.
Δεν παραγνωρίζουμε ούτε την ύπαρξη άλλων πλατφόρμων, ούτε την ύπαρξη φίλων που δεν προέρχονται από την αριστερά αλλά είναι πιστοί υποστηρικτές της ομοσπονδιακής λύσης με πολιτική ισότητα. Και βέβαια θα συνεχίσουμε να είμαστε μαζί και με τους εκτός αριστεράς συνοδοιπόρους για τη λύση, και βέβαια θα μετέχουμε στις ευρύτερες πλατφόρμες ενεργά, πάντα με τις αριστερές μας θέσεις.
Πεποίθησή μας όμως είναι ότι χρειαζόμαστε να οικοδομήσουμε μαζί ένα αριστερό μέτωπο για την Ειρήνη και τη Λύση, διότι, για μας, ο συνειδητός φεντεραλισμός είναι αριστερός – θα μπορούσα να προχωρήσω τεκμηριώνοντας αυτή τη θέση, αλλά είμαι βέβαιη ότι αυτή καθεαυτή η συνάντηση, αλλά και οι εισηγήσεις και η συζήτηση που θα έχουμε αποτελούν τεκμηρίωση αυτής της θέσης.
Καλησπέρα σε όλους τους συντρόφους και φίλους.
Λόγω του κορωνοϊού δεν μπορέσαμε δυστυχώς να συναντηθούμε, αλλά ελπίζουμε να επανέλθει η ομαλότητα σύντομα. Η εκδήλωση απόψε είμαι σίγουρος ότι θα συμβάλει πολύ στις προσπάθειες. Υπάρχουν πολύ σημαντικές αρνητικές εξελίξεις τόσο παγκόσμια όσο και στην περιοχή μας.
Θέλω να θίξω σε συντομία τα προβλήματα του αγώνα των Τ/Κυπρίων.
Έχουμε το λεγόμενο άνοιγμα των Βαρωσίων, έχουμε τις άσχημες επιθέσεις εναντίον του Ακιντζί, ο οποίος είναι ειλικρινής υποστηρικτής της λύσης, και όλα όσα αρνητικά συμβαίνουν που παρεμποδίζουν την πιθανότητα λύσης. Οι επιθέσεις εναντίον της οντότητας των Τ/Κυπρίων δεν είναι αποδεκτές. Άνθρωποι οι οποίοι έχουν διαφορετικές απόψεις δεν γίνονται εύκολα αποδεκτοί και καταδιώκονται τον τελευταίο καιρό. Έχουμε αντιδράσει ενωμένοι στις προσπάθειες που γίνονταν διαχρονικά και επανερχόμαστε ξανά ενωμένοι και δυναμικά.
Για επανένωση του νησιού μας είναι απαραίτητο να ενωθούν οι δυο κοινότητες σε κοινό αγώνα. Η τελευταία προσπάθεια που έγινε με την πλατφόρμα για δημοκρατία είναι ενθαρρυντική για τις προσπάθειες που γίνονται, για επανένωση, ανεξαρτησία, και την ανθρώπινη διαβίωση όλων των ανθρώπων στο νησί. Είναι σημαντικό καθήκον όλων μας να ενωθούμε σε κοινό αγώνα.
Θέλω να ευχαριστήσω τους φίλους που διοργανώνουν το συνέδριο και μου πρότειναν να απευθύνω αυτό τον χαιρετισμό.
Είναι μεγάλη τιμή να μετέχω στην αποψινή συνάντηση, να μου δίνεται η ευκαιρία να κάνω αυτή την προσφώνηση, να επικοινωνώ με φίλους, συντρόφους, συναγωνιστές και από τις δυο κοινότητες. Αυτό είναι το ζητούμενο, είναι το όνειρο, είναι η προσπάθεια, είναι η μόνη διέξοδος που μπορεί να υπάρξει για το κυπριακό πρόβλημα.
Εμείς οι Ε/Κύπριοι αργά το καταλάβαμε και ακόμα, μπορώ να πω, ως κοινότητα παρουσιάζουμε μεγάλη δυσκαμψία, ανίκανοι να προσαρμοστούμε προς τις συνθήκες. Ύστερα αναζητούμε και τους λόγους γιατί χάνουμε, γιατί χάνουμε έδαφος, γιατί βλέπουμε τετελεσμένα να δημιουργούνται, γιατί βλάπτονται τα συμφέροντα των Ε/Κυπρίων. Αυτό δεν είναι κάτι το τυχαίο, κάτι που έρχεται από τον ουρανό σαν κεραυνός. Είναι αποτέλεσμα πολιτικών μακράς σειράς ετών, με πιο κεντρικό σημείο ότι ποτέ μα ποτέ δεν δώσαμε μήνυμα συνεργασίας και συμπόρευσης Ε/Κυπρίων και Τ/Κυπρίων για τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας όπου οι πολίτες να έχουν πίστη και αφοσίωση στο Σύνταγμα και στους νόμους. Το αντίθετο επιλέγαμε, τα όπλα, τη σύγκρουση, νίκη ή ήττα, και φυσικά νομίζαμε ότι, με όσο πιο πολλά όπλα ή με όσες πιο πολλές μάχες, θα είχαμε τη νίκη. Και στο τέλος βρεθήκαμε στην κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι, μετά από το 1974, είναι τώρα η μόνη περίοδος που άρχισε να ξυπνά και αυτή η συνείδηση της αναγνώρισης των Τ/Κυπρίων και συμπόρευσης μαζί τους.
Λέχθηκε και προηγουμένως ότι είναι η χειρότερη ώρα που μπορούσε να υπάρξει για το κυπριακό πρόβλημα σήμερα, και εμείς πάλι οι Ε/Κ πάλι αναλισκόμαστε περισσότερο στο να κάνουμε καταδίκες, στο να επικαλούμαστε ψηφίσματα, να διαμαρτυρόμαστε. Μα αυτό δεν είναι αρκετό πλέον. Πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε ότι είναι το μήνυμα, το κοινό μήνυμα που πρέπει να δοθεί για να έχει μια απήχηση. Καμιά μονομερής, καμιά μονόπλευρη, καμιά τιμωρία δεν μπορεί να έχει κανένα αποτέλεσμα. Δεν είναι αρκετή η τοποθέτησή μας ότι είμαστε εναντίον της διχοτόμησης. Πρέπει να είμαστε υπέρ της συνεργασίας και της συμπόρευσης Ε/Κ και Τ/Κ διότι κινδυνεύουν και οι Τ/Κύπριοι, κινδυνεύουμε και οι Ε/Κύπριοι, με αφανισμό. Είναι κοινή η μοίρα μας και κοινή η συμπόρευσή μας. Κάποτε θα πρέπει να το αντιληφθούμε, και δεν έχουμε και πολλά περιθώρια δηλαδή.
Φυσικά εμείς ανήκουμε στην κατηγορία των ανθρώπων οι οποίοι μαχόμαστε και θα μαχόμαστε. Δεν θα παραδεχτούμε ήττα, δεν θα αποσυρθούμε διότι είναι δύσκολες οι συνθήκες, αντίθετα θα συνεχίσουμε την πάλη, όλοι μαζί, και ελπίζω και πιστεύω ότι η αποψινή μας συνάντηση θα δώσει αυτό το μήνυμα και θα δώσει και μια ώθηση για περαιτέρω πορεία, για συμπόρευση δυνάμεων πλέον, που θα μπορούν να ασκούν επιρροή και επίδραση πάνω στις ηγεσίες.
Αυτό είναι το μήνυμα που θα πρέπει να δώσουμε και προς αυτή την κατεύθυνση να συνεχίσουμε την πάλη μας.
Μια από τις παρατηρήσεις που θα κάνω αρχίζοντας την ομιλία μου είναι πως σε επόμενες συναντήσεις θα πρέπει να φέρνουμε τους νέους και να τους δίνουμε το λόγο σε αυτή την πλατφόρμα, γιατί τους χρειαζόμαστε. Όπως είναι γνωστό, εμείς συναγωνιζόμαστε και με το χρόνο και, ακόμα και γιαυτό, αν θέλουμε να δημιουργήσουμε μια μαζική κινητοποίηση πρέπει να κινητοποιήσουμε όλα τα τμήματα της κοινωνίας. Στις επόμενες συναντήσεις, καθορίζοντας το στόχο μας, πρέπει να διασφαλίζουμε ότι θα συμμετέχουν και νέοι ως ομιλητές και με ιδέες.
Η μεγαλύτερή μας δύναμη στον αγώνα ενάντια στη μονιμοποίηση της διαίρεσηςείναι οι βασικές αριστερές αρχές. Αυτό όμως δεν θα το πετύχουμε μένοντας απαθείς…
Ως Αριστερά, κάποιες διαπιστώσεις που γίνονται είναι πιστεύω επιφανειακές. Η κινητοποίηση που ξεκίνησε στην Κύπρο από το 1940 δεν μπόρεσε να δημιουργήσει κοινές οργανώσεις, κοινές κινητοποιήσεις της Αριστεράς. Λέμε ότι οι κοινότητες πριν το 74 ήταν ανεύθυνες, αλλά ούτε η Αριστερά έχει ακόμα λογαριαστεί για την πολιτική της Ένωσης και του Τακσίμ (Διχοτόμηση) αλλά και το γεγονός ότι από πηγάδια εντοπίζονται ακόμα αγνοούμενοι. Η Αριστερά δεν υπήρξε τολμηρή σε αυτό το θέμα. Οι φωνές οι οποίες ακούγονται από την Αριστερά δεν έχουν σμίξει σε μια δυνατή φωνή, δεν έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε κοινές οργανώσεις. Ναι, στην ιστορία μας έχουμε τέτοια περιστατικά όπως την απεργία στη CMC, αλλά, σε γενικές γραμμές είχαμε πάντα αδύνατες οργανώσεις, οι σχέσεις των κοινοτήτων δηλαδή της μεγάλης με τη μικρή κοινότητα δεν είχαν τεθεί σε σωστή βάση, και πολλές φορές δεν μπορέσαμε να δημιουργήσουμε κάποια συνένωση στη βάση του ταξικού αγώνα. Έχουν γίνει αρκετές εκστρατείες και επιθέσεις για να παρεμποδίσουν την Αριστερά να ενωθεί, αλλά και η Αριστερά δεν βοήθησε η ίδια σε αυτό το θέμα. Σήμερα είμαστε υποχρεωμένοι να επιστρέψουμε σε βασικές αρχές της Αριστεράς. Και ποιες είναι αυτές; Ότι πρέπει να κοιτάζουμε τα πράγματα ταξικά, να μην βάζουμε τα συμφέροντα της κοινότητας μπροστά, αλλά στη βάση του ταξικού αγώνα να κτίζουμε τον αγώνα μας, στη βάση κοινών αξιών.
Η επιστήμη, η φιλοσοφία, η κουλτούρα, η επαναστατικότητα, η πρόοδος, ο σοσιαλισμός, η ισότητα, η ελευθερία είναι βασικές αρχές της Αριστεράς και πρέπει να τις διαφυλάξουμε, και στη βάση αυτών να κινηθούμε. Ο αντιιμπεριαλιστικός, ο αντι-εθνικιστικός αγώνας πρέπει να είναι η στάση μας. Μόνο έτσι, σε αυτή τη βάση, δημιουργώντας μια κοινή φωνή, κοινές οργανώσεις, θα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε όλες τις επιθέσεις εναντίον μας. Στο ΕΛΑΜ σήμερα, όπως και σε ορισμένες οργανώσεις που είναι παρακλάδια της ΤΜΤ, δεν πρέπει να επιτραπεί να σιγήσουν τη φωνή της Αριστεράς, και το ότι η φωνή τους υπερισχύει σήμερα δείχνει την αδυναμία της Αριστεράς.
Πρέπει να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε από κοινού και στη βάση της διαλεκτικής προσέγγισης των θεμάτων. Ναι, η Αριστερά είναι ταυτόχρονα τρόπος ζωής, καθημερινός. Αν η Αριστερά δεν είναι καθοριστική σε αυτή τη χώρα και επιτρέπεται σε εθνικιστικά φασιστικά στοιχεία να έχουν πιο ισχυρή φωνή, τότε πρέπει να προβληματιστούμε. Υπάρχουν π.χ. άνθρωποι οι οποίοι εργάζονται στα όρια της φτώχειας και πρέπει να τους προσεγγίσουμε και να τους φέρουμε κοντά μας, να σμίξουν με τη φιλοσοφία της Αριστεράς.
Η Αριστερά πρέπει να υψώσει τη φωνή της απέναντι στη χειραγώγηση που γίνεται από τα ΜΜΕ, να δημιουργηθούν κοινές, δίγλωσσες εκπομπές στα ΜΚΔ, τα τηλεοπτικά και τα ραδιοφωνικά κανάλια. Ξέρουμε ότι ο προστατευτισμός στην περίοδο της πανδημίας που διανύουμε εκμεταλλεύεται τα δικαιώματα των εργαζομένων κι ενισχύει τις ανισότητες και πρέπει αυτό να το έχουμε υπόψη μας και να συνειδητοποιήσουμε ότι μπορούμε αυτή την περίοδο να τους προσεγγίσουμε, να προσεγγίσουμε τις μάζες και να τις φέρουμε κοντά μας. Η πολυπολιτισμικότητα και η προσφυγιά και πολλά περιβαλλοντικά προβλήματα τα οποία βγαίνουν στην επιφάνεια σήμερα είναι θέματα που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει η Αριστερά, και το ότι δεν το κάνουμε δείχνει τις ελλείψεις και τα προβλήματά της και όσα έχουμε παραλείψει στο παρελθόν. Η Αριστερά πρέπει να αντιμετωπίσει πιο δυναμικά τα προβλήματα της οικονομίας, της ανεργίας, της ανισότητας.
Η Αριστερά πρέπει δηλαδή να αγγίζει τα πρακτικά καθημερινά πράγματα, τα καθημερινά προβλήματα. Δεν πρέπει να αφήσουμε το κυπριακό να προχωρήσει χωρίς πραγματική καθοδήγηση. Αν θέλουμε να συνειδητοποιήσουν οι άνθρωποι στις δυο κοινότητες και να πάρουν σοβαρά οι ξένοι – η Ευρωπαϊκή Ένωση, τα Ηνωμένα Έθνη – την ανάγκη για επανένωση, για λύση, θα πρέπει να δυναμώσουμε την φωνή μας και να οργανωθούμε σε κοινούς αγώνες. Η Κυπριακή Δημοκρατία σήμερα εκπροσωπείται μόνο από την Ε/Κ κοινότητα και οι Τ/Κύπριοι δεν γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχουν σε αυτή την Κ.Δ. Το χέρι το οποίο καλοπροαίρετα προσπαθεί να απλώσει ο νότος και η Ευρωπαϊκή Ένωση στην Τ/Κ κοινότητα βρίσκει αντίσταση από τον εθνικιστικό λόγο και αυτό πρέπει να το αντιληφθούν και οι αριστεροί. Η περίοδος που διανύουμε και τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η τ/κυπριακή κοινότητα σε σχέση με τον αγώνα για την κοινοτική ύπαρξη κάνουν πιο επιτακτική την ανάγκη για μιλήσουμε για μια κοινή φωνή, κοινές οργανώσεις, τα δικαιώματα των Τ/κυπρίων στην Κυπριακή Δημοκρατία, την πολιτική ισότητα. Σε ένα παγκοσμιοποιημένο κόσμο με την εξέλιξη της οικονομίας, οι πηγές μεταφέρονται στο κεφάλαιο, η διανομή γίνεται υπέρ του κεφαλαίου, και βλέπουμε να δημιουργούνται νέες μορφές κράτους με τη διάλυση του κοινωνικού κράτους, την εμπορευματοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών, τις ιδιωτικοποιήσεις. Το βλέπουμε ιδίως στην Τουρκία, το κράτος να μετεξελίσσεται σε φύλακα του κεφαλαίου, και οδηγούμαστε στη Μέση Ανατολή σε ένα βάλτο όπου γίνεται πάλη διαμοιρασμού των πηγών. Αυτά δείχνουν ότι ο κόσμος χρειάζεται μια πιο δυνατή αριστερή φωνή.
Απέναντι σε όλα αυτά, η Αριστερά οφείλει να υψώσει τη φωνή της. Στην Κύπρο πρέπει να οργανωθεί σε κοινό μέτωπο, τα αριστερά κόμματα στο Νότο και στο Βορρά θα πρέπει να προβληματιστούν περισσότερο για το τι γίνεται. Δεν είναι μόνο οι συνδικαλιστικοί αγώνες, δεν αρκούν μόνο αυτοί. Χρειάζονται πέραν των συνδικαλιστικών και οι πολιτικοί στόχοι ενός αγώνα που θα διεξαχθεί με τον τρόπο που πρέπει, και αυτό πρέπει να το κατανοήσει η Αριστερά. Υπάρχουν νέες ευκαιρίες αυτή τη στιγμή. Ευκαιρίες που διαμόρφωσε ο ιμπεριαλιστικός αγώνας διαμοιρασμού δημιουργώντας τόσες ανισότητες και τόσα κοινωνικά προβλήματα, που οι αριστερές ηγεσίες μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να δυναμώσουν την επιθυμία για επίτευξη της ομοσπονδιακής λύσης. Το μέτωπο το οποίο πρέπει να δημιουργηθεί για κοινό αγώνα πρέπει να κινητοποιήσει τις κοινότητες από κοινού, μέσα από συνέργειες, διότι οι άνθρωποι τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο, Ε/Κ και Τ/Κ, δεν βλέπουν κάποια προοπτική λύσης, δεν βλέπουν κάποιο κοινό στόχο, δεν βλέπουν πώς μέσα από κοινό αγώνα θα πετύχουν κάποιο κοινό στόχο. Είτε ο στόχος – της λύσης – καταδεικνύεται με μια αδύνατη φωνή και φαίνεται ως εκ τούτου να είναι πάρα πολύ μακρινός, είτε δεν τίθεται καθόλου στην ατζέντα. Κάποιοι απλά χρησιμοποιούν τον όρο “αριστερός”, αλλά, με τον τρόπο που λειτουργούν, κάτω από τη ετικέτα του “αριστερού”, απλώς προσπερνούν τον στόχο που είναι η κοινωνία, δεν δημιουργείται μια κοινωνική δυναμική. Ο στόχος πρέπει να είναι ορατός.
Ο στόχος πρέπει να είναι τέτοιος, όπως στο σχέδιο Ανάν, όπου τα δυο “ναι” να μεταφράζονται σε ένα κοινό κράτος. Το σχέδιο Ανάν – υπήρξαν και άλλα σχέδια – αλλά στο Ανάν ήταν κατανοητό ποιες συνέργειες θα μπορούσε να δημιουργήσει, και στο μέλλον θα πρέπει να δείξουμε εμείς απτούς στόχους στις μάζες, στον κόσμο, να θέσουμε ξεκάθαρα ποιες αρχές υποστηρίζουμε. Δεν αρκεί να λέμε μόνο ότι υποστηρίζουμε αυτές τις αρχές άρα είμαστε ομοσπονδιακοί, ειρηνιστές, αριστεροί, πράγμα που βλέπουμε εδώ και 70 χρόνια. Πρέπει να είμαστε συνεχώς σε κινητοποίηση, θαρραλέοι, και να θέτουμε συγκεκριμένους στόχους.
Πρέπει να κατανοήσουμε το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας, να αναδείξουμε τις πραγματικότητές της, να παρουσιάσουμε μαζί την ιστορία της. Ιδίως η ε/κυπριακής ελίτ με τη στάση της,που δεν δέχεται το διαμοιρασμό, ενισχύει την διχοτόμηση, μια ιδέα που αποτελεί κρατική πολιτική της Τουρκίας και βρίσκει μεγάλη ανταπόκριση και στην Κύπρο. Αυτό μας δείχνει την ανάγκη δημιουργίας μιας δυναμικής στην Αριστερά και στις δυο κοινότητες.
Η μεγαλύτερή μας δύναμη είναι οι βασικές αριστερές αρχές οι οποίες θα μας βοηθήσουν στον αγώνα ενάντια στη μονιμοποίηση της διαίρεσης. Να ξέρουμε όμως ότι αυτό δεν θα το πετύχουμε μένοντας απαθείς θεατές και συζητώντας στις αίθουσες. Ο ανερχόμενος εθνικισμός στην Ε/Κ κοινότητα δεν μπορεί να καταπολεμηθεί από το βορρά, την Τ/Κ κοινότητα. Ούτε και τα προβλήματα στην Τ/Κ κοινότητα μπορούν να καταπολεμηθούν με στήριξη από την Ε/Κ πλευρά. Αν προσπαθείτε, το μόνο που θα καταφέρετε είναι να τα ενισχύσετε. Αντίθετα, πρέπει να δυναμώσουν τη θέλησή μας για κοινό αγώνα, να δημιουργήσουμε ισχυρές οργανώσεις στην κάθε κοινότητα, όπως για παράδειγμα η πλατφόρμα «αυτή η πατρίδα είναι δική μας», να αφήσουμε κατά μέρος τις διαφορές μας, να τις εξελίξουμε σε δικοινοτικές και να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τον εθνικισμό, ο οποίος πρέπει να ξέρουμε ότι θα τείνει να ενισχύεται συνεχώς στην Κύπρο και θα μείνουμε στη σκιά του.
Είναι απαραίτητο, το συντομότερο, να αρχίσει η αναδιοργάνωση του κοινού μετώπου Αριστεράς στην Κύπρο σε δικοινοτική βάση. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι δεν αρκούν πλέον τα λόγια, ότι τρέχουμε ενάντια στο χρόνο. Να κάνουμε την αυτοκριτική μας, να δούμε πότε αγωνιστήκαμε από κοινού ως Αριστερά για την ομοσπονδία. Γιατί ποτέ δεν το κάναμε. Ναι, κάναμε κοινές διαδηλώσεις, αλλά ουδέποτε αγωνιστήκαμε από κοινού. Ο αγώνας αυτός μπορεί να φέρει τη νίκη, μπορεί να φέρει και την ήττα. Η Αριστερά δεν νικήθηκε ποτέ χωρίς να αγωνιστεί.
Η Αριστερά πρέπει να οργανωθεί στη βάση ενός προγράμματος που συνάδει με τις βασικές αρχές της, να διαμορφωθεί ένα πρόγραμμα και να τεθούν ξεκάθαροι βασικοί στόχοι. Ο καθένας μας πρέπει να κατανοήσει τους στρατηγικούς στόχους και να ετοιμαστεί για αγώνα. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε την ιστορία της Κύπρου, να θέσουμε ξεκάθαρους στόχους, επιδιώξεις για το μέλλον και να τα μοιραστούμε το συντομότερο με την κοινωνία στο σύνολο της. Το τι θέλουμε κι επιδιώκουμε ως Αριστερά πρέπει να είναι κατανοητό τόσο στο Νότο όσο και στο Βορρά, να το εξηγήσουμε με μια κοινή γλώσσα, ακόμα και το ύφος μας πρέπει να είναι ξεκάθαρο. Μόνο με θαρραλέο και συγκεκριμένο αγώνα μπορούμε να πετύχουμε συγκεκριμένους στόχους.
Αν θέλουμε κυπριακή λύση θα πρέπει η δικοινοτική οργάνωση των δυο πλευρών και ο αγώνας στην κατεύθυνση που επιτάσσει η Αριστερά να είναι εμφανής και παρεμβατικός.
Σας ευχαριστώ για την αποψινή συνάντηση, είναι μια χρήσιμη εκδήλωση, αλλά πρέπει να είμαστε πρώτιστα έτοιμοι για ένα θαρραλέο αγώνα λαμβάνοντας υπόψη και το κάθε κόστος που μπορεί να πληρώσουμε.
Αν οι αρχές του 2000 θεωρηθούν ως το ορόσημο όπου η πολιτική Ντενκάς απορρίφθηκε από τους Τ/Κ με τις μεγάλες τους κινητοποιήσεις για την επανένωση του τόπου και την ένταξη στην ΕΕ, η σημερινή κατάσταση πραγμάτων οριοθετεί μια νέα εποχή.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια το δικοινοτικό κίνημα αναπτύσσεται και πλαταίνει, το πνεύμα αλληλοσεβασμού και συναίνεσης αναδεικνύεται συνεχώς. Μπορούμε να κτίσουμε πάνω του.
Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει την σημερινή κατάσταση:
Βρισκόμαστε λοιπόν, σε μια κατάσταση πλήρους δυσαρμονίας μεταξύ πολιτειακών ηγεσιών και λαού. Οι Τ/Κ με την αίσθηση ότι βιάζεται η θέληση τους και το μέλλον τους ως Τουρκοκυπριακή Κοινότητα βρίσκεται σε κίνδυνο, ξεσηκώνονται ακόμα μια φορά. Έχουν καταφέρει και πάλι να συμπορευτούν κάτω από την «Πλατφόρμα αυτή η Χώρα είναι δική μας» και οργανώνονται για να αντισταθούν.
Ανάμεσα στους Ε/Κ υπάρχει μια κινητικότητα και η έντονη επιθυμία πως αυτή τη φορά Τ/Κ και Ε/Κ πρέπει να συγχρονίσουμε τα βήματα μας και να κινηθούμε μαζί προς τον κοινό στόχο. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται σωστή και ενιαία οργάνωση. Η Δικοινοτική Πρωτοβουλία – Ενωμένη Κύπρος προσπαθώντας να βάλει τα θεμέλια έχει προτείνει συγκεκριμένα βήματα:
Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος είναι απαραίτητη η συνειδητή προσπάθεια συσπείρωσης όλων των δυνάμεων που στηρίζουν τη Λύση σε συνθήκες συναίνεσης, διαβούλευσης και σεβασμού. Θα ήθελα να σημειώσω συναφώς ότι τα τελευταία είκοσι σχεδόν χρόνια που το δικοινοτικό κίνημα αναπτύσσεται και πλαταίνει, παρόλη την ύπαρξη μεγάλου αριθμού οργανώσεων και ομάδων, μεγάλων και μικρών, το πνεύμα αλληλοσεβασμού και συναίνεσης υπάρχει και αναδεικνύεται συνεχώς. Συνεπώς το απαραίτητο υπόβαθρο είναι δεδομένο και μπορούμε να κτίσουμε πάνω του.
Η συνεργασία της Αριστερας
Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο επίπεδο που κατά την άποψη μου θα μπορούσε να είναι καθοριστικό. Το επίπεδο της συνεργασίας των αριστερών δυνάμεων και από τις δύο πλευρές χωρίς αυτό σε καμιά περίπτωση να αντιμάχεται την πλατιά διακοινοτική συνεργασία αλλά αντιθέτως να τη στηρίζει και να αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της.
Σε συνθήκες όπου οι δύο κοινότητες σύρονται μακριά από την προοπτική Λύσης με το κίνδυνο έντασης και ανάφλεξης να είναι ορατός εκτός αν το παράθυρο ευκαιρίας Λύσης που φαίνεται ότι θα μπορούσε να ανοίξει καταστεί γεγονός, τότε σε ποια βάση θα μπορούσε να διεξαχθεί ο κοινός αγώνας;
Εάν το παράθυρο ευκαιρίας ανοίξει, οι διαδικασίες οργάνωσης και κινητοποίησης πλατιών μαζών θα μπορούσε να καταστούν πιο εύκολες. Εάν η πρωτοβουλία του ΓΓ του ΟΗΕ δεν αναπτύξει δυναμική τότε τα πράγματα θα δυσκολέψουν με την προοπτική έντασης και ανάπτυξης του εθνικισμού να μπαίνει στην ημερήσια διάταξη. Σε τέτοια περίπτωση οι Τουρκοκυπριακές μάζες πιθανόν να συνεχίσουν τον αγώνα γιατί θα πρέπει να περιφρουρήσουν την ύπαρξη τους, ίσως και οι Ε/Κ με φόντο τις εξελίξεις στο Βαρώσι να θέλουν να κινητοποιηθούν. Οι πιθανές κινητοποιήσεις για το Βαρώσι δυνητικά θα προσφέρονται για αξιοποίησή τους από εθνικιστικούς κύκλους. Άρα σε αυτές τις συνθήκες ο ρόλος της Αριστεράς θα πρέπει να είναι καταλυτικός.
Οι πλατιές μάζες που είναι εγκλωβισμένες σε δεξιά σχήματα μπορούν εύκολα να χάσουν τον προσανατολισμό τους. Η Αριστερά όμως θα πρέπει να κρατήσει σταθερά το τιμόνι. Εξετάζοντας τις δύσκολες συνθήκες που τα κόμματα της Αριστεράς έχουν να αντιμετωπίσουν μέσα στα πλαίσια των χωριστών κρατικών δομών που λειτουργούν, τόσο σε σχέση με την αντιμετώπιση της Άγκυρας στο Βορρά όσο και τις παραδοσιακές πολιτικές δομές στα πλαίσια της Κυπριακής Δημοκρατίας, γίνεται κατανοητό ότι αν λειτουργούν ανεξάρτητα μπορούν να αποπροσανατολιστούν. Μετά από 17 χρόνια όπου οι δρόμοι είναι ανοιχτοί, η αδυναμία της Αριστεράς να βρει οργανωτικά σχήματα χάραξης και ανάπτυξης κοινής στρατηγικής είναι το λιγότερο προβληματική. Το επικίνδυνο αδιέξοδο το οποίο οδηγεί σε συνθήκες αποσταθεροποίησης και έντασης απαιτεί από το εργατικό κίνημα της Κύπρου σαν σύνολο να δώσει τη διέξοδο. Το εργατικό κίνημα, οι εργαζόμενοι στο σύνολό τους, έχουν τη δυνατότητα υπέρβασης των εθνικιστικών δομών και αναζήτησης διεξόδων στηριγμένων στα κοινά συμφέροντα και την προοπτική μιας ειρηνικής και ευημερούσας Ομόσπονδης Κύπρου.
Επιτυγχάνοντας αυτό το στόχο, το εργατικό κίνημα, η Αριστερά, μιλώντας με τη γλώσσα της λογικής και των κοινών συμφερόντων θα μπορέσει να εμπνεύσει το σύνολο της κοινωνίας πέραν των στεγανών των κομματικών σχημάτων προς την κατεύθυνση μιας στρατηγικής ειρήνης και συμφιλίωσης.
Χωρίς να θέλω να μπω στη λεπτομέρεια του πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί μια τέτοια κοινή ανάπτυξη πολιτικής της Αριστεράς, θα μπορούσε απλά να τονίσω τα πιο βασικά στοιχεία:
Άμεσο λοιπόν είναι το καθήκον να οργανώσουμε πλατιά την κοινωνία να αντιμετωπίσει την καταστροφική πορεία που παίρνουν τα πράγματα με στόχο η αντίδραση να είναι άμεση για να αξιοποιηθεί κάθε ευκαιρία που δυνητικά προσφέρεται. Καθοριστικό ρόλο στο δρόμο αυτό έχει να παίξει η Αριστερά δημιουργώντας τις απαραίτητες δομές για τη δική της κοινή δράση που θα αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο στη οργάνωση ολόκληρης της κοινωνίας για Λύση, Επανένωση και Ειρήνη.
Θα ήθελα καταρχάς να ευχαριστήσω τους διοργανωτές «Η Αριστερά και το Κυπριακό» για τη διοργάνωση της σημερινής συζήτησης. Θα ήθελα να επίσης να χαιρετίσω τους ομιλητές Χρίστο και Ταχίρ και όσους συμμετέχουν στη σημερινή συζήτηση.
Ναι, πρέπει να συζητάμε, να βρισκόμαστε και να δρούμε παρά τις όποιες πρακτικές και άλλες δυσκολίες. Άμα υπάρχει θέληση υπάρχει και τρόπος να ξεπερνούμε τα εμπόδια της φυσικής επικοινωνίας. Και η σημερινή διαδικτυακή συζήτηση είναι ένας τέτοιος τρόπος.
Βέβαια, τα εμπόδια και το αρνητικό κλίμα δεν αφορούν μόνο αυτή την πτυχή του θέματος. Είμαστε τελευταία δυστυχώς μάρτυρες μιας αλυσίδας αρνητικών εξελίξεων που διαμορφώνουν μια ζοφερή κατάσταση στο Κυπριακό. Μια αλυσίδα που ξεκινά από το ναυάγιο στο Κραν Μοντανά, τις αλλοπρόσαλλες μεταλλάξεις του Ε/κ ηγέτη μέχρι την παρεμβατικότητα της Τουρκίας, την εκλογή Τατάρ και τις προκλήσεις στην Αμμόχωστο.
Αυτή την αλυσίδα λοιπόν καλούμαστε να αντιστρέψουμε. Η ιστορία δείχνει πως η αλυσίδα γεγονότων και στις δύο κοινότητες σε συνδυασμό με τις διεθνείς εξελίξεις μπορούν να οδηγήσουν σε εξελίξεις προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Ακόμα και σε περιόδους κρίσεων, τα προβλήματα μπορεί να οδηγούν σε ευκαιρίες ριζικής επίλυσής τους όπως μπορούν να οδηγούν και στην κορύφωση της σύγκρουσης ή μονιμοποίησης νέων τετελεσμένων.
Βλέποντας πιο βαθιά στην ιστορία, οι δύο κοινότητες συνυπήρξαν πολιτικά και διοικητικά στο νησί μέσα από πολύ διαφορετικά συστήματα διοίκησης (Οθωμανική, Βρετανική περίοδος, Κυπριακή Δημοκρατία). Υπήρξαν περίοδοι που κατάφεραν να θέσουν τα κυπριακά συμφέροντα πάνω από τα συμφέροντα της μιας κοινότητας έναντι της άλλης και περίοδοι που απέτυχαν απολύτως.
Εμείς αυτό που πρέπει να στοχεύσουμε είναι στην Κύπρο που θα επικρατούν τα ντόπια συμφέροντα. Την Κύπρο όπου οι Κύπριοι θα αντιλαμβάνονται τα κοινά συμφέροντα στο νησί και δεν θα αφήνουν τις κοινοτικές, εθνικές και θρησκευτικές ταυτότητες αλλά και τα συμφέροντα τρίτων να παρεμποδίσουν αυτή την εξέλιξη.
Όσο αφορά την ουσία του Κυπριακού θα επαναλάβω εν συντομία αυτό που ως ΑΚΕΛ επαναλαμβάνουμε καθημερινά. Οι δύο ηγέτες έχουν κληρονομιά το πολύτιμο κεκτημένο μιας διαδικασίας δικοινοτικών συνομιλιών που ξεκίνησε από το 2008 και έφτασε ως το 2017. Με αυτό το κεκτημένο του Κραν Μοντανά και ιδιαίτερα το πλαίσιο Γκουντέρες μπορούμε να οδηγηθούμε σε λύση εάν υπάρχει η απαραίτητη πολιτική βούληση. Οι ιδέες Τατάρ περί δύο κρατών θα μας βρουν απέναντι τους όπως και άλλες ιδέες που στο όνομα της αποκεντρωμένης ομοσπονδίας μας οδηγούν σε μορφώματα που ξεφεύγουν από την ομοσπονδιακή μορφή λύσης.
Η δημιουργία νέων τετελεσμένων κτυπά καμπανάκι ως προς το τι επείγει να γίνει για την επίτευξη λύσης. Η ωμή πραγματικότητα μας δείχνει ότι χωρίς συμβιβαστική συμφωνία στο περιουσιακό και το εδαφικό αλλά και στην πολιτική ισότητα δεν θα υπάρξει προοπτική λύσης. Αυτή είναι η ιστορική εξίσωση που καλούμαστε να συναρμολογήσουμε.
Βέβαια η πραγματιστική εξίσωση χωρίς όραμα, ενσυναίσθηση, ανθρωπιστική παιδεία αλλά και επαναπροσέγγιση δεν είναι παρά μόνο ένα κομμάτι του τι χρειαζόμαστε.
Ως ΑΚΕΛ δεν αποπροσανατολιζόμαστε σε κάθε μας κίνηση από το στόχο της λύσης παρά τις όποιες αρνητικές εξελίξεις. Καλούμε όλους τους προοδευτικούς φορείς και στις δύο πλευρές του νησιού να συστρατευτούμε σε κοινούς στόχους και δράσεις που να ξεπερνούν την αλυσίδα των αρνητικών εξελίξεων. Οι πρόσφατες εικόνες των Τουρκοκυπρίων νέων στους δρόμους διεκδικώντας την κοινοτική τους ύπαρξη θύμισε και σε πολλούς Ελληνοκύπριους -θετικά προσκείμενους προς λύση ομοσπονδίας ή μη- ότι οι καλύτεροι σύμμαχοι για ένα ευοίωνο μέλλον στο νησί βρίσκονται στην άλλη μεριά της πράσινης γραμμής. Ακριβώς επειδή η καλύτερη προοπτική της μιας κοινότητας είναι η ύπαρξη της άλλη κοινότητας στο νησί. Η αλληλεγγύη μας με αυτό το κομμάτι της τ/κ κοινότητας που αγωνίζεται να παραμείνει η Κύπρος για τους Κυπρίους είναι δεδομένη.
Οι φίλοι έχουν εξηγήσει εκτενώς την κατάσταση. Εγώ θα ήθελα να προσθέσω κάτι και να κάνω και μια προειδοποίηση. Πρώτιστα, θέλω να πω ότι εμείς που ζούμε στην Κύπρο, στο βορρά ή στο νότο, δυστυχώς δυσκολευόμαστε να παρακολουθούμε τις εξελίξεις στην περιοχή γύρω μας και παρακολουθούμε τις εξελίξεις εκ των υστέρων. Κάνοντας αναλύσεις για την Τουρκία, μιλώντας για την Τουρκία και για κοινούς αγώνες, ξεχνούμε κάτι σημαντικό: μετά το 2010 που έγινε ένα δημοψήφισμα στην Τουρκία, ως αποτέλεσμα του οποίου το ΑΚΡ και ο Ερντογάν πέρασαν σε μια διαφορετική πολιτική βάση. Το 2016 έγινε μια απόπειρα πραξικοπήματος, το 2017 έγινε ακόμα ένα δημοψήφισμα και μετά από αυτό η Τουρκία τράβηξε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Καμία σχέση με το ΑΚΡ του 2000, σήμερα πάει στο ΑΚΡ του 2023. Το 2023 θα δημιουργηθούν νέα τετελεσμένα, θα είναι οι εκλογές για τον Ερντογάν και, γι αυτό, στον Καύκασο, στο Βόρειο Ιράκ, στη Βόρεια Συρία και στο βόρειο μέρος της Κύπρου η Τουρκία θα κάνει κάτι. Επομένως, δεν είμαστε σε θέση να μιλούμε με βάση το τι υπήρχε παλαιότερα. Προχωρούμε σε νέα δεδομένα, τα δεδομένα του 2023, και δυστυχώς, ακόμα και η ΕΕ και παρόμοιοι θεσμοί δεν είναι σε θέση να αντιστρατευτούν την Τουρκία στην πορεία που ακολουθεί. Λόγω των δεδομένων του νεοφιλελευθερισμού, των πολιτικών σχέσεων ορισμένων κρατών της ΕΕ με την Τουρκία και τη στάση των ηγετών των κρατών της ΕΕ, η Τουρκία δεν μπορεί να σταματηθεί.
Όταν μιλούμε για την Τουρκία είναι ως να μιλούμε ακόμα για μια Τουρκία του 2000 η οποία κοιτάζει ακόμα προς την ΕΕ και είναι λάθος αυτή η αντίληψη. Η Τουρκία πολύ γρήγορα προχωρεί προς τη δικτατορία και αυτό δεν είναι μια θεωρητική τοποθέτηση. Όταν κοιτάξετε το υπουργικό συμβούλιο θα δείτε ξεκάθαρα ότι δεν είναι υπουργοί του ΑΚΡ, είναι υπουργοί συνδεδεμένοι με τον Ερντογάν. Ο Ερντογάν κτίζει το δικό του κράτος για το 2023, και αυτό που έκανε στις πρόσφατες εκλογές στην Κύπρο ήταν να μας δείξει ότι μπορεί να παρέμβει. Και παλαιότερα μπορούσε να παρεμβαίνει, αλλά το κάλυπτε. Τώρα μας δείχνει τη δύναμη του, μας δείχνει ότι μπορεί να παρέμβει και μπορεί να αλλάξει καταστάσεις.
Ο Τατάρ είναι ένας τεχνοκράτης, ο οποίος θα κάνει βήμα προς βήμα αυτά που θα απαιτεί από αυτόν ο Ερντογάν. Παρομοίως είναι και το υπουργικό συμβούλιο στο βορρά. Όλα όσα θα έρχονται από την πρεσβεία, θα εφαρμόζονται. Η Τουρκία, συνεπώς, προχωρώντας προς μια στρατιωτική κατάσταση, μας δείχνει τη δύναμη της για να συμβαδίσουμε μαζί της, για να μας προσαρμόσει στις δικές της απαιτήσεις.
Πρέπει να κατανοήσουμε τις συγκρούσεις που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ανατολική Μεσόγειο: δεν είναι μόνο ένας αγώνας για τον εντοπισμό φυσικού αερίου και διαμοιρασμό του. Αυτό που προωθείται είναι μια νέα στρατιωτική συμμαχία σε αυτή την περιοχή, και είναι έναυσμα για πόλεμο, φέρνει μαζί του την οικολογική καταστροφή όπως και άλλα προβλήματα, τα οποία εμείς μπορούμε να αντιστρατευτούμε μόνο αν ενώσουμε τη φωνή μας. Αν από τη μία πλευρά συζητούμε για την κλιματική κρίση, τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και την ειρήνη στην περιοχή, ενώ από την άλλη λέμε ότι πρέπει να εντοπίσουμε το φυσικό αέριο και να γίνουμε πιο πλούσιοι και με τα χρήματα που θα πάρουμε να στηρίξουμε τη λύση του Κυπριακού προβλήματος, αυτό δεν γίνεται, δεν είναι εφικτό.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε την επικινδυνότητα της κατάστασης στην περιοχή μας, για παράδειγμα να αγωνιστούμε για να σταματήσουν οι έρευνες για το φυσικό αέριο και να διαλυθούν όλες οι στρατιωτικές συμμαχίες. Το φυσικό αέριο πρέπει να μείνει εκεί που βρίσκεται, στη φυσική του θέση.
Πρέπει να ξεφύγουμε από γενικόλογες θεωρήσεις ότι η ΕΕ θα μας υποστηρίξει, γιατί η ΕΕ είναι διχασμένη. Στην ΕΕ υπάρχουν δυνάμεις οι οποίες μπορούν να μας βοηθήσουν, αλλά πρέπει να δούμε και εμείς τι θα προσφέρουμε στα προβλήματα που τους αφορούν, δημιουργώντας μια διεθνιστική προσέγγιση που να μην είναι μόνο βασισμένη στο Κυπριακό πρόβλημα.
Πρέπει να ξέρουμε και να θυμόμαστε ότι το 2023 είναι μια σοβαρή ημερομηνία. Βλέποντας αυτή την ημερομηνία πρέπει να καταλάβουμε την επικινδυνότητα και την απειλή και να την αναλύσουμε. Διότι το 2023 αποτελεί μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία, γιατί τότε θα δημιουργηθούν νέες ντε φάκτο καταστάσεις. Άρα, ότι είναι να κάνουμε και να συζητήσουμε, πρέπει να το κάνουμε με σοβαρότητα και με διεθνιστική άποψη.
Και εγώ με τη σειρά μου θα ήθελα να συγχαρώ τους διοργανωτές αυτής της συνάντησης. θεωρώ πολύ σημαντικό το γεγονός ότι όλες οι τάσεις, όλες οι εκφάνσεις της Αριστεράς και στις δύο κοινότητες διαλέγονται σήμερα και αναζητούν εκείνα τα μέτρα και εκείνες τις κινήσεις που θα τους επιτρέψουν να εκπληρώσουν το ρόλο τους. Η Αριστερά εκ των πραγμάτων, από την ίδιά της τη φύση, αποτελεί την πιο συνεπή δύναμη για προώθηση λύσης του Κυπριακού.
Από τη φύση της ανθρωποκεντρική και αντι-εθνικιστική, είναι η πιο πατριωτική δύναμη του τόπου και έχει υποχρέωση να το αποδεικνύει κάθε στιγμή, κάθε λεπτό.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Αριστερά είναι απαλλαγμένη από ευθύνες αναφορικά με το παρελθόν. Όταν επικεφαλής και στις δύο κοινότητες βρισκόταν η Αριστερά, απέτυχε δυστυχώς να συνειδητοποιήσει την ανεπανάληπτη ιστορική συγκυρία, με αποτέλεσμα να διολισθήσουμε με άλυτο το Κυπριακό στον Έρογλου, στον Τατάρ, στον Αναστασιάδη. Και σε άλλες περιπτώσεις ο ρόλος της Αριστεράς, όπως το 2004 με το δημοψήφισμα στο Νότο, μπορούσε και έπρεπε να είναι διαφορετικός.
Τα κατά καιρούς λάθη ή παραλείψεις της Αριστεράς εγώ προσωπικά τα βλέπω σαν παρένθεση, τα βλέπω ως προσωρινές παρεκκλίσεις από τη βασική σωστή γραμμή και σήμερα πιστεύω ότι η Αριστερά και στις δύο πλευρές ενσαρκώνει τις όποιες ελπίδες μπορεί να έχει αυτός ο λαός για επανένωση και λύση του Κυπριακού.
Σήμερα ο ρόλος της Αριστεράς και στις δύο πλευρές, πέραν της υπόδειξης της σωστής πολιτικής που θα πρέπει να ακολουθηθεί – Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, πολιτική ισότητα επανένωση κ.ά. -, είναι να αποτελέσει το προζύμι για ένα πλατύ, το πλατύτερο δυνατό μέτωπο για τη λύση. Άρα, εγώ πιστεύω πως ο πρωταρχικός στόχος όπως τον ανάλυσε και ο Χρήστος Ευθυμίου προηγουμένως, δεν πρέπει να είναι απλά το χτίσιμο ενός στενού αριστερού μετώπου για την προβολή στενών ιδεολογικών στόχων, γιατί αυτό, μέσα στις δοσμένες συνθήκες του αγώνα μας, πολύ φοβούμαι ότι θα μας αποξενώσει από δυνάμεις που μπορούν και θέλουν να συμπορευτούν μαζί μας και τόσο πολύ τις έχουμε ανάγκη. Άρα οι αριστερές δυνάμεις θα πρέπει να αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά της δημιουργίας ενός τέτοιου μετώπου. Οι σύντροφοι μας οι Τ/Κύπριοι, αν λειτουργούσαν στις κινητοποιήσεις στην άλλη πλευρά στενά, μόνο ως Αριστερά, ούτε τον αντίκτυπο, ούτε τη δύναμη, ούτε τα ισχυρά μηνύματα που έστειλαν θα μπορούσα να στείλουν, θα ήταν ασφαλώς πιο συρρικνωμένα. Επαναλαμβάνω ότι αυτό δεν σημαίνει ότι απεκδυόμεθα από ιδεολογικούς στόχους. Ασφαλώς έχουμε την ιδεολογία μας, ασφαλώς την προωθούμε και αγωνιζόμαστε γι’ αυτή, αλλά δεν πρέπει να φεύγει ούτε για μία στιγμή από το μυαλό μας η πιο Αριστερή θέση που υπάρχει: ότι, σε συνθήκες αγώνα για επιβίωση της ίδιας της πατρίδας, αυτός ο αγώνας προέχει και προηγείται από οτιδήποτε άλλο, ακόμα και από τις ιδεολογικές διεκδικήσεις.
Υπάρχει μια κοινή διαπίστωση και αυτή είναι ότι η ελίτ στις δυο πλευρές, αυτοί που κυβερνούν, δεν έχουν καμία διάθεση να καταλήξουν σε μια συμφωνία αν αυτή η συμφωνία όσο αφορά το Κυπριακό δεν διασφαλίζει τα συμφέροντ;a τους που είναι να έχουν όσο γίνεται μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στο νησί. Υπήρξαν πολλές διαφορετικές πολιτικές συγκυρίες, διεθνείς συγκυρίες, δεν υπήρξε καμία συμφωνία μέσα σε όλες αυτές. Εάν τους περιμένουμε να καταλήξουν δεν θα καταλήξουν, γιατί ήδη κερδίζουν από τη συνέχιση της υπάρχουσας κατάστασης. Δεν θα επεκταθώ σε αυτό, νομίζω ότι είναι αρκετά γνωστό. Εκείνο που χρειάζεται είναι να μπει σε αυτή την εξίσωση, που μπορεί να οδηγήσει στη διευθέτηση του Κυπριακού, ένας άλλος παράγοντας. Ποιος είναι αυτός ο παράγοντας; Είναι το κίνημα από τα κάτω. Νομίζω ότι ο ρόλος αυτού του κινήματος υπήρξε καταλυτικός. Οι Τουρκοκύπριοι σύντροφοί μας το γνωρίζουν, το έζησαν, υπήρξε μεγαλειώδες και είχε και πολύ σημαντικά αποτελέσματα: ξεφορτώθηκαν τον Ντενκτάς, επέβαλαν πολιτικές.
Αυτός ο παράγοντας λοιπόν πρέπει να παρέμβει και σήμερα, να οργανωθεί και να παρέμβει και σήμερα, με τον ίδιο και με ακόμη πιο έντονο τρόπο. Γιαυτό και αυτές οι συναντήσεις που κάνουμε είναι σημαντικές, όχι για να ανταλλάζουμε ευχές και επιθυμίες αλλά για συντονισμό της δράσης μας. Γιαυτό είναι πολύ σημαντικά αυτά που λέμε και κάνουμε μαζί, όπως ανέφερε και ο φίλος μας ο Χρίστος [ο Ευθυμίου], όπως είμαι σίγουρος θα αναφέρουν και άλλοι. Όμως, θέλω να επισημάνω ότι το πιο σημαντικό σε αυτή την ιστορία είναι αυτά που κάνουμε όταν είμαστε χώρια, αυτά που απαιτούμε, αυτά που διεκδικούμε από τη δική μας ελίτ, τις δικές μας κυβερνήσεις, από αυτούς οι οποίοι είναι πραγματικά το εμπόδιο για τη διευθέτηση.
Παραδείγματα:
Αναφέρθηκε πάρα πολύ σωστά η Μερόπη στην εισαγωγή της για τη σημασία της πολιτικής ισότητας. Μιλάμε για πολιτική ισότητα των Τ/Κυπρίων. Για πότε; για όταν θα υπάρξει διευθέτηση, για όταν δηλαδή θα υποχωρήσουν και θα δεχτούν τη συμφωνία που θέλει ο Αναστασιάδης; Η πολιτική ισότητα είναι ένα ζήτημα που παίζει ρόλο σήμερα και έχει σημαντικές συνέπειες. Πώς μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για πολιτική ισότητα όταν στηρίζουμε ένα εμπάργκο οικονομικό, πολιτικό, πολιτιστικό, εναντίον των Τ/Κυπρίων, το οποίο επιβάλλει η πλευρά μας; Δεν πρέπει να κάνουμε τα στραβά μάτια σε αυτά τα φαινόμενα. Πρέπει να γίνουν κεντρικό ζήτημα της πολιτικής και της αντίδρασής μας.
Τι μπορούμε να λέμε για τους υδρογονάνθρακες; Πολύ σωστά είπε ο Μουράτ για τους κινδύνους που υπάρχουν στο περιβάλλον αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι θέλουν να τους χρησιμοποιήσουν σαν όπλο ενάντια στην άλλη πλευρά. Κτίζουν λυκο-συμμαχίες με δικτάτορες, τους δικτάτορες της περιοχής, και προσπαθούν να μετατρέψουν αυτές τις συμμαχίες σε όπλο εναντίον της άλλης πλευράς. Όμως, η κριτική που τους κάνει η Αριστερά σε αυτό δεν είναι ότι αυτές είναι βρώμικες συμμαχίες ιμπεριαλιστικές αλλά, “ξέρετε, δεν είναι αποτελεσματικές, δεν απέτρεψαν και δεν θα αποτρέψουν την Τουρκία να τρυπά στην ΑΟΖ μας” – είναι απίστευτα αυτά τα πράγματα και απαράδεκτα.
Χαιρόμαστε όταν ακούμε τους Τ/Κύπριους συντρόφους μας να κατεβαίνουν στους δρόμους με το σύνθημα «Άγκυρα κάτω τα χέρια από πάνω μας». Πότε όμως απαιτήσαμε εμείς να φύγει ο Ελληνικός στρατός από την Κύπρο, πότε ζητήσαμε αφοπλισμό, πότε ζητήσαμε εμείς – που χαιρόμαστε να βλέπουμε τους Τ/Κύπριους να ζητούν κοσμικό κράτος – να έχουμε και εμείς ένα πραγματικά κοσμικό κράτος; Η εκκλησία είναι συγκυβερνήτης και δεν χρειάζεται να φέρω παραδείγματα.
Εδώ είναι ακριβώς το πρόβλημα της Αριστεράς: όχι ότι μας λείπουν οι οργανωτικές δομές για να συντονίσουμε τη δράση μας, αλλά γιατί μας λείπουν οι πολιτικές εκείνες που θα χτίσουν μέσα στην κάθε κοινότητα, στους απλούς ανθρώπους, την εμπιστοσύνη στην Αριστερά ώστε να μπορέσει να παίξει αυτό το ρόλο που πρέπει και που της αναλογεί. Να γίνει δηλαδή η κινητήρια δύναμη, να μπορέσει να πιέσει τις άρχουσες τάξεις, όπως έκαναν οι Τ/Κύπριοι σύντροφοί μας στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Αυτό είναι που πρέπει να κτίσουμε, και σε αυτό ελπίζω ότι αυτή η συζήτηση θα συμβάλει.
Αυτό που ήθελα να πω είναι ότι είναι ωραία ιδέα το να δημιουργηθεί ένα κοινό μέτωπο για την λύση. Αλλά, όταν κοιτάξουμε από κάτω, ναι, είναι κοινός ο στόχος, η λύση, αλλά οι κοινότητες στις δύο πλευρές αντιμετωπίζουν πολλά άλλα προβλήματα πέραν αυτού, όπως είναι τα εργατικά, η εκμετάλλευση. Έτσι οι κοινότητες πρέπει να δυναμώσουν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα μέσα στη δική τους κοινότητα και μετά να ενωθούν για ένα κοινό αγώνα.
Δεν λέω ότι δεν μπορεί να γίνει η ένωση σε ένα κοινό μέτωπο, αλλά για να φτάσουμε στον κοινό αγώνα με επιτυχία πρέπει κάθε κοινότητα να λύσει, να αντιμετωπίσει τα εσωτερικά της προβλήματα και θα προσπαθήσω να το τεκμηριώσω με ένα παράδειγμα.
Σκεφτείτε ότι η κάθε κοινότητα έχει ένα μικρό κήπο και έχει ένα γεωργικό μηχάνημα για να κόβει τα δέντρα και αυτή η μηχανή δεν είναι αρκετή για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα του δικού της κήπου. Και οι δύο πλευρές με τη μικρή μηχανή που έχει η κάθε μια, όταν πάνε σε ένα κοινό κήπο και προσπαθήσουν να κλαδέψουν τα δέντρα σε εκείνο το κήπο, θα είναι εξωπραγματικό να περιμένεις ότι με τα υφιστάμενα μηχανήματα θα μπορέσουν να κλαδέψουν τα μεγάλα δέντρα στο μεγάλο κήπο. Δηλαδή, θα πρέπει πρώτα να δημιουργήσει η κάθε μια τις βάσεις, να αποκτήσει ένα πιο μεγάλο εργαλείο πριν περάσει σε ένα πιο μεγάλο κήπο.
Υπάρχουν προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζουμε η καθεμία κοινότητα ξεχωριστά και, αν είναι να πάρουμε κοινή απόφαση για κάτι, πρέπει να δούμε κατά πόσον οι αποφάσεις οι οποίες θα ληφθούν μπορούν να υλοποιηθούν με το υφιστάμενο δυναμικό που υπάρχει στην κάθε κοινότητα.
Ναι, είναι κάτι που ενθουσιάζει η ιδέα οργάνωσης του κοινού μετώπου, αλλά θα πρέπει να ξέρουμε τις δυσκολίες, τα προβλήματά και το δρόμο που οδηγεί σε αυτό τον κοινό στόχο και ανάλογα να δράσουμε, όχι μόνο με την επιθυμία του να δράσουμε σε κοινό μέτωπο.
Φίλες και φίλοι, καταρχήν θέλω να εκφράσω τη χαρά μου για το γεγονός ότι έστω και έτσι, με τη βοήθεια της τεχνολογίας και παρά τις δύσκολες αντικειμενικές συνθήκες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, έχουμε τη δυνατότητα να συνομιλήσουμε, να συντονιστούμε, να τοποθετηθούμε δημόσια από κοινού για τα προβλήματα, τις ανησυχίες, τις διεκδικήσεις μας.
Αυτό κάναμε και φέτος την Πρωτομαγιά, αυτό κάναμε και την 1η του Σεπτέμβρη σε συνεργασία με τα Τ/Κυπριακά συνδικάτα, κάναμε δηλαδή το λόγο μας δημόσιο, έστω και με αυτό τον τρόπο αφού δεν είναι εφικτοί άλλοι τρόποι στο παρόν στάδιο.
Θα είμαι πολύ σύντομος, έως και περιεκτικός, γιατί έχει προχωρήσει και η ώρα. Διανύουμε μία περίοδο εξαιρετικά δύσκολη, διανύουμε μία περίοδο όπου στον κόσμο που πιστεύει και παλεύει για ειρήνη κυριαρχεί απαισιοδοξία. Και πρέπει να κάνουμε αυτή την παραδοχή. Κυριαρχεί η απογοήτευση και, βεβαίως, αυτά τα συναισθήματα δεν είναι πάντοτε και οι πιο καλοί σύμβουλοι ή δεν μας αφήνουν και πάντα καθαρή τη σκέψη στο να οργανώσουμε τη δράση μας.
Τι εννοώ με αυτό που λέω: Μιλήσαμε για δυσκολίες, όμως υπάρχει κανένας από μας που αμφιβάλει ότι στο παρελθόν είχαμε ακόμα πιο δύσκολες συνθήκες; Ακούω, στην απογοήτευση, κάποιοι φίλοι να λένε πως ποτέ δεν κάναμε κοινούς αγώνες. Έχουμε νεκρούς, έχουμε δώσει νεκρούς σε κοινούς αγώνες, έχει λοιδορηθεί κόσμος, έχει εκδιωχθεί, έχει εξοριστεί κόσμος που πήρε μέρος σε κοινούς αγώνες. Φτάσαμε το 2014 να επαναφέρουμε την πιο σημαντική κατάκτηση που έχει το δικοινοτικό κίνημα, να οργανώσουμε ξανά κοινή Πρωτομαγιά, μαζικότατη, με πολλές χιλιάδες κόσμο, ανεβάσαμε το ηθικό, την αυτοπεποίθηση. Μετά το 2014 μπορώ να απαριθμήσω δεκάδες, κυριολεκτικά δεκάδες, μαζικές, πολύ μεγάλες καθώς και πιο μικρές, συμβολικές, θεματικές δράσεις. Και σήμερα λέμε “να κάνουμε μια αρχή”. Μα αρχή από πού; Δεν υπάρχει βάση; “Να είναι ανοιχτό” λέμε “το κίνημα”. Μα δεν είναι η ΠΕΟ που έβαλε τη ράχη της από κάτω, μαζί με όλες τις υπόλοιπες οργανώσεις, για να συσπειρώσουμε 120 οργανώσεις την περίοδο του Κραν Μοντανά, να ανέβει η ΠΕΟ και η αριστερά στην ίδια εξέδρα με το ΚΕΒΕ – τους ταξικούς μας αντιπάλους; το ξεχάσαμε;
Δεν μπορεί να λέμε “δεν υπάρχει τίποτε”, “δεν έγινε ποτέ τίποτα σε τούτο το τόπο”. Δεν δίνουμε το σωστό μήνυμα. Το μήνυμα πρέπει να είναι αγωνιστικό, διεκδικητικό, με αυτοπεποίθηση. Αλλά έχουμε και παρακαταθήκη πίσω μας, τεράστια. Δεν μπορεί να τη μηδενίζουμε, κατά τη γνώμη μου.
Ακόμα και ο τίτλος, με όλη την αγάπη μου, ότι “είναι η ώρα να οικοδομήσουμε”, είναι λάθος. Είναι η ώρα να εντείνουμε, βρήκαμε τους τρόπους τα τελευταία χρόνια, και να συντονιζόμαστε, με σεβασμό ο ένας στον άλλο, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη μεγέθη. Βρήκαμε τον τρόπο. Τώρα, εάν υπάρχουν νέες ιδέες, η ΠΕΟ θα τις ακούσει. Αν υπάρχει ενδιαφέρον για αυτό το πράγμα, η ΠΕΟ έχει τη διάθεση να ενημερωθεί, να ακούσει, έχει σώματα και να αποφασίσει. Θεωρώ όμως ότι η παρακαταθήκη του πρόσφατου παρελθόντος είναι κρίμα και άδικο να διαγράφεται και να θεωρούμε ότι τώρα ξεκινά ως να μην υπάρχει τίποτε, είναι άδικο για τους δεκάδες ακτιβιστές που καθημερινά αγωνίζονται για αυτό το πράγμα από το μετερίζι τους.
Η τελευταία μας μαζική κινητοποίηση, όλους μας, ήταν πριν ένα χρόνο με τη μεγάλη πορεία από τα γραφεία του Ακιντζί στα γραφεία του Αναστασιάδη. Ήταν καλή κινητοποίηση, συντονιστήκαμε, είχαμε σχέδιο κοινό. Μας έκοψε η πανδημία, δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί στο επίπεδο του δρόμου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε τίποτε, δεν υπάρχει τίποτε, και “είναι η ώρα να αρχίσουμε”. Αυτό δεν μας εκφράζει εμάς, και θέλω να το πω ξεκάθαρα.
Πώς προχωρούμε; Η πανδημία είναι εκεί, τα προβλήματα που έχει συσσωρεύσει είναι τεράστια, όχι μόνο στο επίπεδο της οικονομίας, όχι μόνο στο επίπεδο της ψυχολογίας, της ανεργίας, αλλά και στο πρακτικό ζήτημα της δια ζώσης επαφής. Είναι εμπόδιο. Αυτό όμως δεν μπορεί να αποτελεί και άλλοθι στο να μην προσπαθούμε να ξεπεράσουμε τα εμπόδια, στο βαθμό που αφορά την ΠΕΟ. Βεβαίως ο χρόνος είπαμε είναι περιορισμένος, αλλά δεν σταματήσαμε ποτέ, κάθε μέρα μας απασχολεί. Κάθε μέρα, ακόμα και την περίοδο που ήταν το lockdown και ήταν κλειστά όλα, εμείς παλεύαμε ώστε οι Τουρκοκύπριοι συμπατριώτες μας που εργάζονται στο Νότο να έχουν στήριξη, επιδόματα, να βρεθεί τρόπος να πληρωθούν και όλα τούτα αποτελούν μέρος της καθημερινότητας, όχι μόνο της ΠΕΟ αλλά και καθενός από μας, κάθε αγωνιστή της ειρήνης και της επανένωσης. Με σεβασμό προς όλους, με παρακαταθήκη τους αγώνες, με παρακαταθήκη την κοινή δράση, μπορούμε να συνεχίσουμε, κυρίως όμως μπορούμε να εντείνουμε αυτή τη δράση. Τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα.
Δεν πρέπει ούτε να παραδοθούμε μοιρολατρικά, ούτε να μηδενίσουμε τις όποιες δράσεις, αλλά κυρίως το μήνυμα πρέπει να είναι ότι δεν θα περάσει η διχοτόμηση, δεν θα επιτρέψουμε να περάσει. Μακάρι οι συνθήκες να επιτρέψουν σύντομα να μπορέσει αυτό το πράγμα να εκφραστεί και στο δρόμο. Εύχομαι πραγματικά να τα καταφέρουμε. Παρακολουθώ κάποια μηνύματα, η ΠΕΟ είναι στη διάθεση να ακούσει τον οποιοδήποτε θέλει να συζητήσει μαζί της. Καλή συνέχεια σε όλους μας, καλή δύναμη και καλούς αγώνες.
November 7, 2020, Home for Cooperation, Nicosia
Since our 4th Annual Conference “The Left and the Cyprus problem”, which was dedicated to the concept of Federation and its significance for the Left, we have been witnessing the continuation of the profound unwillingness of Anastasiades to re-enter in negotiations with Akıncı and of his intention to withdraw from the previous agreement about the political equality and power sharing between the two communities. In these catastrophic conditions, we decided, early this year, that the 5th Annual Conference should be focused on the need for building a Front for Peace and Solution. The closure of the checkpoints made an early Summer date for the Conference impossible and we set a new date for Autumn.
The decision of President Anastasiades to close four checkpoints created conditions of mistrust between the two communities, as well as within the G/C community. It was a cynical exploitation of the pandemic to serve the G/C nationalists, giving also the excuse to the T/C nationalists to close the rest of the checkpoints. Both actions express an effort to further undermine the wish for solution. The benefits that both our communities would have if collaboration and solidarity had been the choice during the pandemic, are more than obvious.
The pandemic is much more than a global health crisis. Huge socio-economical problems globally are already following the pandemic, which, however, are not just the result of the virus. The pandemic has clearly revealed the fundamental problems and deficiencies of the dominating socioeconomic system – its intrinsic inhuman structure. Our opposition to neoliberalism, to privatisations, to austerity, has gained strong arguments, even for people that were not sharing it before.
This should be the time of the Left all over the world. It is the duty of the Left to lead the way against the unimaginable devastating social, economic and political crises that are coming.
In Cyprus, the Left has an additional and crucial role and duty. To stand firmly against the anti-solution policies both in the South and in the North, which are now more dangerous than ever before. The need for strengthening inter-communal cooperation of the Left has become more urgent than ever.
The 5th Conference aims, like the four previous ones, to bring together diverse strands of the Left in Cyprus, from both communities (political parties, trade unions, other political and social organisations and movements and individuals) and investigate ways to Build a Front for Peace and Solution.
Past experience leads us to aim at limiting the number of speakers to a manageable level, so that the Conference can deal adequately with the subject and allow proper discussion on the various subjects raised in each session. The grouping below is provided on a provisional basis as a guide for the submission of abstracts and is in no way meant to be a programme of the Conference. Its purpose is to provide the general framework for subjects within which papers will be proposed and accepted and it can also be assumed that some of the subjects in the list may not be taken up by proposals for papers.
If a large number of papers is deemed relevant, a selection will be made for papers to be presented at the Conference with the aim to provide a reasonable balance for the subjects to be discussed. Papers that will not be presented at the Conference but are deemed to be relevant will be circulated at the Conference and included in its Proceedings.
Titles and Abstracts should be submitted by the 10th of August and limited to no more than a hundred words in Greek or Turkish or English. Replies will be sent to the writers by the 1st of September, informing them whether their proposition has been chosen, either as an oral presentation or to be distributed in printed form. Final submissions should be limited to 1500 words, and submitted in electronic form by the 1st of October (at the email: left.and.cyprus.problem@gmail.com). The language of the final submissions should be Greek or Turkish. Simultaneous translation will be provided at the Conference (Greek to Turkish and Turkish to Greek).
If the author of a submission wishes his paper to be published in the Proceedings in both languages a translated text should be provided as well. Translation services may be provided by the Organising Committee at €20 per 250 words.
The Organising Committee
The Left and the Cyprus Problem
Subject Group I: The New World Environment – The World after Covid-19
Subject Group II: The New Realities in Cyprus
Subject Group III: Creating a Solution Front of the Left and beyond
Subject Group IV: The Enemies of a Solution
7 Kasım 2020, Dayanışma Evi, Lefkoşa
Federasyon kavramına ve bunun Sol için önemine adadığımız “Sol ve Kıbrıs Sorunu” Dördüncü Yıllık Konferans sonrasında Akıncı’yla görüşmelere geri dönme konusunda Anastasiadis’in sürekli isteksizliğine ve siyasi eşitlik ile iki toplum arasında erkin paylaşımı konusundaki anlaşmadan çekilme niyetine tanık olduk. Bu yıkıcı koşullar içerisinde, yılın başından itibaren Beşinci Yıllık Konferans’ın barış ve çözüm için bir cephenin inşası ihtiyacına odaklanması gerektiğine karar verdik. Barikatların kapatılması bu Konferansın yazdan önce yapılmasını imkânsız hale getirdi ve bunu sonbaharda yapmayı planladık.
Anastasiadis’in dört barikatı kapatma kararı iki toplum arasında ve aynı zamanda Kıbrıs Rum toplumu içerisinde güvensizlik koşulları yarattı. Bu konuda, Kıbrıslı Türk milliyetçilere diğer barikatları da kapatma bahanesini de veren ve Kıbrıs Rum milliyetçilere hizmet amacıyla pandeminin sinik bir şekilde istismarı da söz konusu oldu. Her iki hareket de çözüm arzusunu daha da zayıflatmaya yönelik bir çabayı ifade ediyor. Eğer pandemi sırasında tercihler işbirliği ve dayanışma olsaydı, bundan iki toplumun da sahip olacağı avantajlar aşikârdır.
Küresel bir sağlık krizinden çok daha öte bir şey olan pandemiyi şimdiden dünya çapında büyük sosyo-ekonomik sorunlar izlemektedir ve bunlar sadece virüsün sonucu değildir. Pandemi hâkim sosyo-ekonomik sistemin temel sorunlarını ve yetersizliklerini, insanlık dışı yapısını açıkça gözler önüne sermiştir. Neoliberal özelleştirmelere, kemer sıkma politikalarına karşıtlığımız, daha öncesinde bunu paylaşmayanlardan bazılarını bile ikna eden güçlü argümanlar kazandı.
Şimdi tüm dünyada Sol’un zamanıdır ve Sol’un zamanı olmalıdır. Sol’un görevi gelecek yıkıcı sosyal, ekonomik ve siyasal krizlere karşı mücadele etmektir.
Kıbrıs’ta Sol’un başka bir önemli rolü ve görevi daha var. Adanın gerek güneyinde, gerekse kuzeyinde, şimdi her zamankinden daha tehlikeli olan çözüm karşıtı politikalar karşısında geri adım atmaksızın dikilebilmek. Sol’un toplumlar arası işbirliğinin güçlendirilmesi gereksinimi her zamankinden daha acil hale gelmiştir.
5. Konferans, önceki dört konferansta da olduğu gibi, her iki toplumdan da Kıbrıs Solu’nun çeşitli akımlarını (siyasi partileri, sendikaları, diğer siyasi ve sosyal örgütleri, hareketleri ve bireyleri) bir araya getirmeyi ve bir Barış ve Çözüm Cephesi’nin inşasının yollarını araştırmayı hedeflemektedir.
Daha önceki konferanslarımızda edindiğimiz deneyimin ışığında, davetli konuşmacıların sayısını sınırlı tutarak, ele alınacak konuların yeterince irdelenmesine ve aynı zamanda her oturumun konusu hakkında tartışma için yeterli zamanın olmasına olanak sağlamayı amaçlıyoruz. Aşağıdaki listede yer alan kategoriler, konferans programı olarak değil, konferansa bir konuşmayla katılma önerisinde bulunacak olanlara rehberlik etmek amacıyla belirlenmiştir. Buradaki amaç, önerilecek ve seçilecek konuşma önerileri için konulara ilişkin bir çerçeveyi sunmaktır.
Önerilen konuşmalardan aralarında benzerlik arz edenlerin sayısı büyük olduğu takdirde, oturum başlıklarıyla ilgili bir dengenin sağlanması kriteriyle konuşmalar arasında zorunlu olarak bir seçim yapılacaktır. Konferansta sunum için seçilmeyen fakat ele alınacak konularla ilgili olduğu değerlendirilmesi yapılan konuşmaların tam metinleri konferansta katılımcılara dağıtılmak ve konferans tutanaklarına dâhil edilmek üzere yazarlarından istenecektir.
Konferansta yapılması önerilen konuşmanın Yunanca, Türkçe veya İngilizce başlığını ve özetini içeren (100 kelimeyi aşmayan) metinler 10 Ağustos’a kadar gönderilmelidir. Önerileri konferansta konuşma olarak sunulacak olanlar da, metin olarak dağıtılacak olanlar da 1 Eylül’e kadar Organizasyon Komitesi tarafından bilgilendirilecektir. Konferansta sunulacak ya da dağıtılacak olan nihai metinler Yunanca veya Türkçe olarak yazılmış olmalı, 1500 kelimeyi geçmemeli ve en geç 1 Ekim tarihine kadar left.and.cyprus.problem@gmail.com e-mail adresine gönderilmelidir. Konferansta yapılacak konuşmalar (Türkçe’den Yunanca’ya ya da Yunanca’dan Türkçe’ye) eşzamanlı olarak tercüme edilecektir.
Metninin Konferans tutanaklarında hem Yunanca, hem de Türkçe olarak yayımlanmasını arzu edenlerin metinlerinin yazılı çevirisinin yapılmasını kendilerinin üstlenmesi gerekmektedir. Yazılı çeviri hizmeti 250 kelimesi 20 Euro karşılığında Organizasyon Komitesi tarafından sağlanabilir.
Organizasyon Komitesi
Sol ve Kıbrıs Sorunu
Konu Grubu I: Yeni Küresel Ortam – Koronavirüs Sonrası İnsanlık
Konu Grubu II: Kıbrıs’taki Yeni Gerçeklikler
Konu Grubu III: Çözüm İçin Sol ve Daha Geniş Kesimler Tarafından Bir Cephenin Oluşturulması
Konu Grubu IV: Çözümün Düşmanları
7 Νοεμβρίου 2020, Σπίτι της Συνεργασίας, Λευκωσία
Μετά από το 4ο Ετήσιο Συνέδριο «Η Αριστερά και το Κυπριακό», το οποίο αφιερώσαμε στην έννοια της Ομοσπονδίας και τη σημασία της για την Αριστερά, έχουμε γίνει μάρτυρες της συνεχιζόμενης εμφανούς απροθυμίας του Αναστασιάδη να επανέλθει σε συνομιλίες με τον Ακκιντζί και της πρόθεσής του να αποσυρθεί από τη συμφωνία για πολιτική ισότητα και κατανομή της εξουσίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Μέσα σε αυτές τις καταστροφικές συνθήκες, αποφασίσαμε, από τις αρχές του χρόνου, ότι το 5ο Ετήσιο Συνέδριο θα πρέπει να εστιαστεί στην ανάγκη για οικοδόμηση ενός Μετώπου για την Eιρήνη και τη Λύση. Το κλείσιμο των οδοφραγμάτων κατέστησε αδύνατη τη διεξαγωγή του Συνεδρίου πριν από το καλοκαίρι και την προγραμματίσαμε για το Φθινόπωρο.
Η απόφαση του Αναστασιάδη να κλείσει τέσσερα οδοφράγματα δημιούργησε συνθήκες δυσπιστίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων, καθώς και εντός της Ε/Κ κοινότητας. Ήταν μια κυνική εκμετάλλευση της πανδημίας προς εξυπηρέτηση των Ε/Κ εθνικιστών, που έδωσε και τη δικαιολογία στους Τ/Κ εθνικιστές να κλείσουν και τα υπόλοιπα οδοφράγματα. Και οι δύο πράξεις εκφράζουν μια προσπάθεια παραπέρα υπονόμευσης της επιθυμίας για λύση. Τα πλεονεκτήματα που θα είχαν και οι δύο μας κοινότητες αν η συνεργασία και η αλληλεγγύη ήταν οι επιλογές κατά την πανδημία, είναι πέρα από προφανή.
Η πανδημία είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια παγκόσμια υγειονομική κρίση. Τεράστια κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα ακολουθούν ήδη, σε παγκόσμιο επίπεδο, την πανδημία, τα οποία όμως δεν είναι απλά το αποτέλεσμα του ιού. Η πανδημία έχει ξεκάθαρα αποκαλύψει τα θεμελιώδη προβλήματα και τις ανεπάρκειες του κυρίαρχου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος – την εγγενή απάνθρωπη δομή του. Η αντίθεσή μας στο νεοφιλελευθερισμό, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη λιτότητα, έχει κερδίσει ισχυρά επιχειρήματα, ακόμα και για ανθρώπους που δεν τη συμμερίζονταν προηγούμενα.
Τώρα οφείλει να είναι η ώρα της Αριστεράς σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι το καθήκον της Αριστεράς να οδηγήσει την αντίσταση ενάντια στις καταστροφικές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές κρίσεις που έρχονται.
Στην Κύπρο, η Αριστερά έχει ένα ακόμα κρίσιμο ρόλο και καθήκον. Να σταθεί ανυποχώρητα ενάντια σε αντιτιθέμενες στη λύση πολιτικές, τόσο στο Νότο όσο και στο Βορρά, που είναι τώρα πιο επικίνδυνες παρά ποτέ προηγούμενα. Η ανάγκη ενδυνάμωσης της διακοινοτικής συνεργασίας της Αριστεράς έχει καταστεί πιο επιτακτική παρά ποτέ.
Το 5ο Συνέδριο στοχεύει, όπως και τα τέσσερα προηγούμενα, να φέρει μαζί τα διάφορα ρεύματα της Κυπριακής Αριστεράς και από τις δύο κοινότητες (πολιτικά κόμματα, συνδικαλιστικές οργανώσεις, άλλες πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις, κινήματα και άτομα) και να διερευνήσει τρόπους για την Οικοδόμηση ενός Μετώπου για την Ειρήνη και τη Λύση.
Η εμπειρία των προηγούμενων Συνεδρίων μας οδήγησε στο να επιδιώξουμε τον περιορισμό του αριθμού των ομιλητών, ώστε το Συνέδριο να καλύψει επαρκώς τις θεματικές του, επιτρέποντας ταυτόχρονα αρκετό χρόνο συζήτησης των ζητημάτων που θα εγερθούν κατά την κάθε του σύνοδο. Η κατηγοριοποίηση στον πιο κάτω κατάλογο προορίζεται ως οδηγός για την υποβολή προτάσεων και δεν προτείνεται ως πρόγραμμα του Συνεδρίου. Σκοπός της είναι να δώσει ένα γενικό πλαίσιο θεμάτων για τις προτάσεις που θα υποβληθούν και επιλεγούν, και αναμένεται επίσης ότι ίσως αυτές να μη καλύψουν κάποια από αυτά τα θέματα.
Στην περίπτωση όπου μεγάλος αριθμός προτάσεων θεωρηθεί σχετικός, θα γίνει υποχρεωτικά επιλογή εκείνων που θα παρουσιαστούν ως ομιλίες, με κριτήριο την επίτευξη μιας απαραίτητης ισορροπίας των θεματικών. Για προτάσεις που δεν θα επιλεγούν για να παρουσιαστούν στο Συνέδριο ως ομιλίες, που έχουν όμως κριθεί σχετικές με τις υπό συζήτηση θεματικές, τα πλήρη κείμενά τους θα διανεμηθούν στο Συνέδριο και θα συμπεριληφθούν στα Πρακτικά του.
Οι τίτλοι και περιλήψεις (μέχρι 100 λέξεις) στα ελληνικά ή τουρκικά ή αγγλικά πρέπει να υποβληθούν μέχρι την 10η Αυγούστου. Οι συγγραφείς τους θα ενημερωθούν μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου κατά πόσο η πρότασή τους έχει επιλεγεί, είτε για να παρουσιαστεί ως ομιλία είτε για να διανεμηθεί ως γραπτό κείμενο. Τα τελικά κείμενα θα πρέπει να είναι στα ελληνικά ή τουρκικά, να μην υπερβαίνουν τις 1500 λέξεις και να υποβληθούν ηλεκτρονικά (στο e-mail: left.and.cyprus.problem@gmail.com) μέχρι την 1η Οκτωβρίου. Στο Συνέδριο θα γίνεται ταυτόχρονη μετάφραση (από τα ελληνικά στα τουρκικά και από τα τουρκικά στα ελληνικά).
Εάν ο συγγραφέας επιθυμεί να δημοσιευθεί και στις δύο γλώσσες το κείμενό του στα Πρακτικά του Συνεδρίου, θα πρέπει να μεριμνήσει για τη μετάφρασή του. Υπηρεσίες μετάφρασης μπορούν να παρασχεθούν από την Οργανωτική Επιτροπή προς €20 ανά 250 λέξεις.
Η Οργανωτική Επιτροπή
Η Αριστερά και το Κυπριακό
Ομάδα Θεμάτων Ι: Το Νέο Παγκόσμιο Περιβάλλον – Η Ανθρωπότητα μετά τον Κορωνοϊό
Ομάδα Θεμάτων ΙΙ: Οι Νέες Πραγματικότητες στην Κύπρο
Ομάδα Θεμάτων ΙΙΙ: Δημιουργώντας ένα Μέτωπο για Λύση από την Αριστερά αλλά και ευρύτερα
Ομάδα Θεμάτων ΙV: Οι εχθροί της Λύσης
Ahmet An
Είναι γνωστό ότι επί οθωμανικής διοίκησης ότι οι δυο κύριες εθνικές ομάδες στην Κύπρο, οι Ε/κύπριοι και Τ/κύπριοι, κατά καιρούς εξεγήρονταν από κοινού κατά της βαριάς φορολογίας και της καταπίεσης που υφίσταντο. Μετά το 1878 κι επί αγγλοκρατίας, πριν ακόμα τεθεί από τους Ε/κύπριους θέμα ένωσης, οι εκπρόσωποι των δυο κοινοτήτων συνεργάζονταν στο Νομοθετικό Συμβούλιο προασπιζόμενοι το γενικότερο συμφέρον του λαού του νησιού. Παράδειγμα τούτου βλέπουμε δυο φορές μέσα στο 1902. Τον Απρίλιο του 1902 οι δυο από τους τρεις Τ/κύπριους μέλη (Hafız Ziyai ile Ahmet Derviş) υποστήριξαν την διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της βουλής και την κατάργηση του δικαιώματος αρνησικυρίας των Αγγλων. Τον Ιούνιο του 1902 και παρά την αναφορά του Ε/κύπριου Γιώργου Σιακαλλή στην ένωση, οι Ζίγιάι και Ντερβίς καταψήφισαν μαζι με τους Ε/κύπριους την αφαίρεση από τον προϋπολογισμό του ποσού των 92800 Λιρών Στερλινών που αποτελούσε το ετήσιο τέλος (χαράτσι) που πλήρωναν οι Αγγλοι στους Οθωμανούς. Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι μετά από κάθε ένα από τα δυο περιστατικά οι άγγλοι προκαλούν τους αντίπαλους τους διαδίδοντας ότι τα μέλη τους συνεργάζονται με τους Ε/κύπριους για να δωσουν το νησί στην Ελλάδα.
Στην συνεδρίαση του Νομοθετικού Συμβουλίου από τις 7 Μαΐου 1903 κάποιοι Ε/κύπριοι κάνουν αναφορά στον πόθο για ένωση. Μετά από αυτό, στην συνεδρίαση της 18ης Ιουνίου 1903 ο Derviş Efendi απαίτησε την έγκριση ενός νομοσχεδίου σύμφωνα με το οποίο, στην περίπτωση αποχώρησης της Αγγλία από το νησί, αυτό να δοθεί πίσω στην Τουρκία. Μετά την αλλαγή πολιτικής οι Τ/κύπριοι έπαψαν να συνεργάζονται με τους Ε/κύπριους προς όφελος του νησιού και αντιδρούν συνεχώς στις εισηγήσεις για αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος του νησιού[1]. Τα γεγονότα που συνέβησαν αυτήν την περίοδο μεταξύ των δυο κοινοτήτων εξαιτίας του ζητήματος της ένωσης έχουν καταγραφεί λεπτομερώς από τους Τ/Κύπριους ιστορικούς συγγραφείς της εποχής[2].
Μια άλλη συνεργασία που δεν αναφέρεται στα επίσημα βιβλία της ιστορίας, έγινε στο πρώτο γεωργικό συνέδριο στις 13ης Απριλίου 1924 στο Λευκόνοικο. Αξίζει να σημειωθεί ότι επειδή θα συμμετείχαν στο συνέδριο και Τ/κύπριοι γεωργοί είχε εκ των προτέρων συμφωνηθεί ότι δεν θα γινόταν σε αυτό καμιά αναφορά στο ζήτημα της ένωσης. Ο δικηγόρος Κυριάκος Ροσσίδης κατάφερε να μαζέψει 250 Ε/κύπριους και 65 Τ/κύπριους αντιπροσώπους από όλες τις περιοχές της Κύπρου. Στην καταληκτική διακήρυξη του συνεδρίου τίθεται θέμα κατάργησης της δεκατίας και την άμεση σύσταση Γεωργικής Τραπέζης. Στην εκτελεστική επιτροπή εξελέγηκαν 12 Ε/κύπριοι και 6 Τ/κύπριοι[3]. Οι Τ/κύπριοι αντιπρόσωποι ήταν: ο Hoca Hakkı, ο Dedezade Asım από τα Γέναγρα, ο Ali Fehmi από τη Γαλάτεια, ο Teralı Faik από την Πάφο και ο A. Ratib Bey από την Ποταμιά. Το καταστατικό που συνέταξε αργότερα η επιτροπή, τυπώθηκε και στην τουρκική και διανεμήθηκε σε όλα τα τουρκικά χωριά στο νησί. Στη δεύτερη συνέλευση της εκτελεστικής επιτροπής τον απρίλιο του 1924 συζητείται το θέμα ίδρυσης ενός αγροτικού κόμματος. Η πρωτοβουλία όμως αυτή ναυαγεί λόγο της αδιαφορίας της αγλικκής διοίκησης και τη διάσταση προσωπικών απόψεων των συνέδρων[4].
Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθούμε σε δυο ανεπιτυχείς προσπάθειες για την ίδρυση πολιτικού φορέα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της τ/κυπριακής κοινότητας. Η πρώτη στις 7 Ιουνίου 1924 στην Αμμόχωστο για ίδρυση της Ισλαμικής Κοινότητας και η δεύτερη την 1η Μαΐου 1931 στη Λευκωσία για ίδρυση του Τ/κυπριακού Εθνοτικού Κογκρέσου.
Είναι γνωστή η ύπαρξη επικοινωνίας μεταξύ της κομμουνιστικής εφημερίδας «Νέος Άνθρωπος» που κυκλοφόρησε την 1 Ιανουαρίου 1925 και της τ/κυπριακής εφημερίδας «Birlik». Αυτή τη χρονιά Τ/κύπριοι εργάτες ειχαν ενταχθεί με τους Ε/κύπριους στο Εργατικό Κέντρο στη Λεμεσό και μετέφρασαν το καταστατικό του στα τούρκικα. Ανάμεσα στους ομιλητές στους γιορτασμούς για την Πρωτομαγιά το 1927 ήταν και ο Τ/κύπριος εργάτης Ali Feruzi.
Να πούμε ότι και το καταστατικό της Εργατικής Λέσχης στη Λευκωσία είχε επίσης μεταφραστεί και εκδοθεί το 1931 σε 500 αντίτυπα. Ο Γιώργος Χατζηπαύλου που διετέλεσε από το 1920 Πρόεδρος της Λέσχης εκδίδει το 1925 την δική του εφημερίδα με την ονομασία «Λαϊκή». Στο εκλογικό του πρόγραμμα υποστηρίζει την συνεργασία με την κυβέρνηση και τους Τ/κύπριους. Επιδιώκει την εισαγωγή ενός πιο φιλελεύθερου συντάγματος με σκοπό την κατάργηση του χαρατσιού και της δεκατίας και την αντιμετώπιση τοπικών αναγκών[5].
Το 1925 η Κύπρος ανακηρύσσεται σε αποικία του στέμματος. Ο αριθμός των Ε/κυπρίων μελών της βουλής αυξάνεται από 9 στους 12 ενώ ο αριθμός των Τ/κυπρίων μελών παραμένει στους 3. Με την αύξηση όμως του αριθμού των άγγλων εκπροσώπων από 6 σε 9 διατηρείται μια ισορροπία. Στις εκλογές του οκτωβρίου 1925 οι μετριοπαθείς Ε/κύπριοι καταγράφουν επιτυχία ενώ από τους 6 ακραίους ενωτικούς υποψηφίους μόνο ένας κατάφερε να εκλεγεί. Για πρώτη φορά εκλέγηκαν τρεις Ε/κύπριοι υποψήφιοι με ένα φιλεργατικό πρόγραμμα.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου ιδρύθηκε από 20 Ε/κύπριους σε μια μυστική συνέλευση στις 14 Αυγούστου 1926. Ανάμεσα στους ιδρυτές του κόμματος δεν υπηρχε κανένας Τ/κύπριος, στην αθλητική λέσχη όμως του κόμματος υπήρχαν 12 Τ/κύπριοι μέλη. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι οι Τ/κύπριοι μέλη της Ένωσης Οικοδόμων συμμετείχαν στις απεργίες με τους ταξικούς τους αδελφούς κι ένας Τ/κύπριος από την Λεμεσό, ο Κεμάλ Αχμέτ ήταν μέλος της Κεντρικής επιτροπής του ΚΚΚ[6].
Ο «Νέος Ανθρωπος» στην έκδοση του της 8ης Ιανουαρίου 1927 γράφει τα εξής. «Η εθνική αποκατάσταση μπορεί να επιτευχθει μόνο μετά την απελευθέρωση από τον ξένο ζυγό. Όλοι όσοι είναι εναντίον της Βρετανίας, αστοί ή προλετάριοι, Ελληνες ή Τούρκοι, υποστηρικτές της Ελλάδας ή της αυτονομίας πρέπει να συνεργαστούν κατά της ξένης διοίκησης.
Το 1 Συνέδριο του ΚΚΚ καθορίζει το στόχο της «ανεξάρτητης Κύπρου» στα πλαίσια της «Σοχιαλιστιής ομοσπονδίας των Βαλκανίων». Αυτή η πρόταση δεν βρίκε έρεισμα στους Ε/κύπριους εθνικιστές που ήθελαν την ένωση με την Ελλάδα και υπήρχαν αυξημένες συζητήσεις. Το ΚΚΚ συγκαλεί το 1927 το πρώτο έκτακτο συνέδριο με σκοπό την εξέταση του θέματος και την αναθεώρηση της πολιτικής του γραμμής. Δυστυχώς δεν καθορίζει μια ξεκάθαρη στάση στο θέμα της ένωσης. Διότι το ΚΚΣΕ, το οποίο αποτελούσε το πρότυπο του, ήταν εναντίον της Ένωσης και δεν τολμά να το κατακρίνει ανοικτά.
Το 1927 οι Εκύπριοι και Τ/κύπριοι μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου ψηφίζουν όλοι μαζί αρνητικά μετά από την άρνηση να αφαιρεθεί από τον προϋπλογισμό το άρθρο που αφορά στο χαράτσι. Μετά από αυτό ο νεοδιορισμένος στο νησί κυβερνήτης Ronald Storrs αναγκάζεται να εγκρίνει τον προϋπολογισμό με διάταγμα. Λίγο καιρό αργότερα η Αγγλία καταργεί το χαράτσι.
Σε συνέχεια αυτής της συνεργασίας στο συμβούλιο, ο Χατζηπαύλου γράφει στην έκδοση της Νέας Λαϊκής από τις 23 Σεπτεμβρίου 1927 ότι «μόνο με τη συνεργασία με τους Τούρκους μπορούμε να προοδεύσουμε». Ο Γιώργος Χατζηπαύλου, τρεις μήνες αργότερα εκφράζει στην ίδια εφημερίδα στην έκδοση της 23ης Δεκεμβρίου 1927 τις ακόλουθες απόψεις:
«Δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια δυνατή συνεργασία μεταξύ Ε/κυπρίων και Τ/κυπρίων στο Νομοθετικό Συμβούλιο. Πιστεύω όμως ότι στην περίπτωση που θα μειωθεί η επίδραση στην κοινότητα του ΕΒΚΑΦ ως διαχειριστή των θρησκευτικών περιουσιών και της κυβέρνησης που διασφαλίζει την φροντίδα των τζαμιών και των σχολείων, τότε θα μπορέσουν να εκλεγούν στο Συμβούλιο πραγματικά δημοκρατικοί Τ/κύπριοι εκπρόσωποι. Υπάρχουν προοδευτικοί Τ/κύπριοι που θέλουν να γλυτώσουν από την κηδεμονία του ΕΒΚΑΦ αλλά με την δράση των αντιδραστικών στοιχείων όλες οι προσπάθειες τους αποβαίνουν άκαρπες. Γι αυτό αποτελεί καθήκον μας να βοηθήσουμε τους προοδευτικούς Τ/κύπριους να ανέλθουν στην εξουσία. Διότι μόνο αυτοί μπορούν να αρνηθούν να είναι το μυστικό κλειδί της κυβέρνησης».
Προχωρώντας ακόμα περισσότερο ο Χατζηπαύλου στο άρθρο του εισηγείται να τυπωθούν φυλλάδια για να δείξουν στην τ/κυπριακή κοινότητα πόσο λίγο ρόλο παίζουν οι εκπρόσωποι της στο Νομοθετικό Συμβούλιο και πόσο ανεπιτυχείς είναι στην προάσπιση των τοπικών συμφερόντων[7].
Με το μανιφέστο του που κυκλοφόρησε επ ευκαιρίας των πενηντάχρονων της αγγλικής αποικιοκρατίας το 1928, το ΚΚΚ απαιτεί να δοθεί αυτονομία στο νησί. Μια αντιπροσωπεία αποτελούμενη από Ε/κύπριους ταξιδεύει το 1929 στο Λονδίνο και απαιτεί από την κυβέρνηση του Αγγλικού Εργατικού Κόμματος την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Γνωρίζουμε ότι εκείνη την εποχή τα Κομμουνιστικά Κόμματα Κύπρου και Ελλάδας ήταν ενάντια στην Ένωση.
Το 1930 το ΚΚΚ συμμετέχει στις εκλογές για το Νομοθετικό Συμβούλιο με το σύνθημα της αυτονομίας και παίρνει 15% των ψήφων, δεν καταφέρνει όμως να εκλέξει αντιπρόσωπο στο Συμβούλιο. Σε αυτές τις εκλογές ο Ε/κύπριος υποψήφιος Χατζηπαύλου στηρίζει την εκλογική εκστρατεία του κεμαλιστή Necati Bey που ήταν ανθυποψήφιος του Münir Bey του αντιπροσώπου του ΕΒΚΑΦ. Ο Necati Bey έχοντας την στήριξη και του τούρκου προξένου στην Κύπρο, του Asaf Bey, κέρδισε τις εκλογές με μεγάλο ποσοστό.
Με τον περί παιδείας νόμο του 1895 ακολουθείται περισσότερο το σχολικό πρόγραμμα στην Ελλάδα και την Τουρκία και δεν δημιουργήθηκε ένα σύστημα ειδικά για το νησί. Οι αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα της Τουρκίας το 1930 εφαρμόζονται ως έχουν στα τ/κυπριακά σχολεία και η 23η Απριλίου και 29 Οκτωβρίου καθιερώνονται ως εθνικές επέτειοι. Ο σπόρος του εθνικισμού που καλλιεργήθηκε από τις εφημερίδες μοίρασε την τ/κυπριακή ηγεσία σε Φιλοεβκαφικούς –Αγγλόφιλους και σε Λαϊκούς – Εθνικιστές.
Σε άρθρο του στον Νέο Ανθρωπο στις 13 Ιουνίου 1930 ο Ahmet Fethullah αναφέρεται στην ανάγκη σύστασης μιας κοινής οργάνωσης Ε/κυπρίων και Τ/κυπρίων[8]. Σε μια έκθεση της αστυνομίας, ένα χρόνο αργότερα, γίνεται αναφορά σε μια κομμουνιστική ομάδα αποτελούμενη μόνο από Τ/κύπριους. Από τα κύρια στελέχη της ήταν ο ντελάλης Salim Aziz Bulli ο bakkal Ahmet Hulûsi[9] ο δικαστικός κλητήρας Osman Vehbi[10] και ο ράφτης Naim Hoca.
Οι Ε/κύπριοι ήταν επίσης χωρισμένοι σε δυο στρατόπεδα. Τους ενωτικούς-εθνικιστές και τους κομμουνιστές. Μετά τις συγκρούσεις που έγιναν κατά τους γιορτασμούς της 25 Μαρτίου 1931 συλλαμβάνονται 5 κομμουνιστές στη Λευκωσία και 25 στη Λεμεσό. Σύμφωνα με αστυνομικά έγγραφα, ο αριθμός των κομμουνιστών στο νησί είχε ανεβεί τους τελευταίους 6 μήνες από 181 σε 365 οι δε συνελεύσεις τους ήταν πολυπληθείς.
Όταν στο Νομοθετικό Συμβούλιο ανάφερε ο δημοκρατικός Necati εισηγήθηκε ότι η Κύπρος είναι τμήμα της Ανατολίας, ο αγγλόφιλος αντιπρόσωπος Dr. Eyyub σε άρθρο του στην φιλοεβκαφική εφημερίδα “Hakikat” κατηγορεί αυτούς που θέλουν να μιμούνται κάθε πράξη και κάθε κίνηση των εθνικιστών στην Τουρκία αγνοώντας ότι οι δυο χώρες έχουν διαφορετική διοικητική και κοινωνική δομή[11]. Αυτός ο ίδιος ο Dr. Eyyub στη συζήτηση το 1930 του νέου Νόμου περί Δημαρχείων είχε προκαλέσει την αντίδραση των Ε/κυπρίων αντιπροσώπων εισηγούμενος οι αντιδήμαρχοι να εκλέγονται από το σώμα των Τ/κυπρίων. Ο Χατζηπαύλου του απάντησε ως εξής: «Με αυτόν τον τρόπο ο κύριος αντιπρόσωπος εισηγείται να βγάζουμε ένα τενεκέ λάδι από μια μόνο ελιά». Ο Κακογιάννης είπε τα εξής: «Αν γίνει αποδεκτή η εισήγηση του Dr. Eyyub θα δοθούν ακόμα μεγαλύτερα δικαιώματα στη μειονότητα. Διότι οι Τ/κύπριοι θα διατηρήσουν το δικαίωμα να εκλέγονται στη δημαρχεία. »[12]
Στις 28 Απριλίου 1931 ο δημοκρατικός Necati Bey, στην απουσία των άλλων δυο τ/κυπρίων αντιπροσώπων, καταψηφίζει μαζί με τους Ε/κύπριους αντιπροσώπους την πρόταση Νόμου Περί Τελωνειακών Δασμών και Εσόδων. Με αυτό παύει η αυτόματη στήριξη που παρείχαν οι Τ/κύπριοι αντιπρόσωποι στην αποικιακή διοίκηση από το 1878 και μετά. Αυτό ήταν ένα νέο δείγμα συνεργασίας μεταξύ Ε/κυπρίων και Τ/κυπρίων αντιπροσώπων μετά την καταψήφιση του Προϋπολογισμού το 1927. Το γεγονός εξόργισε τον Άγγλο κυβερνήτη Ronald Storrs ο οποίος στα απομνημονεύματα του αναφέρθηκε στον Necati Bey ως «εκείνος ο μικρός Τούρκος, ο 13ος Ε/κύπριος αντιπρόσωπος στο Νομοθετικό Συμβούλιο». [13]
Μια προκήρυξη που κυκλοφόρησε στις 28 Ιουλίου 1931 στην τουρκική, χαρακτηρίζει τους Χατζηπαύλου και Μιχαηλίδη ως ψευδείς φιλεργατικούς και καλεί τους εργάτες μέλη των οργανώσεων «Φιλεργατική» και «Πανεργατική» να φύγουν και να γραφτούν στις δικές τους οργανώσεις. Από τις 17 υπογραφές στην προκήρυξη η μια ανήκε στον ράφτη Mehmet Hüseyin και η άλλη στον βαφέα υφασμάτων Mehmet Emin İbrahim. Στις 13 Αυγούστου 1931 κυκλοφόρησε στην εφημερίδα «Söz» ένα άρθρο με τίτλο «όποιος εγκαταλείπει το κοπάδι τον τρώει ο λύκος» καταγγέλλει ότι κάποιοι Τ/κύπριοι εμπορευόμενοι είχαν προσεγγιστεί από μπολσεβίκους.
Όταν η αγγλική αποικιακή διοίκηση προσπάθησε να εφαρμόσει δια της βίας το νόμο που είχε απορριφτεί με την ψήφο του Necati Bey, οι Ε/κύπριοι ξεκίνησαν τον Οκτώβρη του 1931 εθνικιστικές εκδηλώσεις υπέρ της ένωσης κι έκαψαν το κυβερνείο. Το ΚΚΚ είναι ενάντια στην εκκλησιαστική προπαγάνδα της Ένωσης και με απόφαση του κόμματος, υποστηρικτές του συμμετέχουν στις εκδηλώσεις αλλά αντί για ένωση προωθούν το σύνθημα της αυτονομίας. Η αποικιακή διοίκηση εκμεταλλευόμενη αυτές τις ταραχές κλείνει το Νομοθετικό Συμβούλιο, αναστέλλει το σύνταγμα και απαγορεύει όλες τις πολιτικές δραστηριότητες. Έτσι ξεκίνησε μια νέα περίοδος καταπίεσης που θα κρατούσε μέχρι το 1941 κι έφερε το όνομα του νέου κυβερνήτη, του Πάλμερ. Ακόμα και σε αυτή την περίοδο βρίσκονται ευκαιρίες για πολιτικές συνεργασίες.
Στην εφημερίδα “Ses” στις 18 Ιουνίου 1937, με τον τίτλο «Πολιτική Κοινότητα» αναμεταδίδεται από την εφημερίδα «Ελευθερία» η είδηση ότι συστάθηκε από Ε/κύπριους και Τ/κύπριους μια πολιτική κοινότητα με στόχο την υποστήριξη της αυτονομίας και η οποία εκτός της Λευκωσίας θα έχει παραρτήματα και σε άλλες επαρχίες. Ανάμεσα στα μέλη αυτής της Κοινότητας, εξέχον μέλος της οποίας ήταν ο γνωστός δικηγόρος της Λευκωσίας Yannis Kleridis, συγκαταλέγονται ο M. Hami πρώην μέλος στο Νομοθετικό Συμβούλιο, ο αζάς στο δήμο Λάρνακας δικηγόρος Bay Celal Şefik, αζάς δήμου Λεμεσού οδοντίατρος Bay Nazif κι άλλοι.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη ήταν η διακοπή από τον ιδιοκτήτη της εφημερίδας «Söz» μιας σειράς άρθρων του Necati Bey που είχε αρχίσει να δημοσιεύει στις 5 Ιουνίου και 12 Ιουνίου 1937 σχετικά με τους πραγματικούς λόγους της στροφής προς την κοινοτική διοίκηση. Αντίδραση υπήρξε και από την εφημερίδα “Ses”. Στο φύλλο της με ημερομηνία 25 Ιουνίου 1937 δημοσιεύεται ένα άρθρο με τίτλο «Αρχίζει μια πολιτική και πολιτιστική ένωση Ε/κυπρίων και Τ/κυπρίων στη θέση της Τουρκο-Αγγλικής συνεργασίας;. Σε αυτό ασκείται κριτική στον M. Hami πρώην μέλους στο Νομοθετικό Συμβούλιο για τη συμμετοχή του στην Πολιτική Κοινότητα.
Το άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Ses”, υποστηρικτή του κεμαλιστικού τουρκικού εθνικισμού μα και η στάση της εφημερίδας “Söz” είναι ενδεικτικά για την κυρίαρχη τ/κυπριακή σκέψη εκείνη την εποχή.
Το 1937 ιδρύεται από τους Κομμουνιστές στο Λονδίνο η οργάνωση «Επιτροπή για την αυτονομία της Κύπρου». Η επιτροπή αυτή το 1939 παραδίδει στο Υπουργείο Αποικιών ένα μνημόνιο που ήρθε από την Κύπρο με 200 υπογραφές και στο οποίο περιέχονται εισηγήσεις για βασικές αλλαγές στο σύνταγμα. Κάτι που δεν έγινε όμως αποδεκτό.
Αργότερα, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο Ε/κύπριοι και Τ/κύπριοι υπηρετούν στον αγγλικό στρατό σε διάφορα μέτωπα. Λόγω των δύσκολων οικονομικών συνθηκών στην Κύπρο ιδρύονται κοινές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Εξ αιτίας του ζητήματος της ένωσης η πρώτη διάσπαση των κοινών συνδικάτων έγινε τέλη του 1942 με την ίδρυση της συντεχνίας τ/κυπρίων μαραγκών. Αργότερα ακολούθησε μια μεγαλύτερη διάσπαση, το 1945. Πρέπει να τονίσουμε ότι η πολιτική της ένωσης που ακολούθησε το ΑΚΕΛ αποτέλεσε το μεγαλύτερο εμπόδιο για την πολιτική συνεργασία του με τους Τ/κύπριους.
[1] Bkz. An, Ahmet, Kıbrıs Türk Liderliğinin Oluşması (1900-1942), Lefkoşa 1997, s.14-15
[2] 1895-1907 yılları arasındaki protesto mektupları için bkz. Osman Örek, History Speaks, Nicosia, March 1971, ayrıca Sabahattin İsmail, İngiliz Yönetiminde Türk-Rum İlişkileri ve İlk Türk-Rum Kavgaları, Lefkoşa 1997, 394s., Ahmet C. Gazioğlu’nun iki kitabı, Enosis Çemberinde Türkler (1878-1952), Lefkoşa 1996, 505s. ve Enosise Karşı Taksim ve Eşit Egemenlik (1951-1959), Lefkoşa 1998, 472s.
[3] Eleftheria, 16 Nisan 1924’den aktaran Y. Katsourides, Kıbrıs Komünist Partisi Tarihi, Lefkoşa 2014, agy, s.129
[4] An, Ahmet, İşçi Sınıfının Geçmişteki Güzel İşbirliği Günleri, Afrika gazetesi, 23-26 Kasım 2005
[5] Georghallides, G.S., Cyprus and the Governorship of Sir Ronald Storrs, Nicosia 1985’den aktaran A.An, Kıbrıs Türk Liderliğinin Oluşması (1900-1942), Lefkoşa 1997, s. 88-89
[6] Katsourides, agy, s.184
[7] Georghallides, G.S., Cyprus and the Governorship of Sir Ronald Storrs, Nicosia 1985’den aktaran A.An, Kıbrıs Türk Liderliğinin Oluşması (1900-1942), Lefkoşa 1997, s.98-99
[8] Neos Antropos, 13 Haziran 1930’dan aktaran Katsourides, agy, s.185
[9] Nevzat, Altay, Nationalism amongst the Turks of Cyprus: The First Wave,
University of Oulu, Finland, 2005, s.328-329
[10] Mapolar, H.A., Aslar: Bir Devre Adını Yazanlar, Lefkoşa 2016, s.85
[11] An, Ahmet, Kıbrıs Türk Liderliğinin Oluşumu (1900-1942), Lefkoşa 1997, s. 149 ve 165
[12] agy, s. 113
[13] Orientations, London 1943, p.502
Ahmet An
Kıbrıs’ta yaşayan iki ana etnik-ulusal toplum olan Kıbrıslı Rumlar ile Kıbrıslı Türklerin, Osmanlı yönetimi altında iken, ağır vergi yüküne ve baskılara karşı bazen birlikte ayaklandıkları bilinmektedir. 1878’de başlayan İngiliz yönetimi altında da, Türk üyeler Kavanin Meclisi’nde, Rum üyelerin enosis konusunu gündeme getirmedikleri zamanlarda, birlikte hareket ederek, ada halkının genel çıkarlarını savunurlar. Bunun örnekleri 1902 yılı içinde iki defa görülür. Nisan 1902’de, üç Türk üyeden ikisi (Hafız Ziyai ile Ahmet Derviş), Rum üyeler tarafından dile getirilen, Meclis yetkilerinin genişletilmesi ve egemen güç olan İngiltere’nin veto hakkının kaldırılması taleplerini destekler. Haziran 1902’de, Rum üye Yorgo Şagalli’nin enosis emelinden söz etmiş olmasına rağmen, yine Ziyai ve Derviş Efendiler, İngiltere tarafından Osmanlı hükümetine her yıl ödenen 92,800 sterlin tutarındaki “Haraç”ın (Tribute) Kıbrıs bütçesinden alınmamasını isteyen Rumlarla birlikte oy kullanırlar. İlginçtir, her iki olaydan sonra da, İngiliz yöneticiler, muhalifleri kışkırtır ve “Mebuslarımız adayı Yunanistan’a vermek için Rumlarla birlik yaptılar” söylentisi yayılır.
Kavanin Meclisi’nin 7 Mayıs 1903 tarihli oturumunda Kıbrıslı Rum üyelerin yeniden enosis emelinden söz etmeleri üzerine, Derviş Efendi, 18 Haziran 1903 tarihli oturumda Meclis’e bir karar tasarısı sunarak, İngiltere’nin adadan ayrılması halinde adanın geri Türkiye’ye verilmesini talep eder. Kıbrıslı Türkler, bu politika değişikliğinden sonra, Kıbrıslı Rumlarla adanın ihtiyaçlarına yönelik işbirliği yapma politikasından uzaklaşır ve Kıbrıs’ın siyasal statüsünde değişiklik yapılması önerilerine hep karşı dururlar.[1] Bu dönemde iki toplum arasında enosis sorunu yüzünden meydana gelen çeşitli olaylar, resmi Kıbrıs Türk tarih yazıcıları tarafından ayrıntılı olarak ele alındığı için burada anlatılmayacaktır.[2]
Resmi tarih kitaplarında yer verilmeyen bir başka işbirliği, 13 Nisan 1924’de Lefkonuk’ta düzenlenen ilk tarım kongresindedir. Bu toplantıya Kıbrıslı Türk çiftçiler de katılacağı için enosis sorununun gündeme alınmamasının önceden kararlaştırılmış olması dikkate değer. Avukat Kiryakos Rossidis, adanın her yanından 250 Kıbrıslı Rum ve 65 Kıbrıslı Türk temsilciyi bir araya toplamayı başarır. Kongrenin sonuç bildirisinde, Aşar Vergisi’nin kaldırılması ve acilen bir Ziraat Bankası’nın kurulması istenir. Seçilen yürütme komitesinde 12 Kıbrıslı Rum ve 6 Kıbrıslı Türk vardır.[3] Bu Kıbrıslı Türkler şunlardır: Yenağralı Hoca Hakkı, Dedezade Asım, Galatya’dan Ali Fehmi, Baf’tan Teralı Faik, Bodamyalı A. Ratib Bey. Komitenin daha sonra kaleme aldığı tüzük, Türkçe olarak basılarak, adadaki bütün Türk köylerine dağıtılır. Yürütme Komitesi’nin Aralık 1924’de yapılan ikinci toplantısında bir Çiftçi Partisi’nin kurulması konusu tartışılır, ama İngiliz yönetiminin ilgisizliği ve kurucuların kişisel görüş ayrılıkları yüzünden bu parti kurulamaz.[4]
Kıbrıslı Türklerin toplum sorunlarını çözmeye yönelik olarak 7 Haziran 1924’de Mağusa’da oluşturdukları “Kıbrıs Türk Cemaat-ı İslâmiyesi” adlı bir örgüt ile 1 Mayıs 1931’de Lefkoşa’da toplanan “Kıbrıs Türk Milli Kongresi”, sonuç vermeyen iki siyasal girişim olarak burada kaydedilmelidir.
1 Ocak 1925’de ilk sayısı yayımlanan komünist “Neos Antropos” gazetesi ile “Birlik” adlı Kıbrıs Türk gazetesi arasında bir iletişimin olduğunu biliyoruz. Bu yıllarda Kıbrıslı Türk işçiler, Leymosun’daki Amele Merkezi’nde Rumlarla birlikte örgütlenmiş olup, Merkez’in tüzüğü Türkçeye çevrilmiştir. 1927 yılında burada yapılan 1 Mayıs kutlamasında Ali Feruzi adlı bir Kıbrıslı Türk işçi de konuşma yapanlardandır.
Lefkoşa’daki Amele Kulübü tüzüğünün de 1931’de Türkçe olarak 500 adet basıldığını belirtelim. Bu kulübün 1920’den beri başkanı olan Yorgo Hacıpavlu, 1925’de “Laiki” adlı kendi gazetesini yayımlamaya başlar. Seçim programında hükümet ve Kıbrıslı Türklerle işbirliğini savunmakta; Haraç ve Aşar Vergisi’nin kaldırılması gibi yerel ihtiyaçların karşılanmasını, daha özgürlükçü bir anayasanın getirilmesini istemektedir.[5]
Kıbrıs 1925’de Taç Kolonisi ilan edilir. Meclis’teki Kıbrıslı Rum üye sayısı 9’dan 12’ye çıkarılırken, Kıbrıslı Türk üye sayısı 3 olarak kalır. Fakat atanan İngiliz üye sayısı 6’dan 9’a çıkarıldığından, denge korunmuş olur. Ekim 1925’de yapılan seçimlerde ılımlı Rum adaylar başarı kazanırken, 6 aşırı enosisçi adaydan ancak bir tanesi seçilir. Rum üyelerden üçü ise, ilk defa emekçilerden yana bir programla seçilir.
14 Ağustos 1926’da yapılan gizli bir toplantıda 20 Kıbrıslı Rum tarafından kurulan Kıbrıs Komünist Partisi (KKP)’nin kurucuları arasında herhangi bir Kıbrıslı Türk yoktur, ama partinin atletizm kulübünde 12 Kıbrıslı Türk üye vardır. Ayrıca İnşaat İşçileri Birliği’ndeki Kıbrıslı Türk üyeler de sınıf kardeşleriyle birlikte grevlere katılmaktadır ve Leymosun’dan Kemal Ahmet adlı bir Kıbrıslı Türkün KKP Merkez Komitesi’nin üyesi olduğu biliniyor.[6]
“Neos Anthropos”, 8 Ocak 1927 tarihli sayısında şunları yazar: “Milli restorasyon sadece yabancı boyunduruğundan kurtulduktan sonra sağlanabilir. Burjuva veya proletarya, Rum veya Türk olsun, ister Yunanistan’ı, ister özerkliği isteyen, bütün Britanya aleyhtarı unsurlar, yabancı yönetime karşı işbirliği yapmalıdır.”
KKP’nin 1. Kongresi, “Sosyalist Balkan Federasyonu” çerçevesinde “Bağımsız Kıbrıs” hedefini belirler. Bu görüşün, Yunanistan’la birleşmek isteyen Kıbrıslı Rum milliyetçiler tarafından rağbet görmemesi ve tartışmaların artması üzerine, KKP, 1927 yılında sırf bu konuyu görüşmek ve politik çizgisini değiştirmek üzere, ilk olağanüstü kongresini toplar. Ne var ki, enosis konusunda açık bir tavır belirlemez. Çünkü örnek aldığı SBKP, enosise karşıdır ve bunu açıkça kınamaktan kaçınmaktadır.
Kavanin Meclisi’ndeki Rum ve Türk üyeler, Haraçla ilgili maddenin bütçe tasarısından çıkarılmaması üzerine 1927’de hep birlikte red oyu kullanırlar. Bunun üzerine, adaya yeni atanmış olan Vali Ronald Storrs, bütçeyi bir Emirname ile yürürlüğe koymak zorunda kalır. İngiltere, kısa bir süre sonra, Haraç’ı kaldırır.
Meclis’te oluşan bu işbirliğinin devamı konusunda “Nea Laiki” gazetesinin 23 Eylül 1927 tarihli sayısında bir makale yayımlayan Hacıpavlu, “sadece Türklerle işbirliği yaparsak ileriye gidebiliriz” diye yazar. Yorgo Hacıpavlu, 3 ay sonra aynı gazetenin 23 Aralık 1927 tarihli sayısında, şu görüşleri dile getirir:
“Kavanin Meclisi’nde güçlü bir Rum-Türk işbirliği için gerekli ön koşullar yoktur. Ancak, Türk toplumunun dinsel vakıf mallarını yönetmekte olan Evkaf ile cami ve okulların bakımını sağlayan Hükümetin, bu toplum üzerindeki güçlü etkisini durdurması halinde, gerçekten halkçı olan Türk temsilcilerinin Meclis’e girebileceğine inanmaktayım. Evkaf’ın vesayetinden kurtulmak isteyen ilerici Türkler vardır, ama gerici unsurların muhalefeti ile onların çabaları akamete uğramaktadır. Bu nedenle ilerici Türklerin iktidara gelmesine yardımcı olmak bir görevdir. Çünkü sadece onlar, hükümetin gizli anahtarı olmayı reddedebilirler.”
Hacıpavlu bu makalesinde daha da ileri giderek, Türkçe el ilanları basılmasını ve Kavanin Meclisi’nde yapılan görüşmelerde Türk üyelerin ne kadar az rol oynadıklarının ve yerli çıkarların savunulmasında nasıl başarısız kaldıklarının Türk toplumuna teşhir edilmesini önermekteydi.[7]
1928 yılında Kıbrıs’ta İngiliz sömürge yönetiminin 50. yıldönümü nedeniyle yayımlanan KKP Manifestosu’nda, adaya özerklik verilmesi talep edilir. Kıbrıslı Rumlardan oluşan bir heyet, 1929 yılı içinde Londra’ya giderek, İngiliz İşçi Partisi Hükümeti’nden, adanın Yunanistan’la birleşmesini talep eder. O sırada, Yunanistan ve Kıbrıs Komünist Partilerinin enosise açıkça karşı oldukları bilinmektedir.
KKP, Haziran 1930’da yapılan Kavanin Meclisi seçimlerine “özerklik” sloganı ile katılır ve oyların %15 kadarını toplar, ama milletvekili çıkaramaz. Bu seçimler sırasında, Kıbrıslı Rum aday Hacıpavlu’nun, Evkaf’ın Türk delegesi Münir Bey’in karşısındaki Kemalist aday olan Necati Bey’in seçim kampanyasını desteklediğini görmekteyiz. Necati Bey, Kıbrıs’taki Türkiye Konsolosu Asaf Bey tarafından da desteklenmektedir Nitekim Meclis üyeliğini büyük bir başarı ile kazanır.
1895’de kabul edilmiş olan eğitim yasası ile Kıbrıs’ta daha çok Yunanistan ve Türkiye’deki eğitim müfredatı izlenmiş ve adaya özgü bir sistem kurulmamıştı. 1930’da Türkiye’deki eğitim sisteminde yapılan değişiklikler, aynen Kıbrıs Türk okullarına taşınır ve 23 Nisan ile 29 Ekim, milli günler olarak kutlanmaya başlanır. Gazeteler aracılığıyla tohumları ekilen Türk milliyetçiliği, toplum liderliğini Evkafçı-İngilizci ve Halkçı-Milliyetçi olarak ikiye böler.
13 Haziran 1930 tarihli Neos Antropos’ta yer alan Ahmet Fethullah imzalı bir makalede, Kıbrıslı Rumlar ile Kıbrıslı Türklerin ortak bir örgüt kurması gerektiği belirtilir.[8] Nitekim bir yıl sonraki polis raporları, sadece Kıbrıslı Türklerden oluşan bir komünist yapıdan söz etmektedir. Bu örgütün ileri gelenleri olarak dellâl Salim Aziz Bulli ile bakkal Ahmet Hulûsi’nin[9] ve ayrıca avukat kâtibi Osman Vehbi[10] ile Terzi Naim Hoca’nın adlarını biliyoruz.
Kıbrıslı Rumlar ise, enosisçi-milliyetçiler ile komünistler olarak iki kampa ayrılmıştır. 25 Mart 1931’deki kutlamalar sırasında meydana gelen çatışmalardan sonra, Lefkoşa’da 5, Leymosun’da 25 komünist tutuklanır. Polis kayıtlarına göre, adadaki komünistlerin sayısı son 6 ayda 181’den 365’e yükselmiştir ve yaptıkları toplantılar çok kalabalık olmaktadır.
Halkçı Necati, Kavanin Meclisi’nde Kıbrıs’ın Anadolu’nun bir parçası olduğundan söz ederken, yine bir Kıbrıslı Türk milletvekili olan İngiliz yanlısı Dr. Eyyub, Evkaf yanlısı “Hakikat” gazetesinde çıkan makalelerinde, her iki memleketin farklı yönetim ve sosyal yapılara sahip olmalarına rağmen, milliyetçilerin Türkiye’de yapılan her fiil ve hareketi taklit etmek istediklerinden şikâyet etmektedir.[11] Aynı Dr. Eyyub, Mayıs 1930’da Kavanin Meclisi’nde yeni Belediye Yasası’nın görüşülmesi sırasında, Belediye Başkan Yardımcılarının Türk üyeler arasından seçilmesini önererek, Rum milletvekillerinin tepkisine yol açar. Hacıpavlu, ona şu yanıtı verir: “Sayın üye, böylece, bir teneke dolusu zeytin yağını almak için, tek bir zeytin önermektedir.” Kakoyannis ise şöyle konuşur: “Dr. Eyyub’un önerisi kabul edilirse, azınlığa daha çok haklar verilmiş olacaktır. Çünkü Türkler, halen Belediye Başkanı makamına da seçilme hakkına sahiptirler.”[12]
Halkçı Necati Bey, 28 Nisan 1931 günü Gümrük Vergisi ve Gelirleri Yasa Tasarısı’nın oylanması sırasında, diğer iki Kıbrıslı Türk üyenin katılmadığı bu oturumda, Kıbrıslı Rum üyelerle birlikte olumsuz oy kullanınca, Kıbrıslı Türk üyelerin 1878’den beri Sömürge Yönetimine sağladığı otomatik destek ortadan kalkar. Bu, 1927’deki Bütçe Tasarısı’nın Kavanin Meclisi’ndeki oylamasında görülen Türkler ile Rumların birlikte karşı oy kullanmaları olayından sonra yaşanan yeni bir işbirliği örneği idi. Bu duruma çok öfkelenen dönemin İngiliz valisi Ronald Storrs, Necati Bey’i, anılarında yazdığı şekilde, “Kavanin Meclisi’nin 13. Kıbrıslı Rum üyesi, o küçük Türk” diye nitelendirir.[13]
Lefkoşa’da dağıtılan 28 Temmuz 1931 tarihli ve Türkçe bir bildiride, Hacıpavlu ve Mihailidis, yalancı işçi dostları olarak ilan edilmekte ve “Filergadon” ve “Panergadigi” derneklerine kayıtlı olan işçilerin buralardan ayrılıp, kendi derneklerine üye olmaları istenmektedir. Çağrıda yer alan 17 imzadan 2’si, terzi Mehmet Hüseyin ile kumaş boyacısı Mehmet Emin İbrahim’e aittir. 13 Ağustos 1931 tarihli Söz gazetesinde çıkan “Sürüden ayrılanı kurt yer” başlıklı makale, Lefkoşa’da bazı Kıbrıslı Türklerin esnafı bolşevikliğe davet ettiğinden şikâyet edilmektedir.
İngiliz Sömürge Yönetimi, Necati Bey’in Rumlarla birlikte oy kullanması sonucu Meclisten geçemeyen yasayı zorla uygulamak isteyince, Kıbrıslı Rumlar, Ekim 1931’deki enosis yanlısı milliyetçi eylemlerini başlatırlar ve Vali Storrs’un konağını yakarlar. KKP, bu dönemde Kilise’nin enosis propagandasına karşıdır ve parti kararına göre, taraftarlar toplantılara katılır, ama enosis yerine özerklik talebini dile getirir. İngiliz Sömürge Yönetimi, bu eylemleri fırsat bilerek, Kavanin Meclisi’ni kapatır ve anayasayı yürürlükten kaldırarak, bütün siyasi faaliyetleri yasaklar. Böylece, 1941’e kadar sürecek ve yeni dönemin valisinin adı ile anılacak olan Palmer-okrasi denen bir baskı dönemi başlamış olur. Bu dönemde de siyasi işbirliği olanakları bulunur.
Kıbrıs Türk gazetesi “Ses”, 18 Haziran 1937 günü “Siyasi Cemiyet” başlığı altında, “Eleftheria” adlı Rumca gazeteden aktardığı bir haberde, Lefkoşa yanında diğer kasabalarda da şubeleri olacak olan ve Kıbrıslı Rumlar ile Kıbrıslı Türkler tarafından kurulmuş ortak siyasi bir cemiyetin, adaya özerklik verilmesini desteklemekte olduğunu duyurur. Tanınmış Lefkoşalı avukat Yannis Kleridis, bu siyasi cemiyetin önderi olup, sabık Kavanin Meclisi üyesi M. Hami, Larnaka Belediye azası ve avukat Bay Celal Şefik, Leymosun Belediye azası ve diş doktoru Bay Nazif (Denizer), kendi kasabalarında bu cemiyetin oluşumuna katılan Kıbrıs Türk ileri gelenleri arasındadır.
Necati Bey’in 5 ve 12 Haziran 1937 tarihli Söz gazetelerinde yayımlanan “Muhtar İdareye Meylimizin Hakiki Sebebleri Nelerdir?” başlıklı makale dizisinin, gazetenin direktörü M. Remzi Okan tarafından durdurulması ise ilginç bir gelişmedir. Tepki gösteren bir başka yayın organı da “Ses”tir. Bu gazetenin 25 Haziran 1937 tarihli nüshasında yer alan ve “Türk-İngiliz elbirliği yerine, Türk-Rum siyaset ve kültür birliği mi başlıyor?” başlıklı makalede, kapatılmış olan Kavanin Meclisi’nin eski üyelerinden olan M. Hami’nin adı geçen siyasi cemiyete katılımı eleştirilir.
Kemalist Türk milliyetçiliğini savunan Kıbrıs Türk gazetelerinden olan “Ses”te çıkan bu başyazı ile “Söz” gazetesinin tutumu, o günlerde egemen olan Kıbrıs Türk düşüncesi hakkında bize iyi bir fikir vermektedir.
1937 yılında Londra’daki Kıbrıslı komünistler tarafından “Kıbrıs için Özerklik Komitesi” kurulur. Aynı komite Kıbrıs’tan gelen ve 200 kişinin imzasını taşıyan ve temelli anayasa değişiklik önerilerini içeren bir memorandumu, 1939’da Sömürgeler Bakanlığı’na sunar, ama kabul görmez.
Bu gelişmelerden hemen sonra, Kıbrıslı Rumlar ile Kıbrıslı Türkler, İkinci Dünya Savaşı sırasında İngilizlerin safında çeşitli cephelerde savaşıp hizmet verirken, ülke içindeki zor ekonomik koşullara karşı, ortak sendikalarda örgütlenirler. Enosis sorunu yüzünden ortak sendikalardan ilk kopuş, 1942 yılının sonunda “Kıbrıs Türk Marangozlar Sendikası”nın kurulmasıyla olur. Daha sonraki büyük kopuş, 1945’de olur. Bu noktada, 1941’de kurulan Kıbrıs Emekçi Halkının İlerici Partisi (AKEL)’nin enosis politikasının, Kıbrıslı Türklerle siyasal işbirliği için en büyük engeli oluşturduğu da vurgulanmalıdır.
(Bu bildiri, Lefkoşa’daki Dayanışma Evi’nde 13 Mayıs 2017 günü “Sol ve Kıbrıs Sorunu” grubu tarafından düzenlenen “İkinci Yıllık Konferans 2017’de okundu.)
[1] Bkz. An, Ahmet, Kıbrıs Türk Liderliğinin Oluşması (1900-1942), Lefkoşa 1997, s.14-15
[2] 1895-1907 yılları arasındaki protesto mektupları için bkz. Osman Örek, History Speaks, Nicosia, March 1971, ayrıca Sabahattin İsmail, İngiliz Yönetiminde Türk-Rum İlişkileri ve İlk Türk-Rum Kavgaları, Lefkoşa 1997, 394s., Ahmet C. Gazioğlu’nun iki kitabı, Enosis Çemberinde Türkler (1878-1952), Lefkoşa 1996, 505s. ve Enosise Karşı Taksim ve Eşit Egemenlik (1951-1959), Lefkoşa 1998, 472s.
[3] Eleftheria, 16 Nisan 1924’den aktaran Y. Katsourides, Kıbrıs Komünist Partisi Tarihi, Lefkoşa 2014, agy, s.129
[4] An, Ahmet, İşçi Sınıfının Geçmişteki Güzel İşbirliği Günleri, Afrika gazetesi, 23-26 Kasım 2005
[5] Georghallides, G.S., Cyprus and the Governorship of Sir Ronald Storrs, Nicosia 1985’den aktaran A.An, Kıbrıs Türk Liderliğinin Oluşması (1900-1942), Lefkoşa 1997, s. 88-89
[6] Katsourides, Y., agy, s.184
[7] Georghallides, G.S., Cyprus and the Governorship of Sir Ronald Storrs, Nicosia 1985’den aktaran A.An, Kıbrıs Türk Liderliğinin Oluşması (1900-1942), Lefkoşa 1997, s.98-99
[8] Neos Antropos, 13 Haziran 1930’dan aktaran Katsourides, agy, s.185
[9] Nevzat, Altay, Nationalism amongst the Turks of Cyprus: The First Wave, University of Oulu, Finland, 2005, s.328-329
[10] Mapolar, H.A., Aslar: Bir Devre Adını Yazanlar, Lefkoşa 2016, s.85
[11] An, Ahmet, Kıbrıs Türk Liderliğinin Oluşumu (1900-1942), Lefkoşa 1997, s. 149 ve 165
[12] agy, s. 113
[13] Orientations, London 1943, p.502
Ahmet An
Kıbrıs’taki yerel hükümete federal bir sistem getirme önerisi, ilk önce İngiliz hukukçu Lord Radcliff tarafından 16 Kasım 1956 tarihli raporunda dile getirildi. Ancak, bu raporun 28. paragrafında, ada nüfusunu oluşturan Türkler ile Rumların fiziki olarak ayrı bölgelerde yaşamadıkları için bunun uygulanmasının olanaksız olduğu belirtilmişti.[1]
1957’de kasabalardaki Türk ve Rum mahallelerini ayırmak amacıyla taksim yanlısı Kıbrıs Türk liderliği tarafından başlatılan ayrı belediyeler oluşturma konusu da, aynı nedenlerle anlaşmazlığa yol açmıştı.[2]
1960’da İngiltere’den bağımsızlığını kazanan Kıbrıs Cumhuriyeti için hazırlanan yeni anayasa ise, toprak ayrımına dayanmayan, ikili bir federal yapının kurulmasını amaçlamaktaydı. [3]
ENOSİS VE TAKSİM YERİNE, FEDERASYON TEZİ
Taksimci Kıbrıs Türk liderliği, Aralık 1963’de toplumlararası çatışmaların başlamasından sonra, ortak devlet yapısından ayrıldı. Adada kurulmuş olan anayasal düzenin üç garantöründen biri olan Türkiye, Nisan 1964 ortalarında Türkiye’nin Kıbrıs tezinin federasyon olduğu belirtmekle birlikte, buna ters düşen yorumlara ve değerlendirmelere de rastlanıyordu.
Türkiye Başbakanı İsmet İnönü, BM arabulucusu Sakari Taomija ile görüşürken, federasyon tezi üzerinde ısrar etmiş, Dışişleri Bakanı Feridun Cemal Erkin ise “Bizim tezimiz federasyondur. İstediğimiz coğrafi ayrılık, mahalli muhtariyettir. Adada coğrafi esaslar üzerine kurulacak bölgelerde Türklerin ve Rumların ayrı ayrı yaşamalarının sağlanması ve böylece bu bölgelerde bir güvenlik tesisi ile birlikte, bu bölgelere bağımsızlık tanınmasının Türk hükümetinin tezinin ana hatları olarak arabulucuya ilettiğini” bildirmişti. [4]
Sovyetler Birliği adına Khrushchev tarafından Kıbrıs Cumhurbaşkanı Makarios’a verilen özel bir mesajda, Kıbrıs’ın Yunanistan’a katılması demek olan Enosis hareketine Sovyetler Birliği’nin kesinlikle karşı olduğu bildirilmekte ve en iyi çözüm yolu olarak self-determinasyon gösterilmekte idi. Çözüm yollarından biri olarak ileri sürülen adanın taksimine karşı olunan mesajda, Kıbrıs’a dışarıdan gelecek bir saldırıya karşı Sovyetler Birliği’nin garantisinin sürdürülmesi için Kıbrıs Cumhuriyeti’nin tarafsızlık politikasından ayrılmaması gerektiği belirtilmekte idi.[5]
İnönü, 8 Eylül 1964’de TBMM’de hükümetinin Kıbrıs’ın geleceği konusundaki görüşlerini dile getirirken, federasyon tezi ile neyi amaçladıklarını ilk defa şöyle açıklamıştı:
“Muahede hükmü dâhilinde bulunmak için resmî ağızdan taksim sözü ile değil, federasyon şekli ile münakaşaya başladık.” [6]
SOVYETLER, İKİ ULUSAL TOPLUMUN VARLIĞINI TANIYOR
Türkiye Dışişleri Bakanı Erkin’in Moskova’ya yaptığı ziyaret sonunda 5 Kasım 1964’de yayınlanan Ortak Bildiri’de Kıbrıs konusunda şöyle denmekteydi:
“Taraflar Kıbrıs sorununun, Kıbrıs’ın bağımsızlığına ve toprak bütünlüğüne saygı esasını ve her iki ulusal toplumun kanuni haklarına saygı ve Ada’da iki ulusal toplum varlığının tanıma esası üzerine, barış içinde yaşamalarını sağlayacak bir şekilde, barışçı yollarla çözümlenmesine taraftar olduklarını belirtmişlerdir.” [7]
Bildiride Türkiye’nin federasyon tezine doğrudan doğruya değinilmemekle beraber, Sovyetler Birliği, Kıbrıs’taki “iki ulusal toplum”un varlığını kabul etmekteydi.
Podgorny başkanlığından bir Sovyet heyetinin 4-15 Ocak 1965 tarihinde Türkiye’yi ziyareti sırasında, Podgorny yaptığı konuşmalarda, iki ay önce yayınlanan Erkin-Gromyko ortak bildirisinde olduğu gibi, yine Kıbrıs’ın bağımsızlığı ve iki toplumun varlığı ilkesi kabul edilmişti.
Öte yandan Podgorny’nin yaptığı konuşmalar Kıbrıs’ta tepki ile karşılanmış ve bu hususta bilgi isteyen Kıbrıs Komünist Partisi AKEL ile Sovyetlerin Kıbrıs Büyükelçiliği arasında bir anlaşmaya varılamamıştı. [8]
“FEDERAL BİR ŞEKİL DE OLABİLİR, AMA…”
21 Ocak 1965 tarihinde Sovyet Dışişleri Bakanı Gromyko, İzvestia gazetesinin “Kıbrıs’taki şu andaki durum ve Kıbrıs sorununun çözümü için ileri sürülen çeşitli projeler hakkında ne düşünüyorsunuz?” şeklindeki sorusunu cevaplandırırken, diğer şeyler yanında şöyle dedi:
“Şimdi asıl sorun, Kıbrıs’ın bağımsızlığı ve toprak bütünlüğünü güven altına almaktır. Ancak, o zaman Kıbrıs halkı, başkalarını ilgilendirmemesi gereken tüm sorunları dış karışma olmaksızın serbestçe çözümleyebileceklerdir.
Kıbrıs devletinin iç örgütüne gelince, bu Kıbrıslıların kendilerini, Kıbrıs halkını ilgilendiren bir durumdur. Kıbrıs halkı, Rum ve Türk ulusal toplumlarının özel durumlarının tek, egemen ve birleşik bir Kıbrıs devleti çerçevesinde dikkate alması ve bunların yararlarının gerçekleştirilmesini mümkün kılacak herhangi bir devlet şeklini bağımsız ve egemen olarak seçebilecektir. Federal bir şekli de seçilebilirler. Bu şekil dahi, elbette tek, merkezi bir hükümetin, tek bir savunma örgütünün ve keza merkezileştirilmiş bir yönetim ve yargı örgütlerinin varlığını öngörmektedir. Kıbrıslılar kendi tarihi geleneklerini ve memleketlerinin hususiyetlerini de göz önünde tutarak, diğer milletler tarafından bugüne kadar elde edilmiş tecrübelerden yararlanabilirler. Tekrar ediyorum: Kıbrıs Cumhuriyetinin devlet yapısı sorununa bir çözüm yolu bulunması Kıbrıs halkının bizzat halledeceği bir hükümranlık konusudur. Bu sorunun hallinde her türlü dış karışma girişimi de şiddetle kınanmalıdır.” [9]
MAKARİOS’UN TEPKİSİ
Gromyko’nun bu demeci, Kıbrıs Rum çevrelerinde olumsuz karşılanmış ve Cumhurbaşkanı Makarios “Kıbrıs probleminin federal sisteme dayanan bir hal tarzına bağlanması teklifi, üzerinde tartışma dahi yapılmadan reddedilecektir” şeklinde tepki göstermiştir. Ancak, Makarios’un bu kanısı uzun sürmemiş ve Lefkoşa’daki Sovyet Maslahatgüzarının şu uyarısı ile karşılaşmıştır:
“Kıbrıs’ın Yunanistan’a ilhak edilmesi, yani kuvvet yolu ile kabul ettirilmesi halinde Türkiye karışmaya karar verirse, Sovyetler Birliği Kıbrıs’a yardım için savaş tehlikesine atılmayacaktır. Sovyetler, Enosis bir hükümet darbesi ile kabul ettirilecek olursa, Kıbrıs’ın bölüneceği inancındadır.” [10]
AKEL’İN TEPKİSİ
Gromiko’nun demeci üzerine 26 Ocak 1965 günü olağanüstü bir toplantı yapan Emekçi Halkın İlerici Partisi (AKEL) Merkez Komitesi ile Merkez Kontrol Komisyonu’nun onayladığı kararda ise şöyle denmekteydi:
“Bu görüşlerle ilgili olarak partimizin tavrı açıktır ve bilinmektedir. Merkez Komitemiz, Kıbrıs ulusal sorununun temelinin farklı ulusal bilince sahip, ayrı bir ulusal varlık yaratmak değil, ezici çoğunluğu Rum olan Kıbrıs halkının milli rehabilitasyonu olduğu ana noktasından hareketle, siyasi çizgimizin 10. Kongre’de de tanımlandığı gibi, bağımsızlığın tamamlanması, askersizleşme ve kendi kaderini tayin olduğu ve bunun değişmeden kaldığını yeniden teyit eder. Merkez Komite, bunun sonucu olarak federasyonu ilkesel ve esaslı nedenlere dayanarak reddeder. Çünkü federasyon yanlıştır. Kıbrıslı Türkler, ada üzerinde dağınık olarak yaşamaktadırlar. Federasyon çeşitli nedenlerle pratik olarak uygulanamaz… Siyasi çizgimiz, tam bağımsızlık, askersizleşme, kendi kaderini tayin ve enosis’tir. [11]
7 Şubat 1965 günü Lefkoşa’da yapılan bir parti toplantısında konuşan AKEL Genel Sekreteri E. Papayuannu, şu görüşleri dile getirdi:
“Kıbrıs sorununun çözümü, ayrı ulusal bir varlık yaratmakla değil, çoğunluğu Rum olan Kıbrıs halkının milli restorasyonunda bulunabilir… Partimiz federal çözümü reddeder. Federal çözüme değinen Bay Gromiko’nun demecinin ilgili bölümüne ilişkin yapıcı eleştirimiz budur.” [12]
KAVAZOĞLU’NUN BROŞÜRÜ
27 Ocak 1965 tarihini taşıyan, “Gromiko’nun Demeci ve Kıbrıs Gerçekleri” başlıklı ve Derviş Ali Kavazoğlu imzalı, Türkçe basılmış 10 sayfalık bir broşürde, Gromiko’nun Kıbrısla ilgili bu demecinin bazı çevreler tarafından tahrif edilmek istendiğinden söz edilmekte ve şöyle denmekteydi:
“Sovyet demecine kendi beğendikleri anlamı vermeğe yelteniyorlar. Bu çevreler demecin bütününe, özüne ve ruhuna göz yumarak, “tek bağımsız Kıbrıs devletleri”, “iki ayrı eyaletten kurulmuş Kıbrıs devleti” gibi birbirini tutmayan mantıksız cümleler yayınlayarak, bunları hiç çekinmeden Mr.Gromiko’ya mal etmeğe ve kendi beceriksizliklerini örtmek için Kıbrıs Türk halkını kandırmağa çalışmaktadırlar. Oysa Sovyet Dışişleri Bakanı demecinde ne “Kıbrıs devletleri” gibi bir tabir kullanmış, ne de “iki ayrı eyaletten” bahsedilmiştir.
Sovyet Dışişleri Bakanı Mr. Gromiko’nun, Kıbrıs’ta emperyalizmin her zaman kendi maksatları için istismar edebileceği bölücü bir durum yaratılmasını isteyeceğine biz inanmıyoruz. Ama, fikrimizce Mr. Gromiko, “Kıbrıs devletinin kuruluş şekli Kıbrıslıların kendi iç meselesidir” dedikten sonra, demecine emperyalizmin organlarının tahrif edebileceği cümleler eklememeli idi.” (…)
“Mr. Gromiko’nun demecinin bütününe, özüne ve ruhuna göz yumarak “federatif çözüm şekli de dahil” cümlesinin üzerine takılmak ve bunun yanına “iki ayrı devlet” ve “Kıbrıs devletleri” gibi mantıksız ve uydurma tabirler ekliyerek, bunları Sovyet Dışişleri Bakanına mal etmeğe yeltenmek, ciddiyet ve dürüst politikayla bağdaşmamaktadır.”
Kavazoğlu devamla, 17 Ocak 1965 tarihli İngiliz “Sunday Times” gazetesinde yayımlanan ve Kıbrıs basınında da görülen, adanın ortasından geçen bir taksim çizgisinin oluşturacağı “iki milli Kıbrıs devletinden teşkil eden bir federasyon idaresini öngören plan”a değinerek, şöyle diyordu:
“Görülüyor ki bölücü federasyon şekli zora başvurmadan uygulanması mümkün olmadığı gibi, değil yalnız iki toplumu, Türk toplumunu da coğrafi ve idari bakımdan ikiye bölecek bir niteliktedir. Aynı zamanda böyle bir çözüm devamlı olarak huzursuzluklara sebep olacağı aşikârdır.”
Kavazoğlu daha sonra, İsmet Paşa’ya hitap ederek, “Menderes artıkları” diye nitelediği taksimci Kıbrıs Türk liderliğinin adadaki eylemlerini eleştirmekte ve “Bizim inancımıza göre, söz konusu bildirinin anlamı ve ruhu esasına dayanarak Kıbrıs problemine barışçı ve adil bir çözüm yolu bulunması mümkündür” demekteydi.
Bu broşürün sonunda “Bu bildiri, demokrat düşünceli Kıbrıs Türklerinden geniş bir heyetin tasvibiyle yayınlanmıştır” şeklinde bir not yer almaktaydı. Bilindiği gibi Derviş Ali Kavazoğlu, AKEL Merkez Komitesi üyesi olan bir Kıbrıslı Türk olup, Kıbrıs Türk liderliğinin taksimci politikasına karşıydı ve bu broşürün yayımlanmasından üç ay sonra bir suikast sonucu öldürüldü.
SBKP-AKEL GÖRÜŞMESİ
Kıbrıs konusu BM Genel Kurulunda tartışılırken (11-18 Aralık 1965) Yunan Dışişleri Bakanı Çirimikos, Podgorny’nin Türkiye’de yapmış olduğu konuşmalara değinerek, Sovyetler Birliği’ni Türk tezini savunmakla suçlamış, bunun üzerine Gromyko şu cevabı vermişti:
“Biz sizi başlangıçta desteklerken, amacınızın Enosis olduğunu ve NATO’yu Doğu Akdeniz’e kadar uzatmak istediğinizi bilmiyorduk. Davanızın bir self-determinasyon davası olduğunu zannediyorduk.” [13]
Sovyetler Birliği Komünist Partisi (SBKP) ile AKEL arasında Moskova’da yapılan görüşmelerden sonra yayımlanan 25 Ocak 1966 tarihli ortak açıklamada şöyle deniyordu:
“Sovyetler Birliği, Kıbrıs sorununun hem Rum, hem de Türk, bütün Kıbrıs halkının yararına ve BM örgütü ile İnsan Hakları Bildirgesi ilkelerine uygun olarak dıştan bir müdahale olmaksızın çözümlenebileceğine ve çözümlenmesi gerektiğine inanmaktadır. Kıbrıs’ın iç yapısı ile ilgili sorunlar, sadece Kıbrıs halkının karar verebileceği bir konudur.”
Sovyetler Birliği Başkanı Aleksi Kosigyn, 20-27 Aralık 1966 tarihleri arasında Türkiye’yi ziyaret etti. Gerek Kosigyn’in görüşmelerde yaptığı açıklamalar ve gerekse Ortak Bildiri’de Kıbrıs konusundaki açıklamalar, Sovyetler Birliği’nin eski görüşlerinin değişmediğini, ancak özellikle federasyon konusuna artık hiç değinmedikleri dikkati çekti.
AKEL Merkez Komitesi Politbürosu’nun 29 Aralık 1966 tarihli açıklamasında, enosis politikası yeniden savunularak, adada iki toplumun varlığına karşı çıkılmaktaydı:
“Böyle olmakla beraber, ne yazık ki hem Türk-Sovyet ortak açıklamasında, hem de Sovyet Başbakanının konuşmasında Sovyet politikasının Kıbrıs için federal devleti desteklediği izlenimi yaratacak bir şekilde yeniden iki ulusal toplumdan söz edilmektedir… AKEL, toprak veya yönetim müdahalesi olmaksızın Yunanistan’la birleşmekte kesinlikle ısrar etmektedir.” [14]
Mayıs 1971’de Kıbrıs Cumhurbaşkanı Makarios’un Sovyetler Birliği’ni ziyaretinden sonra yayımlanan ortak bildiride ise, ilk defa “iki ulusal toplum” yerine, “Kıbrıs halkı” deniyordu.
1974’DEKİ TAKSİMDEN SONRA FEDERAL ÇÖZÜM
AKEL Genel Sekreteri E. Papayuannu’nun Londra’da 10-11 Mayıs 1975 tarihlerinde yapılan Uluslararası Konferans’ta yaptığı konuşmada “Kıbrıs devletinin yapısı, Rumlar ile Türklerden oluşacak güçlü merkezi hükümetin önemli ölçüde yetkilerle donatılacağı çok bölgeli federatif sistem temelinde olmalıdır” şeklinde görüş belirtmesi dikkate değer. [15]
AKEL Merkez Komitesi’nin 14 Haziran 1975 tarihli Plenum Toplantısı, Partinin Politbürosunu, Kıbrıslı Rumlar ile Kıbrıslı Türkler arasındaki ilişkilerle ilgili olarak mükemmel bir programı en kısa bir sürede hazırlamakla görevlendirdi. [16] Ama ne yazık ki, bu konuda daha sonra herhangi bir gelişme görülmedi.
Kıbrıs Komünist Partisi’nin 50. Kuruluş Yıldönümü nedeniyle, AKEL Merkez Komitesi tarafından 7 Şubat 1976 tarihinde yayımlanan açıklamada, şu genel eleştiriler yer almakla beraber, parti, kendi hatalı milliyetler politikasının bir özeleştirine girişmemekteydi:
“KKP gibi, AKEL de, sömürge boyunduruğunu ortadan kaldırmak amacıyla Rum ve Türk Kıbrıslıların birleşik anti-emperyalist cephesini inşa etme şeklindeki doğru tezi öne sürmektedir. Tek başına bu cephe, ülkeyi taksim etmeyi hedefleyen emperyalizmin entrikalarını boşa çıkarabilir ve planlarının gerçekleştirilmesine engel olabilir.
Rum ve Türk Kıbrıslıların birleşik cephesinin oluşmamasındaki başarısızlığın sorumluluğu, AKEL’e ait olmayıp, Türk azınlığını bir faktör olarak yeterince değerlendirmeyip, ihmal eden ve hatta birleşik bir cephe fikrinin kendisine karşı duran siyasal güçlerdedir. İşte bu başarısızlık sayesinde, emperyalizm ve Ankara’daki şovenist çevreler, Kıbrıs Türk milliyetçi liderliğini, ülkeyi taksim ederek, esarete bağlama planlarını ilerletmede bir alet olarak kullanabilmiştir…
AKEL, adadaki Rumlar ve Türkler arasındaki ilişkilerin normale dönmesi sağlanmadan, aralarında karşılıklı anlayış ve yakın işbirliği olmadan Kıbrıs sorununun uzun erimli çözümünün olamayacağı şeklindeki görüşünü korumaktadır. Parti, Rum ve Türk Kıbrıslılar arasında barışma, işbirliği ve anlayış için çalışmasını sürdürme kararına bağlıdır.” [17]
AKEL FEDERAL ÇÖZÜMÜ KABUL EDİYOR
AKEL Genel Sekreteri E.Papayuannu, France Nouvelle dergisi ile yaptığı 9 Mayıs 1977 tarihli söyleşide, “AKEL, federal bir cumhuriyetin kurulmasına razı olmakla önemli bir ödün vermiştir” diyerek, şu noktaya dikkati çekmekteydi:
“Gerçekten de Kıbrıslı Türklerin önerileri, federal bir cumhuriyet fikrinden çok, iki ayrı devletin bir konfederasyon oluşturmasına eğilimlidir. Bu, Kıbrıs gibi küçük bir adada olası değildir. Burada, önemli ölçüde gerçek gücü olan merkezi bir hükümete gereksinim vardır. [18]
Adamızın 1974 yazında Yunan faşist darbesi ve onu izleyen Türk işgali marifetiyle taksim edilmesinden dört yıl sonra toplanan partinin14. Kongresi öncesinde, AKEL Merkez Komitesi’ne gönderdiğim 10 Şubat 1978 tarihli bir mektupta, AKEL’in Kıbrıs Türk halkına yönelik çalışmalarının geliştirilmesi amacıyla bazı eleştirel görüşler dile getirdim. Ayrıca kongre öncesinde, Kıbrıslı Türkler ile ilgili olarak teorik ve örgütsel sorunlar için bir konferansın toplanmasını önerdim. Ama ne yazık ki, aradan 40 yıl geçmiş olmasına rağmen, herhangi bir yanıt almadığımı ilk defa burada açıklamak istiyorum.
[1] A.An, Kıbrıs: Taksim mi, federalleşme mi? İstanbul 2017, s.16-17
[2] agy, s.93-109
[3] Carl J. Friedrich, Dangers of Dualism, in Trends of Federalism in Theory and Practice, New York 1968
[4] Cumhuriyet, 19 Nisan 1964
[5] Cumhuriyet, 13 Nisan 1964
[6] Dışişleri Belleteni, Ekim 1964, Sayı:2, sf. 63 ve ayrıca Nihat Erim, Bildiğim, Gördüğüm Ölçüler İçinde Kıbrıs, Ankara 1975, s.427-428
[7] Bkz. Keesing’s Contemporary Archieves 1964-65, s. 20500
[8] Cumhuriyet gazetesi, 10-14 Ocak 1965’ten aktaran Aysel İ. Aziz, Sovyetlerin Kıbrıs Tutumları, 1965-1970” başlıklı makale, Ankara Üniversitesi, Siyasal Bilgiler Fakültesi Dergisi, Aralık 1969, s.204
[9] Dışişleri Belleteni (1965), Sayı:4, s. 56-57’den aktaran Ertan Yüksel, Kıbrıs’ın Taksimi Kastedilerek Federasyon Tezinin Türk Görüşü Olarak Öne Sürülüşü ve Sovyetler Birliği’nin Federasyon Anlayışı, Söz dergisi, Lefkoşa, 17 Ocak 1986, Sayı:14 ile 21 Şubat 1986, Sayı:19 arasında 6 yazılık dizi.
[10] Cumhuriyet gazetesi, 28 Ocak 1965’den aktaran Aysel İ. Aziz, agm, 1969, s.210
[11] AKEL Newsletter, Aralık 1964-Ocak 1965
[12] AKEL Newsletter, Şubat-Mart 1965
[13] aktaran Aysel İ. Aziz, agm, 1969, s.242
[14] AKEL Newsletter, 3/1966
[15] AKEL Newsletter, Temmuz 1975
[16] AKEL Newsletter, Temmuz 1975
[17] Informations-Bulletin, 5-6/1976
[18] Informations-Bulletin, 11/1977
Ahmet An
Η πρόταση για εφαρμογή ενός ομοσπονδιακού συστήματος για τη διακυβέρνηση της Κύπρου εκφράστηκε για πρώτη φορά σε γραπτή αναφορά από τον Άγγλο νομικό Λορντ Ράντκλιφ στις 16 Νοεμβρίου 1956. Ωστόσο στην 28η παράγραφο αυτής της αναφοράς λεγόταν ότι η εφαρμογή αυτής της λύσης ήταν αδύνατη εξαιτίας του ότι οι Τουρκοκύπριοι και οι Ελληνοκύπριοι που αποτελούν τον πληθυσμό του νησιού δεν μπορούσαν να ζήσουν σε χωριστές περιοχές. [1]
Η υπόθεση της ίδρυσης ξεχωριστών δήμων με σκοπό τον διαχωρισμό των τουρκοκυπριακών και ελληνοκυπριακών γειτονιών στις πόλεις που ξεκίνησε από την τουρκοκυπριακή ηγεσία που υποστήριζε τη διχοτόμηση οδήγησε σε διαμάχες για τους ίδιους λόγους.[2]
Το νέο σύνταγμα δε που συντάχθηκε για την Κυπριακή Δημοκρατία που κέρδισε την ανεξαρτησία της από την Αγγλία το 1960 στόχευε στην ίδρυση μιας δικοινοτικής ομοσπονδιακής δομής που δεν βασιζόταν σε γεωγραφικό διαχωρισμό.[3]
Η ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΘΕΣΗ ΑΝΤΙ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗΣ
Η τουρκοκυπριακή ηγεσία που υποστήριζε τη διχοτόμηση, μετά την έναρξη των διακοινοτικών ταραχών τον Δεκέμβριο του 1963, αποχώρησε από το κοινό κράτος. Η Τουρκία, μια εκ των εγγυητριών δυνάμεων της συνταγματικής τάξης στο νησί τον Απρίλιο του 1964 επιβεβαίωσε μεν ότι η θέση της χώρας για το Κυπριακό ήταν η ομοσπονδία αλλά υπήρχαν επίσης αντιφατικά σχόλια και ερμηνείες.
Ο Τούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού σε συνάντηση με τον μεσολαβητή των Ηνωμένων Εθνών Σακάρι Ταομίγια, επέμεινε στη θέση της ομοσπονδίας, ο δε Υπουργός Εξωτερικών Τζεμάλ Ερκίν δήλωσε τα εξής: Η θέση μας είναι η ομοσπονδία. Επιδιώκουμε τον γεωγραφικό διαχωρισμό, την τοπική αυτονομία. Ενημέρωσα τον διαπραγματευτή ότι Μαζί η εξασφάλιση του διαχωρισμού Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων σε ζώνες που θα ιδρυθούν σε γεωγραφική βάση και η αναγνώριση της ανεξαρτησίας αυτών των ζωνών είναι οι βασικές γραμμές της πολιτικής της τουρκικής κυβέρνησης.[4]
Ιδιωτικό μήνυμα που εστάλη από τον Χρουστσόφ εξ ονόματος της Σοβιετική Ένωσης στον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Μακάριο επιβεβαίωνε ότι η Σοβιετική Ένωση είναι κάθετα αντίθετη στο κίνημα της Ένωσης που συνεπαγόταν την προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα και τόνιζε ότι η καλύτερη λύση είναι η αυτοδιάθεση. Στο μήνυμα που αντιτίθετο στη διχοτόμηση του νησιού που προωθούνταν ως μία από τις λύσεις επιβεβαιωνόταν ότι προκειμένου για τη διατήρηση της εγγύησης της Σοβιετικής Ένωσης σε περίπτωση που η Κύπρος δεχόταν επίθεση από το εξωτερικό, ήταν απαραίτητο η Κυπριακή Δημοκρατία να μην αποκλίνει από την πολιτική της ουδετερότητας.[5]
Ο Ινονού στις 8 Σεπτεμβρίου 1964 αναφερόμενος στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση στις απόψεις της κυβέρνησής του σχετικά με το μέλλον της Κύπρου εξήγησε για πρώτη φορά τους σκοπούς της ομοσπονδιακής θέσης με τον παρακάτω τρόπο:
«Προκειμένου να είμαστε εντός των προνοιών της συνθήκης ξεκινήσαμε τις διαπραγματεύσεις κάνοντας επίσημα λόγο όχι για διχοτόμηση αλλά για ομοσπονδία.»[6]
ΟΙ ΣΟΒΙΕΤΙΚΟΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΔΥΟ ΕΘΝΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ
Το κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε μετά το τέλος της επίσκεψης που πραγματοποίησε ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Ερκίν στη Μόσχα στις 5 Νοεμβρίου 1964 αναφέρονταν τα εξής:
«Οι δύο πλευρές επιβεβαίωσαν ότι υποστηρίζουν τη λύση του κυπριακού προβλήματος με ειρηνικές μεθόδους με τρόπο που θα εξασφαλίσει τη ζωή των δύο εθνικών κοινοτήτων στην Κύπρο στη βάση του σεβασμού της κυπριακής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας, του σεβασμού στα νόμιμα δικαιώματα και των δύο κοινοτήτων και στη βάση της αναγνώρισης της ύπαρξης δύο εθνικών κοινοτήτων στο νησί.»[7]
Στο ανακοινωθέν εκτός από την ευθεία αναφορά της Τουρκίας στη θέση της ομοσπονδίας, η Σοβιετική Ένωση αναγνώριζε τη ύπαρξη «δύο εθνικών κοινοτήτων» στην Κύπρο.
Από τις 4 μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 1965 σοβιετική επιτροπή υπό την προεδρία του Ποντγκόρνι επισκέφθηκε την Τουρκία. Ο Ποντγκόρνι, σε ομιλία που πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια της επίσκεψης αποδέχθηκε και πάλι την αρχή της ανεξαρτησίας της Κύπρου και την ύπαρξη δύο κοινοτήτων, όπως είχε συμβεί με το κοινό ανακοινωθέν Ερκίν-Γκρομίκο.
Από την άλλη πλευρά οι δηλώσεις του Ποντγκόρνι προκάλεσαν αντιδράσεις στην Κύπρο και το ΑΚΕΛ ζήτησε πληροφορίες επί του θέματος ωστόσο δεν προέκυψε συμφωνία μεταξύ του κόμματος και της Σοβιετικής Πρεσβείας στο νησί.[8]
«ΜΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΛΥΣΗ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΗ ΑΛΛΑ…»
Στις 21 Ιανουαρίου 1965 απαντώντας την ερώτηση της εφημερίδας Ιζβέστια, ο Υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης Γκρομίκο «Ποιες είναι οι σκέψεις σας για την παρούσα κατάσταση στην Κύπρο και τα διάφορα σχέδια που έρχονται στην επικαιρότητα για τη λύση του κυπριακού προβλήματος» είπε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Τώρα το βασικό ζήτημα είναι εξασφαλίσουμε την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου. Μόνο ο κυπριακός λαός θα μπορέσει ελεύθερα να λύσει όλα τα ζητήματα που δεν πρέπει να αφορούν τρίτους χωρίς εξωτερική παρέμβαση.
Σε ό,τι αφορά το θέμα της εσωτερικής οργάνωσης του κυπριακού κράτους πρόκειται για ένα θέμα που αφορά μόνο τους ίδιους τους Κύπριους, τον κυπριακό λαό. Ο κυπριακός λαός, θα μπορέσουν να επιλέξουν μια οποιαδήποτε ελεύθερη και κρατική δομή που θα επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές συνθήκες της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής εθνικής κοινότητας στο πλαίσιο ενός, ενιαίου, ανεξάρτητου και ενωμένου κυπριακού κράτους και που επίσης θα καθιστά δυνατή την εξασφάλιση των συμφερόντων τους. Μπορούν να επιλέξουν μια ομοσπονδιακή δομή. Αυτή η δομή επίσης προβλέπει την ύπαρξη μιας κεντρικής κυβέρνησης φυσικά, ενός οργανισμού άμυνας και επίσης συγκεντρωτικών διοικητικών και δικαστικών οργανισμών. Οι Κύπριοι λαμβάνοντας υπόψη τις ιστορικές τους παραδόσεις και τις ιδιαιτερότητες της πατρίδας τους μπορούν να επωφεληθούν από τις εμπειρίες που απέκτησαν μέχρι σήμερα τα υπόλοιπα έθνη. Επαναλαμβάνω: Η εξεύρεση λύσης στο θέμα της κρατική δομή της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι θέμα κυριαρχίας που θα λύσει ο ίδιος ο κυπριακός λαός. Κάθε απόπειρα εξωτερικής επέμβασης σε αυτό το θέμα καταδικάζεται έντονα.»[9]
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ
Αυτά τα λόγια του Γκρομίκο αντιμετωπίστηκε αρνητικά στο εσωτερικό των Ελληνοκυπρίων και ο Πρόεδρος Μακάριος αντέδρασε λέγοντας ότι: «η πρόταση επίλυσης του κυπριακού προβλήματος στη βάση ενός ομοσπονδιακού συστήματος θα απορριφθεί χωρίς περαιτέρω συζήτηση». Ωστόσο αυτή η στάση του Μακάριου δεν κράτησε πολύ και ο Σοβιετικός επιτετραμμένος στη Λευκωσία εξέδωσε την παρακάτω προειδοποίηση:
«Η προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα, σε περίπτωση δηλαδή που γίνει δια της βίας και η Τουρκία αποφασίσει να αντιδράσει, η Σοβιετική Ένωση δεν θα διακινδυνεύσει την εμπλοκή της σε πόλεμο για να βοηθήσει την Κύπρο. Οι Σοβιετικοί είναι πεπεισμένοι ότι αν η Ένωση πραγματοποιηθεί με κυβερνητικό πραξικόπημα η Κύπρος θα διχοτομηθεί.»[10]
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΚΕΛ
Το ΑΚΕΛ πραγματοποίησε έκτακτη συνεδρίαση στις 26 Δεκεμβρίου 1965 με αφορμή τα λεγόμενα του Γκρομίκο και η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου του κόμματος ανέφερε τα εξής:
«Η στάση του κόμματος μας σχετικά με αυτές τις συνομιλίες είναι γνωστή και ξεκάθαρη». Η Κεντρική μας Επιτροπή, βασισμένη στο κύριο σημείο ότι η βάση του εθνικού ζητήματος στην Κύπρο δεν είναι η δημιουργία μιας ξεχωριστής εθνικής οντότητας με διαφορετική εθνική συνείδηση, επαναβεβαιώνει ότι η πολιτική μας γραμμή, όπως ορίστηκε στο 10ο Συνέδριο είναι και παραμένει η εθνική αποκατάσταση της συντριπτικής πλειοψηφίας του Ελληνοκυπριακού λαού, η ολοκλήρωση της ανεξαρτησίας, της αποστρατικοποίησης και η αυτοδιάθεση. Η Κεντρική Επιτροπή απορρίπτει ως συνέπεια των ανωτέρω την ομοσπονδία για βασικούς και ουσιαστικούς λόγους. Διότι η ομοσπονδία είναι λάθος. Οι Τουρκοκύπριοι ζουν διασκορπισμένοι στο νησί. Η ομοσπονδία δεν μπορεί να εφαρμοστεί πρακτικά για ποικίλους λόγους…Η πολιτική μας γραμμή είναι η πλήρης ανεξαρτησία, η αποστρατιωτικοποίηση, αυτοδιάθεση και η ένωση.»[11]
Ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ Εζεκίας Παπαϊωάννου, μιλώντας στη συνεδρίαση του κόμματος που πραγματοποιήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1965 στη Λευκωσία εξέφρασε τις παρακάτω απόψεις:
«Η λύση του κυπριακού προβλήματος δεν έγκειται στη δημιουργία ξεχωριστής εθνικής οντότητας, έγκειται στην εθνική αποκατάσταση του κυπριακού λαού που αποτελείται κατά πλειοψηφία από Ελληνοκύπριους…Το κόμμα μας απορρίπτει την ομοσπονδιακή λύση. Αυτή είναι η εποικοδομητική κριτική μας σχετικά με το απόσπασμα των δηλώσεων του κυρίου Γρκρομίκο αναφορικά με την ομοσπονδιακή λύση.»[12]
ΤΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΤΟΥ ΚΑΒΑΖΟΓΛΟΥ
Σε δεκασέλιδο φυλλάδιο στα Τουρκικά με τίτλο «Οι δηλώσεις του Γκρομίκο και οι αλήθειες στην Κύπρο» με ημερομηνία 27 Ιανουαρίου 1965 που φέρει την υπογραφή του Ντερβίς Αλί Καβάζογλου γινόταν αναφορά στο ότι οι δηλώσεις του Γκρομίκο σχετικά με την Κύπρο παραποιήθηκαν από κάποιους κύκλους και αναφέρονταν τα παρακάτω:
« Επιχειρούν να δώσουν στις δηλώσεις των Σοβιετικών το νόημα που τους αρέσει. Αυτοί οι κύκλοι κλείνουν τα μάτια στο σύνολο, την ουσία και το πνεύμα των δηλώσεων και διαδίδουν αστήριχτες και αντιφατικές μεταξύ τους αναφορές για «ανεξάρτητα κυπριακά κράτη, κυπριακό κράτος που αποτελείται από δύο χωριστές πολιτείες», τις αποδίδουν στον κύριο Γκρομίκο χωρίς κανένα δισταγμό και για να καλύψουν τη δική τους ανικανότητα επιχειρούν να κοροϊδέψουν τον τουρκοκυπριακό λαό. Ωστόσο ο Σοβιετικός Υπουργός Εξωτερικών στις δηλώσεις του δεν έκανε αναφορά ούτε για «κράτη στην Κύπρο» ούτε και για «δύο ξεχωριστές πολιτείες». Δεν πιστεύουμε ότι ο Υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης κύριος Γκρομίκο επιδιώκει την πρόκληση μιας διχαστικής κατάστασης στην Κύπρο που μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον ιμπεριαλισμό για τους δικούς του σκοπούς. Ωστόσο, κατά την άποψή μας, αφού ο κύριος Γκρομίκο δήλωσε «ότι η δομή του κυπριακού κράτους είναι εσωτερική υπόθεση των Κυπρίων», δεν έπρεπε να προσθέσει προτάσεις που θα μπορούσαν να παραποιηθούν από τα όργανα του ιμπεριαλισμού.» (…)
«Το να αγνοούμε το σύνολο, την ουσία και το πνεύμα της δήλωσης του Γρόμικο, προσθέτοντας τη φράση «συμπεριλαμβανομένης της ομοσπονδιακής λύσης», και εκτός από αυτό, προσθέτοντας «παράτυπες και τεχνητές» φράσεις όπως «δύο ξεχωριστά κράτη» και «κυπριακά κράτη», για να τις αποδώσουμε στον Σοβιετικό Υπουργό Εξωτερικών δεν έχει καμία σχέση με σοβαρή και τίμια πολιτική.»
Στη συνέχεια ο Καβάζογλου είπε τα παρακάτω αναφερόμενος στο Πλάνο Α που δημοσιεύτηκε στις 17 Ιανουαρίου 1965 τους κυριακάτικους Τάιμς του Λονδίνου και κατόπιν αναδημοσιεύτηκε και στον κυπριακό τύπο και προέβλεπε «μια ομοσπονδιακή διοίκηση που θα αποτελείται από δύο εθνικά κράτη στην Κύπρο» που θα προκύψουν μέσω μιας γραμμής διχοτόμησης που θα περνάει από το μέσο του νησιού:
«Φαίνεται ότι η διχοτομική ομοσπονδία καθώς είναι δύσκολο να εφαρμοστεί χωρίς την προσφυγή στη βία σκοπεύει να διχοτομήσει όχι μόνο τις δύο κοινότητες αλλά και την τουρκοκυπριακή κοινότητα από γεωγραφική και διοικητική άποψη. Ταυτόχρονα, είναι προφανές ότι μια τέτοια λύση θα προκαλεί συνεχώς αναταραχές.»
Στη συνέχεια ο Καβάζογλου απευθυνόμενος στον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, «επικρίνοντας τις ενέργειες της τουρκοκυπριακής ηγεσίας στο νησί με τον χαρακτηρισμό «απομεινάρια του Μεντερές» είπε ότι: «Πιστεύουμε ότι είναι δυνατόν να βρεθεί μια ειρηνική και δίκαιη λύση στο κυπριακό πρόβλημα με βάση το νόημα και το πνεύμα της εν λόγω δήλωσης».
Στο τέλος αυτού του φυλλαδίου υπήρχε ένα σημείωμα που έλεγε: «Αυτή η δήλωση δημοσιεύθηκε με την έγκριση μιας μεγάλης αντιπροσωπείας Τουρκοκυπρίων με δημοκρατική σκέψη». Όπως είναι γνωστό, ο Τουρκοκύπριος Ντερβίς Αλί Καβάζογλου, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ, ήταν ενάντια στη διχοτομική πολιτική της τουρκοκυπριακής ηγεσίας και δολοφονήθηκε τρεις μήνες μετά τη δημοσίευση αυτού του φυλλαδίου.
ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΑΚΕΛ-ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών Τσιριμώκος, κατά τη διάρκεια συζήτησης επί του κυπριακού προβλήματος στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (11-18 Δεκεμβρίου 1965) αναφερόμενος στις συνομιλίες που έλαβαν χώρα στην Τουρκία κατηγόρησε τη Σοβιετική Ένωση ότι υποστήριζε την τουρκική άποψη. Επ’ αυτού ο Γκρομίκο απάντησε τα εξής:
«Όταν σας υποστηρίζαμε αρχικά δεν γνωρίζαμε ότι σκοπός σας είναι η Ένωση και ότι επιθυμείτε να επεκτείνετε το ΝΑΤΟ μέχρι την Ανατολή Μεσόγειο. Θεωρούσαμε ότι σκοπός σας ήταν η αυτοδιάθεση.»[13]
Σε μια κοινή δήλωση μεταξύ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (SBKP) και του ΑΚΕΛ, που δημοσιεύτηκε μετά τις διαπραγματεύσεις στη Μόσχα, αναφέρονταν τα εξής:
«Η Σοβιετική Ένωση είναι πεπεισμένη ότι η λύση στο κυπριακό πρόβλημα μπορεί και πρέπει να προέλθει εις όφελος του συνόλου του κυπριακού λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων σύμφωνα με τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών και της Χάρτας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων χωρίς έξωθεν παρέμβαση. Τα θέματα που αφορούν την εσωτερική δομή της Κύπρου είναι ζητήματα επί των οποίων μπορεί να αποφασίσει μόνο ο κυπριακός λαός.»
Ο Πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης Αλέξι Κοσίγκιν επισκέφθηκε την Τουρκία μεταξύ 20 και 27 Δεκεμβρίου 1966. Τόσο οι δηλώσεις του Κοσίγκιν στις διαπραγματεύσεις όσο και οι δηλώσεις για την Κύπρο στην Κοινή Διακήρυξη επεσήμαναν ότι οι προηγούμενες απόψεις της Σοβιετικής Ένωσης δεν έχουν αλλάξει, αλλά ότι δεν αγγίζουν πλέον το ζήτημα της ομοσπονδίας.
Το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ σε ανακοίνωση με ημερομηνία 29 Ιανουαρίου 1966 υπερασπιζόταν εκ νέου την πολιτική της ένωσης και αντιτίθετο στην ύπαρξη δύο κοινοτήτων στο νησί:
«Ωστόσο, δυστυχώς, στο τουρκοσοβιετικό κοινό ανακοινωθέν και στην ομιλία του σοβιετικού πρωθυπουργού γίνεται και πάλι λόγος για δύο εθνικές κοινότητες δημιουργώντας την εντύπωση ότι η σοβιετική πολιτική υποστηρίζει το ομοσπονδιακό κράτος για την Κύπρο … Το ΑΚΕΛ επιμένει εντόνως στην ένωση με την Ελλάδα χωρίς γεωγραφική ή διοικητική επέμβαση.»[14]
Στο δε κοινό ανακοινωθέν που δόθηκε στη δημοσιότητα μετά την επίσκεψη του Προέδρου Μακάριου στη Σοβιετική Ένωση τον Μάιο του 1971 γινόταν αναφορά για πρώτη φορά στον «κυπριακό λαό» αντί για «δύο εθνικές κοινότητες.»
Η ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΛΥΣΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 1974 ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗ
Ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ σε διεθνές συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στις 10-11 Μάϊου 1975 στο Λονδίνο είπε τα ακόλουθα:
«Η δομή του κυπριακού κράτους θα πρέπει να βασίζεται στο πολυπεριφερειακό ομοσπονδιακό σύστημα στο οποίο η ισχυρή κεντρική κυβέρνηση που θα αποτελείται από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους θα είναι εξοπλισμένη με σημαντικές εξουσίες.»[15]
Η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ της 14ης Ιουνίου 1975 ανέθεσε στο Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος να προετοιμάσει ένα πλήρες πρόγραμμα για τις σχέσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων το συντομότερο δυνατό.[16] Δυστυχώς όμως αργότερα δεν υπήρξε καμία εξέλιξη σε αυτό το θέμα.
Με αφορμή την 50η επέτειο από την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου σε ανακοίνωση που εκδόθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1976 εκ μέρους της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ το κόμμα δεν ασχολήθηκε με την αυτοκριτική της εσφαλμένης πολιτικής του ως προς το θέμα των εθνικοτήτων αν και υπήρχαν οι ακόλουθες γενικές κριτικές:
Όπως και το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου, το ΑΚΕΛ προτείνει τη σωστή θέση για την οικοδόμηση του ενωμένου αντιιμπεριαλιστικού μετώπου των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων με σκοπό την εξάλειψη του αποικιακού ζυγού. Αυτό το μέτωπο από μόνο του μπορεί να αποτρέψει τις ίντριγκες του ιμπεριαλισμού, που στοχεύει να χωρίσει τη χώρα και να εμποδίσει τα σχέδιά του.
Η αποτυχία των Ελληνοκυπρίων καιΤτουρκοκυπρίων να δημιουργήσουν ένα ενιαίο μέτωπο δεν είναι ευθύνη του ΑΚΕΛ, αλλά ανήκει στις πολιτικές δυνάμεις που αγνοούν την τουρκική μειονότητα ως παράγοντα και την παραμελούν, και μάλιστα αντιτίθενται στην ιδέα ενός ενωμένου μέτωπου. Χάρη σε αυτήν την αποτυχία, ο ιμπεριαλισμός και οι σωβινιστικοί κύκλοι στην Άγκυρα μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν την τουρκοκυπριακή εθνικιστική ηγεσία ως εργαλείο για να προωθήσουν τα σχέδιά τους για διχοτόμηση της χώρας.
Το ΑΚΕΛ υποστηρίζει την άποψη ότι αν οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στο νησί δεν επανέλθουν στο φυσιολογικό και αν δεν υπάρξει αμοιβαία κατανόηση και στενή συνεργασία μεταξύ τους δεν θα υπάρξει μακροπρόθεσμη λύση στο Κυπριακό. Το κόμμα δεσμεύεται στην απόφαση να συνεχίσει να εργάζεται για συμφιλίωση, συνεργασία και κατανόηση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.»[17]
ΤΟ ΑΚΕΛ ΔΕΧΕΤΑΙ ΤΗΝ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΛΥΣΗ
Ο Γενικός Γραμματέας του AKEL Εζεκίας Παπαϊωάννου, σε συνέντευξή του στο περιοδικό France Nouvelle στις 9 Μαΐου 1977, δήλωσε: «Το ΑΚΕΛ έκανε έναν σημαντικό συμβιβασμό με τη συγκατάθεση της ίδρυσης μιας ομοσπονδιακής δημοκρατίας», και σημείωσε:
«Πράγματι, οι προτάσεις των Τουρκοκυπρίων τείνουν να προς τη δημιουργία μιας ομοσπονδία δύο ξεχωριστών κρατών παρά προς την ιδέα μιας ομοσπονδιακής δημοκρατίας. Αυτό είναι απίθανο σε ένα μικρό νησί όπως η Κύπρος. Εδώ, απαιτείται μια κεντρική κυβέρνηση με ουσιαστική πραγματική εξουσία.»[18]
Σε μια επιστολή που απέστειλα στην Κεντρική Επιτροπή του ΑΚΕΛ στις 10 Φεβρουαρίου 1978, πριν από το 14ο Συνέδριο του κόμματος, το οποίο πραγματοποιήθηκε τέσσερα χρόνια μετά τη διάσπαση του νησιού από το ελληνικό φασιστικό πραξικόπημα το καλοκαίρι του 1974 και την τουρκική εισβολή που το ακολούθησε, εξέφρασα ορισμένες κριτικές απόψεις είχαν ως στόχο τη διαμόρφωση ενεργειών που να απευθύνονται στον τουρκοκυπριακό λαό. Επίσης, πριν από το συνέδριο, πρότεινα να πραγματοποιηθεί διάσκεψη για θεωρητικά και οργανωτικά προβλήματα σχετικά με τους Τουρκοκύπριους. Δυστυχώς όμως, θέλω να αναφέρω εδώ για πρώτη φορά ότι δεν έχω λάβει καμία απάντηση, παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει 40 χρόνια.
[1] A. An, Kıbrıs: Taksim mi, federalleşme mi? İstanbul 2017, σ.16-17
[2] Στο ίδιο, σ.93-109
[3] Carl J. Friedrich, Dangers of Dualism, in Trends of Federalism in Theory and Practice, New York 1968
[4] Cumhuriyet, 19 Απριλίου 1964
[5] Cumhuriyet, 13 Απριλίου 1964
[6] Dışişleri Belleteni, Ekim 1964, Τόμος:2, σ.63 ve ayrıca Nihat Erim, Bildiğim, Gördüğüm Ölçüler İçinde Kıbrıs, Ankara 1975, σ.427-428
[7] Βλέπε Keesing’s Contemporary Archieves 1964-65, σ. 20500
[8] Εφημερίδα Cumhuriyet , 10-14 Δεκεμβρίου 1965, άρθρο του Aysel İ. Aziz με τίτλο: Sovyetlerin Kıbrıs Tutumları, 1965-1970”, Ankara Üniversitesi, Siyasal Bilgiler Fakültesi Dergisi, Aralık 1969, σ.204
[9] Dışişleri Belleteni (1965), Sayı:4, s. 56-57’den aktaran Ertan Yüksel, Kıbrıs’ın Taksimi Kastedilerek Federasyon Tezinin Türk Görüşü Olarak Öne Sürülüşü ve Sovyetler Birliği’nin Federasyon Anlayışı, Söz dergisi, Lefkoşa, 17 Ocak 1986, Sayı:14 ile 21 Şubat 1986, Sayı:19 arasında 6 yazılık dizi.
[10] Εφημερίδα Cumhuriyet, 28 Οκτωβρίου 1965, Άρθρο του Aysel İ. Aziz, οπ.π. 1969, σ.210
[11] Δελτίο τύπου AΚΕΛ, Δεκέμβριος 1964-Ιανουάριος 1965
[12] Δελτίο τύπου AΚΕΛ, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1965
[13] Οπ.π Aysel İ. Aziz, 1969, σ.242
[14] Δελτίο τύπου ΑΚΕΛ 3/1966
[15] Δελτίο τύπου ΑΚΕΛ Ιούλιος 1975
[16] Δελτίο τύπου ΑΚΕΛ Ιούλιος 1975
[17] Informations-Bulletin, 5-6/1976
[18] Informations-Bulletin, 11/1977
Αγαπητοί φίλοι, σύντροφοι, συναγωνιστές,
Εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής σας καλωσορίζω στο 4ο Συνέδριο “Η Αριστερά και το Κυπριακό” και σας ευχαριστώ για την ανταπόκρισή σας. Ευχαριστίες εκφράζουμε επίσης στο Σπίτι της Συνεργασίας, στο Ίδρυμα Στέλιος Χατζηωάννου για την επιλογή της δράσης μας στις βραβεύσεις του 2017, στους μεταφραστές μας, καθώς και στον Μιχάλη Ολύμπιο και την ομάδα του που ανάλαβαν την όλη τεχνική υποστήριξη του Συνεδρίου.
Βασικές αφετηρίες του σημερινού Συνεδρίου «Η Αριστερά και το Κυπριακό», όπως και των τριών προηγούμενων ετήσιων συνεδρίων με τον ίδιο τίτλο, είναι η ανεπιφύλακτη επιδίωξη της ειρήνης στο νησί και η επανένωση της Κύπρου σε μια δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία. Θα επαναλάβω ξανά εδώ αυτό που γράφαμε στο κάλεσμα για το πρώτο μας Συνέδριο, που έγινε στις 30 του Γενάρη 2016:
“Η πρωτοβουλία για αυτή τη διοργάνωση γεννήθηκε μέσα από τις ανησυχίες αλλά και τις ελπίδες μας σε σχέση με τη σημερινή κρίσιμη καμπή στις προσπάθειες διευθέτησης του Κυπριακού, καθώς και από την πεποίθησή μας ότι ο κόσμος της Αριστεράς επιθυμεί αλλά και οφείλει να μπει σε μια διαρκή συζήτηση και παρέμβαση σε ζητήματα που αφορούν την επιδιωκόμενη διευθέτηση”.
Από τότε η κατάσταση χειροτερεύει ολοένα και περισσότερο. Όταν αρχίσαμε φέτος τον Απρίλιο να προετοιμάζουμε το Τέταρτο Ετήσιο Συνέδριο «Η Αριστερά και το Κυπριακό», μια κρίσιμη εξέλιξη διαγραφόταν στον ορίζοντα. Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, μολονότι εμμέσως τότε, είχε καταστήσει σαφή την πρόθεσή του να αποσυρθεί από τη συμφωνία για πολιτική ισότητα και κατανομή της εξουσίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων, και εμφανίστηκε έτοιμος να απορρίψει την Ομοσπονδία ως την επιδιωκόμενη λύση. Παρά τις λεκτικές διαψεύσεις, οι μήνες που πέρασαν έχουν επιβεβαιώσει την καταστροφική αυτή στροφή. Στο λεξιλόγιο της κυβέρνησης Αναστασιάδη, μπήκαν όροι όπως “Αποκεντρωμένη ομοσπονδία” και “νέες ιδέες”, καθώς αφαιρείτο ο όρος “διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία” που επανερχόταν στιγμιαία κατά διαστήματα. Παράλληλα με τον Αναστασιάδη, η Τουρκία και η Τουρκοκυπριακή Δεξιά επιδιώκουν και αυτές να αλλάξουν τη βάση των διαπραγματεύσεων, φέρνοντας και αυτές «νέες ιδέες» στο τραπέζι. Το ποιες είναι αυτές οι “νέες ιδέες” ένθεν και ένθεν, και τι η «αποκεντρωμένη ομοσπονδία», παραμένουν να αιωρούνται στον αέρα χωρίς διευκρίνιση περιεχομένου. Όποιο όμως και αν αυτό θα ήταν, όποιο και αν εννοείται ή υποκρύβεται, είναι βέβαιο ότι τέτοιες ιδέες επιδιώκουν να ανατρέψουν ότι κατορθώθηκε σε συγκλίσεις στη διάρκεια δεκαετιών, και οδηγούν προδιαγεγραμμένα προς την τελική διχοτόμηση και τη «λύση δύο κρατών». Το “στατους κβο” που προκρίνει το απορριπτικό κομμάτι της Ε/Κ κοινωνίας αντί της λύσης, είναι μια εντελώς εθελοτυφλούσα ψευδαίσθηση που δημιουργούν και συντηρούν συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις και ΜΜΕ.
Αυτή η εθνικιστική στροφή συναντά ωστόσο την αντίσταση του Κυπριακού λαού όπως έδειξαν και οι πρόσφατες ευρωεκλογές. Η επιλογή του ΑΚΕΛ να προτείνει στο ψηφοδέλτιό του τον Νιαζι Κιζίλγιουρεκ και η βίαιη αντίδραση του Προέδρου της Δημοκρατίας και της ηγεσίας του Δημοκρατικού Συναγερμού είναι χαρακτηριστικά της νέας εποχής αντιπαράθεσης με τον εθνικισμό. Η εκλογή του Νιαζί και η δραματική πτώση των ποσοστών του ΔΗΣΥ δείχνουν πως υπάρχουν ακόμα δυνατότητες αγώνα για τη λύση και την ειρήνη.
Το χάσμα μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς στο Κυπριακό γίνεται όλο και πιο βαθύ και οι διαφορές στην πολιτική τους πιο ξεκάθαρες. Τόσο η ρήξη του ΑΚΕΛ με τον Αναστασιάδη όσο και η σύγκρουση του Οζερσάι με τον Ακκιντζί σηματοδοτούν μια νέα εποχή στις ενδο-κοινοτικές πολιτικές διαδικασίες, με την Κυπριακή Αριστερά και στις δύο κοινότητες να τίθεται μπροστά σε νέες προκλήσεις, που καθιστούν την ανάγκη ενίσχυσης της διακοινοτικής συνεργασίας της Αριστεράς ακόμα πιο επιτακτική.
Ως μια συμβολή σε αυτή την αναγκαία ενίσχυση, αποφασίσαμε να αφιερώσουμε το Τέταρτο Ετήσιο Συνέδριο στην έννοια της Ομοσπονδίας και τις προεκτάσεις της, γενικά, καθώς και στο πώς τις αντιλαμβάνεται και τις στηρίζει η Αριστερά. Επιδίωξή μας ήταν το Συνέδριο να φέρει μαζί διάφορα ρεύματα της Κυπριακής Αριστεράς για αυτή τη συζήτηση, αλλά και για τη διερεύνηση του ρόλου και της ευθύνης της, καθώς και της προοπτικής συντονισμένων κοινών αγώνων.
Η θερμή ανταπόκριση στην πρόσκλησή μας μελών πολιτικών κομμάτων, οργανώσεων και τάσεων της Αριστεράς και στις δυο κοινότητες – συνδικαλιστών, ακτιβιστών, πανεπιστημιακών και άλλων – για να καταθέσουν τις απόψεις τους με εισηγήσεις τους, καθώς και η συμμετοχή όλων σας, είμαστε βέβαιοι ότι θα καταστήσει το Συνέδριο ένα παραγωγικό φόρουμ.