Μιχαλακης Σαββιδης
Όσοι πιστεύουν ότι οι θέσεις του Αβέρωφ στο Κυπριακό διαφέρουν από αυτές του προέδρου, καλά κάνουν να ξυπνήσουν.
Τον ΔΗΣΥ δεν τον ενδιαφέρει ποια η λύση του Κυπριακού. Ρε δεν πάει να είναι Σειχάτο, Εμιράτο, Βασιλευόμενος ζουρλομανδύας, Δεσποτάτο, ΔΔΟ, τριπλή η τετραπλή ομοσπονδία! Φτάνει η λύση που θα προκύψει να μην επηρεάζει κατά ένα ιώτα, την ανεξέλεγκτο έλεγχο τους πάνω στους ιθαγενείς. Που ήταν και η καρδιά της μη λύσης του προβλήματος από το 1955.
Τα μασημένα λόγια του Αβέρωφ σε συνεντεύξεις, δεν είναι τίποτα άλλο παρα να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια (χωρίς να δίνει αυτή την εντύπωση) αφού κατάλαβε ότι το καράβι της διακυβέρνησης Αναστασιάδη μπάζει νερά από παντού. Έρχονται εκλογές σου λέει και δεν θα πληρώσω εγώ τις επιλογές του προέδρου.
Δεν ανησυχούμε κ. Αβέρωφ. Με καραβοκύρη εσένα και με πλοηγούς τον Κυπριανού και Δίπλαρο, η χώρα μας δει ακόμα πιο λαμπρές μέρες. Σε άλλη χώρα δεν θα σου έδιναν σκούπα να καθαρίζεις τους δρόμους. Όχι να δίνεις συνεντεύξεις σε κανάλια.
Από την μια το συγκρότημα που πρόβαλε/έστησε [?] κοκ τις εκδηλώσεις των ηλιθίων στην Δερύνεια για να στηρίξουν τον Τατάρ στις τ/κ εκλογές, φωνάζει ότι κάθε κίνηση προς συνομιλίες, είναι βήμα προς διχοτόμηση..
Μόνο για γέλια πια – οι οπαδοί των 2 κρατών [που σαν την ΕΟΚΑ Β] φοβούνται να το παραδεχτούν, φωνάζουν ενάντια σε αυτό που θέλουν..
Θυμίζουν νευρωτικό/η που βρίζει άλλους για αυτό που είναι – τζαι ντρέπεται να το παραδεχτεί.
Στην άλλη πτέρυγα, οι απορριπτικοί του Φιλελεύθερου, εν πιο προσεκτικοί – δαμαι, θέλουν λογοκρισία μνήμης [να ξεχάσουμε δηλαδή τι ελαλούσαν για τον Ακιντζί] τζαι να παίξουμε το σενάριο του Αναστασιάδη ότι τάχα μου τώρα θέλει λύση ΔΔΟ αλλά…. Εν θέλει η Τουρκία, τζαι ο Τατάρ. Λογοκρίνοντας ότι ο Αναστασιάδης [τον οποίον προσπαθούν να ξεπλύνουν τα πλυντήρια των εξαρτωμένων ΜΜΕ] συζητούσε για δυο κράτη τζαι ότι ναυάγησαν με ε/κ ευθύνη την ολοκλήρωση των συζητήσεων στο Κραν Μοντανά…
Τσίρκο εθνικοφροσύνης…
Πάντως η ελληνο-κολλημένη εθνικοφροσύνη [είτε η ελληνικη που υπηρέτησε τόσο πιστά ξένους βασιλιάδες, την γερμανική κατοχή, την αγγλοαμερικανική ξενοκρατία κοκ, είτε η ελληνοκυπριακή που λειτούργησε σαν παβλωφικό σκυλάκι προσφέροντας στο Τουρκικό κράτος, μέσα από τις συνέπειες της ηλιθιότητας της, την διεκδίκηση τζαι είσοδο στην Κύπρο μεχρι το 1974] πρέπει να είναι παγκόσμια μοναδικό σύμπτωμα..
Εθνικοφροσύνη που εξυπηρετεί τον υποτιθέμενο εθνικό εχθρό… Τί σου κάμνει η λαγνεία της καρέκλας… ή για να το πουμε με πιο προσφάτους ορούς: πουλώντας την χωρά σου για την ημετεροκρατία;.. :)
Τζαι καθώς μια νέα γενιά ανοίγει τον ορίζοντα για το μέλλον, φεύγουν μερικοί από όσους προσπάθησαν, επίσης σε χρόνια δύσκολα, κτίζοντας την εικόνα της Κύπρου του μέλλοντος. Έφυγε ο Τάκης Κονής, ακτιβιστής, συγγραφέας τζαι ιστορικό στέλεχος του Νεοκυπριακού Συνδέσμου.
Αγωνίστηκε τζαι για την αξιοπρέπεια της ανεξαρτησίας της Κύπρου τζαι για την επανένωση σαν αναγνώριση του ιστορικού πλουραλισμού της Κύπρου..
………………
Το έτος 1948 αποτέλεσε το χρόνο των πιο σκληρών αγώνων της Κυπριακής Εργατικής Τάξης, σύμφωνα με τον πρώην Γενικό Γραμματέα της ΠΕΟ, Ανδρέα Ζιαρτίδη.[1] Η εργατική τάξη της Κύπρου ήρθε σε μετωπική σύγκρουση- οικονομική, πολιτική και ιδεολογική- τόσο με την άρχουσα τάξη, ντόπια και ξένη, αλλά και με το αποικιακό καθεστώς και τους ανελεύθερους του νόμους. Το παρόν κείμενο θα καταπιαστεί, σαν επετειακό, με τον Αύγουστο του 1948 όπου το νησί έβραζε, όχι μόνο από τις θερμοκρασίες που παραδοσιακά χτυπούν κόκκινο, και ανάγκαζαν την αποικιακή κυβέρνηση να αποτραβηχτεί στα ορεινά, αλλά από την όξυνση της ταξικής αναμέτρησης, με επίκεντρο τις απεργίες των αμιαντωρύχων και των οικοδόμων. Παρόλο που ο Αύγουστος είναι συνυφασμένος με την ακινησία και τους αργούς καλοκαιρινούς ρυθμούς, εκείνος ο Αύγουστος, γεννημένος μέσα στις οξυμένες διεθνείς και τοπικές συνθήκες, έμελλε να σημαδέψει το Κυπριακό εργατικό κίνημα.
Μετά τη λήξη της πεντάμηνης απεργίας των μεταλλωρύχων της ΚΜΕ το Μάη, σειρά στην επίθεση της εργοδοσίας πήραν τα άλλα κομμάτια της εμπροσθοφυλακής του Κυπριακού συντεχνιακού κινήματος, οι αμιαντωρύχοι και οι οικοδόμοι, τον Αύγουστο του 1948. Η μεν πρώτη των αμιαντωρύχων έληξε με νίκη της συντεχνίας μετά από ένα μήνα, η δε δεύτερη των οικοδόμων ξεκίνησε στις 26 Αυγούστου και έληξε στις 18 του Δεκέμβρη. Η σημασία των απεργιών του 1948, έγκειται στο ότι με το πλευρό της εκάστοτε εργοδοσίας συνασπίστηκε η ντόπια και ξένη αστική τάξη, τα κόμματα και οι εφημερίδες της Δεξιάς, η Εκκλησία αλλά και το ίδιο το αποικιακό καθεστώς, ενώ δίπλα στους απεργούς συστρατεύτηκε ολόκληρη η εργατική τάξη και η φτωχή αγροτιά και το κόμμα τους, το ΑΚΕΛ. Σε μια περίοδο έντασης του αντιαποικιακού αγώνα, κι ενώ η ντόπια αστική τάξη απέρριπτε λεκτικά την όποια συνεργασία με την αποικιακή κυβέρνηση, βρέθηκε ξαφνικά στην ίδια γραμμή πάλης με τους Άγγλους αποικιοκράτες, απέναντι στα πιο δυναμικά κομμάτια της Κυπριακής εργατικής τάξης.
Η επιρροή της Αριστεράς ποτέ δεν είχε εξαρτηθεί από την πρόσβαση στον κυβερνητικό μηχανισμό ή στις δομές εξουσίας της ελληνικής κοινότητας. Η παράταξη αντλούσε τη δύναμη της από την υποστήριξη την οποία της παρείχαν τα λαϊκά στρώματα τα οποία ήταν οργανωμένα στα κατά τόπους παραρτήματα των μορφωτικών συλλόγων, στα συνεργατικά ιδρύματα και κυρίως στις εργατικές συντεχνίες.[2] Προκειμένου να κατασταλεί η επιρροή της παράταξης ως συνόλου, έπρεπε να νικηθεί το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα και μαζί του να επέλθει και η πολιτικό-ιδεολογική ήττα του ΑΚΕΛ. Άλλωστε, μέσα σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής αναμέτρησης, μια σειρά ζητήματα τα οποία είχαν εκ πρώτης όψεως οικονομικό χαρακτήρα, συνδέονταν άρρηκτα με τον αντί-αποικιακό αγώνα.’[3]
Οι ταξικοί απεργιακοί αγώνες έγιναν μέσα σε συνθήκες έντονης ιδεολογικο-πολιτικής πόλωσης, τόσο εντός της Κύπρου όσο και διεθνώς. Παρόλο που οι δύο αυτοί παράγοντες αλληλοεπηρεάζονταν σε μια διαλεκτική σχέση, θα τους διαχωρίσουμε για χάρη της ανάλυσης. Το 1948 ήταν χρονιά οικονομικής κρίσης στη Βρετανία, μετά και την Κρίση της Μετατρεψιμότητας της Στερλίνας με το Δολάριο το καλοκαίρι του 1947. Η οικονομική κρίση μεταφέρθηκε και στην Κύπρο το 1948, όπου η τάση καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ήταν η πτώση των μισθών λόγω της μείωσης των εξαγωγών, κυρίως προς τη Μεγάλη Βρετανία και η άνοδος της ανεργίας.[4] Κατά συνέπεια, οι εργοδότες στο νησί προσπάθησαν να πάρουν πίσω όλες τις κατακτήσεις του συνδικαλιστικού κινήματος και της εργατικής τάξης συνολικά.
Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, και που το σημειώνουν οι Άγγλοι στα έγγραφα της εποχής, είναι ότι η ιστορία των μισθών στην Κύπρο, είναι μια ιστορία αγώνα δρόμου για να συμβαδίζουν με την αύξηση του κόστους διαβίωσης.[5] Ο πληθωρισμός την περίοδο 1947-1948 έφτασε το 24.5%, εκμηδενίζοντας έτσι το λαϊκό εισόδημα.[6] Επίσης, ο δείκτης για τις τιμές των τροφίμων πρώτης ανάγκης για την ίδια χρονική περίοδο, ανέβηκε κατά 19% κάνοντας ακόμα πιο δύσκολη τη διαβίωση της εργατικής οικογένειας, αφού το μεγαλύτερο μέρος του μεροκάματου πήγαινε αμέσως σε τρόφιμα πρώτης ανάγκης.[7] Η μετωπική σύγκρουση του ’48, διεξήχθη μέσα σε πολύ αντίξοες οικονομικές συνθήκες για το εργατικό κίνημα, όπου έπρεπε από τη μια να διεκδικήσει τα τρέχοντα οικονομικά αιτήματα και από την άλλη να υπερασπιστεί τις παλαιότερες κατακτήσεις του, με κυριότερο το δικαίωμα στο συνδικαλισμό. Όπως αναφέρει άλλωστε και ο Ζιαρτίδης, ο χαρακτήρας του αγώνα ήταν αμυντικός.[8]
Στις διεθνείς εξελίξεις το 1948 έχουμε την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου μετά την απόσπαση σειράς χωρών της Ανατολικής Ευρώπης από το καπιταλιστικό στρατόπεδο. Στην Ελλάδα, ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και της ελληνικής κυβέρνησης που υποστηριζόταν από τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν στην πιο κρίσιμη του καμπή. Όλα αυτά είχαν άμεσο αντίκτυπο στο νησί, αφού είχαν γεννήσει ένα έντονο αντικομμουνισμό. Ο εθνικισμός της Δεξιάς εκφραζόταν υπό τη μορφή του αντικομμουνισμού και το κύριο του χαρακτηριστικό ήταν η έντονη και βίαιη αντίθεση προς το μαζικό λαϊκό κίνημα, των ταξικών συντεχνιών και αγροτικών οργανώσεων.’[9]
Η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, σε συνδυασμό με τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα, είχαν και μια άλλη επίδραση στην Κύπρο, που αφορούσε τις Κυπριακές εθνικές φιλοδοξίες. Μια μελλοντική σοσιαλιστική Ελλάδα, σε συνδυασμό με ένα ισχυρό κομμουνιστικό κίνημα στην Κύπρο, ήταν κάτι που έπρεπε να αποφευχθεί, αφού το νησί είχε αποκτήσει σημαντική στρατηγική σημασία για τα βρετανικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή και οποιεσδήποτε εσωτερικές εξελίξεις θα είχαν άμεσες επιπτώσεις σε ολόκληρη την περιοχή. Η απώλεια του κράτους κατ’ εντολή της Παλαιστίνης και η άτακτη φυγή των Βρετανών από εκεί, η αποχώρηση των Βρετανικών στρατευμάτων από την Κυρηναϊκή, και τέλος η κατάρρευση των διαπραγματεύσεων με την Αιγυπτιακή Κυβέρνηση για την ανανέωση της Αγγλο-Αιγυπτιακής Συνθήκης του 1936, είχαν ως αποτέλεσμα την επισφαλή θέση της Μεγάλης Βρετανίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Συνέπεια των εξελίξεων στην περιοχή, ήταν η Κύπρος να παραμείνει το μοναδικό στρατηγικό σημείο στην περιοχή για τα Βρετανικά στρατηγικά συμφέροντα. Χαρακτηριστικά, σε δύο διαφορετικά σημειώματα των Αρχηγών του Γενικού Επιτελείου Στρατού (Chiefs of Staff Committee) και της υποεπιτροπής Joint Planning Staff το Μάρτη και Νοέμβρη του 1947, τόνιζαν τη σημασία του να διατηρηθεί η επικυριαρχία της Βρετανίας στην Κύπρο.[10]
Ήδη από τον Ιούνη, η Συντεχνία αμιαντωρύχων είχε υποβάλει στη διεύθυνση της Tunnel Asbestos Company, εταιρεία Αγγλο-Δανικών συμφερόντων, τα αιτήματά της. Αυτά προνοούσαν αύξηση κατά 5% στα μεροκάματα, αναγνώριση της Επιτροπής Εργατικών Διαφορών, αυξημένη πληρωμή της υπερωρίας, ώστε να υπολογίζεται η μια ώρα μιάμιση τις καθημερινές και η μια ώρα δύο τις Κυριακές.[11] Σε αυτά τα αιτήματα προστέθηκε και η επαναπρόσληψη των απολυμένων εργατών, όταν τον Ιούλη η εταιρεία απέλυσε εκδικητικά 15 συνδικαλιστές, λόγω του ότι η ΠΕΟ είχε καταφέρει να εκλέξει την Επιτροπή του Ταμείου Ιατρικής Περίθαλψης. Η εταιρεία απέρριψε όλα τα αιτήματα της συντεχνίας και αρνήθηκε την όποια συζήτηση με αυτή, υπολογίζοντας και στην υποστήριξη που θα είχε από το αποικιακό καθεστώς, αλλά και τους απεργοσπαστικούς μηχανισμούς των «νεοσυντεχνιακών» της ΣΕΚ. Αυτοί οι υπολογισμοί της εταιρείας δεν ήταν αβάσιμοι αφού υπήρχε το χρήσιμο προηγούμενο της απεργίας των μεταλλωρύχων της ΚΜΕ, όπου τόσο το αποικιακό καθεστώς όσο και η ντόπια αστική τάξη με τους μηχανισμούς τους έδρασαν ανοικτά υπέρ της εταιρείας. Συνεπώς, στις 2 Αυγούστου, η συντεχνία κήρυξε την έναρξη της απεργίας με τις εργασίες στο μεταλλείο να σταματούν.
Η Tunnel Asbestos Co. Κατείχε προπολεμικά βαρύνουσα θέση στην ντόπια παραγωγική διαδικασία, κάτι που προσπάθησε να ανακτήσει με την επανέναρξη κανονικών παραγωγικών συνθηκών το 1945. Η εταιρεία στη μεταπολεμική περίοδο μπήκε δυναμικά στην εξόρυξη και εξαγωγή αμιάντου. Στηριζόμενη στην ψηλή παγκόσμια τιμή του αμιάντου, λόγω της αυξημένης ζήτησης για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης Ευρώπης, γρήγορα ξεπέρασε τις προπολεμικές εξαγωγές της σε αμίαντο, τόσο σε όγκο αλλά και σε αξία. Παρόλο που η εξόρυξη και επεξεργασία του αμιάντου μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην τοπική παραγωγική διαδικασία και συγκεκριμένα στον τομέα των κατασκευών, η εταιρεία προτιμούσε το μεγαλύτερο μέρος του επεξεργασμένου αμίαντου να το εξάγει στη Δανία, Μεγάλη Βρετανία και Ιρλανδία. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι, ενώ το 1938 εξάχθηκαν 5578 τόνοι επεξεργασμένου αμίαντου αξίας £110.000, αμέσως με το τέλος του πολέμου το 1945, η εταιρεία κατάφερε να εξάγει 3445 τόνους επεξεργασμένου αμιάντου αξίας £120.000.[12] Το 1945 οι εξαγωγές αμιάντου σε αξία αντιπροσώπευαν το 35.6% από τις συνολικές Κυπριακές εξαγωγές μεταλλεύματος, σε αντίθεση με την προπολεμική περίοδο (1938), που αυτές μετά βίας ξεπερνούσαν το 7% της συνολικής αξίας εξαγόμενου μεταλλεύματος από την Κύπρο. Για να καταλάβουμε τη σημασία των εξαγωγών μεταλλευμάτων της Κύπρου, το 1938 αυτές οι εξαγωγές αντιπροσώπευαν το 53% όλων των εξαγωγών του νησιού. To 1947, εξάχθηκαν 7021 τόνοι αμιάντου αξίας £280.000, που αντιπροσώπευε το 12.1% των μεταλλευτικών εξαγωγών σε αξία από την Κύπρο και αντίστοιχα το 4.4% των συνολικών εξαγωγών της Κύπρου.[13]
Η εταιρεία μπόρεσε, παρόλη την απόλυτη άνοδο στα εργατικά της κόστη, να καρπώνεται σε κέρδος τις υψηλές μεταπολεμικές τιμές του επεξεργασμένου αμίαντου.[14] Σε αυτό συνέτειναν δυο παράγοντες. Ο πρώτος, που δείχνει και την άψογη συνεργασία της αστικής τάξης με το αποικιακό κράτος, ήταν το γεγονός ότι το 1947 η κυβέρνηση μείωσε τα μεταλλευτικά δικαιώματα που πλήρωνε η εταιρεία από 5% πάνω στην αξία του εξαγώμενου μεταλλεύματος στο 1.5%.[15] Ο δεύτερος παράγοντας ήταν οι πρώτες μεταπολεμικές κεφαλαιακές επενδύσεις της εταιρείας που έγιναν το 1950-1951 και που βοήθησαν στον εκσυγχρονισμό της παραγωγής και στην άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας.[16]
Από την πρώτη κιόλας μέρα της απεργίας, η υπόθεση των αμιαντωρύχων έγινε υπόθεση ολόκληρης της εργατικής τάξης, αφού η αστυνομία προσπάθησε βίαια να διαλύσει την πορεία των απεργών προς τα γραφεία της εταιρείας, τραυματίζοντας έξι εργάτες. Σαν απάντηση, οι απεργοί προχώρησαν στην κατάληψη διάφορων μύλων της εταιρείας και πάλι όμως η αποικιακή αστυνομία προστάτευσε το ξένο κεφάλαιο, αφού βίαια κατέστειλε τις καταλήψεις και προχώρησε στη σύλληψη 51 εργατών.[17] Από εκείνη τη στιγμή, ο αγώνας των αμιαντωρύχων έγινε αγώνας για να αναγνωριστεί η συντεχνία και να διασφαλιστούν τα στοιχειώδη συνδικαλιστικά δικαιώματα. Μόλις έγιναν γνωστές οι αστυνομικές βιαιότητες και η αυθαιρεσία της εταιρείας, διοργανώθηκαν σε όλες τις πόλεις της Κύπρου διαδηλώσεις από ολόκληρο το Λαϊκό Κίνημα. Στις εργατικές κινητοποιήσεις κυριαρχούσαν τα συνθήματα «Κάτω τα χέρια από τους εργάτες», «Εξουσίες στο λαό», «Αυτοκυβέρνηση» και «Ελευθερία». Όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Κατσιαούνης ‘η πολιτική της Αριστεράς εύρισκε έτσι πρόσφορο έδαφος, θέτοντας σε πολιτικό πλαίσιο τα κοινωνικά ζητήματα τα οποία διεκδικούσε’.[18] Το αποικιακό καθεστώς δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια, αφού προχώρησε στη σύλληψη ολόκληρης της ηγεσίας του λαϊκού κινήματος, με την κατηγορία της διοργάνωσης και συμμετοχής σε παράνομη διαδήλωση.[19] Ταυτόχρονα, η εταιρεία προχώρησε και σε εκδικητικά αντίποινα, αφού σταμάτησε τη δωρεάν διανομή ψωμιού, στο οποίο πολλές οικογένειες εξαρτούσαν τη διαβίωση τους και ταυτόχρονα διέταξε τους απεργούς να εγκαταλείψουν τα σπίτια που τους είχε παραχωρήσει η εταιρεία.[20]
Το εργατικό κίνημα της Κύπρου συνειδητοποιώντας ότι ο αγώνας των αμιαντωρύχων ήταν αγώνας ολόκληρης της εργατικής τάξης χρησιμοποίησαν το όπλο της Παγκύπριας παναπεργίας. Στις 13 Αυγούστου, ημέρα που δικαζόταν η ηγεσία του λαϊκού κινήματος, προκηρύχτηκε από τη ΠΕΟ 24ωρη Παγκύπρια παναπεργία. Οι εκδηλώσεις αλληλεγγύης αλλά και η αποφασιστικότητα της συντεχνίας απέδωσαν καρπούς, αφού πολλοί νεοσυντεχνιακοί εργάτες αποχώρησαν από την ΣΕΚ και προσχώρησαν στην ΠΕΟ. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η διεύθυνση της εταιρείας κάθισε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με απεργιακή επιτροπή της συντεχνίας.[21] Ως επακόλουθο των διαπραγματεύσεων, στις 30 Αυγούστου λύθηκε η απεργία, αφού ικανοποιήθηκαν τα αιτήματα των απεργών, και ειδικότερα το ζήτημα της επαναπρόσληψης όλων των εργατών και την ακύρωση της «εξορίας» του Γραμματέα της Συντεχνίας Χριστοφή Λασέττα από την περιοχή των μεταλλείων.[22]
Πριν ακόμα λυθεί η απεργία της συντεχνίας των αμιαντωρύχων, ένας άλλος αγώνας ξεκίνησε για την εργατική τάξη της Κύπρου, ένας αγώνας που χαρακτηρίστηκε από τον Β. Γ. Γ. της ΠΕΟ Ανδρέα Φάντη σαν ‘η πιο σοβαρή μάχη του ‘48’.[23] Τόση σημασία προσέδωσε η ΠΕΟ σε αυτή την απεργιακή μάχη, που σε άρθρο του στο Δημοκράτη, μια μέρα πριν την κήρυξη απεργίας, ο Φάντης τόνιζε ότι ‘δεν είναι καθόλου υπερβολή να λεχθεί πως η έκβαση αυτής της απεργίας θα επηρεάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις μέχρι σήμερα κατακτήσεις του εργατικού μας κινήματος, τη μελλοντική πορεία του κινήματος μας, την οργανωτική του ανάπτυξη και σαν αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, τις πολιτικές κατακτήσεις και τους μελλοντικούς πολιτικούς αγώνες του λαού μας.’[24] Η απεργία αυτή είχε τον πιο έντονο πολιτικό χαρακτήρα από όσες είχαν γίνει μέχρι τότε στη Κύπρο.[25] Ενώ στη περίπτωση των μεταλλωρύχων της ΚΜΕ και των αμιαντωρύχων της Asbestos Tunnel Co. ο εργοδότης ήταν ξένος, στην περίπτωση των οικοδόμων οι εργολάβοι ήταν Κύπριοι, και γύρω τους συνασπίστηκε όλη η ντόπια κεφαλαιοκρατία, με αποτέλεσμα η σύγκρουση να προσλάβει έντονα ταξικό και πολιτικό περιεχόμενο. Ήδη από τις 18 Αυγούστου σε σύσκεψη των οργανώσεων της Δεξιάς, διακηρύχτηκε ότι επρόκειτο να δραστηριοποιηθούν υπέρ των εργολάβων σε περίπτωση διαφοράς τους με την ΠΕΟ.[26]
Η συντεχνία πρόταξε οικονομικά αιτήματα, όπως την αύξηση των κατώτατων μεροκαμάτων κατά 3 σελίνια και την αύξηση της συνδρομής των εργολάβων στις Συντεχνιακές Κοινωνικές Ασφαλίσεις κατά 3 γρόσια την εβδομάδα. Αυτά τα αιτήματα έγιναν αμέσως αποδεχτά από τους εργολάβους. Το κύριο σημείο διαφωνίας όμως, ήταν η αξίωση του Συνδέσμου Εργολάβων Οικοδομών να διαγραφεί άρθρο της προηγούμενης σύμβασης, που καθόριζε ότι μόνο μέλη της ΠΕΟ μπορούσαν να προσλαμβάνονται. Αυτό το ζήτημα ήταν καίριο αφού με την «ελεύθερη πρόσληψη», οι εργολάβοι θα είχαν τα χέρια τους λυμένα για να προβαίνουν σε σκανδαλώδεις διακρίσεις σε βάρος των εργατών που ήταν οργανωμένοι στην ΠΕΟ. Αν έκανε πίσω η συντεχνία σε αυτό το θέμα, ουσιαστικά θα προσυπέγραφε την αυτοκαταστροφή της αν λάβουμε υπόψη το πολωμένο κλίμα της εποχής.[27] Η ιθύνουσα τάξη, ενθαρρύνοντας τους εργολάβους να απορρίψουν τη συνομολόγηση συλλογικής σύμβασης με την ΠΕΟ και προσφέροντας ταυτόχρονα την εναλλακτική λύση της εργοδότησης μέσω της ΣΕΚ, δε στόχευε απλά στο να επιτύχει όρους απασχόλησης ευνοϊκότερους για την εργοδοσία. Στην πραγματικότητα, ο απώτερος σκοπός ήταν να εξοστρακιστεί το ταξικό συντεχνιακό κίνημα ή έστω να επέλθει η διαφοροποίηση του χαρακτήρα του, με βραχυπρόθεσμο στόχο τη συρρίκνωση της παράταξης της Αριστεράς στις δημοτικές εκλογές του 1949.[28]
Η απεργία επηρέαζε 1200 εργάτες, αλλά από τις πρώτες μέρες της απεργίας, μερικοί εργολάβοι δέχτηκαν τα αιτήματα και 400 εργάτες επέστρεψαν στις δουλειές τους.[29] Εκτός από τους απεργοσπαστικούς μηχανισμούς της ΣΕΚ αλλά και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, που απροκάλυπτα πήραν το μέρος των εργολάβων και των απεργοσπαστών, οι απεργοί είχαν να αντιμετωπίσουν αυτή τη φορά και το καινούργιο φαινόμενο της ριζοσπαστικοποιημένης δεξιάς που πήρε τη μορφή της «Χ» Κύπρου, όπου δρούσαν σαν παρακρατικοί συνοδεύοντας απεργοσπάστες στις οικοδομές και επιτίθονταν στους δρόμους σε στελέχη του λαϊκού κινήματος.[30] Την ίδια ώρα που η «Χ» είχε το ελεύθερο να δρα στους δρόμους της Λευκωσίας ανενόχλητη, εργαζόμενοι και μέλη μαζικών οργανώσεων σύρονταν στα δικαστήρια ‘για παραπτώματα των οποίων η φύση φανέρωνε πόσο το καθεστώς φοβόταν το λαό που κυβερνούσε.’[31] Για παράδειγμα, στις 2 Σεπτεμβρίου το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού καταδίκασε το Δήμαρχο της πόλης Πλουτή Σέρβα, τους Δημοτικούς Συμβούλους Κώστα Παρτασίδη και Παντίνο Μαυρογένη και άλλα 10 συνδικαλιστικά στελέχη της Αριστεράς με την κατηγορία της παράνομης παρέλασης.[32]
Λόγω της βίας των εργολάβων και της κυβέρνησης, αλλά και των αντικειμενικών οικονομικών δυσχερειών τις οποίες αντιμετώπιζαν οι απεργοί λόγω της μακροχρόνιας απεργίας, μια μερίδα απεργών απάντησαν με αντιβία. Σε μερικές περιπτώσεις δυναμιτίστηκαν υποστατικά που ανήκαν σε απεργοσπάστες, αλλά το αποκορύφωμα της αντιβίας ήταν η ανατίναξη του υπό κατασκευή ασύρματου σταθμού της RAF στη Λευκωσία.[33]
Τελικά, μετά από ένα τετράμηνο απεργιακό αγώνα, η συντεχνία των οικοδόμων βγήκε κερδισμένη, αφού στις 18 Δεκεμβρίου 1948 υπεγράφη καινούρια συμφωνία με το Σύνδεσμο Εργολάβων Λευκωσίας.[34] Προς αποφυγή διακρίσεων εις βάρος της ΠΕΟ, οι εργολάβοι αποδέχτηκαν την ίδρυση Γραφείου Εξευρέσεως Εργασίας, όπου θα καταγράφονταν οι άνεργοι κατά σειρά προσέλευσης και οι εργολάβοι θα μπορούσαν να προσλάβουν προσωπικό μόνο μέσω του Γραφείου. Επιπλέον, η συμφωνία επέβαλλε την απόλυση όλων των απεργοσπαστών που εργοδοτήθηκαν κατά τη διάρκεια της απεργίας. Η πολιτική σημασία της απεργίας ήταν πολύπλευρη, αφού η οξύτατη αναμέτρηση είχε συμβάλει στην παραπέρα πόλωση μεταξύ των Ελληνοκυπρίων. Το γεγονός ότι η ΠΕΟ είχε ανταπεξέλθει σε μια τόσο δύσκολη αναμέτρηση, εξανάγκασε την ιθύνουσα τάξη να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τους προσανατολισμούς της προς την ασφάλεια την οποία παρείχε η Βρετανική εξουσία.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες, μαζί με την απροθυμία των Βρετανών να δώσουν πλήρη Αυτοκυβέρνηση σε μια αποικία που θεωρούσαν ότι θα κυριαρχούσαν οι κομμουνιστές, συνέτειναν στην κατάρρευση της Διασκεπτικής Συνέλευσης, που είχε αρχίσει τις διεργασίες της το Νοέμβρη του 1947 και θα καθόριζε το συνταγματικό μέλλον της Κύπρου. Γι’αυτό, ενώ η Διασκεπτική είχε δημιουργηθεί για να διαμορφώσει και να υποβάλει προτάσεις για σύνταγμα, τελικά το σύνταγμα το υπέβαλε η ίδια η Κυβέρνηση προς τη Συνέλευση. Το ΑΚΕΛ που συμμετείχε στη Διασκεπτική μέσω των εκλελεγμένων δημάρχων του και των συνδικαλιστών της ΠΕΟ, απέρριψε το περιορισμένο, δοτό σύνταγμα δηλώνοντας ότι δε θα αποδεχόταν προδοτικούς συμβιβασμούς. Εντείνοντας τον μαζικό πολιτικό αγώνα, την 1η Αυγούστου μαζί με τον Εθνικό Απελευθερωτικό Συνασπισμό, προχώρησε στην οργάνωση Παγκύπριου Λαϊκού Συνεδρίου Αυτοκυβέρνηση διατρανώνοντας ότι δε θα συνθηκολογήσει στην ξένη κυριαρχία ούτε στα σχέδια του ιμπεριαλισμού να μετατρέψουν το νησί σε Αμερικανο-Βρετανική βάση.[35]
Το Λαϊκό Κίνημα το 1948 με μπροστάρη το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, έδωσε τις πιο σκληρές μάχες στην ιστορία του. Οι απεργιακές μάχες ξέφυγαν από το στενά συνδικαλιστικό και οικονομικό και πήραν πολιτική μορφή. Η εργατική τάξη της Κύπρου αντιπάλεψε με επιτυχία την ντόπια και ξένη πλουτοκρατία, τους απεργοσπαστικούς μηχανισμούς της ΣΕΚ, τους παρακρατικούς τραμπουκισμούς της οργάνωσης «Χ» και εν τέλει το ίδιο το αποικιακό κράτος με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του και βγήκε νικήτρια. Απέδειξε έμπρακτα τη δυναμική και την αποφασιστικότητα της να παίξει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις, τόσο στα κοινωνικά όσο και στα πολιτικά ζητήματα. Και όλα αυτά μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες οικονομικής κρίσης, έξαρσης του αντικομμουνισμού και ένταση της καταστολής από πλευράς της αποικιοκρατίας, για να ξεκάνει τη μόνη παράταξη που αμφισβητούσε έμπρακτα την κυριαρχία της, την παράταξη της Αριστεράς.
Αλέξης Αντωνίου
Πανεπιστήμιου του Βοσπόρου, Κωνσταντινούπολη.
Σημειώσεις:
[1] Δημοκράτης, ‘Το 48, Χρόνος των πιο σκληρών αγώνων της εργατικής τάξης’, 19 Σεπτεμβρίου 1948.
[2] Ρ. Κατσιαούνης, Η Διασκεπτική 1946-1948, Με Aνασκόπηση της Περιόδου 1878-1945 (Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2000), σ. 488.
[3] Οπ. Παρ., σ. 472.
[4] Colonial Office, Colonial Annual Reports: Cyprus 1949 (London: HMSO, 1951), σ.10; Δημοκράτης, ‘Η Ανεργία’, 21 Ιουλίου 1948.
[5] A. Avraamides, ‘The Colonial Period – Labour Relations in Cyprus, 1931-1956, in J. H. Slocum (ed.) The Development of Labour Relations in Cyprus (Nicosia: Ministry of Labour and Social Insurance, 1972), σ. 32.
[6] Οπ. Παρ.
[7] CO 67/339/1, Labour Conditions in Cyprus in 1947 (Nicosia: Government Printing Office, 1948).
[8] Α. Φάντης, ‘Στον Αγώνα για Ψωμί, Εξουσία, Λευτεριά’, Δημοκράτης, Τεύχος 6, Νοέμβρης 1948.
[9] Κατσιαούνης, Η Διασκεπτική (2000), σσ. 124-125.
[10] ‘The Defence of the Commonwealth: Memorandum by the Chiefs of Staff for the Cabinet Defence Committee on the General Requirements for Survival in a future War’, 7 March 1947 as seen in J. Kent (ed.), Egypt and the Defence of the Middle East 1945-1951, Part 1 (British Documents on the End of Empire Project, 1998); DEFE 6/4, JP (47) 137, ‘Report by Joint Planning Staff for the Chiefs of Staff Committee’, 4 November 1947.
[11] ΠΕΟ, Ιστορία ΠΣΕ-ΠΕΟ 1941-1991 (Λευκωσία: ΠΕΟ, 1991), σ. 144.
[12] Δημοκράτης, ‘Αμίαντος- Το Βατικανό του Κούκουλα’, 7 Αυγούστου 1948; CO 67/339/1, ‘Trade During 1947’ (Nicosia: Nicosia Printing Office, 1948), p. 5.
[13] W. Parry James, Annual Report of the Inspector of Mines for the Year 1947 (Nicosia: Government Printing Office, 1948).
[14] Δημοκράτης, Ο Αγώνας των Αμιαντωρύχων και τα Τεράστια Κέρδη της Εταιρείας Αμιάντου, 12 Αυγούστου 1948.
[15] Δημοκράτης, ‘Παναπεργία’, 13 Αυγούστου 1948.
[16] W. Parry James, Annual Report of the Inspector of Mines for the Year 1950 (Nicosia: Government Printing Office, 1951).
[17] Δημοκράτης, ‘Τα Χθεσινά Δραματικά Γεγονότα στο Μεταλλείο Αμιάντου’, 3 Αυγούστου 1948.
[18] Κατσιαούνης, Η Διασκεπτική (2000), σ. 473.
[19] Δημοκράτης, ’28 Στελέχη του Λαϊκού Κινήματος στο Δικαστήριο’, 4 Αυγούστου1948.
[20] Δημοκράτης, ‘Ο Αγώνας των Εργατών Αμιάντου Συνεχίζεται’, 4 Αυγούστου 1948.
[21] Δημοκράτης, ‘Άρχισαν από την Κυριακή Διαπραγματεύσεις στον Αμίαντο’, 17 Αυγούστου 1948.
[22] ΠΕΟ, Ιστορία ΠΣΕ-ΠΕΟ 1941-1991 (1991), σσ. 144-149.
[23] Δημοκράτης, ‘Ο Αγώνας των Οικοδόμων η πιο Σοβαρή Μάχη του ‘48’, 19 Αυγούστου 1948.
[24] Δημοκράτης, ‘Ο Αγώνας των Οικοδόμων- Ποίοι είναι οι Παράγοντες της Νίκης’, 25 Αυγούστου 1948.
[25] Κατσιαούνης, Η Διασκεπτική (2000), σ. 490.
[26] Κατσιαούνης, Η Διασκεπτική (2000), σ. 488.
[27] ΠΕΟ, Ιστορία ΠΣΕ-ΠΕΟ (1991), σ. 150.
[28] Οπ. Παρ.
[29] Οπ. Παρ., σ. 152.
[30] CO 537/4041, Political Situation Report in Cyprus During the Month of September 1948, σ. 1. Οι σχέσεις της παρακρατικής οργάνωσης «Χ» που στεγαζόταν στη Λευκωσία στο Σωματείο του Ολυμπιακού με την αποικιακή αστυνομία είναι καλά καταγραμμένες στο Cyprus White Paper το οποίο εκδόθηκε τον Δεκέμβρη του 1948 και το οποίο υπέγραψαν ο Γ. Γ. του Εθνικού Απελευθερωτικού Συνασπισμού, ο Γ. Γ. του ΑΚΕΛ, ο Γ. Γ. της ΠΕΟ, ο Γ. Γ. της ΑΟΝ, ο Γ. Γ. της Ένωσης Αγροτών Κύπρου, ο Γ. Γ. της Παγκύπριας Ένωσης Μικροκαταστηματαρχών, όπως και οι Δημάρχοι Λάρνακας, Αμμοχώστου, Μόρφου, Λαπήθου, Καραβά και Λευκονοίκου και ο Αντιδήμαρχος Λεμεσού.
[31] Κατσιαούνης, Η Διασκεπτική (2000), σ. 495.
[32] Κατσιαούνης, Η Διασκεπτική (2000), σ. 496.
[33] CO 67/360/5, The Internal Security Situation in Cyprus, 25 November 1948, σ. 6.
[34] Δημοκράτης, ‘Λύεται η Απεργία των Οικοδόμων Λευκωσίας. Υπογράφτηκε Χθες η Συμφωνία Μεταξύ των Ενδιαφερομένων’, 19 Δεκεμβρίου 1948.
[35] Δημοκράτης, Στην Αυτοκυβέρνηση κι από την Αυτοκυβέρνηση στην Ένωση Τίποτα δε θα Σταματήσει το Λαό μας για να Κερδίσει: Εξουσία, Ψωμί, Λευτεριά- Ολόκληρη η Ιστορική Ομιλία του Γ. Γ. του ΑΚΕΛ φ. Φιφή Ιωάννου’, 3 Αυγούστου 1948.
*Αρχική Δημοσίευση, 8 Αγούστου 2017
The post Ο ιστορικός εργατικός Αύγουστος του 1948 appeared first on Αγκάρρα.
ΤΟ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ ΤΗΣ ΛΕΦΤΕΡΙΑΣ – Γιώργος Φράγκος
“Ανταμώσανε, κατ’ απ’ τον ίσκιο μιας προδομένης ιστορίας
κατ΄ απ΄ το πέπλο του ακρωτηριασμένου παρελθόντος
δώσαν τα χέρια και ενώσαν τις καρδιές
τις αγκάλες άνοιξαν και λουλούδια φύτρωσαν
κόκκινο τριαντάφυλλο ξεφύτρωσε απ΄ του κανονιού τη μπούκα
η ξιφολόγχη βλάστησε και γίνηκε γαρουφαλιά.
Σ΄ ένα νησί, σε μια πατρίδα μοιρασμένη
απλώνει ο Τουρκοκύπριος τ΄ αδικημένο χέρι
σφίγγει μ΄ αγάπη χέρι Ελληνοκυπριακό
άνθρωπε του νότου αδέρφι μου!
Του βορρά άνθρωπε αδελφέ μου!
Σφίγγουν τα χέρια μ΄ αγάπη
στο συναπάντημα της Λευτεριάς.”
Γιώργος Φράγκος
ÖZGÜRLÜK BULUŞMASI
Buluştular,
ihanete uğramış bir tarihin gölgesi
ve sakat kalmış bir geçmişin örtüsü altında
birleşti elleri, birleşti yürekleri
açtılar kucaklarını ve filizlendi çiçekler
Kırmızı bir gül bitiverdi topun ağzında
Süngü filizlendi ve karanfil oluverdi
Bir adada,
bölünmüş bu vatanda,
uzatarak Kıbrıslıtürk haksızlığa uğramış elini
sevgiyle sıkıverdi Kıbrıslırumun elini
güneyin insanı kardeşim!
kuzeyin insanı kardeşim!
sıkılıyor eller sevgiyle
özgürlük buluşmasında
Yorgos Frangos
Οι οικονομικοί λόγοι έπαιξαν σημαντικό, αν όχι κρίσιμο, ρόλο στη διαμόρφωση της πορείας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Το τουρκικό οικονομικό σύστημα βασιζόταν σε δυτικά μοντέλα και εξαρτώταν έντονα από την αμερικανική οικονομική βοήθεια. Κατά την περίοδο 1947-1961, η Τουρκία έλαβε 1.862 εκατομμύρια δολάρια στρατιωτικής ενίσχυσης και 1.394 εκατομμύρια δολάρια οικονομικής ενίσχυσης από τις ΗΠΑ. Κι όταν ο [Αντνάν] Μεντερές βρέθηκε αντιμέτωπος με τη χρεοκοπία το 1958, αποδέχτηκε το πρόγραμμα σταθεροποίησης που επέβαλλε διεθνές κονσόρτιουμ το οποίο αποτελούσαν οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ευρωπαϊκή Ένωση Πληρωμών και το ΔΝΤ. Σε αντάλλαγμα, το κονσόρτιουμ έθεσε νέα χρονοδιαγράμματα για την αποπληρωμή των δανείων της Τουρκίας και της παρείχε οικονομικό πακέτο βοήθειας ύψους 359 εκατομμυρίων δολαρίων. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση Μεντερές προσπάθησε να συνδέσει την οικονομική της πολιτική με τη Δύση μέσω της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας [ΕΟΚ]. Το 1959, η Τουρκία κατέθεσε αίτηση για την απόκτηση του στάτους χώρας συμβαλλόμενης με την ΕΟΚ. Στις αρχές όμως του 1960, η οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση των ΗΠΑ στην Τουρκία πέρασε σε ύφεση και οι ηγέτες της Άγκυρας άρχισαν να σκέφτονται την επαναπροσέγγιση με τους Σοβιετικούς, ώστε να βρουν οικονομική βοήθεια. [9]
Η μετατόπιση της Τουρκίας στην εξωτερική της πολιτική δεν μπορεί να εξηγηθεί επαρκώς αν δε λάβουμε υπόψη συστημικούς παράγοντες. Καθώς έγινε σαφής η σοβιετική ισοδυναμία σε πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, η νατοϊκή πολιτική της “μαζικής κλίμακας αντεκδίκησης” αντικαταστάθηκε από την αρχή της “ευέλικτης ανταπόκρισης.” Αυτό το γεγονός, και το ζήτημα που έθεσε αυτό για το ρόλο χωρών στις πτέρυγες του ΝΑΤΟ σε περίπτωση πολέμου, οδήγησε την Τουρκία να αναλάβει πρωτοβουλίες ώστε να βελτιώσει και να αυξήσει τις σχέσεις της με χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και του Τρίτου Κόσμου, ώστε να εκμεταλλευτεί πλήρως τις οικονομικές και πολιτικές της δυνατότητες. Ο Μπουλέντ Ετσεβίτ, ο οποίος αντικατέστησε τον Ινονού ως ηγέτης του κόμματός του τον Μάη του 1972, θεωρούσε ότι η Τουρκία μπορούσε να υιοθετήσει μια εξωτερική πολιτική απέναντι στις υπερδυνάμεις που να είναι προδραστική, σε αντίθεση με την επιφυλακτική πολιτική του Ινονού. Δεν ετίθετο ζήτημα εγκατάλειψης των συμμαχιών της Τουρκίας όπως ήταν το ΝΑΤΟ και η CENTO, εντός όμως των συμμαχιών αυτών, η Τουρκία θα ακολουθούσε πολιτική σχεδιασμένη να εξυπηρετεί τα δικά της εθνικά συμφέροντα. [10]
Επιπρόσθετος παράγοντας υπήρξε η πιο ευέλικτη και λιγότερο αυστηρή σοβιετική εξωτερική πολιτική που αναδύθηκε μετά το θάνατο του Στάλιν το 1953. Η πολιτική αυτή βασιζόταν στην αρχή της ειρηνικής συνύπαρξης με τους γειτονικούς λαούς (Άραβες, Τούρκους, Ιρανούς) και με χώρες που είχαν διαφορετικά πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά συστήματα. Σε ό,τι αφορά την Τουρκία, η νέα σοβιετική ηγεσία παραιτήθηκε των εδαφικών της απαιτήσεων στις ανατολικές επαρχίες της Τουρκίας, καθώς και της επιθυμίας της να ελέγξει τα στενά του Βοσπόρου. Τον Απρίλη του 1960, ο Τούρκος πρωθυπουργός Μεντερές συμφώνησε στην ανταλλαγή επισκέψεων με τον Χρουστσόφ, ως αποτέλεσμα της τουρκικής κυρίως ανάγκης για οικονομική βοήθεια. Ωστόσο, ο Μεντερές ανατράπηκε από το στρατιωτικό πραξικόπημα της 27ης Μάη του 1960, το οποίο έφερε τέλμα στις σχέσεις Τουρκίας-ΕΣΣΔ για άλλα τέσσερα χρόνια.
Το πραγματικό ξεπάγωμα των σχέσεων Τουρκίας-ΕΣΣΔ ξεκίνησε μετά την κυπριακή κρίση του 1964 και την πτώση του Χρουστσόφ από την εξουσία τον Οκτώβρη του ίδιου έτους. Ο Χρουστσόφ είχε φιλικές σχέσεις με τον Μακάριο, καθώς τον έβλεπε ως τον μόνο που μπορούσε να εξασφαλίσει αδέσμευτο και ανεξάρτητο στάτους για την Κύπρο. Η νέα όμως σοβιετική ηγεσία έδινε προτεραιότητα στις σχέσεις της με την Τουρκία. Ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Φεριντούν Ερκίν επισκέφθηκε τη Μόσχα στα τέλη του Οκτώβρη του 1964· το κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε στο τέλος της επίσκεψής του δήλωνε ότι και οι δύο χώρες σέβονταν την ανεξαρτησία της Κύπρου και αποδεχόντουσαν “τα έννομα δικαιώματα των δύο εθνικών κοινοτήτων.”[11] Η μετατόπιση της Σοβιετικής Ένωσης προς την Τουρκία επιβεβαιώθηκε στις 21 Γενάρη του 1965, όταν ο σοβιετικός Υπουργός Εξωτερικών Γκρομίκο δήλωσε πως οι δύο κυπριακές “εθνικές κοινότητες … μπορούν να επιλέξουν ομοσπονδιακή μορφή διακυβέρνησης” [12]. Σαφώς, οι Τούρκοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ευχαριστήθηκαν με αυτή την εξισορροπιστική προσέγγιση, την οποία δικαίως θεώρησαν ως εξέλιξη υπέρ τους. Ανταποκρίθηκαν σε αυτή αρνούμενοι να συμμετάσχουν στην νατοϊκή πολυεθνική δύναμη. Η δημιουργία της ήταν κάτι στο οποίο αντιτίθετο σφοδρά η Σοβιετική Ένωση, καθώς θα συνέδεε τη Δυτική Γερμανία με τη χρήση πυρηνικών όπλων. Το Δεκέμβρη του 1965, όταν το κυπριακό ζήτημα συζητήθηκε στη Γενική Συνέλευση [των Ηνωμένων Εθνών], το παγκόσμιο σώμα έφτασε στην ως τότε πιο κατηγορηματική δήλωση υπέρ της ανεξαρτησίας και εθνικής κυριαρχίας της Κύπρου, καθώς και της αντίθεσης σε οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση στα εσωτερικά του νησιού. Όμως η απόφαση είχε και 54 αποχές. Ανάμεσά τους ήταν η Σοβιετική Ένωση και τα ανατολικοευρωπαϊκά κράτη. [13]
Μετά την επίσκεψη του πρωθυπουργού Αλεξέι Κοσίγκιν στην Άγκυρα το Δεκέμβρη του 1966, οι σχέσεις Σοβιετικής Ένωσης-Τουρκίας πήραν τη μορφή στενότερων οικονομικών δεσμών. Οι Σοβιετικοί θεωρούσαν ότι η οικονομική βοήθεια προς, καθώς και οι ομαλές οικονομικές σχέσεις με λιγότερο αναπτυγμένες χώρες θα μπορούσαν να εξαλείψουν σταδιακά τη δυτική πρωτοκαθεδρία, ενώ θα άνοιγαν και τις προοπτικές αύξησης της σοβιετικής επιρροής. Οι τουρκικές εξαγωγές προς και εισαγωγές από το Ανατολικό μπλοκ αυξήθηκαν ραγδαία, και το μερίδιό τους στο συνολικό εμπόριο της Τουρκίας αυξήθηκε από 7% το 1964 σε 13% το 1967. Το 1967, ο Ντεμιρέλ επισκέφθηκε τη Μόσχα και οι Σοβιετικοί συμφώνησαν στην οικοδόμηση αρκετών βιομηχανικών μονάδων στην Τουρκία, περιλαμβανομένου χαλυβουργείου, μονάδας επεξεργασίας αλουμινίου, και διυλιστηρίου. Ως τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η Τουρκία είχε γίνει αποδέκτης περισσότερης Σοβιετικής οικονομικής βοήθειας από κάθε άλλη χώρα του Τρίτου Κόσμου. [14] Το 1972 και το 1978, τα δύο κράτη υπέγραψαν δήλωση “αρχών καλής γειτονίας” και “πολιτικό έγγραφο” φιλικών σχέσεων.
Η κυπριακή κρίση το καλοκαίρι του 1974
Οι περιστάσεις γύρω από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου με στήριξη της ελληνικής χούντας και των τουρκικών εισβολών του Ιούλη και του Αύγουστου του 1974 έχουν εξεταστεί αναλυτικά αλλού. [15] Εδώ θα εστιάσουμε στην τουρκική στρατηγική και τα τουρκικά κίνητρα, καθώς και στη σοβιετική στάση απέναντι στις εισβολές. Στη συνάντηση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας της 15ης Ιούλη, ο Υπουργός Οικονομικών Ντενίζ Μπαϊκάλ δήλωσε ότι η στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο είχε καταστεί αναπόφευκτη. Ως αποτέλεσμα της ύφεσης του Ψυχρού Πολέμου, οι αντιδράσεις των υπερδυνάμεων στις περιφερειακές κρίσεις είχαν αλλάξει. Αντί να παρεμβαίνουν, οι υπερδυνάμεις είχαν αρχίσει να καθησυχάζουν τους συμμετέχοντες σε περιφερειακές συγκρούσεις, και τα κράτη τα οποία έπαιρναν την πρωτοβουλία και δημιουργούσαν τετελεσμένα είχαν πλέον πλεονεκτική θέση. Κατόπιν, ο Μπαϊκάλ παρατήρησε:
Η σημαντικότερη διάσταση του σημερινού πραξικοπήματος δεν είναι η εγκαθίδρυση του Σαμψών, δολοφόνου των Τούρκων και των Βρετανών, αλλά το ότι καθιστά αναπόφευκτο η Ελλάδα να γίνει γείτονάς μας προς νότον. Η Ελλάδα είναι έτοιμη να κάνει αυτό το τελευταίο βήμα. Αυτό πρέπει να αποφευχθεί.
Ο Ετσεβίτ συμφώνησε με τις παρατηρήσεις του Μπαϊκάλ και ισχυρίστηκε πως, ως αποτέλεσμα του πραξικοπήματος, η κεντρική και νότια Ανατολία βρισκόντουσαν πλέον εντός του βεληνεκούς της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας. Τα λόγια αυτά αποδεικνύουν ότι το βασικό κίνητρο της Τουρκίας ήταν στρατηγικό. Η πρώτη εισβολή της Τουρκίας στις 20 Ιούλη αποτελούσε εφαρμογή μιας εκδοχής των σχεδίων Άτσεσον, με τον τουρκικό στρατό να καταλαμβάνει τους τουρκοκυπριακούς θύλακες στον άξονα Κερύνειας-Λευκωσίας. Φαίνεται πως ο τουρκικός στρατός αυτό το είδε ως μεγάλη ευκαιρία να διχοτομήσει την Κύπρο, με τον μακροπρόθεσμο στόχο να θέσει υπό τον στρατηγικό του έλεγχο ολόκληρο το νησί. Η Κύπρος ήταν η πύλη εισόδου στη νότια πτέρυγα της Τουρκίας και ο έλεγχός της σήμαινε έλεγχο ολόκληρης της λεκάνης της Ανατολικής Μεσογείου. Αντίστροφα, η Κύπρος, είτε ως ανεξάρτητη, είτε σε ένωση με την Ελλάδα, θα έβαζε την Ελλάδα σε πλεονεκτική γεωστρατηγική σχέση σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των αέριων και θαλάσσιων επικοινωνιών. Με τα λόγια του Υπουργού Εξωτερικών Γκιουνές στο Κοινοβούλιο, στις 22 Μάη 1974, η Τουρκία επιζητούσε να ζήσει ειρηνικά με την Ελλάδα, αλλά “ακριβώς για αυτό το λόγο, δε θα επιτραπεί στην Ελλάδα να σιγοτρώει τα τουρκικά συμφέροντα με κανένα τρόπο, ούτε να ανατρέψει την ισορροπία ανάμεσα στις δύο χώρες.” [16]
Μετά την κατάρρευση των συνομιλιών στη Γενεύη, η Τουρκία εξαπέλυσε δεύτερη, μεγάλης κλίμακας εισβολή στις 14 Αυγούστου 1974, καταλαμβάνοντας περίπου το ένα τρίτο του κυπριακού εδάφους και δημιουργώντας τεράστιο προσφυγικό ζήτημα, καθώς περίπου 250.000 κύπριοι εκτοπίστηκαν δια της βίας. Η δεύτερη τουρκική εισβολή αναμφίβολα υπονόμευσε το τουρκικό επιχείρημα ότι η δράση της Τουρκίας αποσκοπούσε στην προστασία της τουρκοκυπριακής μειονότητας του νησιού από τους έλληνες εθνικιστές. Μάλλον, η τουρκική δράση έκανε τη διεθνή κοινότητα να πειστεί να ακολουθήσει την ισορροπημένη ελληνική πρόταση ότι οι επεμβάσεις ήταν ανήθικες και επίσης εντελώς παράνομες από τη σκοπιά του διεθνούς Δικαίου και της Ιδρυτικής Συμφωνίας του 1960. [17]
Εκτός των κριτηρίων σχετικών με την ασφάλεια και τη γεωπολιτική, η απόφαση Ετσεβίτ να εισβάλλει στην Κύπρο επηρεάστηκε ακόμα από την πεποίθησή του ότι η Τουρκία είχε μοναδική ευκαιρία τη φορά αυτή να δράσει προδραστικά και να δημιουργήσει τετελεσμένα, με εύλογες προοπτικές για θετική έκβαση. Ο αμερικανός Υπουργός Εσωτερικών Χένρι Κίσινγκερ δεν είχε διάθεση να φανεί ανταγωνιστικός προς την Τουρκία, συμμάχου μεγάλης στρατηγικής συμμαχίας για τις ΗΠΑ. Όπως είπε με κυνισμό στον πρόεδρο Φορντ, δεν υπήρχε “λόγος για τις ΗΠΑ η Τουρκία να μην καταλάβει το ένα τρίτο της Κύπρου.”[18] Για να βοηθήσει μάλιστα την Τουρκία να πετύχει τους εδαφικούς της στόχους υιοθέτησε την προσέγγιση “βλέποντας και κάνοντας” και παρέμεινε, σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, ισχυρά αντίθετος με κάθε στρατιωτική επιλογή παρεμπόδισης των εισβολών. Δίνοντας πράσινο φως στην Τουρκία να χειριστεί την Κύπρο με το δικό της τρόπο, ο Κίσινγκερ ήλπιζε να αποκαταστήσει την ισορροπία ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο και να καθησυχάσει τους Τούρκους. Μετά την εισβολή, το αμερικανικό Κογκρέσο, εν μέρει υπό την πίεση του ελληνοαμερικανικού λόμπι και εν μέρει λόγω εγχώριων πολιτικών ζητημάτων, επέβαλλε εμπάργκο στην πώληση όπλων στην Τουρκία. Όμως το εμπάργκο βρήκε αντίθετο τον πρόεδρο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και τον αμερικανικό στρατό. Άρθηκε εν μέρει στα τέλη του 1975 και ολοκληρωτικά το καλοκαίρι του 1978.
Το πραξικόπημα ενάντια στο Μακάριο τον Ιούλη του 1974 έπεισε τους σοβιετικούς ηγέτες ότι το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών είχε ως στόχο την Ένωση, η οποία θα έφερνε την Κύπρο υπό τον στενό έλεγχο της Ελλάδας, και συνεπώς, του ΝΑΤΟ. Στην πρώτη της επίσημη δήλωση στις 16 Ιούλη 1974, η σοβιετική κυβέρνηση εξέφρασε τη στήριξή της στο λαό και στη νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου, και απέδωσε την ευθύνη αποκλειστικά στους “έλληνες μιλιταριστές” και στο ΝΑΤΟ, που “ενέπνευσε τη δράση της ελληνικής χούντας.” [19] Παρόμοια, η δεύτερη δήλωση της σοβιετικής κυβέρνησης, η οποία εκδόθηκε δύο μέρες αργότερα, αναφερόταν σε “ορισμένους κύκλους του ΝΑΤΟ”, που δεν μπορούσαν να αποδεχτούν “μια ανεξάρτητη Κύπρο με μια αδέσμευτη εξωτερική πολιτική.” [20]
Όταν οι Τούρκοι εισέβαλλαν στην Κύπρο, η Μόσχα τήρησε στάση μάλλον αμφίθυμη. Δεν στήριξε ούτε την τουρκική επέμβαση, ούτε το καθεστώς της Λευκωσίας. Αρχικά, έδειξε ικανοποίηση για τις δηλώσεις της τουρκικής κυβέρνησης πως η εισβολή γινόταν για να “αποκατασταθούν οι συνταγματικές διαδικασίες” και να επιστρέψει στην εξουσία ο Μακάριος.[21] Παρόμοια, ο σοβιετικός Τύπος δικαιολόγησε την τουρκική εισβολή ως λογική αντίδραση στις ελληνικές προθέσεις να προσαρτήσουν οι Έλληνες την Κύπρο και να την μεταβάλλουν σε βάση του ΝΑΤΟ. Στις 21 Ιούλη του 1974, η Πράβδα σχολίασε πως το κίνητρο της τουρκικής κυβέρνησης ήταν η ανάγκη προστασίας των τουρκοκυπρίων, και ότι η Τουρκία αποφάσισε την εισβολή μόνο αφού βεβαιώθηκε ότι κάθε ειρηνική δίοδος επίλυσης της σύγκρουσης είχε εξαντληθεί. Επιπλέον, η Πράβδα αναπαρήγαγε την άποψη της σοβιετικής κυβέρνησης ότι το ΝΑΤΟ χρησιμοποιούσε την Κύπρο για να εδραιώσει την στρατιωτικο-στρατηγική του θέση στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, και συνέδεσε τις μηχανουργίες του ΝΑΤΟ με την ισραηλινή “επιθετικότητα” απέναντι στις αραβικές χώρες. [22] Ήταν σαφές ότι τους σοβιετικούς τους απασχολούσε πολύ περισσότερο η ισορροπία δυνάμεων και η σταθερότητα στην περιοχή από ό,τι η μοίρα της Κύπρου.[23]
Γρήγορα, οι Σοβιετικοί συνειδητοποίησαν ότι τα τουρκικά στρατεύματα δεν θα έφευγαν ποτέ από την Κύπρο και ότι ήταν ανεπιθύμητη [για την Τουρκία και τις ΗΠΑ] η επιστροφή του Μακάριου. Ωστόσο, συγκρατήθηκαν απ’ το να ασκήσουν κριτική, έστω και έμμεση, κατά της Τουρκίας ή των ΗΠΑ. Η ανακοίνωση της κυβέρνησης στις 28 Ιούλη παρατηρούσε ότι:
Ορισμένοι κύκλοι του ΝΑΤΟ εργάζονται προς την παρουσίαση τετελεσμένων διχοτόμησης της χώρας, ή τουλάχιστον δημιουργίας συνθηκών για μια τέτοια διχοτόμηση…Στην πραγματικότητα, υπάρχει προσπάθεια να παγιωθεί η κατοχή του νησιού, να κοπεί στα δύο, και αυτό μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου. [24]
Στην ανακοίνωση 1.000 λέξεων της 22ης Αυγούστου δεν υπήρχε ούτε έμμεση αναφορά στον τουρκικό παράγοντα. Η κριτική ασκούνταν αφηρημένα ενάντια στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ή τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ:
H κατάσταση στην Κύπρο και γύρω απ’ την Κύπρο παραμένει τεταμένη. Οι μιλιταριστικοί κύκλοι του ΝΑΤΟ δεν έχουν σταματήσει τις προσπάθειές τους να εξαλείψουν την Κυπριακή Δημοκρατία ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος με αδέσμευτη πολιτική και να την διαμελίσουν, μετατρέποντας το κυπριακό έδαφος σε νατοϊκό φρούριο στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις παίζουν ένα εγκληματικό παιχνίδι σε βάρος των συμφερόντων του κυπριακού λαού, χρησιμοποιώντας τα πιο αισχρά μέσα και παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο και τη συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών. Το πραξικόπημα και τον χονδροειδή στρατιωτικό ελιγμό τους διαδέχονται παρασκηνιακοί διπλωματικοί ελιγμοί πίσω από τις πλάτες του κυπριακού λαού, σε βάρος των συμφερόντων του. [25]
Ο βασικός γενικός σοβιετικός στόχος κατά τη διάρκεια της κυπριακής κρίσης ήταν να διατηρηθούν οι καλές σχέσεις με την Τουρκία και να γίνει εκμετάλλευση των διαφορών Τουρκίας-ΗΠΑ. Άλλος σημαντικός στόχος ήταν η ΕΣΣΔ να έχει ρόλο σε κάθε διευθέτηση του κυπριακού ζητήματος. Όμως η απόπειρα των Σοβιετικών να φέρουν άμεσα την κυπριακή κρίση στα Ηνωμένα Έθνη παρεμποδίστηκε αποφασιστικά από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Ως αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων στη Γενεύη αποκλειστικά ανάμεσα σε μέλη του ΝΑΤΟ, η Σοβιετική Ένωση πρότεινε το Συμβούλιο Ασφαλείας να στείλει αποστολή στην Κύπρο, η οποία να διαβεβαιώσει ότι τηρείται η κατάπαυση πυρός που συμφωνήθηκε στη Γενεύη. Η πρόταση δεν πήρε υποστήριξη από τα άλλα μέλη του Συμβουλίου και δεν τέθηκε καν σε ψηφοφορία. [26] Όταν έγινε η δεύτερη απόβαση, η Σοβιετική Ένωση καταδίκασε και πάλι την παρέμβαση του ΝΑΤΟ στα εσωτερικά της Κύπρου και υπογράμμισε την ανάγκη να τηρηθεί ο κανονισμός αρ. 353 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, καλώντας σε κατάπαση πυρός και άμεσο τέλος στην ξένη στρατιωτική επέμβαση. [27] Μια εβδομάδα αργότερα, η Σοβιετική Ένωση πρότεινε τη σύσταση, κάτω από την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, διευρυμένης συνέλευσης με θέμα την Κύπρο. Στη συνέλευση θα παρακάθονταν εκπρόσωποι όλων των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, συν αυτούς της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Κύπρου. Όμως αργά το απόγευμα της 27ης Αυγούστου, η Τουρκία απέρριψε την πρόταση κάθετα. Τέλος, στις 30 Αυγούστου, η Σοβιετική Ένωση πρότεινε απόφαση με την κοινή στήριξη Αυστρίας, Γαλλίας και Βρετανίας, η οποία καλούσε ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους να ξεκινήσουν άμεσες διαπραγματεύσεις και να εργαστούν στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών ώστε να λυθεί το προσφυγικό πρόβλημα.[28] Αυτή η απόφαση σηματοδότησε το οριστικό τέλος της κυπριακής σύγκρουσης του καλοκαιριού του 1974.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, η Άγκυρα θεωρούσε ότι η υποστήριξη των δυτικών της συμμάχων για την Κύπρο θα έκανε εφικτή μια διευθέτηση υπέρ των τουρκικών συμφερόντων. Στο δεύτερο μισό όμως της δεκαετίας του 1960, η Άγκυρα άρχισε να συνειδητοποιεί ότι η πλήρης ταύτισή της με τη Δύση ήταν σε βάρος των συμφερόντων της στην Κύπρο, και ότι έπρεπε να σπάσει τη διεθνή απομόνωση που αποτυπώθηκε τόσο ξεκάθαρα στην απόφαση, το 1965, των Ηνωμένων Εθνών υπέρ της κυπριακής ανεξαρτησίας και κατά κάθε εξωτερικής παρέμβασης ως παράνομης. Η βασική ώθηση για το νέο προσανατολισμό της Άγκυρας ήρθε από την επιστολή Τζόνσον προς Ινονού σχετικά με την Κύπρο. Επειδή ο Ινονού δημοσιοποίησε το γεγονός ότι η ακύρωση σχεδιασμένης απόβασης οφειλόταν στην αντίθεση των ΗΠΑ, η επιστολή αυτή είχε μακροπρόθεσμες συνέπειες για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Η τουρκική κυβέρνηση υιοθέτησε την “πολυδιάστατη” εξωτερική πολιτική, βασικό στοιχείο της οποίας ήταν η βελτίωση των σχέσεών της με πρώην αντιπάλους, περιλαμβανομένης της Σοβιετικής Ένωσης και των αραβικών εθνικιστικών κρατών.
Το 1974, η Τουρκία δεν παρενέβη στην Κύπρο για να αποκαταστήσει την συνταγματική τάξη του 1960, ούτε για να παρεμποδίσει το σχέδιο της ελληνικής χούντας για ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Ο βασικός της στόχος ήταν η αποκατάσταση της ισορροπίας ισχύος στην Κύπρο με την κατάληψη του ενός τρίτου του νησιού και η παρεμπόδιση του άξονα Ελλάδας-Κύπρου από τα σχέδιά του να κυριαρχήσει στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Σοβιετικοί, για τους δικούς τους στρατηγικούς λόγους, έδειξαν θετική προδιάθεση στα τουρκικά σχέδια και δεν πήραν πρωτοβουλίες για να σταματήσουν τις εισβολές. Οπωσδήποτε, υπήρχαν και άλλοι παράγοντες που συντέλεσαν στη σοβιετική απραγία. Η σοβιετική στρατιωτική στήριξη δινόταν σε χώρες που είχαν δεσμευτεί στο σοσιαλισμό ως επίσημη κρατική ιδεολογία. Η Κύπρος ήταν αδέσμευτη χώρα με ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα, είχε όμως και δύο βρετανικές στρατιωτικές βάσεις, ενώ μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιούλη, βρισκόταν στα νύχια των Συνταγματαρχών της Αθήνας. Επιπλέον, οι Σοβιετικοί είχαν επίγνωση του γεγονότος ότι η Κύπρος ανήκε στη δυτική σφαίρα συμφερόντων. Και δεν θα διακινδύνευαν άλλη μια στρατιωτική επέμβαση λίγους μήνες μετά την κρίση του Οκτώβρη του 1973 στη Μέση Ανατολή.
Σημειώσεις
[9] Μ. Audin, “Determinants of Turkish Foreign Policy…”, ό.π., σελ. 110-111.
[10] Bulent Ecevit, Dis Politica, Άγκυρα, Ajans Turk, 1976, σελ. 18.
[11[ Izvestiya, 7 Νοέμβρη 1964.
[12] Izvestiya, 22 Γενάρη 1965.
[13] ΟΗΕ, Έγγραφο A/5552/ADD.I.
[14] S. Bolukbasi, The Superpowers and the Third World… , ό.π., σελ.. 118-119.
[15] I. Asmussen, Cyprus at War…, ό.π.· και J. Sakkas, “Conflict and Détente in the Eastern Mediterranean…”, ό.π.
[16] S. Bolukbasi, The Superpowers and the Third World… , ό.π., σελ. 188-189.
[17] Ό.π., σελ. 176.
[18] Βλ. επιχειρήματα στο Vasilis Fouskas, “Reflections on the Cyprus Issue and the Turkish Invasions of 1974”, Mediterranean Quarterly, 12/3, 2001, σελ. 98-127.
[19] FRUS, Μνημόνιο συζήτησης Φορντ και Κίσινγκερ, 13 Αυγούστου 1974.
[20] Zayavlenie TASS, Pravda, 16 Ιούλη 1974.
[21] Ό.π., 18 Ιούλη 1974.
[22] Kipr: Vosstanovit’ Konstitutsionnii Poryadok, Pravda, 25 Ιούλη 1974.
[23] Zayavlenie Sovetskogo Pravitel’stva, Pravda, 21 και 28 Ιούλη 1974, 4 Αυγούστου 1974.
[24] Ό.π., 29 Ιούλη 1974.
[25] Soviet News, 3 Σεπτέμβρη 1974.
[26] ΟΗΕ, Έγγραφο S/PV 1787.
[27] ΟΗΕ, Έγγραφο S/PV 1794.
[28] ΟΗΕ, Έγγραφο S/ 11479.
John Sakkas και Nataliya Zhukova
H Σοβιετική Ένωση, η Τουρκία και το Κυπριακό Ζήτημα
Les Cahiers Irice, 2013
[…]
Η σοβιετική πολιτική στην Κύπρο
Μετά την κυπριακή ανεξαρτησία, οι Σοβιετικοί άρχισαν, για μια σειρά λόγων, να ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για τα κυπριακά πράγματα. Κατά παράδοση, επιδίωξή τους ήταν να αυξήσουν την επιρροή τους στην Ανατολική Μεσόγειο, περιοχή που συνέδεε τα εδάφη τους στη Μαύρη Θάλασσα με τα ζωτικά τους συμφέροντα στη Μέση Ανατολή. Η σημασία της Κύπρου στην περιοχή ήταν προφανής. Ήταν ο χώρος δύο σημαντικών βρετανικών βάσεων, στρατηγικής σημασίας για το ΝΑΤΟ, ενώ το πιο δυναμικό της πολιτικό κόμμα, το κομμουνιστικό ΑΚΕΛ, ασκούσε σημαντική επιρροή στους ελληνοκύπριους. Επιπλέον, το κυπριακό ζήτημα παρείχε τη δυνατότητα στην ΕΣΣΔ να προκαλέσει ρήγματα στην νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Η δυνατότητα να αποσπαστεί έστω και λίγο η Τουρκία από το ΝΑΤΟ φαινόταν εξίσου σημαντική στη Μόσχα όσο ήταν και το να παραμείνει αδέσμευτη η Κύπρος.
Η ΕΣΣΔ στήριξε σταθερά την συνέχιση της ύπαρξης μιας ενωμένης και αποστρατιωτικοποιημένης Κύπρου και αντιτέθηκε με συνέπεια στη διχοτόμηση – είτε ως εκπλήρωση της “ένωσης” με την Ελλάδα, είτε μέσω “διπλής ένωσης.” Η θεμελιακή λογική του Κρεμλίνου ήταν ότι η προσάρτηση τμήματος του νησιού στο έδαφος μιας χώρας-μέλους του ΝΑΤΟ θα αύξανε κατά πολύ τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί η Κύπρος ως νατοϊκή βάση. Δεν υπήρχε πιο εφιαλτικό σενάριο για την ΕΣΣΔ. Εξάλλου, το νησί είχε ήδη χρησιμοποιηθεί ως βάση προώθησης των βρετανικών δυνάμεων στην εισβολή κατά της Αιγύπτου, το 1956. [1]
Για την κομμουνιστική υπερδύναμη, η κρίση του 1964 στην Κύπρο δεν ήταν τίποτε άλλο από νατοϊκό πρόσχημα για κατάληψη του νησιού. Στις 15 Αυγούστου, επίσημη σοβιετική δήλωση προειδοποιούσε ότι “αν γίνει ξένη ένοπλη εισβολή σε βάρος του κυπριακού εδάφους, η ΕΣΣΔ θα συνδράμει την Κύπρο στην υπεράσπιση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της.” [2] Τον επόμενο μήνα, η ΕΣΣΔ δεσμεύτηκε να παραδώσει, και παρέδωσε, οπλισμό και εξοπλισμό αξίας 70 εκατομμυρίων δολαρίων ως τον Οκτώβρη του 1965. Το 1967, η Κύπρος εισήγαγε μεγάλο αριθμό τσέχικων όπλων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία παραστρατιωτικής δύναμης εντός της αστυνομίας. Ως τα τέλη του 1960, η Κύπρος και η ΕΣΣΔ είχαν εδραιώσει στενές διπλωματικές, εμπορικές και πολιτισμικές σχέσεις, όπως τεκμαίρεται από τις ανεπίσημες ανταλλαγές, το άνοιγμα Σοβιετικού πολιτιστικού κέντρου στη Λευκωσία, το πολυάριθμο προσωπικό της Σοβιετικής Πρεσβείας και την αποδοχή μεγάλου αριθμού κυπρίων φοιτητών στην Σοβιετική Ένωση. [3]
Μετά την εδραίωση του στρατιωτικού καθεστώτος στην Αθήνα, οι Σοβιετικοί ένιωσαν ότι η απειλή κατά των συμφερόντων τους στην Κύπρο δεν ήταν τόσο η Τουρκία όσο η Ελλάδα. Σε πολλές περιπτώσεις εξέφρασαν ανησυχία για την ανάμιξη εξωτερικών παραγόντων στα εσωτερικά της Κύπρου ή προειδοποίησαν για αυτή. Επίσης, συνέχισαν να βλέπουν τον Μακάριο ως τον νόμιμο ηγέτη. Τον Ιούνη του 1971, τον κάλεσαν για να παρακολουθήσει την ενθρόνιση του νέου πατριάρχη της Μόσχας και πάσης Ρωσίας, του Ποιμένος. Ο Μακάριος επισκέφθηκε τη Μόσχα, το Λένινγκραντ, το Ζαγκόρσκ, το Βόλκογκραντ και το Κίεβο, και συνομίλησε με τον Ποντγκόρνι και με τον Υπουργό Εξωτερικών Αντρέι Γκρομίκο. Συζήτησαν, μεταξύ άλλων, για την κατάσταση των διμερών σχέσεων, το κυπριακό ζήτημα, και την κρίσιμη κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Η κοινή δήλωσή τους εξέφραζε την επιθυμία για ευόδωση των διακοινοτικών συνομιλιών με βάση “την πλήρη κυριαρχία και ενότητα του κράτους”. Το 1972, η κυβέρνηση της Κύπρου αποφάσισε να αυξήσει τις στρατιωτικές της δυνατότητες με όπλα από την Τσεχοσλοβακία. Αυτό προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση της Ελλάδας και των ΗΠΑ. Τα όπλα στο τέλος παραδόθηκαν στην αποστολή των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο και έμειναν εκεί ως το 2001. [4]
Σύμφωνα με τα ρωσικά αρχεία, η Σοβιετική Ένωση έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οργάνωση της κρατικής ασφάλειας της Κύπρου μέσα από τις γραμμές του ΑΚΕΛ, προστατεύοντας τον Μακάριο από δολοφονία. Επιπρόσθετα, το 1973, το ΑΚΕΛ παρέλαβε από την ΕΣΣΔ 140 χιλιάδες δολάρια μέσα από το Διεθνές Ταμείο ώστε να συνδράμει τις αριστερές εργατικές οργανώσεις. Και στις αρχές του Ιούλη του 1974, και μετά από αίτημα του ΑΚΕΛ, η ΕΣΣΔ απέστειλε κρυφά στην Κύπρο 100 όπλα και 2.500 φυσίγγια για να προστατέψει τους ηγέτες του κόμματος από τις προκλήσεις και την τρομοκρατία της ΕΟΚΑ-Β. [5]
Η επαναπροσέγγιση Τουρκίας-ΕΣΣΔ
Την περίοδο 1945-1960, κατά την οποία η τουρκική εξωτερική πολιτική κυριαρχούνταν από απόλυτη εξάρτηση από τη Δύση, τη διαδέχτηκε μια περίοδος απογοήτευσης με τη Δύση, καθυστερημένης ανακωχής με τα κράτη του Ανατολικού μπλοκ και προσπαθειών επαναπροσέγγισης με τις χώρες του Τρίτου Κόσμου (1960-70). Η σκληρή διπλωματική παρέμβαση του προέδρου Τζόνσον, τον Ιούνη του 1964, κατά των σχεδίων τουρκικής εισβολής στην Κύπρο ήταν ο καταλύτης που έσπρωξε την Άγκυρα να επαναξιολογήσει την εξωτερική της πολιτική. Οι ηγέτες της Τουρκίας αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν ότι η ολική τους προσκόλληση στη φιλοδυτική συμμαχία σε ένα διεθνές σύστημα που άλλαζε ραγδαία είχε αφήσει τη χώρα σχεδόν απομονωμένη από την παγκόσμια κοινότητα.
Αρκετοί παράγοντες σχετικοί με το κυπριακό ζήτημα ανάγκασαν την Τουρκία να σκεφτεί το ενδεχόμενο επαναπροσέγγισης με την Σοβιετική Ένωση. Πρώτα από όλα, η Τουρκία ένιωσε ότι αν ανοιγόταν στην ΕΣΣΔ, αυτό θα ανησυχούσε τις ΗΠΑ και θα τις ανάγκαζε να ξανασκεφτούν τη στάση τους στο κυπριακό. Δεύτερον, η Τουρκία ήλπιζε ότι μπορούσε να κερδίσει τη στήριξη των Σοβιετικών ως προς τη θέση της για την Κύπρο και συνεπώς, να εξασφαλίσει τη στήριξη του κομμουνιστικού μπλοκ στα Ηνωμένα Έθνη. Τέλος, αναζητούσε στο ελάχιστο τη Σοβιετική ουδετερότητα, η οποία θα αρνούνταν στήριξη στις ελληνικές θέσεις.
Πέραν των επιδεινούμενων συνεπειών της κυπριακής κρίσης και της επιστολής Τζόνσον, υπήρχαν και άλλα προβλήματα στις σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ, τα οποία ασκούσαν πίεση στην τουρκική κυβέρνηση να επανεξετάσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ: το αυξανόμενο αντιαμερικανικό συναίσθημα στην Τουρκία, λόγω της αμερικανικής παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις (στρατιωτικές βάσεις και φήμες για μυστικές δραστηριότητες της CIA)· το “φιλελεύθερο” Σύνταγμα του 1961, το οποίο επέτρεπε την ελεύθερη συζήτηση της εξωτερικής πολιτικής ως πολιτικού ζητήματος· η ακραία πολυδιάσπαση του τουρκικού πολιτικού συστήματος κατά τη δεκαετία του 1960· η ριζοσπαστικοποίηση της τουρκικής νεολαίας και η εμφάνιση, για πρώτη φορά στην τουρκική ιστορία, ενός πραγματικού σοσιαλιστικού κινήματος, το οποίο απαιτούσε καταστροφή των δεσμών της Τουρκίας με τη Δύση και εξομάλυνση σχέσεων με τις αδέσμευτες και τις κομμουνιστικές χώρες [7]· και τέλος, η ακραία αμερικανική αντίδραση στην καλλιέργεια σπόρων οπίου στην Τουρκία.[8]
Σημειώσεις
[1] Andreas Stergiou, “Soviet Policy towards Cyprus”, The Cyprus Review 19/2, 2007, σελ. 83-106.
[2] Pravda, 16 Αυγούστου 1964.
[3] Για μια ανάλυση των σχέσεων Τουρκίας-ΕΣΣΔ από την σοβιετική οπτική, βλ. Boris Potskhveria, Foreign Policy of Turkey after the Second World War, Μόσχα, 1976· και Alexei Rodionov, Turkey. The Crossroads of Destinies, Μόσχα, 2006.
[4] Mikhail Oshlakov, The Freedom Saga. History of Modern Cyprus, Μόσχα, 2010, σελ. 164.
[5] Ρωσικό Κρατικό Αρχείο Σύγχρονης Ιστορίας (RGANI), 89/51/30.
[6] Suha Bolukbasi, The Superpowers and the Third World: Turkish-American Relations and Cyprus, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, University of Virginia, 1988, σελ. 89.
[7] Mustafa Audin, “Determinants of Turkish Foreign Policy: Changing Patterns and Conjunctures during the Cold War”, Middle Eastern Studies 36/1, Γενάρης 2000, σελ. 118.
[8] Για το θέμα αυτό, βλ. S. Bolukbasi, The Superpowers and the Third World, ό.π., σελ. 173-175· και James Spain, “The United States, Turkey and the Poppy”, Middle East Journal, τομ. 29, αρ. 3, Καλοκαίρι 1975, σελ. 297-299.