Ο κ. Τεύκρος Οικονόμου υπήρξε από τους δικαστές που ανήκουν ιστορικά στην περίοδο της εμπέδωσης των διορισμένων του καθεστώτος Αναστασιάδη... το να θκιεβάζει κανείς το ιερό μένος, των 8 για τον κίνδυνο από την ελεύθερη έκφραση [που βαφτίστηκε για πειθαρχικούς λόγους «ανάρμοστη συμπεριφορά»] μοιάζει σαν φόβος μερικών για δημόσιο διάλογο. Κάποιοι φοβούνται λογικά για να θέλουν να λογοκρινουν...
Στον κ. Τεύκρο λοιπόν, αφιερωμένα μερικά σχόλια του Κώστα Παπακώστα... τζαι υπαρχουν τζαι άλλα που εννά έρτει ο τζαιρός τους:
«Ποια μηνύματα εκπέμπονται, άλλωστε, όταν ο πρόεδρος του πρωτόδικου Δικαστηρίου που εκδίκασε την υπόθεση, δικαστής Τεύκρος Οικονόμου, μετά την έκδοση της διάτρητης απόφασης του, προήχθη δυο φορές. Μάλιστα με την δεύτερη προαγωγή του βρέθηκε δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου, όπου μοιραία η παρουσία του δυνατόν να είχε επηρεάσει την απόφαση της έφεσης μου στο Ανώτατο Δικαστήριο ανεξαρτήτως της συμμέτοχης του η όχι στην διαδικασία.»
Κώστας Παπακώστας, «Ανεμοδαρμένη πορεία, σελ. 295.
Εξ ανάγκης σε μια σειρά θέματα, το ΕΔΑΔ μπορεί να εν τζαι άμυνα των πολιτών στον αυταρχισμό που εφάνηκεν να φκάλει το Ανώτατο των 8...
Πάντως το σχόλιο της Κομισιόν, όταν ρωτήθηκε, ηταν ενδιαφέρον: πέρα από την αναφορά σε εσωτερικές αποφάσεις δικαστηρίων, εσυρεν τζαι μια άμεση σπόντα σε μερικούς/ες για πρόσβαση της «ελεγκτικής υπηρεσίας» σε πληροφορίες...», «διαχωρισμό αρμοδιοτήτων τζαι λογοδοσία» στην εισαγγελία...
«...Και να σημειώνει ότι η Κομισιόν παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις όσον αφορά την πρόσβαση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας σε πληροφορίες, τη μεταρρύθμιση του θεσμού, και το διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων και τη λογοδοσία της Νομικής Υπηρεσίας.
«Ένα σημαντικό κενό στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου για παύση του Γενικού Ελεγκτή εντοπίζει ο Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Δικαίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστήμιο Κύπρου, Δρ Αριστοτέλης Κωνσταντινίδης.
Κληθείς από τον «Φ» να σχολιάσει την απόφαση, υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι η νομική αξιολόγηση του τρόπου και του ύφους, με το οποίο εξέφραζε ο παυθείς Γενικός Ελεγκτής τις διαφωνίες του, θα έπρεπε να περιλαμβάνει και τις παραμέτρους σε σχέση με την ελευθερία έκφρασης, που έχει κατοχυρώσει το ΕΔΑΔ και που ακολουθούνται και στην κυπριακή νομολογία.
«..Κατά την άποψή μου, η «όλη συμπεριφορά» του Γενικού Ελεγκτή θα έπρεπε να έχει αξιολογηθεί και υπό το φως του άρθρου 19 του Συντάγματος (ελευθερία έκφρασης), αντλώντας καθοδήγηση από την πλούσια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) επί του ταυτόσημου άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), όπως τα κυπριακά δικαστήρια παγίως πράττουν στη νομολογία τους.
Αυτό προφανώς δεν έγινε στην υπόθεση Ερωτοκρίτου, την οποία το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο εφάρμοσε ως προηγούμενο, καθώς σε εκείνη την υπόθεση η ανάρμοστη συμπεριφορά αφορούσε διαφθορά και όχι τον τρόπο και το ύφος αμφισβήτησης και αντίδρασης του παυθέντος αξιωματούχου, που άπτονται της ελευθερίας έκφρασης.»