Εισαγωγικά
Διήρκεσε 10 μέρες, η ιστορική πλέον, απεργία των διανομών έτοιμου φαγητού οι οποίοι εργάζονται για την εταιρεία Wolt. Η απεργία, η οποία ξεκίνησε στην Λευκωσία, εξαπλώθηκε σιγά σιγά σε ολόκληρη την Κύπρο. Σύμφωνα με τους ίδιους τους απεργούς σε δήλωση τους την οποία παρέδωσαν στην εταιρεία στις 13 Δεκεμβρίου 2022, αφορμή για την απεργία ήταν η μείωση της βασικής πληρωμής τους από €2,40 εντός ακτίνας παράδοσης ενός χιλιομέτρου σε €2,26. Βέβαια, οι διεκδικήσεις και τα αιτήματα των διανομέων δεν σταματούν εδώ καθώς θα μπορούσε να ειπωθεί πως τα αιτήματα τους όχι μόνο είναι σχετικά μετριοπαθή αλλά και ότι είναι αυτονόητα. Άλλωστε, τα προβλήματα και οι δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζουν ως επισφαλείς εργαζόμενοι είναι πάρα πολλά.
Για να κατανοήσουμε τις δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζουν οι απεργοί διανομείς, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε την φύση της εργασίας σε πλατφόρμα και το εργασιακό καθεστώς τους.
Η φύση της εργασία σε πλατφόρμα και το νομικό εργασιακό καθεστώς των διανομέων
Το εργασιακό καθεστώς των εργαζομένων σε πλατφόρμα γενικότερα και των διανομέων απεργών συγκεκριμένα, είναι ιδιαίτερα επισφαλές. Γενικά οι εργαζόμενοι σε πλατφόρμες θεωρούνται ως αυτοεργοδοτούμενοι ή ως ανεξάρτητοι εργολάβοι και όχι ως εργοδοτούμενοι, και με αυτό τον τρόπο δεν απολαμβάνουν τις ίδιες νομικές προστασίες και ωφελήματα τα οποία απολαμβάνει ένας εργοδοτούμενος, όπως για παράδειγμα κατώτατο μισθό, συλλογικές διαπραγματεύσεις, προστασία σχετικά με το ωράριο εργασίας, ασφάλεια και υγεία στο χώρο εργασίας, άδειες με απολαβές, ανεργιακό επιδόμα και επιδόματα ασθένειας, όπως επίσης και συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Περαιτέρω, ένας αυτοεργοδοτούμενος ή εργολάβος διανομέας είναι υπεύθυνος για την συντήρηση του εξοπλισμού και του οχήματος του με δικά του έξοδα, υπεύθυνος για τα καύσιμα που αναλώνει και εν γένει αναλαμβάνει όλες τις σχετικές επιβαρύνσεις.
Στην περίπτωση της Wolt όπου όπως ισχυρίζεται η ίδια η εταιρεία πάνω από το 80% των διανομέων απασχολούνται από τρίτες εταιρείες, συνεργάτες της, οι οποίες ασχολούνται με την διαχείριση στόλου, τα πράγματα είναι πολύ πιο δυσμενή για τους διανομείς. Ενώ κάποιος διανομέας που απασχολείται απευθείας από την Wolt μπορεί να κρατήσει ολόκληρο το ποσό από κάθε διαδρομή, όσο πενιχρό και να είναι αυτό, όπως αναφέρει ένας διανομέας απεργός οι εταιρείες διαχείρισης στόλου αποκόπτουν από τον μισθό τους 30% με κάθε παραγγελία, και αφού είναι υπό το καθεστώς αυτοεργοδοτούμενου ή εργολάβου, καταβάλλουν μόνοι τους κοινωνικές ασφαλίσεις και συνεισφορά στο ΓΕΣΥ ένα 11% από πάνω. Το 59% ανά παραγγελία/παράδοση που υπολείπεται, δεν είναι καθαρό κέρδος για τον διανομέα, αφού πρέπει από αυτό να μεριμνήσει για την συντήρηση του οχήματος του, τα καύσιμα που αναλώνει κλπ.
Επίσης δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι η εργασία του διανομέα έτοιμου φαγητού είναι φυλετικοποιημένη. Η συντριπτική πλειοψηφία των διανομέων είναι υπήκοοι τρίτων χωρών, οι οποίοι μπορεί να βρίσκονται στην Κύπρο και ως αιτητές ασύλου ή ως φοιτητές. Το επισφαλές αυτό καθεστώς διαμονής τους στην Κύπρο σε συνδυασμό με το καθεστώς εργασίας τους βοηθά και συνεισφέρει περαιτέρω στην πειθαρχικοποίηση των διανομέων.
Το επάγγελμα του διανομέα έτοιμου φαγητού εκτός από επισφαλές είναι και άκρως επικίνδυνο. Σύμφωνα με στατιστικές του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας, τα περισσότερα εργατικά τροχαία ατυχήματα αφορούν κυρίως διανομείς έτοιμου φαγητού. Αυτό φυσικά δεν είναι τυχαίο. Εξαιτίας του μοντέλου πληρωμής ανά παραγγελία/παράδοση, οι διανομείς δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να προσπαθούν να εκτελέσουν όσο το δυνατό περισσότερες παραγγελίες σε όσο το δυνατόν μικρότερο χρονικό διάστημα. Οι οδικές συνθήκες εξάλλου για μοτοσυκλετιστές και ποδηλάτες στην Κύπρο δεν είναι και οι καλύτερες. Οι πενιχρές πληρωμές τους δίνουν το αντιφατικό κίνητρο να θέτουν την ζωή τους σε κίνδυνο έτσι ώστε να βγάλουν τα προς το ζην. Το μοντέλο πληρωμής των διανομέων προσομοιάζει το μοντέλο του «μισθού με το κομμάτι» το οποίο ήταν διαδεδομένο τον 19ο αιώνα στα εργοστάσια. Όπως εξηγεί ο Μαρξ (Το Κεφάλαιο, Τόμος Πρώτος, (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2002, σ.σ. 572-3 :
Όταν είναι δοσμένος ο μισθός με το κομμάτι, έχει φυσικά προσωπικό συμφέρον ο εργάτης να εντείνει όσο το δυνατό περισσότερο την εργατική του δύναμε, πράγμα που ευκολύνει τον κεφαλαιοκράτη ν’ ανεβάζει τον κανονικό βαθμό εντατικότητας. Προσωπικά επίσης έχει συμφέρον ο εργάτης να παρατείνει την εργάσιμη ημέρα, γιατί έτσι ανεβαίνει ο ημερήσιος ή ο βδομαδιάτικος μισθός του.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του Μαρξ έχουν άμεση εφαρμογή και στην περίπτωση των διανομέων έτοιμου φαγητού.
Το μέλλον – Η προτεινόμενη Ευρωπαϊκή οδηγία αναφορικά με την εργασία σε πλατφόρμες.
Η οδηγία σχετικά με τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας σε πλατφόρμες προτάθηκε για πρώτη φορά από το Συμβούλιο από τον Δεκέμβριο του 2021. Ο σκοπός της οδηγίας είναι να εισάγει τεκμήριο εργοδότησης (σε αντίθεση με αυτοεργοδότηση ή εργολαβία) και να ρυθμίσει την αλγοριθμική διαχείριση στην εργασία.
Στην πρώτη του μορφή το κείμενο της οδηγίας έθετε πέντε κριτήρια τα οποία μπορούσαν να δείξουν ότι η σχέση μεταξύ πλατφόρμας και εργαζόμενου είναι σχέση μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου. Τα κριτήρια αυτά είναι τα εξης:
Στην περίπτωση που δύο από αυτά τα πέντε κριτήρια ικανοποιούνταν, τότε τεκμαίρεται σχέση εργοδότησης μεταξύ της πλατφόρμας και του εργαζόμενου και η πλατφόρμα θα πρέπει να το αντικρούσει, αποδεικνύοντας στην ουσία ότι ο εργαζόμενος είναι αυτοεργοδοτούμενος και όχι εργοδοτούμενος, κάτι που θα ήταν πολύ δύσκολο έως αδύνατο.
Φυσικά οι δυνάμεις της αντίδρασης στην Ευρώπη προσπαθούν να «αραιώσουν» το αρχικό κείμενο έτσι ώστε να είναι πιο δύσκολο να ενεργοποιηθεί το τεκμήριο της εργοδότησης.
Κινητοποιήσεις όπως η απεργία των διανομέων έτοιμου φαγητού στην Κύπρο είναι ο μόνος τρόπος που μπορούν να πετύχουν τις διεκδικήσεις τους οι εργαζόμενοι. Ο ταξικός αγώνας και η αλληλεγγύη είναι το μόνο όπλο που έχει στην διάθεση της η εργατική τάξη. Πράγματι, η αλληλεγγύη που έδειξαν στον αγώνα των διανομέων ομάδες όπως η Antifa, το IWW Κύπρου, η Θύρα 9 αλλά ακόμα και η ΠΕΟ και άλλες οργανώσεις δείχνουν ότι εργατική τάξη είναι πάντα έτοιμη για αγώνα και ότι είναι μια δύναμη την οποία πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη η άρχουσα τάξη. Απόδειξη της επιτυχίας της απεργίας είναι η επαναφορά της αμοιβής των εργαζομένων στα προηγούμενα επίπεδα και το ότι το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων κάλεσε σε συνάντηση τους απεργούς και την Wolt, την Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου ενώ εντός του Ιανουαρίου αναμένεται το πόρισμα του.
Εργάτες όλου του κόσμου, ενωθείτε! Δεν έχετε τίποτα να χάσετε, παρά μόνο τις αλυσίδες σας!
Β.Κ.
Η στήλη «Απόψεις» φιλοξενεί αρθρογραφία γνώμης που κινείται μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των αρχών και αξιών του Πολιτιστικού Ιδρύματος 1948. Τα άρθρα αποτελούν προσωπικές απόψεις των συντακτών τους και δεν εκφράζουν, κατ’ ανάγκην, το Πολιτιστικό Ίδρυμα 1948.
Σαν σήμερα στις 29 Ιουλίου 1962, ο γνωστός φασίστας Oswald Mosley (ιδρυτής της Βρετανικής Φασιστικής Ένωσης το 1932) προσπάθησε να πορευθεί μέσα στους δρόμους του Μάντσεστερ, γνωστής εργατούπολης. Η προσπάθεια του αυτή κατέληξε άδοξα, αφού ένα πλήθος πέραν των 5000 αντιφασιστών μπλόκαραν την πορεία αυτού και των υποστηρικτών του, του επιτέθηκαν και τον έριξαν στο έδαφος. Για να γλυτώσει, φυγαδεύτηκε από 250 περίπου αστυνομικούς, οι οποίοι, όμως, δεν κατάφεραν να αποτρέψουν το πλήθος από το να τους εκσφενδονίσει ντομάτες, αυγά, κέρματα και πέτρες.
Στη συνέχεια προσπάθησε να εκφωνήσει ομιλία στους υποστηρικτές του, αλλά το αντιφασιστικό πλήθος ανάγκασε τόσο τον ίδιο όσο και την αστυνομία να ακυρώσουν την εκδήλωση μόλις 7 λεπτά μετά την επίσημη έναρξη της. Ακολούθησαν συγκρούσεις μεταξύ ντόπιων αντιφασιστών και μελανοχίτωνων του Mosley με αποτέλεσμα να συλληφθούν 47 άτομα. Όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, και που μας υπενθυμίζει συνεχώς την ταξική φύση του αστικού κράτους, οι περισσότεροι συλληφθέντες ήταν αντιφασίστες
48 χρόνια μετά το δίδυμο έγκλημα του πραξικοπήματος και της εισβολής και πλέον δίνουμε και ένα αγώνα ενάντια στην λήθη. Ένα αγώνα για να μην ξεχάσουμε πως φτάσαμε ως εδώ αλλά και για να μην συμβιβαστούμε ποτέ με οτιδήποτε λιγότερο από την επανένωση της πατρίδας μας.
Η χθεσινή αθρόα προσέλευση στην εκδήλωση Το μαύρο καλοκαίρι του 1974: Η Κύπρος στη μέγγενη του ιμπεριαλισμού και του σοβινισμού μας χαροποίησε ιδιαίτερα και δείχνει ότι υπάρχει ανάγκη στη κυπριακή κοινωνία για να ανοίξει ευρύτερα αυτή η συζήτηση.
Ευχαριστούμε ιδιαίτερα τον φιλοξενούμενο ομιλητή Tony Angastiniotis για την συγκλονιστική του ομιλία. Μπορείτε να βρείτε το νέο βιβλίο του Τόνι «Χρειάζονται χίλιες φωνές
για να πουν μια ιστορία» στη σελίδα του https://www.tony-direct.com/.
Σαν σήμερα, με την τουρκική εισβολή το 1974, ολοκληρώνεται το δίδυμο νατοϊκό έγκλημα που ξεκίνησε με το φασιστικό πραξικόπημα της ελληνικής χούντας και της ΕΟΚΑ Β.
48 χρόνια από τότε που η Κύπρος και ο λαός της μαυροφόρεσαν. Νεκροί, αγνοούμενοι, τραυματίες, προσφυγιά.
48 χρόνια μετά, ζούμε ακόμα τις συνέπειες της συνεχιζόμενης κατοχής, της διχοτόμησης και του βίαιου διαχωρισμού των δύο κοινοτήτων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η κατοχική σημαία στον Πενταδάκτυλο μας τα θυμίζει όλα καθημερινά…
Η ιστορική εμπειρία δείχνει πως η τραγωδία της Κύπρου και του λαού μας, πέρα από την άμεση εμπλοκή των δυτικών ιμπεριαλιστών και των νατοϊκών κύκλων, έχουν επίσης τη σφραγίδα του τουρκικού και του ελληνικού εθνικισμού, αλλά και των νοσταλγών της χούντας. Γι’ αυτό και ο μεγαλύτερος εχθρός των εθνικιστών που έδρασαν ως όργανα των ιμπεριαλιστικών μεθοδεύσεων, ήταν η Αριστερά και οι αγωνιστές του λαϊκού κινήματος που πάλευαν για ελευθερία, ανεξαρτησία και κοινωνικά δικαιώματα.
Η ιστορία και τα επίσημα έγγραφα ακόμα και των δικών τους υπηρεσιών, καταδεικνύουν, επίσης, τις ΗΠΑ-Βρετανία-ΝΑΤΟ ως συνένοχους στον σχεδιασμό και εκτέλεση της τουρκικής εισβολής, ενώ με τη σημερινή τους πολιτική, επί της ουσίας, απαλλάσσουν την Τουρκία από τις ευθύνες της, επιτρέπουν τη διαιώνιση της παραμονής της στην Κύπρο και επιδιώκουν την εσαεί παραμονή των βρετανικών βάσεων που καταπατούν το 5% του κυπριακού εδάφους.
Σήμερα είμαστε ακόμα μια φορά μπροστά σε αδιέξοδο σε ότι αφορά στις συνομιλίες με κύρια ευθύνη της Τουρκίας και των δυτικών της συμμάχων. Η επίλυση του κυπριακού όμως δεν εξαρτάται μόνο από τις συνομιλίες και ότι εκεί συζητείται, τα οποία βέβαια έχουν σημασία ως προς το περιεχόμενο της λύσης. Εξίσου, αν όχι και πιο σημαντικό, είναι η μαζική εμπλοκή του λαϊκού παράγοντα. Η ανάπτυξη κοινών αγώνων Ε/Κ και Τ/Κ. Η αντικατοχική πάλη για να έχει προοπτική και αποτελεσματικότητα, πρέπει να είναι κοινή με τους Τουρκοκύπριους που στην άλλη πλευρά του οδοφράγματος δίνουν την δική τους μάχη, ενάντια στο κατοχικό καθεστώς, τον εθνικισμό και την διχοτόμηση. Για να δημιουργηθεί έτσι ένα δικοινοτικό στη μορφή και ταξικό στη βάση, παλλαϊκό κίνημα που να παλέψει τόσο για την επανένωση της Κύπρου, όσο και για μια άλλη κοινωνία.
Βασικά στοιχεία του κοινού αντικατοχικού αγώνα πρέπει να είναι ο αγώνας για μια Κύπρο ελεύθερη, ανεξάρτητη, απαλλαγμένη από ξένους στρατούς, βάσεις και «εγγυήτριες δυνάμεις». Αυτή η στοχοθεσία προϋποθέτει την ρήξη και σύγκρουση με τις αντιλήψεις καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων που πασχίζουν να μας πείσουν, πως η συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικές συμμαχίες όπως το ΝΑΤΟ, θα μπορούσαν να μας φέρουν δήθεν σε ευνοϊκότερη θέση για την επίλυση του Κυπριακού.
Καλούμε τον κόσμο να συμμετάσχει στην εκδήλωση που διοργανώνει το Πολιτιστικό Ίδρυμα 1948 με αφορμή τις επετείους για το δίδυμο έγκλημα του πραξικοπήματος και της εισβολής, αύριο Πέμπτη 21 Ιουλίου, η ώρα 19:00 στο Αμφιθέατρο Newton του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, με θέμα Το μαύρο καλοκαίρι του 1974: Η Κύπρος στη μέγγενη του ιμπεριαλισμού και του σοβινισμού.
Αντί άλλων ανακοινώσεων για την σημερινή 48η επέτειο του εγκληματικού/προδοτικού πραξικοπήματος της χούντας των Αθηνών και της ΕΟΚΑ Β’, υπό την υψηλή εποπτεία των γνωστών αμερικανονατοικών κύκλων, το Πολιτιστικό Ίδρυμα 1948 συνεχίζει την πρωτοβουλία που ξεκίνησε πριν 6 περίπου μήνες.
Στην 48η επέτειο θανάτου του Γ. Γρίβα, στις 27 Ιανουαρίου 2022, είχαμε αναγγείλει πρωτοβουλία για μετονομασία των οδών που φέρουν το όνομα του σε ολόκληρη την Κύπρο. Είχαμε πραγματοποιήσει και εκστρατεία συλλογής υπογραφών ως ένα πρώτο βήμα.
Τώρα, η πρωτοβουλία αυτή παίρνει ένα πιο επίσημο και θεσμικό δρόμο. Χτες, αποστείλαμε ανοικτή επιστολή προς όλους τους Δήμους της ελεύθερης Κύπρου και στα κοινοβουλευτικά κόμματα πλην ΕΛΑΜ, και ζητούμε να μετονομάσουν τις οδούς και λεωφόρους που φέρουν το όνομα του, σε οδούς: «Δημοκρατίας», «Αντίστασης», «Δημοκρατικής Αντίστασης», «Πολυτεχνείου», «Κερύνειας», «Αμμοχώστου».
Θεωρούμε την πρωτοβουλία αυτή μια έμπρακτη δικαίωση των αγώνων όλων όσων έπεσαν υπερασπιζόμενοι την πατρίδα και τη δημοκρατία.
Καλούμε όλους τους δημοκρατικούς και προοδευτικούς ανθρώπους της Κύπρου να συμμετάσχουν στην προσπάθεια αυτή για μετονομασία των οδών που φέρουν το όνομα του Γρίβα.
Πολύ πρόσφατα η κυβέρνηση κατέθεσε νομοσχέδιο το οποίο προνοεί τη σύσταση ειδικού χώρου κράτησης ανηλίκων. Με μια σημαντική λεπτομέρεια. Στο νομοσχέδιο αυτό περιλαμβανόταν συγκεκριμένη πρόνοια ότι ο χώρος κράτησης θα ανήκει σε ιδιωτική εταιρεία. Η Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής, σε πρόσφατη συνεδρία της, «μπλόκαρε» κονδύλι ύψους €800,000 που προνοείτο για τον σκοπό αυτό, μπλοκάροντας, ταυτόχρονα, τις διαδικασίες για ανεύρεση χώρου κράτησης ανήλικων παραβατών. Ως αποτέλεσμα, τερματίστηκαν ( ; ) και οι ενέργειες για προκήρυξη προσφορών. Με αυτή την πράξη μπήκε στον πάγο, έστω προσωρινά, και το σχετικό νομοσχέδιο.
Θεωρούμε το ζήτημα αυτό εξαιρετικά κρίσιμο με σοβαρότατες κοινωνικές προεκτάσεις σε πολλά επίπεδα. Η κυβερνητική θέση για διαχείριση του χώρου από ιδιωτικό φορέα πρέπει να ιδωθεί μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης φιλοσοφίας που προφανώς ασπάζεται η νυν κυβέρνηση και το κυβερνών κόμμα, αλλά και εν γένει του ίδιου του τρόπου λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Είναι φυσιολογική απόρροια του τρόπου λειτουργίας του κεφαλαίου, το οποίο επιζητεί συνεχώς νέα πεδία κερδοφορίας, νέες αγορές, καινούριες ευκαιρίες για «επένδυση» και προς αυτή την κατεύθυνση την διεύρυνση της εμπορευματοποίησης σε «ανεξερεύνητες εστίες». Μια διαδικασία, δηλαδή, που δεν διστάζει να ιδιωτικοποιεί όχι μόνο κοινωνικά αγαθά (ηλεκτρισμός, νερό, τηλεπικοινωνίες κ.λπ.) αλλά και κατ’ εξοχήν κοινωνικές-κρατικές λειτουργίες, όπως η δημόσια ασφάλεια, ασφάλεια αεροδρομίων, χώροι υποδοχής αιτητών ασύλου, η κοινωνική επιτήρηση-επανένταξη παραβατών, κ.λπ.
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα κυοφορούνται στο εν λόγω νομοσχέδιο δεν αποκλείεται η ανάθεση της ασφάλειας και διαχείρισης του σχεδιαζόμενου κέντρου κράτησης ανήλικων παραβατών να αποτελέσει πιλοτικά τον προάγγελο δημιουργίας ιδιωτικών φυλακών (και για ενήλικες). Πάντοτε, βέβαια, υπό το πρόσχημα της «μείωσης των κρατικών δαπανών», της «δημοσιονομικής εξυγίανσης», της «αποσυμφόρησης των φυλακών» κ.λπ., πιθανόν στο εγγύς μέλλον, τα μεγάλα ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα θα προωθήσουν μέσω του πολιτικού προσωπικού τους μια τέτοια προοπτική.
Η εντατικοποιημένη προσπάθεια γεωπολιτικής πρόσδεσης της Κύπρου στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και το δυτικό άρμα, συνοδεύεται και με υιοθέτηση πρακτικών στο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, αφού ως καλά γνωστό τέτοιου είδους χώροι κράτησης/ιδιωτικές φυλακές υπάρχουν εδώ και χρόνια στην «μητρόπολη του καπιταλισμού» και αυξάνονται ετησίως.
Ας είμαστε λοιπόν υποψιασμένοι και σε εγρήγορση.
Philenews, 8 February 2024
The recent surge in mafia-related crime has prompted discussions about new policing strategies, including heightened presence in urban areas, armed patrols, and stricter surveillance at sports matches.
Nicos Trimikliniotis, director of the Centre for Fundamental Rights and Professor of Sociology, Social Science and Law at the University of Nicosia questions the effectiveness of these responses, suggesting they might reflect a broader societal panic rather than effective solutions.
In an interview with in-cyprus, he delves into the complexities of crime in Cyprus, drawing on historical contexts and contemporary challenges. He warns against the potential pitfalls of heavy-handed measures, highlighting the risks of further alienating already marginalized communities and exacerbating social divisions.
The atmosphere created around mafia-related crime has led to proposals for new policing measures, such as the presence of police vans in urban neighbourhoods, armed police patrolling, and increased checks of fans at stadiums. Do you consider this response proportionate, or a manifestation of a moral panic?
Over the last few weeks, we have witnessed some high-profile kinds of serious crimes such as murders by hitmen, bombings and wild-goose hunts with police helicopters. It is not surprising that these have been reported in the media the way have, i.e. as sensational and spectacular events that happen in action-and-violence movies.
The fact that recent murders seem connected to drug barons and to drug-and-crime wars in the battles for domination and street encroachment in Nicosia and Limassol, as well as control in the mafia underworld has made them even more ‘attractive’ for media speculation. This is just one type of crime reported – let’s call it mafia-type or underworld-type of crime.
This is often very violent. However, the most gruesome violent crime that was ever committed in Cyprus (I do not count here for ethnic-political violence) was the series of rapes and murders of migrant women, domestic workers and their children, by the Greek Cypriot army officer who buried his victims in Mitsero until he was discovered 2019: He strangled his victims and threw them down a manhole in Mitsero after he tricked his victims, by approaching them romantically and then strangled them and carried them to the abandoned quarry.
Let’s not forget how the depiction of gangsters and bandits has a long history; they are not just in movies like ‘The Godfather’ etc. We have our own long history, here in Cyprus, which lasts for over a century now, as recorded in the press and in folk songs.
Notorious murders, abductions, theft and violence by bandits, outlaws-gangsters from the late 19th century have been recorded and popularised by folk poets, such as Tsiapouras, Paleshis, Azinos etc. We have poems and stories about the notorious Hasambulia or of Yiallouris.
Later, in the 1940s, it was Mitas, the notorious fugitive in the 1940s who managed always to escape, becoming a headache for the British authorities, until he was eventually arrested, convicted and hanged. To this day his name, his audacity and his dexterity are associated in the common memory of the island with the ‘elusive Mitas’.
The ‘Zacharias’ brothers were a criminal clan that operated in Limassol (and the surrounding villages) from the early 1930s till the early 1960s, they were at war with the Colossiates. Both gangs engaged in cattle rustling, gambling, and prostitution and whose criminal activities led to the death of at least 186 people. These were mostly hated figures but for some, they were ‘folk-heroes’.
Since the 1980s we have patterns of a kind of ‘celebratory’, of ‘bandits’ with ‘cute’ nicknames in the media – reported on TV when they are caught or when they escape etc. Over the last 20 years, we have seen some high-profile violent crimes which have received major media attention – sometimes with the media getting it completely wrong by framing as the perpetrator the wrong person, destroying their lives.
The second type is ‘elite crime’: Recently we have also seen crimes reported involving millions of euros e.g. selling of passports, scandals about corruption, spying and surveillance etc. Remember that the Cypriot media did nothing about this until Al-Jazeera reported on it. It was a complete black-out by the Cypriot media. The reason is straightforward.
The third type is the so-called ‘white-collar crime’ (middle to upper classes) – corruption, fraud, embezzlement, and scams.
The fourth type of crime can be called ‘everyday’ or ‘petty crime’, committed by the poorer classes, such as the working class, or even those who are considered to be in the under-class or ‘lumpenproletariat’ – moonlighting, shoplifting, ‘cheating’ to receive welfare benefits. These types of petty crimes receive media attention and are often exaggerated and magnified to be blown out of proportion and out of context.
The fifth type of crime is ‘hooliganism’ and sports-related crimes. This receives massive attention and the usual recipes of law enforcement are highly problematic – surveillance, fan identity cards, stronger police presence, heavy-handed policing etc., simply displace and push violence elsewhere, often outside the stadiums.
The sixth type of crime is violence, labour and sexual trafficking and exploitation, including violence against children, which receives media attention but this is more often approached through a sensationalised depiction, rather than through a sustainable and investigative approach.
The seventh type of crime, under-reported, is police violence and corruption – including the prosecution system. This is very serious, but this is a matter that the media rarely dare to deal with.
I would like here to add another very serious type: hate crime – racial/ethnic or gender-based violence.
It was the sociologist Stanley Cohen in his classic book “Folk Devils and Moral Panics” who analysed the processes of moral panic construction, which tend to have their ‘ups’ and ‘downs’ as they typically follow a classic pattern:
A moral panic is based on the exaggerated notion that the behaviour of certain individuals or groups, of type of behaviour who are considered ‘deviant’. Calling something a ‘moral panic’ does not imply that this something does not exist or has not happened at all, or that the reaction is based on fantasy, hysteria, delusion etc.
It is an understanding of how events are ‘framed’ in the way they are represented. Sometimes they are completely distorted or exaggerated. Often those depicted are ethnic minorities, migrants, or youth subcultures, considered so problematic and so dangerous to society that it calls for the immediate punishment of the guilty and the restoration of damage and order.
Panic expresses feelings of tension such as fear, terror, anxiety, hatred, hostility, and a sense that the so-called moral norms are threatened, thus risking the ‘collapse of the social order’.
Now let’s come to policing. Any form of high-profile crime has its own people in politics, as well as within the repressive apparatus. The ineffectiveness of policing in crime prevention, the over-reaction ‘after’ high-profile crimes and heavy-handed policing, including human rights violations, are typical of how the same problem is reproduced.
I find the proposals for new policing measures (the presence of police vans in urban neighbourhoods, armed police patrolling, and increased checks of fans at stadiums) to be problematic, ineffective and dangerous.
Repressive measures don’t work – it is an indication that the ‘game has already been lost’ and they are policing the crisis, which is likely to multiply, as repression and violence bring about more violence and counter-violence; it is a vicious cycle.
What potential impacts on the relationship between law enforcement and the public might arise from implementing strict measures like the ones suggested by government officials?
The law-and-order proposals on policing are a public confidence disaster.
When there is so little public confidence in policing, how can they propose more heavy-handed policing? There is more potential for abuse of power, less accountability etc.
How do media representations contribute to shaping public perception of crime and the perceived need for stringent policing measures?
The media has an interest in selling i.e. getting more views and more hits. Therefore, they have an interest in distorting and exaggerating when there is no media accountability.
From years of study, it is now accepted by all that the role of the media internationally is not merely to report objectively.
Also, it is now well established that the public is not passive recipients of information to swallow everything the media offers to people; the old ‘propaganda model’ and fears of being ‘brainwashed’ have given way to a more sophisticated reading of this process of news-reporting-framing that meets an audience who react in different ways.
The depiction of crime is an active process.
Let’s put things in context. With the transformation of Cyprus into a finance and service economy in a Europeanised system, crime has adapted accordingly.
Can you provide examples where similar policing measures were taken in response to crime waves, and what were the long-term consequences on society?
Similar policing measures are of questionable success.
Measures must be propositional and be rooted properly in the societal context and the problems they need to address. I don’t see them having any success in Cyprus – if anything the confidence in the Police will be reduced even more in the long term.
Do you see the potential for the proposed measures to target specific groups, such as football fans, leading to social divisions or stigmatization?
Yes. I think that it is likely that this will lead to more stigmatisation, stereotyping, reinforcing and reproducing social divisions and potentially leading to polarisation, even increasing conflict and violence, rather than reducing it.
Are there more community-oriented approaches to addressing crime that could be more effective than heavy-handed policing measures?
Community policing requires a very different understanding of ‘policing’. It means accountable policing with respect to human rights and moving away from violent policing. I think this is the only way forward.
Cyprus has witnessed increasing levels of violence in recent years, including physical attacks against teachers during the pandemic, injuries of peaceful protestors by police forces, anti-migrant pogroms, hooligan violence, and mafia-related murders. How do you interpret this intensification of violence?
Yes, violence has been increasing massively, proliferating into different spheres of life over the last few years.
Violence via social media, such as threats, intimidation, abuse, cyber-bullying etc., further multiplies violence within and beyond school and workplace bullying. Often this is even more sinister than raw violence at school or work. This is all connected to the rising inequalities; precarity, misery and lack of hope and aspiration for anything better in the future.
Let me comment on the appalling and unprecedented 2023 pogroms here.
These were instigated, organised and executed by far-right and racist groups against migrants and anti-racists. We had a series of racist violent attacks in Cyprus just after EU accession – violence at the English school for instance, or the stubbing of the Turkish-Cypriot musician by neo-Nazis at the Finikoudes antiracist festival in 2010.
The role of far-right political collaborators was crucial, and the media was catalytic in distorting and amplifying what was often false news that fed anti-immigrant and xenophobic hysteria.
The racist riots of 2023 were a culminating event that followed the form of a classic phenomenon of cultivating and inflating a racialised ‘moral panic’. This is hardly new; Stuart Hall and his colleagues describe this in his book about racism in the late 1970s in the UK, called “Policing the Crisis: Mugging, Law and Order”.
In the pogroms in Chloraka and Limassol, there was clear organisation and execution on the basis of a plan. The role of the police in this was lamentable! They were there and did nothing.
Top of Form
Philenews, 8 Φεβρουαρίου 2024, 6:31
Η πρόσφατη έξαρση της εγκληματικότητας και τα αυστηρά μέτρα αστυνόμευσης για την αντιμετώπιση της που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, όπως η αυξημένη αστυνομική παρουσία σε αστικές περιοχές, οι ένοπλες περιπολίες και η απαγόρευση μετακίνησης οπαδών σε ποδοσφαιρικούς αγώνες, προκάλεσαν προβληματισμό στην κοινωνία.
Ο Νίκος Τριμικλινιώτης, διευθυντής του Κέντρου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και καθηγητής Κοινωνιολογίας, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα των μέτρων, υποστηρίζοντας ότι αντανακλούν έναν ευρύτερο κοινωνικό πανικό και δεν αποτελούν ουσιαστικές λύσεις.
Σε συνέντευξή του στο philenews και το in-cyprus, αναλύει τις σύνθετες πτυχές του φαινομένου της εγκληματικότητας στην Κύπρο, αντλώντας στοιχεία από το ιστορικό πλαίσιο της, ενώ εξετάζει και τις σύγχρονες προκλήσεις. Παράλληλα, προειδοποιεί για τις πιθανές κακοτοπιές των σκληρών μέτρων, υπογραμμίζοντας ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος για την περαιτέρω αποξένωση ήδη περιθωριοποιημένων κοινοτήτων, όπως οι οπαδοί ποδοσφαιρικών ομάδων και οι μετανάστες, κάτι που θα οδηγήσει στην επιδείνωση των κοινωνικών διαιρέσεων.
Πώς κρίνετε την αντίδραση της κυβέρνησης στα πρόσφατα φαινόμενα εγκληματικότητας; Είναι δικαιολογημένες οι αντιδράσεις ή δρούμε με βάση ένα ηθικό πανικό;
Τις τελευταίες εβδομάδες, γίναμε μάρτυρες κάποιων σοβαρών εγκλημάτων, όπως δολοφονίες από εκτελεστές, βομβιστικές επιθέσεις και καταδιώξεων με αστυνομικά ελικόπτερα. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτά έχουν παρουσιαστεί στα μέσα ενημέρωσης με τον τρόπο που παρουσιάστηκαν, δηλαδή ως εντυπωσιακά και θεαματικά γεγονότα που συμβαίνουν σε ταινίες δράσης και βίας.
Το γεγονός ότι οι πρόσφατες δολοφονίες φαίνεται να συνδέονται με βαρόνους ναρκωτικών και με μάχες για την εξουσία και τον έλεγχο στον υπόκοσμο σε Λευκωσία και Λεμεσό, τις έχει κάνει ακόμα πιο “ελκυστικές” για εικασίες από τα ΜΜΕ.
Αυτό αποτελεί απλώς ένα είδος εγκλήματος – ας το ονομάσουμε μαφιόζικου τύπου ή υπόκοσμου τύπου έγκλημα.
Ωστόσο, το πιο αποτρόπαιο βίαιο έγκλημα που διαπράχθηκε ποτέ στην Κύπρο (δεν υπολογίζω εδώ την εθνοπολιτική βία που αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία) ήταν η σειρά βιασμών και δολοφονιών μεταναστριών, οικιακών βοηθών και των παιδιών τους, από τον Ελληνοκύπριο αξιωματικό του στρατού, ο οποίος έθαβε τα θύματά του στο Μιτσερό μέχρι να τον ανακαλύψουν το 2019: Στραγγάλισε τα θύματά του και τα πέταξε σε φρεάτιο στο Μιτσερό, αφού ξεγέλασε τα θύματά του, πλησιάζοντάς τα ρομαντικά και στη συνέχεια τα στραγγάλισε και τα μετέφερε στο εγκαταλελειμμένο λατομείο.
Ας μην ξεχνάμε πως η απεικόνιση των γκάνγκστερ και των ληστών έχει μακρά ιστορία-δεν υπάρχουν μόνο σε ταινίες όπως ο “Νονός” κ.λπ. Έχουμε τη δική μας μακρά ιστορία, εδώ στην Κύπρο, η οποία διαρκεί πάνω από έναν αιώνα τώρα, όπως καταγράφεται στον Τύπο και στα δημοτικά τραγούδια.
Πασίγνωστοι φόνοι, απαγωγές, κλοπές και βιαιοπραγίες από ληστές, παράνομους-συμμορίτες από τα τέλη του 19ου αιώνα έχουν καταγραφεί και εκλαϊκευθεί από λαϊκούς ποιητές, όπως ο Τσιαπούρας, ο Παλαίσης, ο Άζινος κ.λπ. Έχουμε ποιήματα και ιστορίες για τα διαβόητα Χασαμπούλια ή τον Γιαλλουρή που καταδικάστηκαν και οδηγήθηκαν στη κρεμάλα επί Βρετανικής αποικιοκρατίας.
Αργότερα, τη δεκαετία του 1940 ήταν ο Μίτας, ο διαβόητος φυγάς της δεκαετίας του 1940 που κατάφερνε πάντα να δραπετεύει για να γίνει πονοκέφαλος για τις βρετανικές αρχές μέχρι να συλληφθεί, να καταδικαστεί και να κρεμαστεί. Μέχρι σήμερα το όνομά του, η τόλμη και η επιδεξιότητά του συνδέθηκαν στην λαϊκή μνήμη του νησιού με τον «ασύλληπτο Μίτα» – στο σχολείο θυμούμαι που λέγαν, «τι, έπιασες τον Μίτα!».
Οι δε Ζαχαρίες ήταν μια εγκληματική συμμορία που δρούσε στη Λεμεσό και τα γύρω χωριά από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 που ήταν σε πόλεμο με τους Κολοσσιάτες. Μιλούμε για συμμορίες που ασχολούνταν με την ζωοκλοπή, τον τζόγο και την πορνεία, οι εγκληματικές δραστηριότητες των οποίων οδήγησαν στο θάνατο τουλάχιστον 186 άτομα. Πρόκειται για μισητές φιγούρες για πολλούς της εποχής, ενώ για κάποιους ήταν «λαϊκοί ληστές».
Τώρα ακόμα και στη δική μας εποχή, που βιώσαμε αλματώδη κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική μεταβολή, παρατηρούμε σημαντικά στοιχεία συνέχειας στο αφήγημα. Παρατηρούμε λοιπόν, από τη δεκαετία του 1980, ένα είδος «εορταστικού» τύπου εγκληματία με το χαριτωμένα παρατσούκλια στα μέσα ενημέρωσης – είναι η εποχή της εικόνας, της τηλεόρασης: ο «Κοτσούδκιας», ο «Πατόζας», η «Χιτλερού» κτλ. όταν πιάστηκαν ή όταν δραπέτευσαν κ.λπ. Υπάρχει και ο «μάγκας» εγκληματίας που είναι «γκόμενος» με Mercedes και Armani κοστούμι – γνωστές οικογένειες, φατρίες, κτλ.
Τα δε τελευταία 20 χρόνια είδαμε μερικά στυγερά εγκλήματα υψηλού προφίλ που έλαβαν μεγάλη προσοχή από τα ΜΜΕ – μερικές φορές παραβιάζοντας κάθε κανόνα δεοντολογίας περί τεκμηρίου της αθωότητας, πέφτοντας εντελώς έξω, ενοχοποιώντας, κατηγορώντας ως δράστη το λάθος άτομο, καταστρέφοντας τη ζωή του.
Ο δεύτερος τύπος είναι το «έγκλημα των ελίτ»: Πρόσφατα γίναμε μάρτυρες σε εγκλήματα που αφορούν εκατομμύρια ευρώ, π.χ. πώληση διαβατηρίων, σκάνδαλα διαφθοράς, κατασκοπείας και παρακολούθησης κ.λπ. Θυμηθείτε ότι τα κυπριακά μέσα ενημέρωσης τηρούσαν σιγή μέχρι το ρεπορτάζ του Αλ Τζαζίρα που «έσκασε η βόμβα» και έγινε σκάνδαλο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Θυμάστε το σκάνδαλο με τον βοηθό Γενικό Εισαγγελέα που καταδικάστηκε και φυλακίστηκε; Τώρα συνεχίζει ως δικηγόρος. Η άλλη περίπτωση με το βαν παρακολούθησης από εταιρεία των πρώην πρακτόρων της Μοσσάντ που ενέγραψε η δικηγορική εταιρεία του νυν Βοηθού Γενικός Εισαγγελέα;
Αυτά όλα βγήκαν στη φόρα λόγω ευρωπαϊκού και διεθνούς ενδιαφέροντος. Για πολύ καιρό υπήρχε συσκότιση από τα ΜΜΕ.
Ο τρίτος τύπος είναι το λεγόμενο «έγκλημα λευκού κολάρου» (μεσαία και ανώτερη τάξη) – διαφθορά, απάτες, υπεξαιρέσεις, απάτες.
Το τέταρτο είδος εγκλήματος μπορούμε να το ονομάσουμε: «καθημερινό» ή μικροέγκλημα», που διαπράττεται από τις φτωχότερες τάξεις, την εργατική τάξη ή ακόμη και από εκείνους που θεωρούνται ότι ανήκουν στο λεγόμενο «λούμπεν προλεταριάτο»: μαύρη εργασία, μικροκλοπές σε καταστήματα, «εξαπάτηση» για να λάβουν επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας. Αυτού του είδους τα μικροεγκλήματα λαμβάνουν την προσοχή των μέσων ενημέρωσης, συχνά υπερβολικά και διογκωμένα.
Ο πέμπτος τύπος εγκλήματος είναι ο «χουλιγκανισμός» και τα εγκλήματα που σχετίζονται με τον αθλητισμό. Αυτό τυγχάνει τεράστιας προσοχής με πραγματικά απαράδεκτες αναφορές από τα ΜΜΕ και «σχολιαστές» για «ανεγκέφαλους», όπου προβάλλονται οι συνήθεις συνταγές επιβολής του νόμου και της τάξης. Πρόκειται για εξαιρετικά προβληματικές συνταγές, όπως η επιτήρηση-παρακολούθηση, οι ταυτότητες οπαδών, η ισχυρότερη αστυνομική παρουσία και η σκληρή αστυνόμευση κ.λπ. απλώς εκτοπίζουν και ωθούν τη βία αλλού, συχνά έξω από τα γήπεδα.
Ο έκτος τύπος εγκλήματος είναι η βία, η εμπορία και η εκμετάλλευση της εργασίας και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένης της βίας κατά των παιδιών, που λαμβάνει την προσοχή των μέσων ενημέρωσης, αλλά πρόκειται για μια εντυπωσιακή απεικόνιση και όχι για έναν βιώσιμο και ερευνητικό τρόπο.
Ο έβδομος τύπος εγκλήματος που δεν αναφέρεται επαρκώς είναι η αστυνομική βία και η διαφθορά – συμπεριλαμβανομένου του συστήματος δίωξης. Αυτό είναι πολύ σοβαρό, αλλά πρόκειται για θέμα με το οποίο τα μέσα ενημέρωσης σπάνια τολμούν να ασχοληθούν.
Θα ήθελα εδώ να προσθέσω έναν άλλο πολύ σοβαρό τύπο: το έγκλημα μίσους – βία με βάση τη φυλετική/εθνοτική ή έμφυλη βάση.
Ήταν ο κοινωνιολόγος Stanley Cohen στο κλασικό βιβλίο του “Folk Devils and Moral Panics” (Λαϊκοί διάβολοι και ηθικοί πανικοί) που ανέλυσε τις διαδικασίες κατασκευής ηθικού πανικού, οι οποίες τείνουν να έχουν τα “πάνω” και τα “κάτω” τους, καθώς συνήθως ακολουθούν ένα κλασικό μοτίβο:
α) Ένα συμβάν ή μια κατάσταση, ένα επεισόδιο ή ένα πρόσωπο ή μια ομάδα ή ένας τύπος συμπεριφοράς παρουσιάζονται ως απειλή για την κοινωνία, τις αξίες και τα συμφέροντα: συχνά είναι διαστρεβλωμένα και υπερβολικά διογκωμένα. Είναι ο «λαϊκός διάβολος» που λαμβάνει την προσοχή των μέσων ενημέρωσης. Τώρα με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αυτό πολλαπλασιάζεται επί χίλια.
β) Η εστίαση των ΜΜΕ στη λεγόμενη «φύση» αυτού του «είδους» των ατόμων ή συμπεριφορών που ενοχοποιούνται παρουσιάζονται με συγκεκριμένο, στερεοτυπικό τρόπο.
γ) Στη συνέχεια, τα ΜΜΕ «καλούν» ή παρουσιάζουν τους αυτόκλητους «σωτήρες» και «προστάτες» των ηθικών αξιών της κοινωνίας που εκφράζουν την οργή τους.
δ) Διάφοροι «ειδικοί» επί του θέματος προβαίνουν σε εκτιμήσεις προτείνοντας λύσεις και «τιμωρίες» για τους ενόχους.
ε) Στη συνέχεια, οι δυνάμεις του «νόμου και της τάξης», όπως η αστυνομία, ο στρατός, οι διωκτικές αρχές, μπαίνουν μέσα για να «καθαρίσουν» και να «αποκαταστήσουν την τάξη».
Ο ηθικός πανικός βασίζεται στην υπερβολική αντίληψη ότι η συμπεριφορά ορισμένων ατόμων ή ομάδων, του τύπου της συμπεριφοράς που θεωρούνται «αποκλίνουσες». Το να αποκαλείται κάτι «ηθικός πανικός» δεν σημαίνει ότι αυτό το κάτι δεν υπάρχει ή δεν συνέβη καθόλου ή ότι η αντίδραση βασίζεται σε φαντασία, υστερία, αυταπάτη κ.λπ. Πρόκειται για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα γεγονότα πλαισιώνονται με τον τρόπο που παρουσιάζονται. Μερικές φορές είναι εντελώς διαστρεβλωμένα ή υπερβολικά. Συχνά πρόκειται για εθνοτικές μειονότητες, μετανάστες ή νεανικές υποκουλτούρες που θεωρούνται τόσο προβληματικές και επικίνδυνες για την κοινωνία που απαιτεί την άμεση τιμωρία των ενόχων και την αποκατάσταση της τάξης. Ο πανικός εκφράζει συναισθήματα έντασης, όπως φόβο, τρόμο, άγχος, μίσος, εχθρότητα και την αίσθηση ότι απειλούνται οι λεγόμενοι ηθικοί κανόνες, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει δήθεν με «κατάρρευση η κοινωνική τάξη πραγμάτων».
Ας έρθουμε τώρα στην αστυνόμευση. Κάθε είδος εγκλήματος υψηλού προφίλ έχει τους δικούς του ανθρώπους στην πολιτική και μέσα στον κατασταλτικό μηχανισμό. Η αναποτελεσματικότητα της αστυνόμευσης στην πρόληψη του εγκλήματος, η υπερβολική αντίδραση μετά από εγκλήματα υψηλού προφίλ και η σκληρή αστυνόμευση, συμπεριλαμβανομένων των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίο αναπαράγεται το ίδιο το πρόβλημα.
Θεωρώ ότι οι προτάσεις για νέα μέτρα αστυνόμευσης είναι προβληματικές, αναποτελεσματικές και επικίνδυνες. Τα κατασταλτικά μέτρα δεν αποδίδουν – είναι μια ένδειξη ότι το «παιχνίδι έχει ήδη χαθεί» και αστυνομεύουν την κρίση, η οποία είναι πιθανόν να πολλαπλασιαστεί, καθώς η καταστολή και η βία φέρνει περισσότερη βία και αντιβία- είναι ένας φαύλος κύκλος.
Ποιες πιθανές επιπτώσεις στη σχέση μεταξύ των αρχών και του κοινού μπορεί να προκύψουν από την εφαρμογή αυστηρών μέτρων;
Οι προτάσεις περί δήθεν αποκατάστασης του νόμου και της τάξης σχετικά με την αστυνόμευση υπονομεύουν ακόμα περισσότερο την εμπιστοσύνη του κοινού: Όταν υπάρχει τόσο λίγη εμπιστοσύνη του κοινού στην αστυνόμευση, πώς μπορούν να προτείνουν πιο σκληρή αστυνόμευση, δηλαδή περισσότερες πιθανότητες κατάχρησης εξουσίας, λιγότερη λογοδοσία κ.λπ.;
Πώς συμβάλλουν τα ΜΜΕ στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης για το έγκλημα και την αντιλαμβανόμενη ανάγκη για αυστηρά μέτρα αστυνόμευσης;
Τα ΜΜΕ έχουν συμφέρον να πουλήσουν, δηλαδή να έχουν περισσότερες προβολές και περισσότερα clicks. Ως εκ τούτου, έχουν συμφέρον να διαστρεβλώνουν και να υπερβάλλουν όταν δεν υπάρχει υπευθυνότητα και λογοδοσία. Χρόνια τώρα μελετώνται και είναι πλέον αποδεκτό από όλους ότι ο ρόλος των ΜΜΕ διεθνώς δεν είναι απλώς να μεταφέρουν αντικειμενικά ειδήσεις. Επίσης, είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι το κοινό δεν είναι παθητικός δέκτης πληροφοριών που καταπίνει ό,τι του προσφέρουν τα μέσα ενημέρωσης – το παλιό «μοντέλο προπαγάνδας» και οι φόβοι για «πλύση εγκεφάλου» έχουν δώσει τη θέση τους σε μια πιο εκλεπτυσμένη ανάγνωση αυτής της διαδικασίας μετάδοσης ειδήσεων-διαμόρφωσης-γνώμης που συναντά ένα υποψιασμένο, για να μη πω καχύποπτο κοινό που αντιδρά με διαφορετικούς τρόπους. Η απεικόνιση του εγκλήματος είναι μια ενεργή διαδικασία.
Ας βάλουμε τα πράγματα στο πλαίσιο τους. Με τη μετατροπή της Κύπρου σε οικονομία χρηματοδότησης και υπηρεσιών σε ένα εξευρωπαϊσμένο σύστημα, το έγκλημα έχει προσαρμοστεί ανάλογα.
Υπάρχουν παραδείγματα όπου λήφθηκαν παρόμοια μέτρα αστυνόμευσης ως απάντηση σε κύματα εγκληματικότητας; Ποιες ήταν οι μακροπρόθεσμες συνέπειες στην κοινωνία;
Παρόμοια μέτρα αστυνόμευσης σε άλλες χώρες έχουν αμφίβολη επιτυχία. Τα μέτρα πρέπει να είναι ανάλογα και να προσαρμόζονται στο συγκεκριμένες κοινωνικές-πολιτισμικές συνθήκες – δηλαδή να κατανοούν το ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο έτσι ώστε να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα. Δεν βλέπω να έχουν επιτυχία στην Κύπρο – αν μη τι άλλο η εμπιστοσύνη στην Αστυνομία θα μειωθεί ακόμη περισσότερο μακροπρόθεσμα.
Υπάρχει το ενδεχόμενο τα προτεινόμενα μέτρα να στοχεύουν συγκεκριμένες ομάδες, όπως οι οπαδοί του ποδοσφαίρου, οδηγώντας σε κοινωνικό διχασμό ή στιγματισμό;
Θεωρώ ότι είναι πιθανό αυτό να οδηγήσει σε περισσότερο στιγματισμό, στερεότυπα, ενίσχυση και αναπαραγωγή των κοινωνικών διαιρέσεων και ενδεχομένως να οδηγήσει σε πόλωση, ακόμη και σε αύξηση των συγκρούσεων και της βίας, αντί να την εκτονώσει.
Υπάρχουν πιο φιλικές στην κοινότητα προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας που θα μπορούσαν να είναι πιο αποτελεσματικές από τα σκληρά μέτρα αστυνόμευσης;
Η κοινοτική αστυνόμευση απαιτεί μια πολύ διαφορετική αντίληψη της «αστυνόμευσης». Σημαίνει υπεύθυνη αστυνόμευση με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και απομάκρυνση από τη βίαιη αστυνόμευση. Απαιτεί λογοδοσία (πολιτική, νομική, κοινωνική) για τα όργανα της τάξης που καταπατούν δικαιώματα. Νομίζω ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός.
Στην Κύπρο έχουν καταγραφεί αυξημένα επίπεδα βίας τα τελευταία χρόνια, συμπεριλαμβανομένων των επιθέσεων εναντίον εκπαιδευτικών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τραυματισμών ειρηνικών διαδηλωτών από την αστυνομία, πογκρόμ κατά μεταναστών, χουλιγκανισμού και δολοφονιών που σχετίζονται με τη μαφία. Πώς ερμηνεύετε αυτή την αύξηση της βίας;
Ναι, η βία αυξάνεται μαζικά, πολλαπλασιάζεται σε διάφορες σφαίρες της ζωής τα τελευταία χρόνια. Οι μορφές βίας (απειλές, εκφοβισμός, κακοποίηση, διαδικτυακός εκφοβισμός κ.λπ.) μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι ένας τρόπος πολλαπλασιασμού της βίας εντός και εκτός του σχολικού και εργασιακού χώρου. Συχνά αυτό είναι ακόμη πιο επώδυνο από την ωμή βία στο σχολείο ή την εργασία. Όλα αυτά συνδέονται με τις αυξανόμενες ανισότητες, την επισφάλεια, τη δυστυχία και την έλλειψη ελπίδας και προσδοκίας για κάτι καλύτερο στο μέλλον.
Επιτρέψτε μου να σχολιάσω εδώ τα τρομακτικά και πρωτοφανή πογκρόμ του 2023. Αυτά που υποκινήθηκαν, οργανώθηκαν και εκτελέστηκαν από ακροδεξιές και ρατσιστικές ομάδες εναντίον μεταναστών και αντιρατσιστών. Είχαμε μια σειρά από ρατσιστικές βίαιες επιθέσεις στην Κύπρο αμέσως μετά την ένταξη στην ΕΕ – βία στην Αγγλική Σχολή για παράδειγμα ή το μαχαίρωμα του Τουρκοκύπριου μουσικού από νεοναζί στο αντιρατσιστικό φεστιβάλ στις Φοινικούδες το 2010.
Ο ρόλος των ακροδεξιών πολιτικών συνεργατών ήταν καθοριστικός, ενώ τα ΜΜΕ είχαν καταλυτικό ρόλο στη διαστρέβλωση και την ενίσχυση συχνά ψευδών ειδήσεων που τροφοδοτούσαν την αντιμεταναστευτική και ξενοφοβική υστερία. Οι ρατσιστικές ταραχές του 2023 ήταν ένα γεγονός που ακολούθησε τη μορφή ενός κλασικού φαινομένου καλλιέργειας και διόγκωσης του φυλετικού «ηθικού πανικού».
Αυτό δεν είναι καθόλου καινούργιο – ο Stuart Hall και οι συνεργάτες του το περιγράφουν στο βιβλίο τους για τον ρατσισμό στα τέλη της δεκαετίας του 1970 στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τίτλο Policing the Crisis: Mugging, Law and Order” (Αστυνόμευση της κρίσης: Νόμος και τάξη). Στα πογκρόμ στη Χλώρακα και τη Λεμεσό υπάρχει ξεκάθαρα οργάνωση και εκτέλεση στη βάση ενός σχεδίου. Ο ρόλος της αστυνομίας σε αυτό ήταν θλιβερός! Ήταν εκεί και δεν έκαναν τίποτα.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η Αριστερά στην εποχή της τερατογένεσης: Πόλεμοι, βία, μαζικές μετακινήσεις και εξεγέρσεις σε ένα χαοτικό κόσμο
Του Νίκου Τριμικλινιώτη
Εμπρός της γης οι κολασμένοι
της πείνας σκλάβοι εμπρός εμπρός
Το δίκιο από τον κρατήρα βγαίνει
σαν βροντή σαν κεραυνός.
Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια
όλοι εμείς οι ταπεινοί της γης
που ζούσαμε στην καταφρόνια
θα γίνουμε το παν εμείς
Στον αγώνα ενωμένοι
κι ας μη λείψει κανείς
Ω! Να τη, μας προσμένει
στον κόσμο η Διεθνής.
Θεοί, αρχόντοι, βασιλιάδες
με πλάνα λόγια μας γελούν
της γης οι δούλοι κι οι ραγιάδες
μοναχοί τους, θα σωθούν…
Για να λείψουν τα δεσμά μας
για να πάψει πια η σκλαβιά
να νιώσουν πρέπει τη γροθιά μας
και της ψυχής μας τη φωτιά.
Και αν τολμήσουν και αντικρίσουν
της ψυχής μας τους κεραυνούς
θα δούνε τότε αν μπορούνε
πως θα είναι οι σφαίρες μας για αυτούς
Η κοινωνική επανάσταση του 19ου αιώνα δεν μπορεί να αντλήσει την ποίησή της από το παρελθόν, αλλά μόνον από το μέλλον. Δεν μπορεί ν' αρχίσει με τον ίδιο τον εαυτό της προτού σβήσει όλες τις προλήψεις σχετικά με το παρελθόν.
Οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, τη δημιουργούν όμως όχι όπως τους αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν. Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σα βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών. Και όταν ακόμα οι ζωντανοί φαίνονται σαν ν' ασχολούνται ν' ανατρέψουν τους εαυτούς τους και τα πράγματα και να δημιουργήσουν κάτι που έχει προϋπάρξει, σ' αυτές ακριβώς τις εποχές της επαναστατικής κρίσης επικαλούνται φοβισμένοι τα πνεύματα του παρελθόντος στην υπηρεσία τους, δανείζονται τα ονόματά τους, τα μαχητικά συνθήματά τους, τις στολές τους για να παραστήσουν με την αρχαιοπρεπή αυτή, σεβάσμια μεταμφίεση και μ' αυτή τη δανεισμένη γλώσσα τη νέα σκηνή της παγκόσμιας ιστορίας.
Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Θεμέλιο, Αθήνα 1986.
«Αυτό το απόδειξε η ιστορία όλων των επαναστάσεων, και οι επαναστάτες θα έκαναν το μεγαλύτερο έγκλημα αν άφηναν να τους ξεφύγει η στιγμή, ενώ ξέρουν πως απ’ αυτούς εξαρτάται η σωτηρία της επανάστασης, η πρόταση ειρήνης, η σωτηρία της Πετρούπολης, η σωτηρία από την πείνα, η μεταβίβαση της γης στους αγρότες.»
Λένιν, Γράμμα προς τα μέλη της ΚΕ, 24 Οκτωβρίου 1917| Κείμενα Λένιν
Ο «παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος πασχίζει να γεννηθεί. Ζούμε την εποχή μιας interregnum (μεσοβασιλείας), όπου εμφανίζονται νοσηρά συμπτώματα.» Antonio Gramsci
Αφορμή μας είναι η Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση για να δούμε την Αριστερά στον παρόντα χρόνο ως προοπτική του μέλλοντος.
Τότε, πριν από ένα αιώνα, μέσα από τις φρικαλεότητες και τα συντρίμμια, του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, αναδύθηκε μια επανάσταση παγκόσμιας εμβέλειας, όταν στα αμέσως προηγούμενα χρόνια φάνταζε με απόμακρη ουτοπία. Κι όμως η ασύλληπτη βία του πολέμου και η κατάρρευση των παλαιών καθεστώτων αποδείχθηκαν πάλι «μαίες της ιστορίας». Έτσι γεννιούνται οι επαναστάσεις.
«Τώρα θα προχωρήσουμε στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής τάξης», ήταν τα λόγια το Λένιν, όταν κατέλαβαν τα χειμερινά ανάκτορα, κι αυτό προκάλεσε ρίγη στον κόσμο όλο. Το πνεύμα αυτό ήταν τόσο ελπιδοφόρο για τις υποτελείς τάξεις, «της γης τους κολασμένους», που παρομοίαζαν την επανάσταση με «έφοδο στον ουρανό». Οι επαναστάσεις εξηγούνταν με αλληγορίες, όπως «ατμομηχανές της ιστορίας».[1] Σήμερα θα τις λέγαμε, δε ξέρω τί, «υπερηχητικά αεριωθούμενα της ιστορίας που απογειώνουν κι αλλάζουν το κόσμο»; Η αίσθηση που υπήρχε ήταν ότι επανάσταση στη Ρωσία του 1917 ολοκλήρωνε επιτυχώς μια μακρά διεργασία ριζοσπαστική κοινωνικής μεταβολής:[2] Είχε αρχίσει με τη Γαλλική επανάσταση, τις επαναστάσεις του 1948 που ονομάστηκε «Άνοιξη των Λαών» μέχρι την παρισινή κομούνα (1871),[3] την επανάσταση των σκλάβων στην Αϊτή (1791-1804) -την πρώτη χώρα που αναγνώρισε την Ελληνική Επανάσταση, τις επαναστάσεις στα Βαλκάνια μέχρι τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τη Μεξικάνικη επανάσταση (1910–20). «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», ήταν το δίλημμα της εποχής (Ρόζα Λούξεμπουργκ).
Ακολούθησε όμως ο άλλος, ακόμα πιο φρικαλέος πόλεμος, ο Δεύτερος παγκόσμιος. Ωστόσο, και πάλι ευτυχώς συνετρίβη ο Ναζισμός, ο Φασισμός κι ο Ιαπωνικός Μιλιταρισμός, κι ακολούθησαν πάλι νικηφόρες επαναστάσεις, όπως η κινέζικη το 1949, η ανεξαρτησία της Ινδίας και το μεγάλο αντιαποικιακό κύμα στη Αφρική, Ασία και Νότια Αμερική που άλλαξε ριζικά τον κόσμο, καταργώντας τις αυτοκρατορίες και τον αποικισμό: κάθε λαός είχε δικαίωμα για αυτοδιάθεση να ορίσει το μέλλον, κι αναζωογόνησε την προοπτική για σοσιαλισμό. Τότε γεννήθηκε και η Κυπριακή Δημοκρατία ως ανεξάρτητο κράτος. Μέχρι τη δεκαετία του 1980 επαναστάσεις κατά δικτατοριών είχαν πηγή έμπνευσης και οργάνωσης τη Οκτωβριανή επανάσταση (Πορτογαλία, Μοζαμβίκη, Νικαράγουα), ενώ τη δεκαετία τ ου 1990, η κατάργηση του απαρτχάιντ ήταν η τελευταία τοπική καθεστωτική μεταβολή παγκόσμιας εμβέλειας που έγινε ειρηνικά αλλά χωρίς να ανατραπεί η λευκή κεφαλαιοκρατική τάξη.
Η επανάσταση λειτούργησε ως παγκόσμια ώθηση για διεκδίκηση δικαιωμάτων για όλους της γης του κολασμένους διότι η ισότητα μπήκε στο πυρήνα: μόνο αν είμαστε ίσοι/ες μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι – το πρόταγμα της ισοελευθερίας (Μπαλιμπάρ).[4] Κι έτσι πήραν τα πάνω του οι αγώνες για την ισότητα, οι εργατικοί, αγροτικοί κι αντιαποικιακοί αγώνες, οι αγώνες για ισότητα φύλων, φυλών/εθνοτήτων, μειονοτήτων, σεξουαλικών ομάδων, αναπήρων αγώνες. Οι αγώνες για δικαιώματα δεν έπαυσαν ποτέ. Μεταβάλλονται ανάλογα με τις συνθήκες, τις ανάγκες, τις μορφές πάλης. Η διεκδίκηση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, με πρόταγμα τη κατάργηση κάθε μορφής καταπίεσης, καθυπόταξης κι εκμετάλλευσης, όπου η Αριστερά οφείλει να πρωτοστατεί,[5] είναι και θα μείνει για πάντα μαζί μας.
Ωστόσο, εκεί που νικήθηκε ο Φασισμός-Ναζισμός, αρχίζει ένας άλλος πόλεμος: Ο Ψυχρός Πόλεμος που σκότωσε τις προοπτικές για διεθνικούς θεσμούς που δίκαια θα επιλύαν τα ζωτικά προβλήματα που ήταν οικουμενικά. Οι ΗΠΑ τώρα έγιναν η ισχυρότερη υπερδύναμη, στην ηγεμονία της οποίας εντάχθηκαν οι πρώην αποικιακές δυνάμεις κι άλλα μικρότερα κράτη ως σύμμαχοι του ΝΑΤΟ κόντρα στο συνασπισμό του Σύμφωνου της Βαρσοβίας.
Κι όμως η ύπαρξη και μόνο δύο ανταγωνιστικών συστημάτων με δυνατότητα αμοιβαίας καταστροφής έδινε κάποιο χώρο στα νέα κράτη να ελιχθούν και ζητούν «καταφύγιο» ή στήριξη απέναντι στον άλλο συνασπισμό, αλλά και στη δημιουργία ενός τρίτου πόλου. Κι έτσι λειτουργούσε το σύστημα με πυρήνα και περιφέρεια, μέχρι που κατέρρευσε ο διπολισμός με τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Οι σύμμαχοι της ΕΣΣΔ στην ανατολική Ευρώπη εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ, ενώ τριγμοί και πόλεμοι ξεσπούν στις χώρες που ανήκαν ΕΣΣΔ. Το εθνικό ζήτημα στα τέλη του 20ου κι αρχές του 21ου αιώνα στη Γιουγκοσλαβία και σε πολλές χώρες της πρώην ΕΣΣΔ δεν λέει να επιλυθεί.
Μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα οι αντικειμενικές δυσκολίες, οι ήττες και οι στρεβλώσεις στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού οδήγησαν στο τέλος του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Πρώτα, η ανήλεη ιμπεριαλιστική επίθεση από τις καπιταλιστικές δυνάμεις στο πλευρό των αντεπαναστατών. Ενώ, οι αναμενόμενες επαναστάσεις στις ανεπτυγμένες χώρες απέτυχαν, Τα καπιταλιστικά κράτη ήταν ισχυρά και γερά θεμελιωμένα ή/και είχαν έξωθεν στήριξη: Γερμανία, βόρεια Ιταλία, Ισπανία. Επομένως, η έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα έπαψε να είναι επιλογή. Επαναστάσεις έγιναν στην ημιπεριφέρεια (Βαλλερστέιν), ή στους «αδύνατους κρίκους», αν υιοθετηθεί η αλληγορία της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (Λένιν). Κι όχι τυχαία. Τα παλαιά καθεστώτα εκεί ηττήθηκαν, άλλα ήταν αδύνατα, κι άλλα υπό κατάρρευση.
Στη Δύση και τον Παγκόσμιο Βορρά απαιτείτο/αι μια άλλη στρατηγική για μετάβαση στο σοσιαλισμό – κι αυτό είναι μείζον μάθημα που η Αριστερά του 21ου αιώνα το βιώνει στη πράξη. Δε μπορούμε να μένουμε δογματικά προσκολλημένοι σε στρατηγικές, αλλά λογικές οργάνωσης άλλων εποχών και καταστάσεων. Το κόμμα «νέου τύπου» του 1902 δε μπορούσε να είναι το ίδιο με το κόμμα του 1971 ή το 1923 ή του 1933, πόσο μάλλον του 2023, και δεν ήταν. Δε μπορούσε να είναι το ίδιο σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου.
Η άλλη διάσταση ήταν ασφαλώς οι στρεβλώσεις στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Οι στρεβλώσεις άρχισαν με την ανελευθερία στο λόγο κι οργάνωση, και την απουσία δημοκρατικής λαϊκής λογοδοσίας – έγιναν εγκλήματα στο όνομα της επανάστασης με καθυπόταξη του προλεταριάτου και του λαού στο όνομα της χειραφέτησης του προλεταριάτου. Με την επικράτηση στου Σταλινισμού, ματαιώθηκε το βασικό πρόταγμα: Αυτό που τελικά επικράτησε μετά το 1928-19333, δεν ήταν σοσιαλισμός, ότι κι αν δήλωνε, ή τουλάχιστον δεν ήταν ο σοσιαλισμός που οραματίστηκαν και σχεδίασαν οι θεμελιωτές του Μαρξισμού που υποσχόταν ότι «θα περάσουμε «από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας» (Μαρξ). Παρά ταύτα, η παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση εξακολουθούσε να ακτινοβολεί στο κόσμο, πυροδοτώντας επαναστάσεις παντού καν να προκαλεί παγκόσμιες μεταβολές, έστω κι αν στρέβλωσε το μοντέλο. Παρά τη μεταφορά λοιπόν των στρεβλώσεων στο πρότυπο διεθνώς, στη κάθε χώρα υπήρχε η ανάγκη να προσαρμοζόταν στις ιδιαιτερότητες κι ανάγκες τις κάθε περίπτωση στη κάθε συγκυρία. Η ποικιλομορφία τελικά νίκησε τον ζουρλομανδύα του τυφλού μιμητισμού, κι αυτό δημιούργησε χώρο για πολιτική. Εξάλλου, υπάρχει σχετική αυτονομία στο διεθνικό πεδίο του παγκόσμιου κρατικού συστήματος που άνοιγε χώρους δράσης και λόγω του διπολικού ανταγωνισμού. Η δε ΕΣΣΔ έμπρακτα βοηθούσε, έστω και με ανταλλάγματα, πολλά επαναστατικά κι αντιαποικιακά κινήματα.
Οδηγήθηκε στη τελική διάλυση της πρώτης σοσιαλιστικής χώρας πριν το τέλος του 20ου αιώνα, όπως είχε ήδη προηγηθεί με τα καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Κατακομματιάστηκε η ΕΣΣΔ, μια κραταιά χώρα που κάλυπτε 1/7 της επιφάνειας του πλανήτη. Κι αυτό όμως είχε τεράστιο αρνητικό αντίκτυπο διεθνώς, ενώ η διαδικασία στις ίδιες τις χώρες που κάποτε αποτελούσαν την ΕΣΣΔ συνεχίζει με βίαιο τρόπο να δημιουργεί συγκρούσεις και τριβές: ο αρπακτικός καπιταλισμός που επιβλήθηκε, η επέλαση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς και οι παρεμβάσεις του, η άνοδος των αντιδραστικών εθνικισμών-σοβινισμών και η βίαιη καταστολή από την ηγεμονική Ρωσία συνεχίζουν την διαλυτική και θανατερή διεργασία και δημιουργούν τεράστια αστάθεια που καταστρέφουν τις προοπτικές για προοδευτική μεταστροφή. Ο νέος ψυχρός πόλεμος αρχίζει νωρίς μετά το τέλος του παλιού ψυχρού πολέμου. Είναι σε αυτό πλαίσιο που οφείλουμε να κατανοήσουμε την εισβολή της (ιμπεριαλιστικής) Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, αλλά να κατανοήσουμε ότι ο πόλεμος είχε ήδη αρχίσει από το 2013.[6] Όπως έχω επισημάνει αλλού, ο πόλεμος αυτός δεν είναι ούτε ο μόνος, ούτε και ο πιο αιματηρός στον κόσμο. Κι όμως, σηματοδοτεί το τέλος μιας μετάβασης μιας σχετικά ήπιας ασταθούς ιστορικής περιόδου. Προφανώς μπαίνουμε σε μια νέα φάση ακόμα πιο βίαιης, αβέβαιης και ασταθούς, όπου οξύνονται όλες οι αντιθέσεις.[7]
Η άλλη μεγάλη επανάσταση του 20ου αιώνα ήταν βέβαια η Κινεζική (1949), όπου το ΚΚ Κίνας υπό τον Μάο, προσάρμοσε τις επαναστατικές προοπτικές στα δεδομένα εκεί όπου οι αγρότες ήταν η κινητήρια δύναμη της επανάστασης. Η τεράστια αυτή χώρα αποτελεί την ανερχόμενη παγκόσμια δύναμη με εκπληκτικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης που προσεγγίσει τις ΗΠΑ στο ΑΕΠ, ενώ με την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης τη ξεπερνά κατά πολύ) δε μπορεί να θεωρείται παράδειγμα προς μίμηση. Αν και την εξουσία ασκεί το ΚΚ Κίνας που εξακολουθεί να διατείνεται ότι οικοδομάει σοσιαλισμό με «κινεζικά χαρακτηριστικά», πρόκειται για αυταρχικό καθεστώς με δισεκατομμυριούχους και ανερχόμενους αστούς των πόλεων από την μια, και εκατοντάδες εκατομμύρια φτωχούς-πάμφτωχους εργάτες κι αγρότες. Οι σημερινοί ταγοί της Κίνας αρέσκονται να συνεχίζουν να λένε αυτό που έλεγε ο Ντεγκ ότι «ο Μάο ήταν 70% σωστός, και 30% λάθος», ότι έχει ο Μάο πει για τον Στάλιν κάποτε.[8] Κι όμως θα δούμε μια άλλη Κίνα να αναδύεται: Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, τα επίπεδα ανισότητας στην Κίνα ήταν χαμηλότερα από την Ευρώπη, κοντά στις πιο ισότιμες σκανδιναβικές χώρες. Σήμερα, ωστόσο, προσεγγίζει τα επίπεδα των ΗΠΑ. Το κατώτερο 50% κερδίζει περίπου το 15% του συνολικού εισοδήματος στην Κίνα έναντι 12% στις ΗΠΑ και 22% στη Γαλλία.
Οι εξεγέρσεις του 1968 ήταν ορόσημο για τα νέα κινήματα – αντιαποικιακά, αντιιμπεριαλιστικά, αντιπολεμικά κινήματα, ριζοσπαστισμός, ισότητα φύλων, φεμινισμός, αντιρατσιστικοί αγώνες.[9]
Η αντίστροφή μέτρηση αρχίζει ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε μια «μακρά αντεπανάσταση», η οποία με τη διάλυση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην ανατολική Ευρώπη (ότι κι αν ήταν το γραφειοκρατικό-διατακτικό-αυταρχικό αυτό σύστημα) οδήγησε επιτάχυνση της επίθεσης κατά των δημοκρατικών κι εργατικών κεκτημένων: οι πολιτικές λιτότητας και καταβαράθρωσης των δημοκρατικών θεσμών λογοδοσίας, του κράτους πρόνοιας και ιδιωτικοποιήσεις . Ο νεοφιλελευθερισμός έγινε μονόδρομος και πήρε το όνομα παγκοσμιοποίηση. Εκεί ακριβώς αναδύονται νέα κινήματα της αντι-νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ή μιας άλλης παγκοσμιοποίησης, τα οποία ήταν και είναι ελπιδοφόρα γιατί είναι δημιουργήματα της νέας συγκυρίας: μαζικά, δυναμικά και παλμό μιλούν για «ένα άλλο κόσμο που είναι εφικτό». Εφικτός που σήμερα έχει καταστεί αναγκαίος για την επιβίωση της ζωής στον πλανήτη. ,
Η κατάσταση μετά τους βομβαρδισμούς στου δίδυμους πύργους όμως αλλάζει προς το δυσμενέστερο: Οι ΗΠΑ εξαπολύουν μια άγρια παγκόσμια επίθεση εκδίκησης δήθεν κατά της τρομοκρατίας – τώρα οι Δυτικοί θα επιτεθούν σε θρησκευτικού τύπου πολιτικές οργανώσεις που προηγουμένως χρηματοδοτούσαν και εκπαίδευαν ως αντίβαρο σε κοσμικά κομμουνιστικά ή σοσιαλιστικά κινήματα σε χώρες της ημιπεριφέρειας και περιφέρειας (Μέση Ανατολή, Αφρική και Ασία). Δεν έχουν αντίπαλο δέος πλέον. Είναι η εποχή του πιο άγριου πολέμου, του ολοκληρωτικού πολέμου με το θεώρημα της «καθεστωτικής αλλαγής» (regime changes) από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ: Ιράκ (1990-91), εισβολή και κατοχή Ιράκ (2003–2011), εισβολή και κατοχή Αφγανιστάν (1999-2021), βομβαρδισμοί της πρώην Γιουγκοσλαβίας (1999), εισβολή και ανατροπή Καντάφι στη Λιβύη (2011).
Το ίδιο ακριβώς κάνει σήμερα στη περιοχή μας το καθεστώς του Ισραήλ στη περιοχή μας με την γενοκτονία στη Γάζα – 10,000 Παλαιστίνιοι νεκροί μέχρι στιγμής, συλλογική τιμωρία και αποκλεισμός, μετά τις αποτρόπαιες επιθέσεις εναντίον αμάχων της Χαμάς. Κι όμως η περιφερειακή σύγκρουση αυτή έχει διαστάσεις σε διαφορετικά επίπεδα του παγκόσμιου συστήματος ηγεμονία σε σημείο μάλιστα που η κατάσταση στη Μέση Ανατολή αυτή τη στιγμή δοκιμάζει την παρακμάζουσα ηγεμονία των ΗΠΑ, παρά την αναμφίβολη πολεμικής της υπεροπλία. Ενδεικτικά, ο φιλικά διακείμενος προς τις ΗΠΑ «Economist» που θέτει το ερώτημα αν η «Αμερικανική ισχύς» είναι πλέον «απαραίτητη ή αναποτελεσματική» και ισχυρίζεται ότι «το πώς ο Τζο Μπάιντεν διαχειρίζεται τον πόλεμο μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, θα καθορίσει τον παγκόσμιο ρόλο της Αμερικής».[10]
Κι όλα αυτά συμβαίνουν, με τους πολέμους ή συγκρούσεις χαμηλής έντασης να μαίνονται σε πολλές Αφρικανικές χώρες, στην Παλαιστίνη, αλλά και εντός της πρώην ΕΣΣΔ. Όπου επεμβήκανε, κατέστρεψαν τα πάντα κι άφησαν πίσω τους συντρίμμια, και στα κενά εξουσίας με αποτέλεσμα να γίνουν καταστραμμένες κοινωνίες όπου ανθεί η βία, το έγκλημα, κέντρα καταπίεσης, εκμετάλλευσής και διακομιστικοί σταθμοί μαζικών εξόδων απελπισμένων πληθυσμών ή αυταρχικά καταπιεστικά καθεστώτα όπου στην εξουσία έχουν ανέλθει οι πιο ορκισμένοι εχθροί τους.
Αυτός είναι και ένας από τους σημαντικότερους λόγους που έχουμε μαζικές και βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών που πλανώνται σε αναζήτηση ελπίδας. Δεν τους υποδέχονται τα άλλα κράτη με τη προστασία που δικαιούνται αλλά με απέχθεια, ως παρείσακτους. Αναδύεται μίσος από τους παλιούς και νέους εθνικισμούς, θρησκευτικούς φονταμενταλισμούς, αλλά και ενδυνάμωση παλιών και νέων ρατσισμών ούτε από τις πλούσιες χώρες του Βορρά (πρώην αποικιοκρατίες ή νυν νεοαποικιοκρατίες), ούτε από τους φτωχότερες γειτονικές χώρες.
Παράλληλα έχουμε τεράστιες οικολογικές μεταβολές που υποτιμήσαν οι προηγούμενες γενεές όπου η ανάπτυξη γινόταν με τις πιο βίαιες μορφές εκμετάλλευσης της φύσης – σήμερα το ονομάζουμε εξτρακτιβισμό (μια ανεξέλεγκτη διαδικασία εξαγωγής φυσικών πόρων από τη γη προς πώληση στη διεθνή αγορά).[11] Tο μεγαλύτερο μέρος της ρύπανσης προέρχεται από λίγες μόνο χώρες: Η Κίνα παράγει περίπου το 30% όλων των παγκόσμιων εκπομπών, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες ευθύνονται για σχεδόν το 14%.[12] Αν οι ταγοί του κόσμου εισάκουγαν τις προειδοποιήσεις του πρωτοπόρου Σοβιετικού οικολόγου Βλαντιμίρ Βερνάντσκι που από τη δεκαετία του 1920 εισήγαγε την έννοια της Βιόσφαιρας, ίσως να αποφεύγονταν οι μαζικές περιβαλλοντικές καταστροφές, όχι μόνο στο Τσερνόμπιλ και αλλού. Ακόμα και στη ΕΣΣΔ προηγουμένως, όπου από τη δεκαετία του 1950 με τη βάναυση οικονομική πολιτική του «παραγωγισμού» και εξτρακτιβισμού, όπως ο έκανε κι ο καπιταλισμός σε όλο τον κόσμο.[13]
Ζούμε σήμερα ζοφερούς καιρούς. Εξ ου οι Αριστερά (όποιας απόχρωσης) στον αιώνα μας έχει σίγουρα μειωμένες προσδοκίες σε σύγκριση με τους πρωτοπόρους επαναστάτες ένα αιώνα προηγουμένως αμέσως μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ή πριν 75 μετά τον δεύτερο παγκόσμιο, όταν γεννήθηκε το ΑΚΕΛ που ηγείτο του μαζικού αντιαποικιακού αγώνα τη δεκαετία του 1940. Σήμερα, στο τέλος του πρώτου τέταρτου του 21ου αιώνα, η Αριστερά, η οποία εκφράζει της γης τους κολασμένους, έχει μπροστά της τεράστιες προκλήσεις.
Είναι μια χαώδης εποχή που χαρακτηρίζεται από διάφορα νοσηρά συμπτώματα- ζούμε με επιταχυνόμενο τρόπο αλλεπάλληλες κρίσεις που έχουν καταστροφικές τάσεις, διαλείψεις και διαφορετικών τύπων εξεγέρσεις (όχι κατ’ ανάγκη προοδευτικές). Κι ο 20ος αιώνας ήταν η εποχή των άκρων και της βιαιότητας (Χομπαμπάουμ),[14] ο 21ος φαίνεται ότι θα είναι ο αιώνας των ακόμα πιο ακραίων βιαιοτήτων. Εκεί μιλούσαν για νομοτελειακή πορεία προόδου, ευημερίας, δημοκρατίας και δικαιωμάτων για όλους με λέξη του συρμού την παγκοσμιοποίηση, παρατηρούμε νοσηρά φαινόμενά παντού: Διαδικασίες αποδημοκρατικοποίησης κι κρατικού αυταρχισμού, τη (νεο)αποικιοκρατία, την άνοδο ακροδεξιών, ρατσιστικών , νεοφασιστικών και φονταμενταλιστικών σχημάτων, την αύξηση της βίας σε όλα τα επίπεδα, πόλεμοι παλιού και νέου τύπου, οικονομικές κρίσεις, σφοδρή άνοδος της ανισότητας και διάφορων μορφών επισφάλειας κι εκμετάλλευσης, συνέχισης και άνοδος του ρατσισμό, διάφορες μορφές σεξισμού, την περιβαλλοντικές καταστροφές και κλιματική αλλαγή και τις πανδημίες. Επίσης, η τεχνολογικής ανάπτυξη που θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να συνδράμει θετικά για το καλό του πλανήτη, περιέχει τεράστιους κινδύνους, όπως την αλγοριθμική αδικία. Η χρήση της τεχνητής νοημοσύνη που χρησιμοποιείται προς όφελος των λίγων και για αθέμητους σκοπούς, όπως η κερδοσκοπία, μαζική επιτήρηση, καθυπόταξης, εκμετάλλευση, και ακόμα χειρότερα για εν γένει πολεμικούς σκοπούς για μαζική καταστροφή κι εξολόθρευση.
Μείζον ζήτημα είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζονται σήμερα οι εκτοπισμένοι πληθυσμοί που εξαναγκάζονται καταφύγουν αλλού, είτε λόγω πολέμων, συρράξεων, διωγμών, είτε λόγω μαζικής καταστροφής από τους πολέμους ή για περιβαλλοντικούς λόγους: Σήμερα έχουμε 110 εκατομμύρια ανθρώπους που έχουν εκτοπιστεί βίαια, ενώ οι πρόσφυγες θα ξεπεράσουν τα 36,4 εκατομμύρια ( Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, 2023).Ο αριθμός αυτό θα αυξάνεται, αλλά τα κράτη όλο και περισσότερο κλείνουν τις πόρτες και την προστασία. Η διαφωνία για το προσφυγικό αποτελεί σήμερα κορυφαίο πολιτικό κοινωνικό ζήτημα που πέρασε στην πυρήνα της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ευρώπη και τον κόσμο.[15]
Αυτές οι καταστροφικές τάσεις πρέπει διακοπούν, να ανατραπούν.
Το μέλλον ης Αριστεράς, όπως το γέννησαν οι επαναστάσεις και τι έθρεψαν οι ιστορικοί αγώνες για κοινωνική και πολιτική χειραφέτηση, τις νίκες, τις ήττες, τα σφάλματα και τις υπερβολικές προσδοκίες στις εκτιμήσεις, τα εγκλήματα στο όνομα της επανάστασης, οι διαψεύσεις και ματαιώσεις είναι συνυφασμένη με τα εξής:
1. Την δυνατότητα της να διδαχθεί από την ιστορία.
2. Να διαβάσει ορθά την παρούσα συγκυρία, τις δυνατότητες και τους κινδύνους. Απαιτείται να αναπτύσσει συνεχώς τη γνώση, τη θεωρία και τη τεκμηρίωση, κι όχι να είναι προσκολλημένο σε σχηματικά δόγματα ως απολογητική προειλημμένων αποφάσεων. Αυτή είναι η πολιτική, ιδεολογική και γνωσιακή της πυξίδα. Έτσι θα μπορέσει να επιλέξει ορθά για να είναι μπροστά από την κοινωνία, να ρισκάρει ορθά ως πρωτοπορία, χωρίς να φοβάται το κόστος, εφόσον κρίνει ότι η ιστορία οφείλει να πει προς τα εκεί, προς όφελος των υποτελών τάξεων που εκφράζει κι εκπροσωπεί. Δε θα επαναλάβω τα γνωστά για την μείζονα σημασία της πολιτικής στιγμής.
3. Σε μια συγκυρία της πρωτοφανούς για τα τελευταία χρόνια βίας και συσσώρευσης οπλικών και στρατιωτικών συστημάτων στη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου για τον αιώνα αυτό, προβάλλουν άμεσα καθήκοντα μπροστά μας για άμεσο τερματισμό της εξελισσόμενης γενοκτονίας στη Παλαιστίνη και για αποφυγή γενικότερης περιφερειακής σύρραξης. Πρώτιστο καθήκον είναι να κάνουμε ότι περνά από το χέρι μας να σταματήσουμε τους πολέμους Παλαιστίνη, Ουκρανία, Συρία, Υεμένη, Σουδάν για να αναφέρω κάποιες. Η βία δεν είναι καθαρτική, αλλά οδηγεί νέους κύκλους βίας. Οφείλει η Αριστερά να υπερασπιστεί αυτό που ο Αριστείδη Σήτα ονόμασε «ηθική της συμφιλίωσης» σε ένα κόσμο που ωθείται στον ολοκληρωτικό πόλεμο.[16]
4. Η ηθική της συμφιλίωσης ισχύει εξίσου για την Νότιο Αφρική, όσο για την Κύπρο και τον κόσμο όλο.[17] Στη παρούσα συγκυρία, δε νοούνται τριμερείς συνεργασίες με τέτοιες αντιδραστικές, πολεμοχαρείς δυνάμεις που διαπράττουν γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις. Κατανοητή ανάγκη για προσδιορισμών ζωνών οριοθέτηση στη θάλασσα για έρευνα και διάσωση, ή οριοθέτηση ζωνών στη βάση του δίκαιου της θάλασσας, αλλά ποτέ σε βάρος των αγωνιζομένων λαών όπως είναι οι Παλαιστίνιοι δίπλα μας. Εξάλλου ο εκστρακτιβισμός της αρπαχτής και το παραμύθι για εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων από την Κύπρο τέλειωσε, και σήμερα η εξόρυξη αερίου έχει μετατραπεί σε παιγνίδι γεωπολιτικών ηγεμονικών σχεδιασμών στην ανατολική Μεσόγειο: Δεν υπάρχει πλέον «μέρισμα ειρήνης» (peace dividend) για να μοιραστεί. Επίσης, οφείλουμε να είμαστε ασυμβίβαστοι κι αμείλικτοι ενάντια στη οικονομική επέλαση του Ισραήλ και της εξαγοράς των πολιτικών κοινωνικών δυνάμεων στη Κύπρο (όπως και από Ρώσους, Ουκρανούς, Άραβες, Κινέζους κι άλλους μεγιστάνες με την πώληση 7,500 διαβατηρίων κι ακινήτων).
5. Το άλλο υπαρξιακό ζήτημα είναι ασφαλώς η κλιμακούμενη οικολογική καταστροφή. [18] Ως Αριστερά είτε υποτιμούσαμε ή θεωρούσαμε στο παρελθόν ότι είχαμε κάτι σα δάνειο χρόνο, «έχουμε χρόνο», όπως λέγαμε με σιγουριά «όταν στο τέλος κερδίσουμε, θα επιληφθούμε και αυτού». Δεν υπάρχει όμως καμιά εγγύηση ότι θα νικήσουμε σίγουρα, ούτε και χρόνος. Και πάλι επικαλεστώ τον Άρη Σήτα στη «ηθική της συμφιλίωση» που εντάσσει εδώ και το περιβάλλον: Οι όροι της συμφιλίωσης με τον κόσμο απαιτούν στα σταθούμε απέναντι και αναπτύξουμε πολιτικές να κόντρα στη εκμετάλλευση της φύσης, του περιβάλλοντος. Απαιτείται αυτό που ονομάζει «οικο-ισότητα»[19] αν θα επιβιώσει του καπιταλιστικού Ανρωπόκαινου ο πλανήτης αυτός.
6. Το άλλο μείζον ζήτημα είναι για το ρόλο του κράτους και των υπερκρατικών/υπερεθνικών ενώσεων και ισχυρών πολυεθνικών εταιριών στο παγκόσμιο σύστημα κρατών. Τι κάνει η Αριστερά τελικά σε σχέση με την κατάκτηση της εξουσίας, πως λειτουργεί εντός του κράτους με δεδομένους του περιορισμούς που έχει εσωτερικά και εξωτερικά όταν επιχειρεί να εφαρμόσει το πρόγραμμα της; Πως συντονίζεται με άλλες δυνάμεις πέραν των συνόρων της; Αυτό ήταν το πρώτο που έπρεπε να σκεφτούν οι μπολσεβίκοι το 1917 κι είναι μαζί μας σήμερα αλλά με άλλους όρους.
7. Στα δικά μας τώρα. Το Κυπριακό ασφαλώς και επηρεάζεται ποικιλοτρόπως από το ευρύτερες εξελίξεις και τους σχεδιασμούς στην ανατολική Μεσόγειο. Το κυπριακό πρέπει να λυθεί το συντομότερο. Η εκκρεμότητα δημιουργεί επικίνδυνα δεδομένα. Η μορφή και το πλαίσιο λύσης είναι εκεί – η Κυπριακή Αριστερά είναι ο πυλώνας, η βασική δύναμη που έχει τις δυνάμεις να κρατήσει τις γέφυρες και δώσει νόημα και χώρο για τον κοινό αγώνα ε/κυπρίων και τ/κυπρίων.
8. Η Αριστερά οφείλει να πρωτοστατεί στους αγώνες ενάντια στην αποδημοκρατικοποίησης και τον αυταρχισμό. Αντιθέτως, στο πυρήνα του προγράμματος της πρέπει να είναι ο εκδημοκρατισμός και η εμβάθυνση της δημοκρατίας στη Χώρα, αλλά και να συμμετέχει ενεργά στις ευρωπαϊκές διεργασίες εκδημοκρατισμού της ΕΕ. Να στεκόμαστε απέναντι στις πολιτικές που υπονομεύουν την δημοκρατία και την πρόσβαση των εκτός – δεν νοείται Ευρώπη-Φρούριο.
9. Ταξική προσέγγιση σημαίνει σήμερα σημαίνει να κατανοούμε τη δημοκρατία ως ανταγωνιστική δημοκρατία. Δεν είμαστε ουδέτεροι απέναντι τη εργασία, δηλαδή είμαστε απέναντι στην κάθε είδους εκμετάλλευση. Η Αριστερά γεννήθηκε ως ο κατεξοχήν πολιτικός φορέας για οργανωμένου τρόπου αντίστασης κι αποσόβηση, ανατροπή της εκμετάλλευσης. Κι αυτό που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια είναι κατακερματισμός και αίσθηση πολυδιάσπασης της εργατικής τάξης που αποτελεί εμπόδιο στη κλασική μορφή απόκτησης ταξικής συνείδησης. Θέλει άλλου τύπου οργάνωση από τη οργάνωση σε μεγάλα εργοστάσια μες βιομηχανικούς εργάτες: Η χωρική διάσταση, οι λεγόμενες «νέες μορφές εργασίας» κάθε άλλο παρά έπαψαν να είναι εκμεταλλευτικές. Αυτές οι μορφές εργασίας αναπτύσσονται ραγδαία και στη Κύπρο με κύριο χαρακτηριστικό την επισφάλεια, την απορρύθμιση και αποξένωση.[20] Σήμερα, το ταξικό ζήτημα έχει δύο πρόσωπα, την επισφάλεια και τη μετανάστευσή. Η σχέση μας ως Αριστερά πρέπει να έχει ταυτοτική σχέση, δηλαδή αν ταυτίζεται με τα πολλαπλά πρόσωπα τη εργασίας: πρέπει να είμαστε πράξη πρωτοπορία στους αγώνες για ισότητα ανεξάρτητα από φύλο, εθνοτική ή φυλετική καταγωγή, θρησκευτική πεποίθηση, σεξουαλικό προσανατολισμό, αναπηρία ή ηλικία ως ο μπροστάρης στους αγώνες για δικαιώματα.
10. Όσον αφορά τη μορφή «κόμμα», αυτό πρέπει να προσαρμόζεται και να είναι ευέλικτο έτσι ώστε οι οργανωτικές δομές και λειτουργίες του αλλά και πολιτικές που παράγει μέσα από αυτές να ανταποκρίνονται στις πολιτικές και κοινωνικές ανάγκες της εποχής αυτών που εκπροσωπεί η Αριστερά. Κι εδώ υπάρχουν κίνδυνοι από διαφορετικές κατευθύνσεις: η δημοκρατία δεν ταυτίζεται με τον κοινοβουλευτισμό, τον καθεστωτισμό ή την συμμετοχή εξουσία εν γένει και πάση θυσία. Ο κίνδυνος ενσωμάτωσης και τελικά συγχώνευσης μέσα στις δομές τους κράτους και του κεφαλαιοκρατικού συστήματος , ή τον εκφυλισμό προς τα δεξιά ή «συστημικό take over» επιθέσεις είναι εκεί με μερικά τρανταχτά παλαιότερα και πρόσφατα παραδείγματα. Από την άλλη μεριά οφείλει να προστατεύεται από τις ολοκληρωτικές, εσωστρεφείς, δογματικές και αυτοαναφορικές τάσεις που τον ωθούν στην ανυποληψία και αυτοαπομόνωση. Αυτό απαιτεί συνεχή εκδημοκρατισμό και βελτίωσης της λογοδοσία, αλλά και αναβάθμιση της επαφής και εμβάθυνση της σχέσης με τα κινήματα, τις υποτελείς τάξεις και κοινωνικές ομάδες που εκπροσωπεί η Αριστερά.
Αυτές είναι κάποιες σκέψεις για την επανάσταση και την Αριστερά στο σύγχρονο κόσμο – ας είναι ακόμα μια αρχή που να ωθήσει σε προβληματισμό, αλλά κυρίως σε δράση γιατί η 11η θέση των Μαρξ και Έγκελς που έθεσαν ως πρόταγμα να αλλάξουμε το κόσμο είναι πιο επιτακτική σήμερα παρά ποτέ – απλά δεν έχουμε χρόνο.
[1] Enzo Traverso «Μπορούμε να πάμε πέρα από τον κομμουνισμό μόνο εάν αναμετρηθούμε με την ιστορία του», https://commune.org.gr/boroume-na-pame-pera-apo-ton-kommounismo-mono-an-anametrithoume-me-tin-istoria-tou/ και Enzo Traverso, Η Επανάσταση: Διανοητική και πολιτισμική ιστορία, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2023.
[2] Hobsbawm, E. J., Η εποχή των επαναστάσεων, 1789-1848, Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2008.
[3] Λουκάw Αναστασόπουλος, «Από τη Γαλλική Επανάσταση στην Παρισινή Κομμούνα», ΚΟΜΕΠ, https://www.komep.gr/m-article/Apo-ti-Galliki-Epanastasi-stin-Parisini-Kommona/
[4] Ε. Μπαλιμπάρ, «Η πρόταση της ισοελευθερίας», μτφ. Β. Παπαοικονόμου – Δ. Δημούλη, Θέσεις, 42/1993
[5] Στέργιος Μήτας «Η βιοτική αυτοτέλεια, ως ratio και κανονιστικός πυρήνας των κοινωνικών δικαιωμάτων», Constitutionalism.gr, όμιλος Αριστόβουλος Μάνεσης, https://www.constitutionalism.gr/2308-i-biotiki-aytoteleia-ws-ratio-kai-kanonistikos-pyr/
[6] Νίκος Τριμικλινιώτης, «Η Ρωσική εισβολή, ο εθνικισμός και οι ταξικοί αγώνες στην Ουκρανία: η παρακμή της αμερικανικής ηγεμονίας, το ΝΑΤΟ και ο μεγαλορωσικός σοβινισμός», commune, 05/03/2022, https://commune.org.gr/i-rosiki-eisvoli-o-ethnikismos-kai-oi-taxikoi-agones-stin-oukrania-i-parakmi-tis-amerikanikis-igemonias-to-nato-kai-o-megalorosikos-sovinismos/
[7] Νίκος Τριμικλινιώτης, «Εισαγωγή- Υπάρχει νέος ψυχρός πόλεμος;», commune, 29/04/2022, https://commune.org.gr/yparchei-neos-psychros-polemos/
[8] «Chinese Reopen Debate Over Chairman Mao's Legacy», NPR 22 June 2011, EThttps://www.npr.org/2011/06/22/137231508/chinese-reopen-debate-over-chairman-maos-legacy
[9] Wallerstein, Immanuel, and Sharon Zukin. “1968, Revolution in the World-System: Theses and Queries.” Theory and Society 18, no. 4 (1989): 431–49. http://www.jstor.org/stable/657747.
Jonathan Fenby “May 1968: The French Revolution That Never Was”, History Reader, https://www.thehistoryreader.com/military-history/may-1968/
[10] Νίκος Τριμικλινιώτης, «Το Παλαιστινιακό ως «σημείο καμπής» για την αμερικανική ηγεμονία», commune, 1/11/2023, https://commune.org.gr/to-palaistiniako-os-simeio-kabis-gia-tin-amerikaniki-igemonia/
[11] Βασίλης Τσιάνος και Δημήτρης Παρσάνογλου, «Επισφάλεια στην Ανθρωπόκαινο εποχή. Σημειώσεις για το τέλος του καπιταλισμού», σε Μιχάλης Μπαρτσίδης και Κώστας Δουζίνας (επιμ.) Η αριστερή θεωρία στον 21ο αιώνα Tόμος IΙ Η ζωή σε ζοφερούς καιρούς, Ίδρυμα Νίκος Πουλαντάς, 2021 σελ. 113-124
[12] https://climatetrade.com/which-countries-are-the-worlds-biggest-carbon-polluters/, https://climate.selectra.com/en/carbon-footprint/most-polluting-countries και https://climatetrade.com/the-worlds-most-polluting-industries/
[13] Η δεκαετία του 1950 είχε ξεκινήσει με μια καταστροφή για τους ακτιβιστές της προστασίας της φύσης με την κατάργηση πολλών καταφύγιων της φύσης, ή zapovedniki, το 1951 (μόνο 39 από τα 128 επέζησαν) κατόπιν αιτήματος των οικονομικών υπουργείων. Από την άποψη της προστασίας της φύσης, αυτό ήταν μια απόλυτη καταστροφή για πολλούς ερευνητές που είχαν εργαστεί επί χρόνια για να κρατήσουν αυτές τις περιοχές ασφαλείς από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και να γλιτώσουν τις περισσότερες από αυτές από τη βάναυση οικονομική πολιτική του «παραγωγισμού» και εξτρακτιβισμού, βλ. Laurent Coumel, «A Failed Environmental Turn? Khrushchev’s Thaw and Nature Protection in Soviet Russia», The Soviet and Post-Soviet Review 40 (2013) 167–189.
[14] Eric Hobsbawm, Η εποχή των άκρων. Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914-1991, εκδ. Θεμέλιο, 2002.
[15] Νίκος Τριμικλινιώτης,Migration and Refugee Dissensus in Europe: Borders, Insecurity and Austerity. Routledge, 2020.
[16] Ari Sitas, The Ethic of Reconciliation. Durban, South Africa: Madiba Publishers, 2008.
[17]Sitas, Ari, Dilek και Latif, and Natasa Loizou. 2007. Prospects of Reconciliation, Coexistence and Forgiveness in Cyprus- A Research Report, Report 4/2007, PRIO Cyprus, https://cyprus.prio.org/Publications/Publication/?x=1167 .
[18] John Bellamy Foster, Capitalism in the Anthropocene: Ecological Ruin or Ecological Revolution, New York: Monthly Review Press 2022.
[19] Ari sitas. “The Ethic of Reconciliation and a New Curriculum ”, Sitas, R., Sitas, A., Ramaru, K., Omar, J., Ntsebeza, L., Masola, A., Pande, A. (eds.. Epistemic Justice and the Postcolonial University. Wits University Press, 2023.
[20] Nicos Trimikliniotis, “New Forms of Employment in Cyprus”, Bernd Waas (ed.) New Forms of Employment in the EU, Wolters Kluwer International publications, 2017, σελ. 173-182 και Gregoris Ioannou, Employment, Trade Unionism, and Class, The Labour Market in Southern Europe since the Crisis, Routledge, 2022.
Τι σημαίνει η λέξη αντεπανάσταση; Δεν θα πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε ότι σημαίνει μόνο μια βίαιη καταστολή (αν και, βεβαίως, αυτό είναι πάντα μέρος της), ούτε είναι μια απλή αποκατάσταση του ancien regime, δηλαδή η αποκατάσταση της κοινωνικής τάξης που είχε διαλυθεί από συγκρούσεις και εξεγέρσεις. Η αντεπανάσταση είναι κυριολεκτικά η επανάσταση από την ανάποδη. Με άλλα λόγια, είναι μια ορμητική καινοτομία τρόπων παραγωγής, μορφών ζωής και κοινωνικών σχέσεων που, ωστόσο, παγιώνουν και θέτουν ξανά σε κίνηση την καπιταλιστική κυριαρχία. Η αντεπανάσταση, όπως ακριβώς και ο συμμετρικός της αντίπαλος, δεν αφήνει τίποτα αναλλοίωτο. Δημιουργεί μια μακρά κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία η χρονική διαδοχή των γεγονότων μοιάζει να επιταχύνεται. Δημιουργεί ενεργά τη δική της "νέα τάξη πραγμάτων", σφυρηλατώντας νέες νοοτροπίες, πολιτισμικές συνήθειες, γούστα και έθιμα - εν ολίγοις, μια νέα κοινή λογική. Πηγαίνει στη ρίζα των πραγμάτων και εργάζεται μεθοδικά.
Αλλά υπάρχει και κάτι περισσότερο: η αντεπανάσταση απολαμβάνει τις ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις και τις ίδιες ακριβώς (οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές) τάσεις με τις οποίες θα μπορούσε να ασχοληθεί η επανάσταση- καταλαμβάνει και αποικίζει το έδαφος του αντιπάλου- δίνει διαφορετικές απαντήσεις στα ίδια ερωτήματα. Με άλλα λόγια, επανερμηνεύει με τον δικό της τρόπο το σύνολο των υλικών συνθηκών που θα έκαναν απλώς νοητή την κατάργηση της μισθωτής εργασίας και ανάγει αυτές τις συνθήκες σε κερδοφόρες παραγωγικές δυνάμεις. (Αυτό το ερμηνευτικό έργο διευκολύνθηκε ως ένα βαθμό στην Ιταλία από τη χρήση των φυλακών υψίστης ασφαλείας). Επιπλέον, η αντεπανάσταση αντιστρέφει τις ίδιες τις μαζικές πρακτικές που έμοιαζαν να παραπέμπουν στον μαρασμό της κρατικής εξουσίας και στην ενσάρκωση της ριζοσπαστικής αυτοδιοίκησης, μετατρέποντάς τες σε αποπολιτικοποιημένη παθητικότητα ή σε πλειονοτική συναίνεση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μια κριτική ιστοριογραφία, απρόθυμη να λατρέψει την αυθεντία των "απλών γεγονότων", πρέπει να προσπαθήσει να αναγνωρίσει, σε κάθε βήμα και κάθε πτυχή της αντεπανάστασης, τη σιλουέτα, το περιεχόμενο και τις ιδιότητες μιας εν δυνάμει επανάστασης.
Η ιταλική αντεπανάσταση ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και συνεχίζεται ακόμα και στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Περιέχει πολυάριθμες διαστρωματώσεις. Όπως ένας χαμαιλέοντας, έχει αλλάξει αρκετές φορές την εμφάνισή της: ο "Ιστορικός Συμβιβασμός" μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών και του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο θριαμβευτικός σοσιαλισμός υπό την ηγεσία του Bettino Craxi και η πολιτική μεταρρύθμιση του συστήματος που ακολούθησε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης είναι μερικά από τα προσωπεία της. Δεν είναι ωστόσο δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς με γυμνό μάτι το κυρίαρχο μοτίβο που διατρέχει όλες αυτές τις φάσεις. Ο ενιαίος πυρήνας της ιταλικής αντεπανάστασης των δεκαετιών του 1980 και του 1990 ενσωματώνει διάφορα στοιχεία: (1) την πλήρη επιβεβαίωση του μεταφορντικού τρόπου παραγωγής (ηλεκτρονικές τεχνολογίες, αποκέντρωση και ευελιξία των εργασιακών διαδικασιών, γνώση και επικοινωνία ως κύριοι οικονομικοί πόροι κ.ο.κ.)- (2) την καπιταλιστική διαχείριση της δραστικής μείωσης του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας (μέσω μιας αγοράς εργασίας που χαρακτηρίζεται από διαρθρωτική ανεργία, μερική απασχόληση, μακροχρόνια εργασιακή ανασφάλεια, αναγκαστικές πρόωρες συνταξιοδοτήσεις κ.ο.κ.)- και (3) τη δραματική κρίση, η οποία από πολλές απόψεις είναι μη αναστρέψιμη, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η Πρώτη Δημοκρατία, η οποία εγκαθιδρύθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει φτάσει στο τέλος της. Η Δεύτερη Δημοκρατία θέτει τις ρίζες της στην υλική θεμελίωση αυτών των νέων στοιχείων. Η Δεύτερη Δημοκρατία πρέπει να προσπαθήσει να καταστήσει τη μορφή και τις διαδικασίες διακυβέρνησης κατάλληλες για τους μετασχηματισμούς που έχουν ήδη συντελεστεί στους χώρους της παραγωγής και της αγοράς εργασίας. Με τη Δεύτερη Δημοκρατία, η μεταφορντική αντεπανάσταση βρίσκει τελικά τη δική της συγκρότηση και, έτσι, φτάνει στην ολοκλήρωσή της.
Στις ιστορικοπολιτικές θέσεις που ακολουθούν, θα επιχειρήσω να εξάγουμε κάποιες σημαντικές πτυχές από τις ιταλικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαπέντε ετών -συγκεκριμένα, εκείνες τις πτυχές που προσφέρουν ένα άμεσο εμπειρικό υπόβαθρο για τις θεωρητικές συζητήσεις που παρουσιάζονται σε αυτό το βιβλίο. Όταν, κατά τη διάρκεια αυτής της ιστορικής ανάλυσης, βρίσκω ένα συγκεκριμένο γεγονός παραδειγματικό (ή, στην πραγματικότητα, όταν θεωρώ ότι καθιστά ορατό ένα "επιστημολογικό ρήγμα" ή μια εννοιολογική καινοτομία), θα σταματήσω για να το διερευνήσω μέσω ενός εξιστορήματος, η λειτουργία του οποίου θα είναι παρόμοια με το προσκήνιο μιας κινηματογραφικής σκηνής.
242, 3
Θεση 1
Ο μεταφορντισμός στην Ιταλία πήρε το βάπτισμά του από το λεγόμενο κίνημα του '77. Σε εκείνους τους κοινωνικούς αγώνες, ένας εργαζόμενος πληθυσμός που χαρακτηριζόταν από την κινητικότητά του, τη χαμηλή εργασιακή ασφάλεια και την υψηλή συμμετοχή των φοιτητών και εμφορούνταν από μίσος για την "ηθική της εργασίας", επιτέθηκε μετωπικά στην παράδοση και την κουλτούρα της ιστορικής Αριστεράς και σηματοδότησε μια καθαρή ρήξη σε σχέση με τον εργάτη της γραμμής συναρμολόγησης. Ο μεταφορντισμός γεννήθηκε από αυτή την αναταραχή.
Το αριστούργημα της ιταλικής αντεπανάστασης ήταν ότι μετέτρεψε αυτές τις συλλογικές τάσεις, οι οποίες στο κίνημα του '77 ήταν mani fest ως αδιάλλακτος ανταγωνισμός, σε επαγγελματικές προϋποθέσεις, συστατικά της παραγωγής υπεραξίας και ζύμη για έναν νέο κύκλο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο ιταλικός νεοφιλελευθερισμός της δεκαετίας του '80 ήταν ένα είδος ανεστραμμένου 1977. Το αντίστροφο, ωστόσο, είναι επίσης αληθές - εκείνη η παλιά περίοδος των συγκρούσεων συνεχίζει ακόμη και σήμερα να αντιπροσωπεύει την άλλη όψη του μεταφορντικού νομίσματος, την επαναστατική πλευρά. Το κίνημα του '77 αποτελεί (για να χρησιμοποιήσουμε την όμορφη έκφραση της Χάνα Άρεντ) ένα "μέλλον στην πλάτη μας", την ανάμνηση των πιθανών ταξικών αγώνων που μπορεί να λάβουν χώρα στην επόμενη φάση, μια μελλοντική ιστορία.
Πρώτο Παρέκβαση: Εργασία και μη εργασία ή η έξοδος του '77
Όπως κάθε αυθεντική καινοτομία, το κίνημα του '77 υπέστη την προσβολή να το εκλαμβάνουν ως φαινόμενο περιθωριοποίησης - εκτός από την κατηγορία (που στην πραγματικότητα δεν είναι αντιφατική αλλά συμπληρωματική της πρώτης) ότι είναι παρασιτικό. Οι έννοιες αυτές αντιστρέφουν την πραγματικότητα με τόσο πλήρη και ακριβή τρόπο που μπορεί να μας φανούν χρήσιμες. Στην πραγματικότητα, εκείνοι που θεωρούσαν ότι οι "ξυπόλυτοι διανοούμενοι" του '77 (οι φοιτητές-εργαζόμενοι και οι εργαζόμενοι-φοιτητές, καθώς και οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση και οι προ-καριώδεις εργαζόμενοι κάθε είδους) ήταν περιθωριακοί ή παρασιτικοί, ήταν ακριβώς εκείνοι που θεωρούσαν ότι η σταθερή εργασία στα εργοστάσια διαρκών καταναλωτικών αγαθών ήταν "κεντρική" και "παραγωγική". Αυτοί ήταν που έβλεπαν αυτά τα νέα θέματα από το βανταζικό σημείο του κύκλου της ανάπτυξης σε παρακμή - ένα σημείο που σήμερα μπορεί να αναγνωριστεί ως περιθωριακό και παρασιτικό. Αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά, ωστόσο, τους μεγάλους μετασχηματισμούς των παραγωγικών διαδικασιών και της κοινωνικής εργάσιμης ημέρας που ξεκίνησαν εκείνη την περίοδο, δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσει στους πρωταγωνιστές αυτών των αγώνων του δρόμου κάποια σύνδεση με την καρδιά των παραγωγικών δυνάμεων.
Το κίνημα του '77 έδωσε για μια στιγμή φωνή στη νέα ταξική σύνθεση, η οποία είχε αρχίσει να διαμορφώνεται μετά την πετρελαϊκή κρίση και τις απολύσεις στα μεγάλα εργοστάσια, στην αρχή της διαδικασίας της βιομηχανικής ανασυγκρότησης. Ήταν
δεν είναι η πρώτη φορά που ένας ριζικός μετασχηματισμός του τρόπου παραγωγής συνοδεύεται από την πρώιμη συγκρουσιακότητα των στρωμάτων της εργατικής δύναμης που βρίσκονται στα πρόθυρα να γίνουν ο κεντρικός άξονας του νέου παραγωγικού σχήματος. Θυμηθείτε, για παράδειγμα, τον κοινωνικό κίνδυνο που χαρακτήριζε τον δέκατο όγδοο αιώνα τους Άγγλους αλήτες, οι οποίοι είχαν ήδη εκδιωχθεί από τα χωράφια και βρίσκονταν στα πρόθυρα να εργαστούν στην πρώιμη μεταποιητική παραγωγή. Θα μπορούσε κανείς επίσης να επισημάνει τους αγώνες των αποχαρακτηρισμένων εργατών στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1910, δηλαδή την περίοδο που προηγήθηκε άμεσα της εφαρμογής της φορντικής και τεϋλοριστικής παραγωγής που βασίστηκε ακριβώς στη συστηματική αποχαρακτηρισμό της εργασίας. Κάθε ξαφνική μεταμόρφωση της οργάνωσης της παραγωγής είναι καταρχήν προορισμένη να ανακαλέσει εκ νέου τους πόνους της "πρωταρχικής συσσώρευσης", έχοντας να μετατρέψει μια σχέση μεταξύ "πραγμάτων" (δηλαδή νέες τεχνολογίες, διαφορετικές κατανομές επενδύσεων και εργατική δύναμη με ορισμένες συγκεκριμένες προϋποθέσεις) σε κοινωνική σχέση. Ακριβώς σε αυτό το πέρασμα, ωστόσο, μπορεί μερικές φορές να προκύψει η υποκειμενική στροφή αυτού που θα γίνει αργότερα η αδιαμφισβήτητη πορεία των γεγονότων.
Οι αγώνες του '77 ανέλαβαν ως δική τους υπόθεση τη ρευστοποίηση της αγοράς εργασίας, καθιστώντας την πεδίο κοινωνικής συσσωμάτωσης και σημείο ισχύος. Η κινητικότητα μεταξύ διαφορετικών θέσεων εργασίας και μεταξύ εργασίας και μη εργασίας καθόρισε (αντί να διαταράξει) τις ομοιογενείς πρακτικές και τις κοινές συνήθειες που χαρακτήριζαν τις υποκειμενικότητες και τις συγκρούσεις. Σε αυτό το πλαίσιο άρχισε να διαφαίνεται η τάση που τα επόμενα χρόνια αναλύθηκε από τον Ralf Dahrendorf, τον Andre Gorz και πολλούς άλλους: η μείωση της παραδοσιακής χειρωνακτικής εργασίας, η ανάπτυξη της πνευματικής εργασίας σε μαζικό επίπεδο και η αύξηση της ανεργίας λόγω των επενδύσεων (δηλαδή λόγω της οικονομικής ανάπτυξης και όχι λόγω των εμποδίων της). Το κίνημα έδωσε έτσι σε αυτή την τάση ένα είδος μερικής αναπαράστασης: την έκανε για πρώτη φορά ορατή, τη βάφτισε κατά κάποιον τρόπο, αλλά παραμόρφωσε τη φυσιογνωμία της, δίνοντάς της ένα ανταγωνιστικό πρόσωπο. Αυτό που ήταν ουσιώδες ήταν η αναγνώριση μιας δυνατότητας - η αντίληψη της μισθωτής εργασίας ως ένα επεισόδιο στη ζωή μας και όχι ως φυλακή. Ακολούθησε τότε μια αντιστροφή των προσδοκιών: άρνηση να προσπαθήσουμε να μπούμε στο εργοστάσιο και να μείνουμε εκεί, και αντίθετα αναζήτηση κάθε τρόπου να το αποφύγουμε και να το εγκαταλείψουμε. Η κινητικότητα δεν αποτελούσε πλέον μια επιβαλλόμενη συνθήκη αλλά μια θετική απαίτηση και την κύρια επιδίωξη- η σταθερή εργασία, που ήταν ο πρωταρχικός στόχος, θεωρούνταν πλέον εξαίρεση ή παρένθεση.
Σε μεγάλο βαθμό ήταν αυτές οι τάσεις, και όχι η βία των αγώνων, που έκαναν τους νέους του '77 ακατανόητους για τα παραδοσιακά στοιχεία του εργατικού κινήματος. Κατέστησαν την ανάπτυξη στον τομέα της μη εργασίας και την αστάθειά της σε μια συλλογική πορεία, μια συνειδητή μετανάστευση μακριά από [244, 5]. από την εργοστασιακή εργασία. Αντί να αντισταθούν με όλες τους τις δυνάμεις στην παραγωγική αναδιάρθρωση, αμφισβήτησαν τα όρια και τις κατευθύνσεις της, προσπαθώντας να την εκτρέψουν προς όφελός τους. Αντί να κλειστούν σε ένα πολιορκημένο φρούριο, καταδικασμένοι σε παθιασμένη ήττα, δοκίμασαν τις δυνατότητες να δελεάσουν τον αντίπαλο να επιτεθεί σε άδεια φρούρια, εγκαταλελειμμένα εδώ και καιρό. Η αποδοχή της κινητικότητας συνδυάστηκε τόσο με το αίτημα ενός εγγυημένου εισοδήματος όσο και με την ιδέα ενός είδους παραγωγής πιο κοντά στις απαιτήσεις της αυτοπραγμάτωσης. Αναπτύχθηκε έτσι ένα ρήγμα στη σχέση μεταξύ παραγωγής και κοινωνικοποίησης. Στιγμές κοινοτικής ένωσης βιώθηκαν εκτός και ενάντια στο πεδίο της άμεσης παραγωγής. Σε αυτό το σημείο, αυτή η ανεξάρτητη κοινωνικότητα άρχισε να αναγνωρίζεται και στον εργασιακό χώρο, ως ανυπακοή. Και ένα αποφασιστικό στοιχείο αυτού ήταν η δυνατότητα "συνεχούς εκπαίδευσης", δηλαδή η συνέχιση του σχολείου ακόμη και μετά την εύρεση εργασίας. Αυτό τροφοδότησε τη λεγόμενη ακαμψία της προσφοράς εργασίας, αλλά, το σημαντικότερο, δημιούργησε μια συνθήκη κατά την οποία οι θέσεις ασταθούς και παράνομης εργασίας καλύπτονταν από υποκείμενα των οποίων τα δίκτυα γνώσεων και πληροφοριών ήταν πάντα υπερβολικά σε σχέση με διάφορους και μεταβαλλόμενους ρόλους. Αυτή ήταν μια περίσσεια που δεν μπορούσε να τους αφαιρεθεί και δεν μπορούσε να περιοριστεί στη δεδομένη μορφή εργασιακής συνεργασίας. Η επένδυση και η σπατάλη της ήταν σε κάθε περίπτωση συνδεδεμένες με τη δυνατότητα να κατοικηθεί και να κατοικηθεί με σταθερό τρόπο μια περιοχή που βρισκόταν εκτός της εμβέλειας του μισθού.
Αυτό το σύνολο πρακτικών είναι προφανώς διφορούμενο. Είναι δυνατόν να διαβαστεί, στην πραγματικότητα, ως μια παβλοφική απάντηση στην κρίση του κράτους πρόνοιας. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, παλιά και νέα υποκείμενα που είχαν εξαρτηθεί από τη βοήθεια κατεβαίνουν στο πεδίο για να υπερασπιστούν τους δικούς τους θύλακες, χαράσσοντας διάφορους θύλακες των δημόσιων δαπανών. Θα ενσάρκωναν έτσι εκείνα τα πλασματικά κόστη που οι νεοφιλελεύθερες και οι πολιτικές κατά της πρόνοιας προσπαθούσαν να καταργήσουν ή τουλάχιστον να περιορίσουν. Η παραδοσιακή Αριστερά μπορεί επίσης να υπερασπιστεί αυτή την ψευδή θέση, με κάποια αμηχανία, και να καταδικάσει αυτό το είδος "παρασιτισμού". Ίσως όμως το κίνημα του '77 να μπορεί να δείξει την κρίση του κράτους πρόνοιας υπό ένα εντελώς διαφορετικό πρίσμα, επαναπροσδιορίζοντας ριζικά τη σχέση πλοίου μεταξύ εργασίας και βοήθειας, μεταξύ πραγματικού κόστους και "ψεύτικου κόστους", μεταξύ παραγωγικότητας και παρασιτισμού. Η έξοδος από το εργοστάσιο, η οποία εν μέρει πρόλαβε και εν μέρει έδωσε ένα διαφορετικό νόημα στην αρχόμενη διαρθρωτική ανεργία, υποδηλώνει με προκλητικό τρόπο ότι στην αφετηρία της χρεοκοπίας του Κράτους Πρόνοιας βρίσκεται, ίσως, η αποτυχία να αναπτυχθεί επαρκώς ο τομέας της μη εργασίας. Δηλαδή, δεν υπάρχει υπερβολικά πολλή μη-εργασία, αλλά υπερβολικά λίγη. Πρόκειται, λοιπόν, για μια κρίση που προκαλείται όχι από τις υποτιθέμενες διαστάσεις της βοήθειας, αλλά από το γεγονός ότι η βοήθεια χορηγήθηκε, σε μεγάλο βαθμό, με τη μορφή μισθωτής εργασίας. Και προκλήθηκε επίσης, αντιστρόφως, από το γεγονός ότι η μισθωτή εργασία θεωρήθηκε, από ένα σημείο και μετά, ως βοήθεια. Εξάλλου, η πολιτική της πλήρους απασχόλησης δεν γεννήθηκε τη δεκαετία του 1930 με το χρυσό σύνθημα "σκάψε τρύπες και μετά γέμισέ τες";
Το κεντρικό σημείο, το οποίο αναδύθηκε το 1977 με συγκρουσιακές μορφές και στη συνέχεια κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 συνεχίστηκε ως οικονομικό παράδοξο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, είναι το εξής: η χειρωνακτική εργασία, κατανεμημένη σε διάφορες επαναλαμβανόμενες εργασίες, αποδεικνύεται, λόγω του διογκωμένου και συνάμα άκαμπτου κόστους της, μη ανταγωνιστική σε σχέση με την αυτοματοποίηση και γενικά με μια νέα αλληλουχία εφαρμογών της επιστήμης στην παραγωγή. Η εργασία δείχνει έτσι το πρόσωπο του υπερβολικού κοινωνικού κόστους, της έμμεσης βοήθειας, συγκαλυμμένης και υπερδιαμεσολαβημένης. Το να έχουμε καταστήσει τις φυσικές εργασίες ριζικά "αντιοικονομικές", ωστόσο, είναι το εξαιρετικό αποτέλεσμα πολυετών αγώνων των εργαζομένων -και αυτό σίγουρα δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρεπόμαστε. Το κίνημα του '77, επαναλαμβάνω, έκανε στιγμιαία αυτό το αποτέλεσμα δικό του, καταδεικνύοντας με τον δικό του τρόπο τον κοινωνικά παρασιτικό χαρακτήρα της εργασίας υπό το αφεντικό. Από πολλές απόψεις ήταν ένα κίνημα στο απόγειο του νεοφιλελεύθερου νέου κύματος: αντιμετώπισε τα ίδια προβλήματα που θα αντιμετώπιζε αργότερα ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά αναζήτησε διαφορετικές λύσεις. Έψαχνε για διεξόδους, αλλά δεν τις βρήκε, και γρήγορα κατέρρευσε. Ακόμη και αν παρέμεινε μόνο ένα σύμπτωμα, ωστόσο, το κίνημα αυτό αντιπροσώπευε τη μόνη δικαίωση μιας εναλλακτικής πορείας για τη διαχείριση της φάσης του τέλους της "πλήρους απασχόλησης".
Θέση 2
Αφού συνέβαλε τόσο στην εξόντωση (συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής καταστροφής) των ταξικών κινημάτων όσο και στην πρώτη φάση της βιομηχανικής ανασυγκρότησης, η ιστορική Αριστερά αποκλείστηκε σταδιακά από την πολιτική σκηνή. Το 1979, η κυβέρνηση των "ευρέων συμφωνιών" (που ονομάστηκε επίσης κυβέρνηση της "εθνικής αλληλεγγύης"), η οποία υποστηρίχθηκε ανεπιφύλακτα από το Κομμουνιστικό Κόμμα και το συνδικάτο του, έφτασε στο τέλος της. Η εξουσία της πολιτικής πρωτοβουλίας επέστρεψε εξ ολοκλήρου στα χέρια των μεγάλων επιχειρήσεων και των κεντρώων κομμάτων.
Σαν να έπαιζαν ένα κλασικό πλέον σενάριο, οι ρεφορμιστικές εργατικές οργανώσεις συνδιαλέχθηκαν προς την κατεύθυνση του κράτους σε μια μεταβατική φάση, που χαρακτηριζόταν από ένα "όχι πια" (όχι πια το φορντιστικό-κεϋνσιανό μοντέλο) και ένα "όχι ακόμα" (όχι ακόμα η πλήρης ανάπτυξη της δικτυακής επιχείρησης, της άυλης εργασίας και των τεχνολογιών των υπολογιστών). Η πολιτική της μετάβασης στόχευε στην ανάσχεση και την εκ νέου πίεση της κοινωνικής ανυπακοής. Στη συνέχεια, μόλις ξεκίνησε ο νέος κύκλος ανάπτυξης, οι μαζικοί εργάτες της γραμμής συναρμολόγησης έχασαν οριστικά το βάρος τους τόσο σε σχέση με την πολιτική όσο και με τις συμβατικές διαπραγματεύσεις. Η επίσημη Αριστερά έγινε ένα ανίσχυρο κέλυφος, που έπρεπε να απορριφθεί το συντομότερο δυνατό. 246, 7
Η παρακμή του Κομμουνιστικού Κόμματος έχει τις ρίζες της στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Είναι μια "δυτική" ιστορία, μια ιταλική ιστορία, που συνδέεται με τη νέα διαμόρφωση των εργασιακών διαδικασιών. Μόνο μια οπτική αυταπάτη έκανε να φαίνεται ότι αυτή η παρακμή, που το 1990 οδήγησε στη διάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος και στη δημιουργία του Δημοκρατικού Κόμματος της Αριστεράς (PDS), προκλήθηκε από τη συγχώνευση του Κόμματος με τον "πραγματικό σοσιαλισμό" της Ανατολικής Ευρώπης και έτσι επισπεύσθηκε από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Η συμβολική κύρωση της ήττας που υπέστη η ιστορική Αριστερά συνέβη πραγματικά στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Το 1984, η κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Bettino Craxi κατάργησε το "σημείο απρόβλεπτου", δηλαδή τον μηχανισμό με τον οποίο οι μισθοί αναπροσαρμόζονταν αυτόματα στον πληθωρισμό. Το Κομμουνιστικό Κόμμα εισήγαγε δημοψήφισμα για την επαναφορά αυτού του σημαντικού στόχου που είχε κερδηθεί από τους αγώνες των συνδικάτων τη δεκαετία του 1970. Το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε το 1985 και έχασε με συντριπτική πλειοψηφία. Η συνέπεια αυτής της πανωλεθρίας ήταν ότι από εκείνο το σημείο και μετά το Κόμμα και το συνδικάτο του πήραν μόνο "ρεαλιστικές" θέσεις, σε συνεργασία με την κυβέρνηση, για τους μισθούς και την εργάσιμη ημέρα. Από το 1985 και μετά, δεν υπήρχε πια "σοσιαλδημοκρατική" ή "συνδικαλιστική" προστασία των ματεριακών συνθηκών της εξαρτημένης εργασίας. Η μεταφορντική εργατική τάξη θα έπρεπε να ζήσει την πρώτη της περίοδο χωρίς να μπορεί να υπολογίζει στο "δικό της" κόμμα ή στο "δικό της" συνδικάτο. Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ στην Ευρώπη από τις ημέρες της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης.
ΔεύτερηΠαρεκκβαση: Αλλαγές στη σκηνή του εργοστασίου αυτοκινήτων της Fiat τη δεκαετία του 1980
Οι αλλαγές στο εργοστάσιο αυτοκινήτων της Fiat στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 καταδεικνύουν με υποδειγματική σαφήνεια την άγρια "διαλεκτική" που λειτουργούσε ανάμεσα στον συγκρουσιακό αυθορμητισμό του νεαρού εργατικού δυναμικού, του Κομμουνιστικού Κόμματος και μιας επιχείρησης που ετοιμαζόταν να αλλάξει τη φυσιογνωμία της. Ως ένα είδος μικρόκοσμου, η Fiat προέβλεψε και περιέλαβε τη "μεγάλη μεταμόρφωση" που επρόκειτο να βιώσει η Ιταλία. Ήταν μια πράξη, χωρισμένη σε τρεις σκηνές.
Σκηνή 1: Τον Ιούλιο του 1979 η παραγωγή της Fiat διακόπηκε από μια βίαιη απεργία που από πολλές απόψεις έμοιαζε με πραγματική κατάληψη του εργοστασίου. Ήταν η κορυφαία στιγμή μιας διαμάχης για μια συνολική σύμβαση εργασίας, αλλά πάνω απ' όλα ήταν το τελευταίο μεγάλο επεισόδιο της εργατικής επίθεσης της δεκαετίας του 1970. Οι δέκα χιλιάδες νέοι εργάτες που είχαν αρχίσει να εργάζονται στη Fiat μόλις τα προηγούμενα δύο χρόνια ήταν από τους πιο ενεργούς συμμετέχοντες. Επρόκειτο για "εκκεντρικούς" εργάτες, παρόμοιους από κάθε άποψη (νοοτροπία, σχολική εκπαίδευση και μητροπολιτικές συνήθειες) με τους φοιτητές και τους εργάτες με ασταθή απασχόληση που είχαν γεμίσει τους δρόμους το 1977. Οι νέοι εργάτες αυτοπροσδιορίζονταν από το επιμελές σαμποτάζ τους στους ρυθμούς της εργασίας: Η "βραδύτητα" ήταν το πάθος τους. Με τον αποκλεισμό του εργοστασίου της Fiat ήθελαν να επιβεβαιώσουν την "πορώδη" ή την ελαστικότητα του χρόνου παραγωγής. Το Κομμουνιστικό Κόμμα και το συνδικάτο τους αποκήρυξαν, καταδικάζοντας ανοιχτά την αποστροφή τους προς την εργασία. Σκηνή 2: Το φθινόπωρο του 1979, η Fiat εξαπέλυσε αντεπίθεση, απολύοντας εξήντα έναν εργάτες που ήταν οι ιστορικοί ηγέτες των αγώνων στο χώρο του εργοστασίου. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι εργάτες δεν απολύθηκαν με το πρόσχημα κάποιου επιχειρηματικού λόγου. Ο επίσημος λόγος για το μέτρο ήταν η εικαζόμενη εμπλοκή των εξήντα ενός εργατών με την "τρομοκρατία". Λίγη σημασία είχε το γεγονός ότι οι δικαστές δεν είχαν συγκεκριμένα στοιχεία για να χρησιμοποιήσουν στη δίωξη των υπόπτων. Η εταιρεία "ήξερε" και αυτό ήταν αρκετό. Αυτό το επεισόδιο των εξήντα ενός απολυμένων εργατών ήταν σε απόλυτη αρμονία με την κυβέρνηση της "εθνικής αλληλεγγύης" και τη στρατηγική της να εξισώνει όλους τους εξωθεσμικούς κοινωνικούς αγώνες με την ένοπλη εξέγερση. Το Κομμουνιστικό Κόμμα και το συνδικάτο υποστήριξαν την απόφαση της Fiat, περιορίζοντας την κριτική σε λίγους για κακές λεπτομέρειες.
Σκηνή 3:
Ένα χρόνο αργότερα, το φθινόπωρο του 1980, η Fiat παρουσίασε ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης που προέβλεπε τριάντα χιλιάδες απολύσεις. Το φορντιστικό εργοστάσιο επρόκειτο να διαλυθεί και να γίνει χώρος για μελλοντική βιομηχανική αρχαιολογία. Ακολούθησε μια απεργία τριάντα πέντε ημερών στην οποία το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο είχε πλέον αποχωρήσει από τον κυβερνητικό συνασπισμό, έριξε όλη την οργανωτική του δύναμη. Ο γενικός γραμματέας του κόμματος, Enrico Berlinguer, πραγματοποίησε συνέλευση στις πύλες του εργοστασίου - ένα γεγονός που τα επόμενα χρόνια έγινε αντικείμενο λατρείας από τους αγωνιστές της επίσημης Αριστεράς. Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Υποστηρίζοντας την αποπομπή των εξήντα ενός εργατικών ηγετών και καταδικάζοντας και καταστέλλοντας τον αυθόρμητο αγώνα των νεοπροσληφθέντων εργατών, το Κομμουνιστικό Κόμμα και το συνδικάτο είχαν καταστρέψει την εργατική οργάνωση στο εργοστάσιο. Με άλλα λόγια, είχαν πριονίσει το άκρο πάνω στο οποίο και οι ίδιοι, παρ' όλα αυτά, κάθονταν. Μόνο μια ανέντιμη ή αυτοεξαπατώμενη ιστοριογραφία θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η απεργία των τριάντα πέντε ημερών ήταν ο αποφασιστικός αγώνας, το γεγονός της καμπής. Στην πραγματικότητα, όλα είχαν διαδραματιστεί νωρίτερα, μεταξύ 1977 και 1979. Για να κερδίσει τη διαμάχη, η Fiat μπορούσε να βασιστεί στη μαζική της βάση: τους εργάτες μεσαίου επιπέδου, τους εργοδηγούς και τους υπαλλήλους γραφείου. Τον Οκτώβριο του 1980, η Fiat οργάνωσε μια πορεία στο Τορίνο ενάντια στη συνέχιση της απεργίας των εργατών και προσέλκυσε ένα μεγάλο κοινό σαράντα χιλιάδων διαδηλωτών. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης της Fiat πέρασε.
Θέση 3
Μεταξύ 1984 και 1989, η ιταλική οικονομία γνώρισε μια σύντομη χρυσή εποχή. Οι δείκτες παραγωγικότητας αυξάνονταν συνεχώς, οι εξαγωγές επεκτείνονταν και το χρηματιστήριο [48, 9 ] παρουσίαζε συνεχή ανάπτυξη. Η αντεπανάσταση ξεδίπλωσε το πρότυπο που ήταν τόσο αγαπητό στον άρρωστο Ναπολέοντα μετά το 1848: Enrichissez-vous, πλουτίστε τους εαυτούς σας. Οι κορυφαίοι τομείς της έκρηξης ήταν τα ηλεκτρονικά, η βιομηχανία επικοινωνιών (ήταν τα χρόνια κατά τα οποία η εταιρεία του Silvio Berlusconi, η Fininvest, αναπτύχθηκε πάρα πολύ), η εκλεπτυσμένη χημική βιομηχανία, η "μεταμοντέρνα" κλωστοϋφαντουργία όπως η Benetton (η οποία οργανώνει άμεσα την εμπορία του προϊόντος) και οι επιχειρήσεις που προμηθεύονται υπηρεσίες και στοιχεία υποδομής. Ακόμα και η αυτοκινητοβιομηχανία, μόλις συρρικνώθηκε και αναδιαρθρώθηκε, συσσώρευσε εξαιρετικά κέρδη για αρκετά χρόνια.
Η φύση της αγοράς εργασίας άλλαξε δραστικά αυτά τα χρόνια. Η απασχόληση ήταν λιγότερο θεσμοθετημένη και βραχυπρόθεσμη. Υπήρξε τεράστια ανάπτυξη της "γκρίζας ζώνης" της ημιαπασχόλησης και της διαλείπουσας ή βραχυχρόνιας εργασίας. Αυτό οδήγησε στην ταχεία εναλλαγή της υπερεκμετάλλευσης και της αδράνειας. Συνολικά, η ζήτηση για βιομηχανική εργασία μειώθηκε. Ο Μαρξ, όταν έγραφε για τον "υπερπληθυσμό" ή τον "εφεδρικό στρατό της μισθωτής εργασίας" (εν συντομία, για τους ανέργους), διέκρινε τρεις τύπους: ρευστό υπερπληθυσμό (σήμερα θα το ονομάζαμε αυτό τζίρο, πρόωρες συνταξιοδοτήσεις κ.ο.κ.), λανθάνουσα υπερπληθυσμό (στον οποίο η τεχνολογική καινοτομία θα μπορούσε να μειώσει την εργασία ανά πάσα στιγμή) και στάσιμο υπερπληθυσμό (που περιλαμβάνει την παράνομη εργασία, την υπόγεια εργασία και την εργασία χωρίς εργασιακή ασφάλεια). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, ξεκινώντας από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι έννοιες με τις οποίες ο Μαρξ ανέλυσε τον βιομηχανικό εφεδρικό στρατό εφαρμόστηκαν τώρα αντί για τον τρόπο ύπαρξης της ίδιας της εργατικής τάξης. Το σύνολο της απασχολούμενης εργατικής δύναμης βίωνε τη δομική συνθήκη του "υπερπληθυσμού" (είτε ρευστού, είτε λανθάνοντος, είτε στάσιμου). Η εργατική δύναμη ήταν πάντα δυνητικά περιττή.
Η έννοια του "επαγγελματισμού" επαναπροσδιορίστηκε έτσι ριζικά. Αυτό που εκτιμάται και απαιτείται από τον μεμονωμένο εργαζόμενο δεν περιλαμβάνει πλέον τις "αρετές" που παραδοσιακά αποκτώνται στον εργασιακό χώρο ως αποτέλεσμα της βιομηχανικής πειθαρχίας. Οι πραγματικά αποφασιστικές ικανότητες που απαιτούνται για την ολοκλήρωση των καθηκόντων που απαιτεί η μεταφορντική παραγωγή είναι αυτές που αποκτώνται εκτός των διαδικασιών της άμεσης παραγωγής, στον "κόσμο της ζωής". Με άλλα λόγια, ο επαγγελματισμός δεν έχει γίνει πλέον τίποτε άλλο από μια γενική κοινωνικότητα, μια ικανότητα διαμόρφωσης διαπροσωπικών σχέσεων, μια ικανότητα για την κατάκτηση πληροφοριών και την ερμηνεία γλωσσικών μηνυμάτων και μια ικανότητα προσαρμογής σε συνεχείς και ξαφνικές ανακατατάξεις. Το κίνημα του '77 τέθηκε έτσι σε λειτουργία. Ο νομαδισμός του, η απέχθειά του για μια σταθερή δουλειά, η επιχειρηματική του αυτάρκεια, ακόμη και η προτίμησή του για ατομική αυτονομία και πειραματισμό, συγκεντρώθηκαν στην καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής. Αρκεί, για παράδειγμα, να αναφέρουμε τη μαζική ανάπτυξη στην Ιταλία τη δεκαετία του 1980 της "αυτόνομης εργασίας", ή μάλλον του συνόλου των μικροεπιχειρήσεων, οι οποίες μερικές φορές ήταν κάτι περισσότερο από οικογενειακές επιχειρήσεις, που ιδρύθηκαν από εκείνους που προηγουμένως ήταν εξαρτημένοι εργαζόμενοι. Αυτή η "αυτόνομη εργασία" είναι πράγματι η συνέχεια της μετανάστευσης μακριά από το καθεστώς του εργοστασίου που ξεκίνησε το '77, αλλά είναι αυστηρά υποταγμένη στις μεταβλητές απαιτήσεις των μεγάλων επιχειρήσεων -ή, ακριβέστερα, είναι ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο οι μεγαλύτεροι ιταλικοί βιομηχανικοί όμιλοι κατάφεραν να ξεφύγουν από ένα μέρος του κόστους παραγωγής τους. Η αυτόνομη εργασία συμπίπτει σχεδόν πάντα με εξαιρετικά υψηλά επίπεδα αυτοεκμετάλλευσης.
Θέση 4
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSI), με επικεφαλής τον Bettino Craxi, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός από το 1983 έως το 1987, ήταν για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα η πολιτική οργάνωση που κατανόησε και ερμήνευσε καλύτερα τον παραγωγικό, κοινωνικό και πολιτισμικό μετασχηματισμό που συντελούνταν στην Ιταλία.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, στην προσπάθειά του να διασφαλίσει την επιβίωσή του, διεξήγαγε ένα είδος ανταρτοπόλεμου ενάντια στη συνεπή πολιτική των δύο μεγάλων κομμάτων, των Χριστιανοδημοκρατών και των Κομμουνιστών, για την αναζήτηση συμφωνίας σε μείζονα νομοθετικά και κυβερνητικά ζητήματα. Για το λόγο αυτό, κατά την περίοδο που ο Άλντο Μόρο κρατούνταν αιχμάλωτος από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, ο Craxi αντιτάχθηκε στη γραμμή χωρίς συμβιβασμούς (που προωθούσαν οι κομμουνιστές και αποδέχονταν οι Χριστιανοδημοκράτες), υποστηρίζοντας αντίθετα τις διαπραγματεύσεις με τους τρομοκράτες για την απελευθέρωση του ομήρου. Για τον ίδιο λόγο, το Σοσιαλιστικό Κόμμα αντιτάχθηκε στους ειδικούς νόμους για τη δημόσια τάξη, στη λογική της "έκτακτης ανάγκης" και στον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών προκειμένου να καταπολεμηθούν οι παράνομες ένοπλες ομάδες. Προκειμένου να ξεφύγει από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των δύο μεγάλων εταίρων του (των κομμουνιστών και των χριστιανοδημοκρατών), το Σοσιαλιστικό Κόμμα τοποθετήθηκε ως ένα πολιτικό στοιχείο που αρνήθηκε να προσκυνήσει τους "λόγους του κράτους". Οι ειδωλολάτρες δεν θα τους συγχωρήσουν ποτέ. Ως αποτέλεσμα αυτών των μάλλον ελευθεριακών θέσεων, το Σοσιαλιστικό Κόμμα κέρδισε την εύνοια ορισμένων στοιχείων που είχαν συμμετάσχει προηγουμένως στην άκρα Αριστερά, εκτός από διάφορα άλλα κοινωνικά υποκείμενα που είχαν ανθίσει κατά μήκος του αρχιπελάγους του κινήματος του '77.
Για αρκετά χρόνια το Σοσιαλιστικό Κόμμα κατόρθωσε να προσφέρει μια μερική πολιτική εκπροσώπηση στα στρώματα της εξαρτημένης εργασίας που ήταν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα της καπιταλιστικής αναδιαμόρφωσης της παραγωγής. Ειδικότερα, επηρέασε και προσέλκυσε τη "μαζική διανόηση" - με άλλα λόγια, εκείνους που εργάζονται παραγωγικά με πρώτες ύλες τη γνώση, την πληροφόρηση και την επικοινωνία. Θέλω να είμαι σαφής σε αυτό το σημείο. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα σε διαφορετικές περιόδους και διαφορετικά εθνικά πλαίσια όπου τα αντιδραστικά κόμματα αποτελούνταν από αγρότες ή ανέργους [250, 1] - σκεφτείτε, για παράδειγμα, το λαϊκιστικό κίνημα στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Με τον ίδιο τρόπο, στην Ιταλία της δεκαετίας του 1980, το Σοσιαλιστικό Κόμμα ήταν το αντιδραστικό κόμμα της μαζικής διανόησης. Αυτό σημαίνει ότι δημιούργησε μια αποτελεσματική σύνδεση με την κατάσταση, τη νοοτροπία, τις επιθυμίες και τις μορφές ζωής αυτής της εργατικής δύναμης, αλλά τα έστρεψε όλα προς τα δεξιά. Η σύνδεση ήταν πραγματική και η στροφή αλάνθαστη. Αν αγνοήσει κανείς μία από αυτές τις πτυχές, το όλο φαινόμενο γίνεται ακατανόητο.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα οργάνωσε τα υψηλότερα στοιχεία (από άποψη θέσης και εισοδήματος) της μαζικής διανόησης ενάντια στην υπόλοιπη εξαρτημένη εργατική δύναμη. Αρθρώθηκε σε ένα νέο σύστημα ιεραρχιών και προκρίθηκε η υπεροχή της γνώσης και της πληροφορίας στην παραγωγική διαδικασία. Προώθησε μια κουλτούρα στην οποία η "διαφορά" έγινε συνώνυμη της ανισότητας, της κοινωνικής θέσης και της καταπίεσης, τρέφοντας τον μύθο του "λαϊκού φιλελευθερισμού".
Θέση 5
Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ιταλία η λεγόμενη μεταμοντέρνα σκέψη δεν είχε θεωρητική συνοχή, αλλά άμεση πολιτική σημασία. Πιο συγκεκριμένα, υπήρξε ένα είδος σκέψης εν μέρει παρηγορητικής (επειδή προσπάθησε να καταδείξει την "αναγκαιότητα" της ήττας των ταξικών κινημάτων της δεκαετίας του 1970) και εν μέρει απολογητικής (επειδή δεν κουράστηκε ποτέ να υμνεί την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, εξυμνώντας τις δυνατότητες που ενυπάρχουν στην "κοινωνία της γενικευμένης επικοινωνίας"). Η μεταμοντέρνα σκέψη προσέφερε μια μαζική ιδεολογία στην αντεπανάσταση της δεκαετίας του 1980. Όλη η συζήτηση για το "τέλος της ιστορίας" δημιούργησε στην Ιταλία μια ευφορική παραίτηση. Ο αδιάκριτος ενθουσιασμός για τον πολλαπλασιασμό των τρόπων ζωής και των πολιτιστικών στυλ αποτελούσε ένα μικρό μεταφυσικό προ-αποθετήριο, απόλυτα λειτουργικό για την επιχείρηση δικτύου, τις ηλεκτρονικές τεχνολογίες και την αιώνια ανασφάλεια της εργασιακής σχέσης. Οι μεταμοντέρνοι ιδεολόγοι, που συχνά δρούσαν στα μέσα ενημέρωσης, ανέλαβαν το ρόλο της επιβολής μιας άμεσης ηθικοπολιτικής κατεύθυνσης στη μεταφορντική εργατική εξουσία, καλύπτοντας ως ένα βαθμό τη λειτουργία που παραδοσιακά έπαιζαν οι κομματικοί αξιωματούχοι.
Τρίτο Παρεκβαση: Ιταλική ιδεολογία
Στη δεκαετία του 1980, οι κυρίαρχες ιδέες πολλαπλασιάστηκαν, διαφοροποιήθηκαν και εκφράστηκαν σε χίλιες και μία διαλέκτους, ενίοτε πικρά η μία εναντίον της άλλης. Η καπιταλιστική νίκη στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας επέτρεψε έναν αχαλίνωτο πλουραλισμό: "Υπάρχει χώρος πίσω", όπως λέει η πινακίδα στο λεωφορείο. Και όμως, η ενασχόληση με την "ιταλική ιδεολογία" απαιτεί να εντοπίσουμε αυτή την αυτοϊκανοποιημένη διάσπαση σε ένα ενιαίο κέντρο βάρους, σε στέρεες κοινές προϋποθέσεις. Σημαίνει να διερευνήσουμε τις διασταυρώσεις, τις συνενοχές και τις συμπληρωματικότητες μεταξύ θέσεων που είναι φαινομενικά πολύ μακριά.
Πώς η ιταλική κουλτούρα της δεκαετίας του 1980 μοιάζει με σκηνή φάτνης, με γαϊδούρια, Μάγους, βοσκούς, αγία οικογένεια και ούτω καθεξής - διάφορες μάσκες για ένα ενιαίο θέαμα; Μια πτυχή είναι η διαδεδομένη τάση να φυσικοποιούνται οι διάφορες κοινωνικές δυναμικές. Για άλλη μια φορά η κοινωνία αναδιαμορφώθηκε ως μια "δεύτερη φύση" προικισμένη με ακατονόμαστους αντικειμενικούς νόμους. Αυτό που διαφέρει, και αυτό είναι το πραγματικά αξιοσημείωτο σημείο, είναι ότι στις καθημερινές κοινωνικές σχέσεις εφαρμόζονται τα μοντέλα, οι κατηγορίες και οι μεταφορές της μετακλασικής επιστήμης: Η θερμοδυναμική του Prigogine αντί της νευτώνειας γραμμικής αιτιότητας, η κβαντική φυσική στη θέση της παγκόσμιας βαρύτητας και ο σοφιστικέ βιολογισμός της θεωρίας συστημάτων του Luhmann αντί του "μύθου των μελισσών" του Mandeville. Τα ιστορικο-κοινωνικά φαινόμενα ερμηνεύονται με βάση έννοιες όπως η εντροπία, τα φράκταλ και η αυτοποίηση. Οι κοινωνικές συνθέσεις προτείνονται με βάση την αρχή της απροσδιοριστίας και το παράδειγμα της αυτοαναφορικότητας.
Η μεταμοντέρνα ιταλική ιδεολογία προϋποθέτει την κοινωνιολογική χρήση της κβαντικής φυσικής και την ερμηνεία των παραγωγικών δυνάμεων ως αιτιώδης κινητήρας των στοιχειωδών σωματιδίων. Αλλά από πού προέρχεται αυτή η ανανεωμένη τάση να αντιμετωπίζεται η κοινωνία ως φυσική τάξη; Και το σημαντικότερο, αν εφαρμοστεί στις κοινωνικές σχέσεις, τι είδους έκτακτες μεταλλάξεις είναι αυτές οι απροσδιόριστες και αυτοαναφορικές έννοιες της σύγχρονης φυσικής επιστήμης, που είναι ταυτόχρονα σύμπτωμα και μυστικοποίηση; Μπορούμε να διακινδυνεύσουμε αυτή τη δοκιμαστική απάντηση: η μεγάλη καινοτομία που υποκρύπτει αυτή η πρόσφατη και πολύ συγκεκριμένη φυσικοποίηση της ιδέας της κοινωνίας έχει να κάνει με το ρόλο της εργασίας. Η αδιαφάνεια που φαίνεται να αφορά τις συμπεριφορές των ατόμων και των ομάδων απορρέει από τη φθίνουσα σημασία της εργασίας (βιομηχανικής, χειρωνακτικής και επαναλαμβανόμενης εργασίας) τόσο στην παραγωγή πλούτου όσο και στη διαμόρφωση ταυτοτήτων, "εικόνων του κόσμου" και αξιών. Αυτή η "αδιαφάνεια" είναι σίγουρα κατάλληλη για μια απροσδιοριστική αναπαράσταση. Ενώ η εργασία χάνει τη λειτουργία της ως πρωταρχικός κοινωνικός σύνδεσμος, καθίσταται αδύνατο να εντοπιστεί η "θέση" των απομονωμένων σωμάτων, η "κατεύθυνσή" τους ή το αποτέλεσμα των μεταξύ τους ενεργειών. Η απροσδιοριστία επιτείνεται, εξάλλου, από το γεγονός ότι η μεταφορντική παραγωγική δραστηριότητα δεν διαμορφώνεται πλέον ως μια σιωπηλή αλυσίδα αιτίου και αποτελέσματος, προγενέστερων και επόμενων, αλλά μάλλον μέσω της γλωσσικής επικοινωνίας, και επομένως μέσω μιας διαδραστικής συσχέτισης στην οποία κυριαρχεί η ταυτόχρονη ύπαρξη και δεν υπάρχει μονοσήμαντη αιτιώδης κατεύθυνση. Η ιταλική ιδεολογία ("αδύναμη σκέψη", η αισθητική του θραύσματος, [252, 3] η κοινωνιολογία της "πολυπλοκότητας" κ.ο.κ.) αντιλαμβάνεται, αλλά και υποβαθμίζει στη φύση, τη νέα σύνδεση της γνώσης, της επικοινωνίας και της παραγωγής.
Θέση 6
Ποιες είναι οι μορφές αντίστασης στην αντεπανάσταση; Και ποιες είναι οι συγκρούσεις που αναδύονται από το νέο ιταλικό κοινωνικό τοπίο, το οποίο η αντεπανάσταση έχει ορίσει τόσο εμφανώς; Θα ήταν χρήσιμο, πρώτα απ' όλα, να ξεκαθαρίσουμε ένα αρνητικό σημείο: στον κατάλογο αυτών των μορφών και συγκρούσεων δεν περιλαμβάνεται η πρακτική των Ιταλών Πρασίνων. Ενώ στη Γερμανία και αλλού ο οικολογισμός κληρονόμησε θέματα και ζητήματα από το 1968, στην Ιταλία αντίθετα ο οικολογισμός γεννήθηκε ενάντια στους ταξικούς αγώνες της δεκαετίας του 1970. Ήταν ένα μετριοπαθές πολιτικό κίνημα, γεμάτο από εκείνους που είχαν αποκηρύξει και καταγγείλει τη ριζοσπαστική δράση. Άλλες συλλογικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων θα μας φανούν πιο χρήσιμες εδώ: πρώτον, τα "κοινωνικά κέντρα" που ιδρύθηκαν από νέους σε όλη την Ιταλία, δεύτερον, οι επιτροπές της εξωσυνδικαλιστικής βάσης που δημιουργήθηκαν στους χώρους εργασίας από τα μέσα της δεκαετίας του '80 και τρίτον, το φοιτητικό κίνημα που το 1990 παρέλυσε για αρκετούς μήνες την πανεπιστημιακή δραστηριότητα, αντιμετωπίζοντας κριτικά τον "σκληρό πυρήνα" του μεταφορντισμού, ή μάλλον την κεντρική θέση της γνώσης στην παραγωγική διαδικασία.
Τα κοινωνικά κέντρα, τα οποία αναπτύχθηκαν σε όλη τη χώρα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, έδωσαν σώμα σε μια επιθυμία για απόσχιση-απόσχιση από τις κυρίαρχες μορφές ζωής, από τους μύθους και τις τελετουργίες των νικητών και από το θόρυβο των μέσων ενημέρωσης. Αυτή η απόσχιση εκφράζεται ως μια εκούσια περιθωριοποίηση, ένα αυτοεπιβαλλόμενο γκέτο, ένας κόσμος ξεχωριστός. Συγκεκριμένα, ένα "κοινωνικό κέντρο" είναι ένα άδειο κτίριο που καταλαμβάνεται από νέους και μετατρέπεται σε χώρο εναλλακτικών δραστηριοτήτων, όπως συναυλίες, θέατρο, συλλογική καφετέρια, βοήθεια για ξένους μετανάστες και δημόσιες συζητήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κέντρα έχουν δώσει λαβή σε μικρές καλλιτεχνικές επιχειρήσεις, θυμίζοντας το παλιό μοντέλο του σοσιαλιστικού "συνεταιρισμού" των αρχών του αιώνα. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, προώθησαν (ή στην πραγματικότητα μόνο υπαινίχθηκαν) ένα είδος δημόσιας σφαίρας που δεν φιλτράρεται από τους κρατικούς μηχανισμούς. Με τον όρο δημόσια σφαίρα εννοώ ένα περιβάλλον ελεύθερης συζήτησης για ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος, από την εθνική οικονομική κρίση μέχρι το αποχετευτικό σύστημα της γειτονιάς, από τους πολέμους στην πρώην Γιουγκοσλαβία μέχρι τα προσωπικά προβλήματα με τα ναρκωτικά. Τα τελευταία χρόνια, ένας μεγάλος αριθμός των κέντρων έχει αξιοποιήσει τα εναλλακτικά δίκτυα υπολογιστών που κυκλοφορούν πολιτικά έγγραφα, ψίθυρους και κραυγές από το κοινωνικό "υπόγειο", ειδήσεις από κοινωνικούς αγώνες και προσωπικά μηνύματα. Συνολικά, η εμπειρία των κοινωνικών κέντρων ήταν μια προσπάθεια να δοθεί αυτόνομη φυσιογνωμία και θετικό περιεχόμενο στον αυξανόμενο χρόνο της μη εργασίας. Η προσπάθεια αυτή εμποδίστηκε, ωστόσο, από την τάση να κατασκευαστεί αυτό που στην Ιταλία φαντάζεται ως "ινδιάνικος καταυλισμός", ένα είδος ξεχωριστής και απομονωμένης κοινότητας, η οποία, σχεδόν πάντα, σημάδεψε (και στεναχώρησε) την εμπειρία. Οι επιτροπές εργατικής βάσης, γνωστές ως Cobas (Comitati di base)σχηματίστηκαν αρχικά μεταξύ των εκπαιδευτικών (των οποίων η αξιομνημόνευτη και νικηφόρα εργατική διαμάχη σταμάτησε τα σχολεία το 1987), των σιδηροδρομικών και των υπαλλήλων των δημόσιων υπηρεσιών. Στη συνέχεια, οι Cobas εξαπλώθηκαν σε ορισμένο αριθμό εργοστασίων (ιδίως στο εργοστάσιο της Alfa Romeo, όπου υπονόμευσαν το παραδοσιακό συνδικάτο (CGIL) στις εσωτερικές εκλογές). Οι επιτροπές βάσης οδήγησαν αρκετές σχετικά σοβαρές συγκρούσεις για τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας. Αρνούνται να θεωρηθούν "νέο συνδικάτο", επιδιώκοντας μάλλον να συνδεθούν με τα κοινωνικά κέντρα και τους φοιτητές και επιχειρώντας έτσι να σκιαγραφήσουν ένα περίγραμμα μορφών πολιτικής οργάνωσης στο επίπεδο της μεταφορντικής "πολυπλοκότητας". Δίνουν φωνή, πάνω απ' όλα, σε ένα αίτημα για δημοκρατία. Αυτή η δημοκρατία στρέφεται κατά των νομοθετικών μέτρων που καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 αναίρεσαν ουσιαστικά το δικαίωμα απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων. Απευθύνεται επίσης κατά του συνδικάτου εν γένει, το οποίο, έχοντας εκτοπιστεί από τις νέες παραγωγικές διαδικασίες, επαναπροσδιορίστηκε ως μια αυταρχική κρατική δομή, υιοθετώντας μεθόδους και διαδικασίες αντάξιες μιας μονοπωλιακής εμπιστοσύνης. Η τύχη της Cobas έφτασε στο αποκορύφωμά της το φθινόπωρο του 1992 κατά τη διάρκεια των απεργιών διαμαρτυρίας που ακολούθησαν τον οικονομικό ελιγμό της κυβέρνησης Amato (η οποία μείωσε δραστικά τις "κοινωνικές δαπάνες", τις συντάξεις, την ιατρική βοήθεια κ.ο.κ.). Σε όλες τις μεγάλες ιταλικές πόλεις υπήρξαν βίαιες διαδηλώσεις κατά του συνδικαλιστικού "δωσιλογισμού" και οι αντιδιαδηλώσεις της Cobas διέκοψαν τις συνδικαλιστικές συναντήσεις. Ήταν μια μικρή Τιενανμέν, η οποία άρχισε να ξεκαθαρίζει λογαριασμούς με το "κρατικό μονοπωλιακό συνδικάτο".
Ενώ τα κοινωνικά κέντρα και οι Cobas ενσάρκωναν, περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικά, τις αρετές της "αντίστασης", το φοιτητικό κίνημα (που ονομάστηκε κίνημα των Πανθήρων επειδή η γέννησή του τον Φεβρουάριο του 1990 συνέπεσε με την ευτυχή φυγή ενός πάνθηρα από τον ρωμαϊκό ζωολογικό κήπο) φάνηκε να παραπέμπει, τουλάχιστον για μια στιγμή, σε μια αληθινή και σωστή "αντεπίθεση" της μαζικής διανόησης. Η συγκυρία μεταξύ γνώσης και παραγωγής, που μέχρι τότε είχε δείξει μόνο το καπιταλιστικό της πρόσωπο, παρουσιάστηκε ξαφνικά ως μοχλός που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την προώθηση των συγκρούσεων και ως πολύτιμος πολιτικός πόρος. Τα πανεπιστήμια που είχαν καταληφθεί σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το κυβερνητικό σχέδιο "ιδιωτικοποίησης" της διδασκαλίας έγιναν, για αρκετούς μήνες, σημείο αναφοράς για εκείνη την άυλη εργασία (ερευνητές, τεχνικοί, ειδικοί στους υπολογιστές, καθηγητές, εργαζόμενοι στην πολιτιστική βιομηχανία κ.ο.κ.) που στις μεγάλες πόλεις εξακολουθούσε να εμφανίζεται μόνο ως διασκορπισμένη σε χίλια ξεχωριστά ρεύματα, χωρίς καμία συλλογική δύναμη. Το κίνημα των Πάνθηρων όμως γρήγορα έσβησε, αποτελώντας κάτι περισσότερο από ένα σύμπτωμα ή έναν οιωνό. Δεν κατόρθωσε να προσδιορίσει τους κατάλληλους 254, 5 στόχους που θα εξασφάλιζαν τη συνέχεια της πολιτικής δράσης. Παρέμεινε παράλυτο, αναλύοντας τον εαυτό του, αναλογιζόμενο τον ίδιο του τον ομφαλό. Η υπνωτική αυτοαναφορικότητα ξεκαθάρισε, ωστόσο, ένα σημαντικό σημείο: προκειμένου η μαζική διανόηση να εισέλθει στην πολιτική σκηνή και να καταστρέψει ό,τι αξίζει να καταστραφεί, δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια σειρά αρνήσεων, αλλά ξεκινώντας από τον εαυτό της πρέπει να παραδειγματίσει θετικά μέσω της κατασκευής και του πειραματισμού τι μπορούν να κάνουν οι άνδρες και οι γυναίκες έξω από την καπιταλιστική σχέση.
Θέση 7
Το1989, η κατάρρευση του "πραγματικού σοσιαλισμού" αναστάτωσε το πολιτικό σύστημα στην Ιταλία με πολύ πιο ριζοσπαστικό τρόπο από ό,τι στις άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης (συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, παρά τις επιπτώσεις της επανένωσης). Αυτός ο απρόβλεπτος σεισμός, ο οποίος συνέπεσε με βαριά σοκ οικονομικής ύφεσης, εμπόδισε την πλήρη ανάδυση ενός "αντίδοτου" στην καπιταλιστική εποχή της δεκαετίας του 1980, δηλαδή ενός συνόλου κοινωνικών αγώνων που είχαν ως στόχο να επιτύχουν τουλάχιστον μια φυσιολογική επανεξισορρόπηση στην κατανομή του εισοδήματος. Τα μηνύματα που εκτόξευσε το κίνημα Cobas και το κίνημα Panther, αντί να φτάσουν σε ένα κρίσιμο κατώφλι και να εξαπλωθούν σε διαρκείς μαζικές πρακτικές, καλύφθηκαν και βυθίστηκαν από το θόρυβο της θεσμικής αποτυχίας της Ιταλίας. Τα υποκείμενα και οι ανάγκες που προέκυψαν από τον μεταφορντικό τρόπο παραγωγής, μακριά από το να παρουσιάσουν τα αιτήματά τους στον απρόσεκτο μαθητευόμενο μάγο, έπρεπε να φορέσουν παραπλανητικές μάσκες που έκρυβαν τη φυσιογνωμία τους. Η ταχεία ανατροπή της Πρώτης Δημοκρατίας υπερπροσδιόρισε σε σημείο που να κάνει αγνώριστη την ταξική δυναμική της "επιχειρηματικής Ιταλίας" (για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση αγαπητή στον Σίλβιο Μπερλουσκόνι).
Η πτώση του τείχους του Βερολίνου δεν ήταν η αιτία της ιταλικής θεσμικής κρίσης, αλλά μάλλον η εξωγενής περίσταση στην οποία φάνηκε να ανθίζει και στην οποία έγινε εμφανής σε κάθε παρατηρητή. Το εθνικό πολιτικό σύστημα έπασχε από μια μακροχρόνια ασθένεια που δεν είχε καμία σχέση με τη σύγκρουση Ανατολής-Δύσης -μια ασθένεια της οποίας η επώαση άρχισε τη δεκαετία του 1970. Το σύστημα μαράζωνε από την κατανάλωση: τον μαρασμό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, των κανόνων και των διαδικασιών που τη χαρακτηρίζουν, καθώς και των ίδιων των θεμελίων στα οποία στηρίζεται. Η καταστροφή των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης είχε μεγαλύτερη επίδραση στην Ιταλία απ' ό,τι αλλού, ακριβώς επειδή προσέφερε το θεατρικό κοστούμι για μια εντελώς διαφορετική τραγωδία, ακριβώς επειδή επικάθισε σε μια κρίση διαφορετικής προέλευσης.
Η παρακμή της κοινωνίας της εργασίας είναι αυτή που έριξε τους μηχανισμούς της πολιτικής αντιπροσώπευσης σε βαθιά αταξία. Στην Ιταλία, από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, η πολιτική αντιπροσώπευση βασιζόταν στην ταυτότητα μεταξύ "παραγωγών" και "πολιτών". Το άτομο εκπροσωπήθηκε στην εργασία και η εργασία εκπροσωπήθηκε στο κράτος- αυτός ήταν ο πρωταρχικός άξονας της βιομηχανικής δημοκρατίας (αλλά και του κράτους της Παγκόσμιας Τράπουλας). Αυτός ο άξονας είχε ήδη καταρρεύσει όταν οι κυβερνήσεις της "εθνικής αλληλεγγύης" στα τέλη της δεκαετίας του 1970 θέλησαν να γιορτάσουν με μισαλλόδοξο ζήλο τις συνεχιζόμενες αξίες του. Ο άξονας κατέρρευσε στα επόμενα χρόνια, όταν ο μεγάλος μετασχηματισμός των παραγωγικών δομών ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Το απλώς υπολειμματικό βάρος της προσωποπαγούς εργασίας στην παραγωγή του πλούτου, ο καθοριστικός ρόλος που παίζουν σε αυτήν οι αφηρημένες γνώσεις και η γλωσσική επικοινωνία, καθώς και το γεγονός ότι οι διαδικασίες κοινωνικοποίησης έχουν το κέντρο βάρους τους εκτός του εργοστασίου και του γραφείου -όλα αυτά έκοψαν τους θεμελιώδεις δεσμούς της Πρώτης Δημοκρατίας, η οποία, όπως λέει το ιταλικό Σύνταγμα, "στηρίζεται στην εργασία". Οι μεταφορντικοί εργάτες είναι αυτοί που πρώτοι απομακρύνθηκαν από τη λογική της πολιτικής εκπροσώπησης. Δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε ένα "γενικό συμφέρον" και δεν είναι ποτέ πρόθυμοι να ενταχθούν στην κρατική μηχανή. Με επιφυλακτικότητα ή μίσος, παραμένουν αμήχανα στις παρυφές των πολιτικών κομμάτων, θεωρώντας τα μόνο ως φτηνούς εγγαστρίμυθους των συλλογικών ταυτοτήτων.
Αυτή η κατάσταση ανοίγει δύο δυνατότητες που δεν είναι μόνο διαφορετικές αλλά και εκ διαμέτρου αντίθετες. Η πρώτη είναι η χειραφέτηση της έννοιας της δημοκρατίας από την έννοια της αντιπροσώπευσης, και επομένως η επινόηση και η πρακτική μη αντιπροσωπευτικών μορφών δημοκρατίας. Αυτή δεν είναι, σαφώς, η ψευδής σωτηρία που θα προέκυπτε από μια απλή απλοποίηση της πολιτικής. Αντιθέτως, η μη αντιπροσωπευτική δημοκρατία απαιτεί ένα εξίσου σύνθετο και εξελιγμένο λειτουργικό στυλ. Στην πραγματικότητα, συγκρούεται άμεσα με τους κρατικούς διοικητικούς μηχανισμούς, διαβρώνοντας τα προνόμιά τους και απορροφώντας τις αρμοδιότητές τους. Η προσπάθεια να μεταφραστούν σε πολιτική δράση οι ίδιες αυτές παραγωγικές δυνάμεις -η επικοινωνία, η γνώση, η επιστήμη- είναι αυτό που έχει βαρύτητα στη μεταφορντική παραγωγική διαδικασία. Αυτή η πρώτη δυνατότητα παρέμεινε και θα συνεχίσει να παραμένει στο παρασκήνιο για αρκετό καιρό ακόμη. Αντίθετα, έχει επικρατήσει η αντίθετη δυνατότητα: η δομική αποδυνάμωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έχει αρχίσει να θεωρείται ως ένας τείνων περιορισμός της πολιτικής συμμετοχής, ή μάλλον της δημοκρατίας tout court. Στην Ιταλία, αυτοί που εφαρμόζουν τη θεσμική μεταρρύθμιση έχουν ισχυροποιηθεί μέσω της στέρεης και μη αναστρέψιμης κρίσης της αντιπροσώπευσης, χρησιμοποιώντας την για τη νομιμοποίηση μιας αυταρχικής αναδιοργάνωσης του κράτους.
Θέση 8
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 υπήρξαν πολλά και αδιαμφισβήτητα συμπτώματα που έδειχναν το άδοξο τέλος της Πρώτης Δημοκρατίας στην Ιταλία. Η πτώση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας προαναγγέλθηκε από διάφορα σημάδια, μεταξύ των οποίων τα ακόλουθα:
[256, 7] η "έκτακτη ανάγκη" (δηλαδή η προσφυγή σε ειδικούς νόμους και η συγκρότηση έκτακτων οργανισμών για την εφαρμογή των νόμων αυτών) ως σταθερή μορφή διακυβέρνησης, ως αποδεκτή θεσμική τεχνική για την αντιμετώπιση, κατά καιρούς, του ένοπλου λαθρομετανάστευσης, του δημόσιου χρέους ή των μεταναστευτικών προβλημάτων- η μεταφορά αρκετών λειτουργιών του πολιτικοκοινοβουλευτικού συστήματος στη διοικητική σφαίρα και, ως εκ τούτου, η επικράτηση των γραφειοκρατικών "διαταγμάτων" έναντι των νόμων, η υπέρτατη εξουσία του δικαστή (που επιβεβαιώθηκε κατά την καταστολή της τρομοκρατίας) και ο ρόλος του ως υποκατάστατου της πολιτικής που του δίνει αυτή η εξουσία- και οι ανώμαλες συμπεριφορές του προέδρου Κοσίγκα, ο οποίος στα τελευταία χρόνια της θητείας του άρχισε να ενεργεί "σαν να' ταν" η Ιταλία προεδρική (και όχι κοινοβουλευτική) δημοκρατία.
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, όλα τα συμπτώματα της επικείμενης κρίσης συμπυκνώθηκαν στην εκστρατεία (που υποστηρίχθηκε σχεδόν ομόφωνα από όλα τα θεσμικά κόμματα από τη Δεξιά έως την Αριστερά) για να κερδηθεί η δημόσια υποστήριξη για την εκκαθάριση του πιο ορατού συμβόλου της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: το αναλογικό κριτήριο των εκλογών για τη νομοθετική συνέλευση. Το 1993, αφού ένα δημοψήφισμα κατήργησε τα παλαιά πρότυπα, εισήχθη ένα πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη δικαστική επιχείρηση που ονομάστηκε mani pu/ite (καθαρά χέρια), η οποία έφερε κατηγορίες για διαφθορά εναντίον μεγάλου μέρους της πολιτικής τάξης, επιτάχυνε ή ολοκλήρωσε την αναίρεση των παραδοσιακών κομμάτων. Ήδη από το 1990, όπως σημείωσα, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα είχε μετασχηματιστεί σε Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς, εγκαταλείποντας κάθε εναπομείνασα αναφορά σε ταξική βάση και προτείνοντας τον εαυτό του ως "ελαφρύ" κόμμα ή κόμμα της κοινής γνώμης. Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα υποβαθμίστηκε σιγά-σιγά μέχρι το 1994, όταν και αυτό άλλαξε το όνομά του, και έγινε Λαϊκό Κόμμα. Τα μικρότερα κόμματα του κέντρου (συμπεριλαμβανομένου του Σοσιαλιστικού Κόμματος, το οποίο από πολλές απόψεις είχε προβλέψει την ανάγκη για ριζική θεσμική μεταρρύθμιση) εξαφανίστηκαν σχεδόν εν μία νυκτί.
Σε κάθε περίπτωση, η εξέχουσα πτυχή του παρατεταμένου σπασμού που συγκλόνισε το ιταλικό πολιτικό σύστημα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είναι η διαμόρφωση μιας νέας Δεξιάς. Αυτή δεν είναι σε καμία περίπτωση μια συντηρητική Δεξιά, αλλά μάλλον μια Δεξιά αφοσιωμένη στην καινοτομία, που επενδύει σε μεγάλο βαθμό στην έννοια της εξαρτημένης εργασίας και είναι ικανή να δώσει μια κομματική έκφραση στις κύριες παραγωγικές δυνάμεις της εποχής μας.
Θέση 9
Η νέα Δεξιά, η οποία ήρθε στην εξουσία με τις πολιτικές εκλογές του 1994, συγκροτείται κυρίως από δύο οργανωτικά υποκείμενα: τη Λέγκα του Βορρά (Λέγκα του Βορρά), που έχει τις ρίζες της αποκλειστικά στα βόρεια τμήματα της χώρας, και τη Φόρτσα Ιτάλια (Πάμε Ιταλία), το κόμμα με επίκεντρο τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ιδιοκτήτη πολλών τηλεοπτικών σταθμών, εκδοτικών οίκων, κατασκευαστικών εταιρειών και μεγάλων καταστημάτων λιανικής πώλησης.
Η Λέγκα του Βορρά επικαλείται τον μύθο της εθνικής αυτοδιάθεσης, της επανίδρυσης των ριζών: ο βόρειος πληθυσμός πρέπει να αξιοποιήσει τις παραδόσεις και τα έθιμά του, χωρίς να εκχωρήσει καμία εξουσία στους συγκεντρωτικούς μηχανισμούς του κράτους. Η τοπική ταυτότητα (με βάση την περιοχή ή την πόλη) αντιπαρατίθεται στον κενό καθολικισμό της πολιτικής εκπροσώπησης και στην αφόρητη αφαίρεση που συνεπάγεται η έννοια της ιθαγένειας. Η τοπική ταυτότητα που διακηρύσσει η Λέγκα του Βορρά, ωστόσο, έχει έντονα ρατσιστικές προεκτάσεις, ιδίως όσον αφορά τους Ιταλούς του Νότου και τους μετανάστες από χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η Λέγκα του Βορρά προτείνει μια μορφή φεντεραλισμού που συνυφαίνει το αρχαίο με το μεταμοντέρνο: ο Alberto da Giussano (ένας μεσαιωνικός condottiere από τη Λομβαρδία) συνδυάζεται με τον υπερφιλελευθερισμό και το σύνθημα "γη και αίμα" ρίχνεται μαζί με τη φορολογική εξέγερση. Αυτό το μάλλον ηχηρό μελάνι έδωσε φωνή στη διάχυτη αντικρατική τάση που ωρίμασε κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας στις πιο ανεπτυγμένες οικονομικά ζώνες της χώρας. Με τον καιρό, η Λέγκα του Βορρά θα μπορούσε να γίνει η μαζική βάση πάνω στην οποία οι μικρές και μεσαίες μεταφορντικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να επιτύχουν σχετική αυτονομία από το εθνικό κράτος. Με την παρουσία της νέας ποιότητας της παραγωγικής οργάνωσης και υπό το πρίσμα της επικείμενης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η ιταλική κρατική μηχανή έχει αποδειχθεί ανεπαρκής από πολλές απόψεις: η υποεθνική διαμαρτυρία της Λέγκα του Βορρά λειτουργεί παραδόξως ως στήριγμα για την καθυστέρηση της πολιτικής απόφασης σε υπερεθνικά ζητήματα. Η Forza Italia, από την άλλη πλευρά, αντικαθιστά τις παραδοσιακές διαδικασίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με μοντέλα και τεχνικές που προέρχονται από τον κόσμο των επιχειρήσεων. Το εκλογικό σώμα εξομοιώνεται με ένα (τηλεοπτικό) "κοινό", το οποίο αναμένεται να δώσει μια συναίνεση παθητική και δημοψηφισματική. Επιπλέον, η μορφή του κόμματος αναπαράγει πιστά τη δομή της "δικτυακής επιχείρησης". Οι "λέσχες" που υποστηρίζουν τη Forza Italia αναπτύχθηκαν με βάση την προσωπική πρωτοβουλία επαγγελματιών εκτός της συμβατικής πολιτικής, όπως ένας ζηλωτής διευθυντής γραφείου ή ένας επαρχιακός συμβολαιογράφος που αποφάσισε να κάνει όνομα. Αυτές οι λέσχες έχουν την ίδια σχέση με το κόμμα που έχουν οι αυτόνομες εργατικές και μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις με τη μητρική εταιρεία: για να προωθήσουν το δικό τους πολιτικό προϊόν, πρέπει να στηριχθούν σε ένα αναγνωρισμένο εμπορικό σήμα, αλλά σε αντάλλαγμα πρέπει να ακολουθήσουν ακριβείς κανόνες ύφους και συμπεριφοράς, φέρνοντας καλό όνομα στην εταιρεία υπό 258,9 την ετικέτα της οποίας εργάζονται. Όπως έκανε το Σοσιαλιστικό Κόμμα στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η Forza Italia εξασφάλισε την αφοσίωση των εργαζομένων που ασχολούνται με τις τεχνολογίες υπολογιστών και επικοινωνιών, δηλαδή μεταξύ των κοινωνικών τομέων που διαμορφώνονται στην τεχνολογική και ηθική καταιγίδα του μεταφορντισμού.
Η νέα Δεξιά αναγνωρίζει, και κάνει προσωρινά δικά της, στοιχεία που θα ήταν τελικά αντάξια των μεγαλύτερων ελπίδων μας: τον αντικρατισμό, τις συλλογικές πρακτικές που διαφεύγουν της πολιτικής εκπροσώπησης και τη δύναμη της μαζικής πνευματικής εργασίας. Τα διαστρεβλώνει όλα αυτά, καλύπτοντάς τα με μια κακή καρικατούρα. Και βάζει τέλος στην ιταλική αντεπανάσταση, τραβώντας την αυλαία αυτού του μακρού ιντερμέζου. Αυτή η πράξη τελείωσε - ας αρχίσει η επόμενη!
Μετάφραση: Michael Hardt
Θυμάστε την Αντεπανάσταση;
Τι σημαίνει η λέξη αντεπανάσταση; Δεν θα πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε ότι σημαίνει μόνο μια βίαιη καταστολή (αν και, βεβαίως, αυτό είναι πάντα μέρος της), ούτε είναι μια απλή αποκατάσταση του ancien regime, δηλαδή η αποκατάσταση της κοινωνικής τάξης που είχε διαλυθεί από συγκρούσεις και εξεγέρσεις. Η αντεπανάσταση είναι κυριολεκτικά η επανάσταση από την ανάποδη. Με άλλα λόγια, είναι μια ορμητική καινοτομία τρόπων παραγωγής, μορφών ζωής και κοινωνικών σχέσεων που, ωστόσο, παγιώνουν και θέτουν ξανά σε κίνηση την καπιταλιστική κυριαρχία. Η αντεπανάσταση, όπως ακριβώς και ο συμμετρικός της αντίπαλος, δεν αφήνει τίποτα αναλλοίωτο. Δημιουργεί μια μακρά κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία η χρονική διαδοχή των γεγονότων μοιάζει να επιταχύνεται. Δημιουργεί ενεργά τη δική της "νέα τάξη πραγμάτων", σφυρηλατώντας νέες νοοτροπίες, πολιτισμικές συνήθειες, γούστα και έθιμα - εν ολίγοις, μια νέα κοινή λογική. Πηγαίνει στη ρίζα των πραγμάτων και εργάζεται μεθοδικά.
Αλλά υπάρχει και κάτι περισσότερο: η αντεπανάσταση απολαμβάνει τις ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις και τις ίδιες ακριβώς (οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές) τάσεις με τις οποίες θα μπορούσε να ασχοληθεί η επανάσταση- καταλαμβάνει και αποικίζει το έδαφος του αντιπάλου- δίνει διαφορετικές απαντήσεις στα ίδια ερωτήματα. Με άλλα λόγια, επανερμηνεύει με τον δικό της τρόπο το σύνολο των υλικών συνθηκών που θα έκαναν απλώς νοητή την κατάργηση της μισθωτής εργασίας και ανάγει αυτές τις συνθήκες σε κερδοφόρες παραγωγικές δυνάμεις. (Αυτό το ερμηνευτικό έργο διευκολύνθηκε ως ένα βαθμό στην Ιταλία από τη χρήση των φυλακών υψίστης ασφαλείας). Επιπλέον, η αντεπανάσταση αντιστρέφει τις ίδιες τις μαζικές πρακτικές που έμοιαζαν να παραπέμπουν στον μαρασμό της κρατικής εξουσίας και στην ενσάρκωση της ριζοσπαστικής αυτοδιοίκησης, μετατρέποντάς τες σε αποπολιτικοποιημένη παθητικότητα ή σε πλειονοτική συναίνεση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μια κριτική ιστοριογραφία, απρόθυμη να λατρέψει την αυθεντία των "απλών γεγονότων", πρέπει να προσπαθήσει να αναγνωρίσει, σε κάθε βήμα και κάθε πτυχή της αντεπανάστασης, τη σιλουέτα, το περιεχόμενο και τις ιδιότητες μιας εν δυνάμει επανάστασης.
Η ιταλική αντεπανάσταση ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και συνεχίζεται ακόμα και στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Περιέχει πολυάριθμες διαστρωματώσεις. Όπως ένας χαμαιλέοντας, έχει αλλάξει αρκετές φορές την εμφάνισή της: ο "Ιστορικός Συμβιβασμός" μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών και του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο θριαμβευτικός σοσιαλισμός υπό την ηγεσία του Bettino Craxi και η πολιτική μεταρρύθμιση του συστήματος που ακολούθησε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης είναι μερικά από τα προσωπεία της. Δεν είναι ωστόσο δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς με γυμνό μάτι το κυρίαρχο μοτίβο που διατρέχει όλες αυτές τις φάσεις. Ο ενιαίος πυρήνας της ιταλικής αντεπανάστασης των δεκαετιών του 1980 και του 1990 ενσωματώνει διάφορα στοιχεία: (1) την πλήρη επιβεβαίωση του μεταφορντικού τρόπου παραγωγής (ηλεκτρονικές τεχνολογίες, αποκέντρωση και ευελιξία των εργασιακών διαδικασιών, γνώση και επικοινωνία ως κύριοι οικονομικοί πόροι κ.ο.κ.)- (2) την καπιταλιστική διαχείριση της δραστικής μείωσης του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας (μέσω μιας αγοράς εργασίας που χαρακτηρίζεται από διαρθρωτική ανεργία, μερική απασχόληση, μακροχρόνια εργασιακή ανασφάλεια, αναγκαστικές πρόωρες συνταξιοδοτήσεις κ.ο.κ.)- και (3) τη δραματική κρίση, η οποία από πολλές απόψεις είναι μη αναστρέψιμη, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η Πρώτη Δημοκρατία, η οποία εγκαθιδρύθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει φτάσει στο τέλος της. Η Δεύτερη Δημοκρατία θέτει τις ρίζες της στην υλική θεμελίωση αυτών των νέων στοιχείων. Η Δεύτερη Δημοκρατία πρέπει να προσπαθήσει να καταστήσει τη μορφή και τις διαδικασίες διακυβέρνησης κατάλληλες για τους μετασχηματισμούς που έχουν ήδη συντελεστεί στους χώρους της παραγωγής και της αγοράς εργασίας. Με τη Δεύτερη Δημοκρατία, η μεταφορντική αντεπανάσταση βρίσκει τελικά τη δική της συγκρότηση και, έτσι, φτάνει στην ολοκλήρωσή της.
Στις ιστορικοπολιτικές θέσεις που ακολουθούν, θα επιχειρήσω να εξάγουμε κάποιες σημαντικές πτυχές από τις ιταλικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαπέντε ετών -συγκεκριμένα, εκείνες τις πτυχές που προσφέρουν ένα άμεσο εμπειρικό υπόβαθρο για τις θεωρητικές συζητήσεις που παρουσιάζονται σε αυτό το βιβλίο. Όταν, κατά τη διάρκεια αυτής της ιστορικής ανάλυσης, βρίσκω ένα συγκεκριμένο γεγονός παραδειγματικό (ή, στην πραγματικότητα, όταν θεωρώ ότι καθιστά ορατό ένα "επιστημολογικό ρήγμα" ή μια εννοιολογική καινοτομία), θα σταματήσω για να το διερευνήσω μέσω ενός εξιστορήματος, η λειτουργία του οποίου θα είναι παρόμοια με το προσκήνιο μιας κινηματογραφικής σκηνής.
242, 3
Θεση 1
Ο μεταφορντισμός στην Ιταλία πήρε το βάπτισμά του από το λεγόμενο κίνημα του '77. Σε εκείνους τους κοινωνικούς αγώνες, ένας εργαζόμενος πληθυσμός που χαρακτηριζόταν από την κινητικότητά του, τη χαμηλή εργασιακή ασφάλεια και την υψηλή συμμετοχή των φοιτητών και εμφορούνταν από μίσος για την "ηθική της εργασίας", επιτέθηκε μετωπικά στην παράδοση και την κουλτούρα της ιστορικής Αριστεράς και σηματοδότησε μια καθαρή ρήξη σε σχέση με τον εργάτη της γραμμής συναρμολόγησης. Ο μεταφορντισμός γεννήθηκε από αυτή την αναταραχή.
Το αριστούργημα της ιταλικής αντεπανάστασης ήταν ότι μετέτρεψε αυτές τις συλλογικές τάσεις, οι οποίες στο κίνημα του '77 ήταν mani fest ως αδιάλλακτος ανταγωνισμός, σε επαγγελματικές προϋποθέσεις, συστατικά της παραγωγής υπεραξίας και ζύμη για έναν νέο κύκλο καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο ιταλικός νεοφιλελευθερισμός της δεκαετίας του '80 ήταν ένα είδος ανεστραμμένου 1977. Το αντίστροφο, ωστόσο, είναι επίσης αληθές - εκείνη η παλιά περίοδος των συγκρούσεων συνεχίζει ακόμη και σήμερα να αντιπροσωπεύει την άλλη όψη του μεταφορντικού νομίσματος, την επαναστατική πλευρά. Το κίνημα του '77 αποτελεί (για να χρησιμοποιήσουμε την όμορφη έκφραση της Χάνα Άρεντ) ένα "μέλλον στην πλάτη μας", την ανάμνηση των πιθανών ταξικών αγώνων που μπορεί να λάβουν χώρα στην επόμενη φάση, μια μελλοντική ιστορία.
Πρώτο Παρέκβαση: Εργασία και μη εργασία ή η έξοδος του '77
Όπως κάθε αυθεντική καινοτομία, το κίνημα του '77 υπέστη την προσβολή να το εκλαμβάνουν ως φαινόμενο περιθωριοποίησης - εκτός από την κατηγορία (που στην πραγματικότητα δεν είναι αντιφατική αλλά συμπληρωματική της πρώτης) ότι είναι παρασιτικό. Οι έννοιες αυτές αντιστρέφουν την πραγματικότητα με τόσο πλήρη και ακριβή τρόπο που μπορεί να μας φανούν χρήσιμες. Στην πραγματικότητα, εκείνοι που θεωρούσαν ότι οι "ξυπόλυτοι διανοούμενοι" του '77 (οι φοιτητές-εργαζόμενοι και οι εργαζόμενοι-φοιτητές, καθώς και οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση και οι προ-καριώδεις εργαζόμενοι κάθε είδους) ήταν περιθωριακοί ή παρασιτικοί, ήταν ακριβώς εκείνοι που θεωρούσαν ότι η σταθερή εργασία στα εργοστάσια διαρκών καταναλωτικών αγαθών ήταν "κεντρική" και "παραγωγική". Αυτοί ήταν που έβλεπαν αυτά τα νέα θέματα από το βανταζικό σημείο του κύκλου της ανάπτυξης σε παρακμή - ένα σημείο που σήμερα μπορεί να αναγνωριστεί ως περιθωριακό και παρασιτικό. Αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά, ωστόσο, τους μεγάλους μετασχηματισμούς των παραγωγικών διαδικασιών και της κοινωνικής εργάσιμης ημέρας που ξεκίνησαν εκείνη την περίοδο, δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσει στους πρωταγωνιστές αυτών των αγώνων του δρόμου κάποια σύνδεση με την καρδιά των παραγωγικών δυνάμεων.
Το κίνημα του '77 έδωσε για μια στιγμή φωνή στη νέα ταξική σύνθεση, η οποία είχε αρχίσει να διαμορφώνεται μετά την πετρελαϊκή κρίση και τις απολύσεις στα μεγάλα εργοστάσια, στην αρχή της διαδικασίας της βιομηχανικής ανασυγκρότησης. Ήταν
δεν είναι η πρώτη φορά που ένας ριζικός μετασχηματισμός του τρόπου παραγωγής συνοδεύεται από την πρώιμη συγκρουσιακότητα των στρωμάτων της εργατικής δύναμης που βρίσκονται στα πρόθυρα να γίνουν ο κεντρικός άξονας του νέου παραγωγικού σχήματος. Θυμηθείτε, για παράδειγμα, τον κοινωνικό κίνδυνο που χαρακτήριζε τον δέκατο όγδοο αιώνα τους Άγγλους αλήτες, οι οποίοι είχαν ήδη εκδιωχθεί από τα χωράφια και βρίσκονταν στα πρόθυρα να εργαστούν στην πρώιμη μεταποιητική παραγωγή. Θα μπορούσε κανείς επίσης να επισημάνει τους αγώνες των αποχαρακτηρισμένων εργατών στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1910, δηλαδή την περίοδο που προηγήθηκε άμεσα της εφαρμογής της φορντικής και τεϋλοριστικής παραγωγής που βασίστηκε ακριβώς στη συστηματική αποχαρακτηρισμό της εργασίας. Κάθε ξαφνική μεταμόρφωση της οργάνωσης της παραγωγής είναι καταρχήν προορισμένη να ανακαλέσει εκ νέου τους πόνους της "πρωταρχικής συσσώρευσης", έχοντας να μετατρέψει μια σχέση μεταξύ "πραγμάτων" (δηλαδή νέες τεχνολογίες, διαφορετικές κατανομές επενδύσεων και εργατική δύναμη με ορισμένες συγκεκριμένες προϋποθέσεις) σε κοινωνική σχέση. Ακριβώς σε αυτό το πέρασμα, ωστόσο, μπορεί μερικές φορές να προκύψει η υποκειμενική στροφή αυτού που θα γίνει αργότερα η αδιαμφισβήτητη πορεία των γεγονότων.
Οι αγώνες του '77 ανέλαβαν ως δική τους υπόθεση τη ρευστοποίηση της αγοράς εργασίας, καθιστώντας την πεδίο κοινωνικής συσσωμάτωσης και σημείο ισχύος. Η κινητικότητα μεταξύ διαφορετικών θέσεων εργασίας και μεταξύ εργασίας και μη εργασίας καθόρισε (αντί να διαταράξει) τις ομοιογενείς πρακτικές και τις κοινές συνήθειες που χαρακτήριζαν τις υποκειμενικότητες και τις συγκρούσεις. Σε αυτό το πλαίσιο άρχισε να διαφαίνεται η τάση που τα επόμενα χρόνια αναλύθηκε από τον Ralf Dahrendorf, τον Andre Gorz και πολλούς άλλους: η μείωση της παραδοσιακής χειρωνακτικής εργασίας, η ανάπτυξη της πνευματικής εργασίας σε μαζικό επίπεδο και η αύξηση της ανεργίας λόγω των επενδύσεων (δηλαδή λόγω της οικονομικής ανάπτυξης και όχι λόγω των εμποδίων της). Το κίνημα έδωσε έτσι σε αυτή την τάση ένα είδος μερικής αναπαράστασης: την έκανε για πρώτη φορά ορατή, τη βάφτισε κατά κάποιον τρόπο, αλλά παραμόρφωσε τη φυσιογνωμία της, δίνοντάς της ένα ανταγωνιστικό πρόσωπο. Αυτό που ήταν ουσιώδες ήταν η αναγνώριση μιας δυνατότητας - η αντίληψη της μισθωτής εργασίας ως ένα επεισόδιο στη ζωή μας και όχι ως φυλακή. Ακολούθησε τότε μια αντιστροφή των προσδοκιών: άρνηση να προσπαθήσουμε να μπούμε στο εργοστάσιο και να μείνουμε εκεί, και αντίθετα αναζήτηση κάθε τρόπου να το αποφύγουμε και να το εγκαταλείψουμε. Η κινητικότητα δεν αποτελούσε πλέον μια επιβαλλόμενη συνθήκη αλλά μια θετική απαίτηση και την κύρια επιδίωξη- η σταθερή εργασία, που ήταν ο πρωταρχικός στόχος, θεωρούνταν πλέον εξαίρεση ή παρένθεση.
Σε μεγάλο βαθμό ήταν αυτές οι τάσεις, και όχι η βία των αγώνων, που έκαναν τους νέους του '77 ακατανόητους για τα παραδοσιακά στοιχεία του εργατικού κινήματος. Κατέστησαν την ανάπτυξη στον τομέα της μη εργασίας και την αστάθειά της σε μια συλλογική πορεία, μια συνειδητή μετανάστευση μακριά από [244, 5]. από την εργοστασιακή εργασία. Αντί να αντισταθούν με όλες τους τις δυνάμεις στην παραγωγική αναδιάρθρωση, αμφισβήτησαν τα όρια και τις κατευθύνσεις της, προσπαθώντας να την εκτρέψουν προς όφελός τους. Αντί να κλειστούν σε ένα πολιορκημένο φρούριο, καταδικασμένοι σε παθιασμένη ήττα, δοκίμασαν τις δυνατότητες να δελεάσουν τον αντίπαλο να επιτεθεί σε άδεια φρούρια, εγκαταλελειμμένα εδώ και καιρό. Η αποδοχή της κινητικότητας συνδυάστηκε τόσο με το αίτημα ενός εγγυημένου εισοδήματος όσο και με την ιδέα ενός είδους παραγωγής πιο κοντά στις απαιτήσεις της αυτοπραγμάτωσης. Αναπτύχθηκε έτσι ένα ρήγμα στη σχέση μεταξύ παραγωγής και κοινωνικοποίησης. Στιγμές κοινοτικής ένωσης βιώθηκαν εκτός και ενάντια στο πεδίο της άμεσης παραγωγής. Σε αυτό το σημείο, αυτή η ανεξάρτητη κοινωνικότητα άρχισε να αναγνωρίζεται και στον εργασιακό χώρο, ως ανυπακοή. Και ένα αποφασιστικό στοιχείο αυτού ήταν η δυνατότητα "συνεχούς εκπαίδευσης", δηλαδή η συνέχιση του σχολείου ακόμη και μετά την εύρεση εργασίας. Αυτό τροφοδότησε τη λεγόμενη ακαμψία της προσφοράς εργασίας, αλλά, το σημαντικότερο, δημιούργησε μια συνθήκη κατά την οποία οι θέσεις ασταθούς και παράνομης εργασίας καλύπτονταν από υποκείμενα των οποίων τα δίκτυα γνώσεων και πληροφοριών ήταν πάντα υπερβολικά σε σχέση με διάφορους και μεταβαλλόμενους ρόλους. Αυτή ήταν μια περίσσεια που δεν μπορούσε να τους αφαιρεθεί και δεν μπορούσε να περιοριστεί στη δεδομένη μορφή εργασιακής συνεργασίας. Η επένδυση και η σπατάλη της ήταν σε κάθε περίπτωση συνδεδεμένες με τη δυνατότητα να κατοικηθεί και να κατοικηθεί με σταθερό τρόπο μια περιοχή που βρισκόταν εκτός της εμβέλειας του μισθού.
Αυτό το σύνολο πρακτικών είναι προφανώς διφορούμενο. Είναι δυνατόν να διαβαστεί, στην πραγματικότητα, ως μια παβλοφική απάντηση στην κρίση του κράτους πρόνοιας. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, παλιά και νέα υποκείμενα που είχαν εξαρτηθεί από τη βοήθεια κατεβαίνουν στο πεδίο για να υπερασπιστούν τους δικούς τους θύλακες, χαράσσοντας διάφορους θύλακες των δημόσιων δαπανών. Θα ενσάρκωναν έτσι εκείνα τα πλασματικά κόστη που οι νεοφιλελεύθερες και οι πολιτικές κατά της πρόνοιας προσπαθούσαν να καταργήσουν ή τουλάχιστον να περιορίσουν. Η παραδοσιακή Αριστερά μπορεί επίσης να υπερασπιστεί αυτή την ψευδή θέση, με κάποια αμηχανία, και να καταδικάσει αυτό το είδος "παρασιτισμού". Ίσως όμως το κίνημα του '77 να μπορεί να δείξει την κρίση του κράτους πρόνοιας υπό ένα εντελώς διαφορετικό πρίσμα, επαναπροσδιορίζοντας ριζικά τη σχέση πλοίου μεταξύ εργασίας και βοήθειας, μεταξύ πραγματικού κόστους και "ψεύτικου κόστους", μεταξύ παραγωγικότητας και παρασιτισμού. Η έξοδος από το εργοστάσιο, η οποία εν μέρει πρόλαβε και εν μέρει έδωσε ένα διαφορετικό νόημα στην αρχόμενη διαρθρωτική ανεργία, υποδηλώνει με προκλητικό τρόπο ότι στην αφετηρία της χρεοκοπίας του Κράτους Πρόνοιας βρίσκεται, ίσως, η αποτυχία να αναπτυχθεί επαρκώς ο τομέας της μη εργασίας. Δηλαδή, δεν υπάρχει υπερβολικά πολλή μη-εργασία, αλλά υπερβολικά λίγη. Πρόκειται, λοιπόν, για μια κρίση που προκαλείται όχι από τις υποτιθέμενες διαστάσεις της βοήθειας, αλλά από το γεγονός ότι η βοήθεια χορηγήθηκε, σε μεγάλο βαθμό, με τη μορφή μισθωτής εργασίας. Και προκλήθηκε επίσης, αντιστρόφως, από το γεγονός ότι η μισθωτή εργασία θεωρήθηκε, από ένα σημείο και μετά, ως βοήθεια. Εξάλλου, η πολιτική της πλήρους απασχόλησης δεν γεννήθηκε τη δεκαετία του 1930 με το χρυσό σύνθημα "σκάψε τρύπες και μετά γέμισέ τες";
Το κεντρικό σημείο, το οποίο αναδύθηκε το 1977 με συγκρουσιακές μορφές και στη συνέχεια κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 συνεχίστηκε ως οικονομικό παράδοξο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, είναι το εξής: η χειρωνακτική εργασία, κατανεμημένη σε διάφορες επαναλαμβανόμενες εργασίες, αποδεικνύεται, λόγω του διογκωμένου και συνάμα άκαμπτου κόστους της, μη ανταγωνιστική σε σχέση με την αυτοματοποίηση και γενικά με μια νέα αλληλουχία εφαρμογών της επιστήμης στην παραγωγή. Η εργασία δείχνει έτσι το πρόσωπο του υπερβολικού κοινωνικού κόστους, της έμμεσης βοήθειας, συγκαλυμμένης και υπερδιαμεσολαβημένης. Το να έχουμε καταστήσει τις φυσικές εργασίες ριζικά "αντιοικονομικές", ωστόσο, είναι το εξαιρετικό αποτέλεσμα πολυετών αγώνων των εργαζομένων -και αυτό σίγουρα δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρεπόμαστε. Το κίνημα του '77, επαναλαμβάνω, έκανε στιγμιαία αυτό το αποτέλεσμα δικό του, καταδεικνύοντας με τον δικό του τρόπο τον κοινωνικά παρασιτικό χαρακτήρα της εργασίας υπό το αφεντικό. Από πολλές απόψεις ήταν ένα κίνημα στο απόγειο του νεοφιλελεύθερου νέου κύματος: αντιμετώπισε τα ίδια προβλήματα που θα αντιμετώπιζε αργότερα ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά αναζήτησε διαφορετικές λύσεις. Έψαχνε για διεξόδους, αλλά δεν τις βρήκε, και γρήγορα κατέρρευσε. Ακόμη και αν παρέμεινε μόνο ένα σύμπτωμα, ωστόσο, το κίνημα αυτό αντιπροσώπευε τη μόνη δικαίωση μιας εναλλακτικής πορείας για τη διαχείριση της φάσης του τέλους της "πλήρους απασχόλησης".
Θέση 2
Αφού συνέβαλε τόσο στην εξόντωση (συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής καταστροφής) των ταξικών κινημάτων όσο και στην πρώτη φάση της βιομηχανικής ανασυγκρότησης, η ιστορική Αριστερά αποκλείστηκε σταδιακά από την πολιτική σκηνή. Το 1979, η κυβέρνηση των "ευρέων συμφωνιών" (που ονομάστηκε επίσης κυβέρνηση της "εθνικής αλληλεγγύης"), η οποία υποστηρίχθηκε ανεπιφύλακτα από το Κομμουνιστικό Κόμμα και το συνδικάτο του, έφτασε στο τέλος της. Η εξουσία της πολιτικής πρωτοβουλίας επέστρεψε εξ ολοκλήρου στα χέρια των μεγάλων επιχειρήσεων και των κεντρώων κομμάτων.
Σαν να έπαιζαν ένα κλασικό πλέον σενάριο, οι ρεφορμιστικές εργατικές οργανώσεις συνδιαλέχθηκαν προς την κατεύθυνση του κράτους σε μια μεταβατική φάση, που χαρακτηριζόταν από ένα "όχι πια" (όχι πια το φορντιστικό-κεϋνσιανό μοντέλο) και ένα "όχι ακόμα" (όχι ακόμα η πλήρης ανάπτυξη της δικτυακής επιχείρησης, της άυλης εργασίας και των τεχνολογιών των υπολογιστών). Η πολιτική της μετάβασης στόχευε στην ανάσχεση και την εκ νέου πίεση της κοινωνικής ανυπακοής. Στη συνέχεια, μόλις ξεκίνησε ο νέος κύκλος ανάπτυξης, οι μαζικοί εργάτες της γραμμής συναρμολόγησης έχασαν οριστικά το βάρος τους τόσο σε σχέση με την πολιτική όσο και με τις συμβατικές διαπραγματεύσεις. Η επίσημη Αριστερά έγινε ένα ανίσχυρο κέλυφος, που έπρεπε να απορριφθεί το συντομότερο δυνατό. 246, 7
Η παρακμή του Κομμουνιστικού Κόμματος έχει τις ρίζες της στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Είναι μια "δυτική" ιστορία, μια ιταλική ιστορία, που συνδέεται με τη νέα διαμόρφωση των εργασιακών διαδικασιών. Μόνο μια οπτική αυταπάτη έκανε να φαίνεται ότι αυτή η παρακμή, που το 1990 οδήγησε στη διάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος και στη δημιουργία του Δημοκρατικού Κόμματος της Αριστεράς (PDS), προκλήθηκε από τη συγχώνευση του Κόμματος με τον "πραγματικό σοσιαλισμό" της Ανατολικής Ευρώπης και έτσι επισπεύσθηκε από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Η συμβολική κύρωση της ήττας που υπέστη η ιστορική Αριστερά συνέβη πραγματικά στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Το 1984, η κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Bettino Craxi κατάργησε το "σημείο απρόβλεπτου", δηλαδή τον μηχανισμό με τον οποίο οι μισθοί αναπροσαρμόζονταν αυτόματα στον πληθωρισμό. Το Κομμουνιστικό Κόμμα εισήγαγε δημοψήφισμα για την επαναφορά αυτού του σημαντικού στόχου που είχε κερδηθεί από τους αγώνες των συνδικάτων τη δεκαετία του 1970. Το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε το 1985 και έχασε με συντριπτική πλειοψηφία. Η συνέπεια αυτής της πανωλεθρίας ήταν ότι από εκείνο το σημείο και μετά το Κόμμα και το συνδικάτο του πήραν μόνο "ρεαλιστικές" θέσεις, σε συνεργασία με την κυβέρνηση, για τους μισθούς και την εργάσιμη ημέρα. Από το 1985 και μετά, δεν υπήρχε πια "σοσιαλδημοκρατική" ή "συνδικαλιστική" προστασία των ματεριακών συνθηκών της εξαρτημένης εργασίας. Η μεταφορντική εργατική τάξη θα έπρεπε να ζήσει την πρώτη της περίοδο χωρίς να μπορεί να υπολογίζει στο "δικό της" κόμμα ή στο "δικό της" συνδικάτο. Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ στην Ευρώπη από τις ημέρες της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης.
ΔεύτερηΠαρεκκβαση: Αλλαγές στη σκηνή του εργοστασίου αυτοκινήτων της Fiat τη δεκαετία του 1980
Οι αλλαγές στο εργοστάσιο αυτοκινήτων της Fiat στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 καταδεικνύουν με υποδειγματική σαφήνεια την άγρια "διαλεκτική" που λειτουργούσε ανάμεσα στον συγκρουσιακό αυθορμητισμό του νεαρού εργατικού δυναμικού, του Κομμουνιστικού Κόμματος και μιας επιχείρησης που ετοιμαζόταν να αλλάξει τη φυσιογνωμία της. Ως ένα είδος μικρόκοσμου, η Fiat προέβλεψε και περιέλαβε τη "μεγάλη μεταμόρφωση" που επρόκειτο να βιώσει η Ιταλία. Ήταν μια πράξη, χωρισμένη σε τρεις σκηνές.
Σκηνή 1: Τον Ιούλιο του 1979 η παραγωγή της Fiat διακόπηκε από μια βίαιη απεργία που από πολλές απόψεις έμοιαζε με πραγματική κατάληψη του εργοστασίου. Ήταν η κορυφαία στιγμή μιας διαμάχης για μια συνολική σύμβαση εργασίας, αλλά πάνω απ' όλα ήταν το τελευταίο μεγάλο επεισόδιο της εργατικής επίθεσης της δεκαετίας του 1970. Οι δέκα χιλιάδες νέοι εργάτες που είχαν αρχίσει να εργάζονται στη Fiat μόλις τα προηγούμενα δύο χρόνια ήταν από τους πιο ενεργούς συμμετέχοντες. Επρόκειτο για "εκκεντρικούς" εργάτες, παρόμοιους από κάθε άποψη (νοοτροπία, σχολική εκπαίδευση και μητροπολιτικές συνήθειες) με τους φοιτητές και τους εργάτες με ασταθή απασχόληση που είχαν γεμίσει τους δρόμους το 1977. Οι νέοι εργάτες αυτοπροσδιορίζονταν από το επιμελές σαμποτάζ τους στους ρυθμούς της εργασίας: Η "βραδύτητα" ήταν το πάθος τους. Με τον αποκλεισμό του εργοστασίου της Fiat ήθελαν να επιβεβαιώσουν την "πορώδη" ή την ελαστικότητα του χρόνου παραγωγής. Το Κομμουνιστικό Κόμμα και το συνδικάτο τους αποκήρυξαν, καταδικάζοντας ανοιχτά την αποστροφή τους προς την εργασία. Σκηνή 2: Το φθινόπωρο του 1979, η Fiat εξαπέλυσε αντεπίθεση, απολύοντας εξήντα έναν εργάτες που ήταν οι ιστορικοί ηγέτες των αγώνων στο χώρο του εργοστασίου. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι εργάτες δεν απολύθηκαν με το πρόσχημα κάποιου επιχειρηματικού λόγου. Ο επίσημος λόγος για το μέτρο ήταν η εικαζόμενη εμπλοκή των εξήντα ενός εργατών με την "τρομοκρατία". Λίγη σημασία είχε το γεγονός ότι οι δικαστές δεν είχαν συγκεκριμένα στοιχεία για να χρησιμοποιήσουν στη δίωξη των υπόπτων. Η εταιρεία "ήξερε" και αυτό ήταν αρκετό. Αυτό το επεισόδιο των εξήντα ενός απολυμένων εργατών ήταν σε απόλυτη αρμονία με την κυβέρνηση της "εθνικής αλληλεγγύης" και τη στρατηγική της να εξισώνει όλους τους εξωθεσμικούς κοινωνικούς αγώνες με την ένοπλη εξέγερση. Το Κομμουνιστικό Κόμμα και το συνδικάτο υποστήριξαν την απόφαση της Fiat, περιορίζοντας την κριτική σε λίγους για κακές λεπτομέρειες.
Σκηνή 3:
Ένα χρόνο αργότερα, το φθινόπωρο του 1980, η Fiat παρουσίασε ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης που προέβλεπε τριάντα χιλιάδες απολύσεις. Το φορντιστικό εργοστάσιο επρόκειτο να διαλυθεί και να γίνει χώρος για μελλοντική βιομηχανική αρχαιολογία. Ακολούθησε μια απεργία τριάντα πέντε ημερών στην οποία το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο είχε πλέον αποχωρήσει από τον κυβερνητικό συνασπισμό, έριξε όλη την οργανωτική του δύναμη. Ο γενικός γραμματέας του κόμματος, Enrico Berlinguer, πραγματοποίησε συνέλευση στις πύλες του εργοστασίου - ένα γεγονός που τα επόμενα χρόνια έγινε αντικείμενο λατρείας από τους αγωνιστές της επίσημης Αριστεράς. Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Υποστηρίζοντας την αποπομπή των εξήντα ενός εργατικών ηγετών και καταδικάζοντας και καταστέλλοντας τον αυθόρμητο αγώνα των νεοπροσληφθέντων εργατών, το Κομμουνιστικό Κόμμα και το συνδικάτο είχαν καταστρέψει την εργατική οργάνωση στο εργοστάσιο. Με άλλα λόγια, είχαν πριονίσει το άκρο πάνω στο οποίο και οι ίδιοι, παρ' όλα αυτά, κάθονταν. Μόνο μια ανέντιμη ή αυτοεξαπατώμενη ιστοριογραφία θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η απεργία των τριάντα πέντε ημερών ήταν ο αποφασιστικός αγώνας, το γεγονός της καμπής. Στην πραγματικότητα, όλα είχαν διαδραματιστεί νωρίτερα, μεταξύ 1977 και 1979. Για να κερδίσει τη διαμάχη, η Fiat μπορούσε να βασιστεί στη μαζική της βάση: τους εργάτες μεσαίου επιπέδου, τους εργοδηγούς και τους υπαλλήλους γραφείου. Τον Οκτώβριο του 1980, η Fiat οργάνωσε μια πορεία στο Τορίνο ενάντια στη συνέχιση της απεργίας των εργατών και προσέλκυσε ένα μεγάλο κοινό σαράντα χιλιάδων διαδηλωτών. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης της Fiat πέρασε.
Θέση 3
Μεταξύ 1984 και 1989, η ιταλική οικονομία γνώρισε μια σύντομη χρυσή εποχή. Οι δείκτες παραγωγικότητας αυξάνονταν συνεχώς, οι εξαγωγές επεκτείνονταν και το χρηματιστήριο [48, 9 ] παρουσίαζε συνεχή ανάπτυξη. Η αντεπανάσταση ξεδίπλωσε το πρότυπο που ήταν τόσο αγαπητό στον άρρωστο Ναπολέοντα μετά το 1848: Enrichissez-vous, πλουτίστε τους εαυτούς σας. Οι κορυφαίοι τομείς της έκρηξης ήταν τα ηλεκτρονικά, η βιομηχανία επικοινωνιών (ήταν τα χρόνια κατά τα οποία η εταιρεία του Silvio Berlusconi, η Fininvest, αναπτύχθηκε πάρα πολύ), η εκλεπτυσμένη χημική βιομηχανία, η "μεταμοντέρνα" κλωστοϋφαντουργία όπως η Benetton (η οποία οργανώνει άμεσα την εμπορία του προϊόντος) και οι επιχειρήσεις που προμηθεύονται υπηρεσίες και στοιχεία υποδομής. Ακόμα και η αυτοκινητοβιομηχανία, μόλις συρρικνώθηκε και αναδιαρθρώθηκε, συσσώρευσε εξαιρετικά κέρδη για αρκετά χρόνια.
Η φύση της αγοράς εργασίας άλλαξε δραστικά αυτά τα χρόνια. Η απασχόληση ήταν λιγότερο θεσμοθετημένη και βραχυπρόθεσμη. Υπήρξε τεράστια ανάπτυξη της "γκρίζας ζώνης" της ημιαπασχόλησης και της διαλείπουσας ή βραχυχρόνιας εργασίας. Αυτό οδήγησε στην ταχεία εναλλαγή της υπερεκμετάλλευσης και της αδράνειας. Συνολικά, η ζήτηση για βιομηχανική εργασία μειώθηκε. Ο Μαρξ, όταν έγραφε για τον "υπερπληθυσμό" ή τον "εφεδρικό στρατό της μισθωτής εργασίας" (εν συντομία, για τους ανέργους), διέκρινε τρεις τύπους: ρευστό υπερπληθυσμό (σήμερα θα το ονομάζαμε αυτό τζίρο, πρόωρες συνταξιοδοτήσεις κ.ο.κ.), λανθάνουσα υπερπληθυσμό (στον οποίο η τεχνολογική καινοτομία θα μπορούσε να μειώσει την εργασία ανά πάσα στιγμή) και στάσιμο υπερπληθυσμό (που περιλαμβάνει την παράνομη εργασία, την υπόγεια εργασία και την εργασία χωρίς εργασιακή ασφάλεια). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, ξεκινώντας από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι έννοιες με τις οποίες ο Μαρξ ανέλυσε τον βιομηχανικό εφεδρικό στρατό εφαρμόστηκαν τώρα αντί για τον τρόπο ύπαρξης της ίδιας της εργατικής τάξης. Το σύνολο της απασχολούμενης εργατικής δύναμης βίωνε τη δομική συνθήκη του "υπερπληθυσμού" (είτε ρευστού, είτε λανθάνοντος, είτε στάσιμου). Η εργατική δύναμη ήταν πάντα δυνητικά περιττή.
Η έννοια του "επαγγελματισμού" επαναπροσδιορίστηκε έτσι ριζικά. Αυτό που εκτιμάται και απαιτείται από τον μεμονωμένο εργαζόμενο δεν περιλαμβάνει πλέον τις "αρετές" που παραδοσιακά αποκτώνται στον εργασιακό χώρο ως αποτέλεσμα της βιομηχανικής πειθαρχίας. Οι πραγματικά αποφασιστικές ικανότητες που απαιτούνται για την ολοκλήρωση των καθηκόντων που απαιτεί η μεταφορντική παραγωγή είναι αυτές που αποκτώνται εκτός των διαδικασιών της άμεσης παραγωγής, στον "κόσμο της ζωής". Με άλλα λόγια, ο επαγγελματισμός δεν έχει γίνει πλέον τίποτε άλλο από μια γενική κοινωνικότητα, μια ικανότητα διαμόρφωσης διαπροσωπικών σχέσεων, μια ικανότητα για την κατάκτηση πληροφοριών και την ερμηνεία γλωσσικών μηνυμάτων και μια ικανότητα προσαρμογής σε συνεχείς και ξαφνικές ανακατατάξεις. Το κίνημα του '77 τέθηκε έτσι σε λειτουργία. Ο νομαδισμός του, η απέχθειά του για μια σταθερή δουλειά, η επιχειρηματική του αυτάρκεια, ακόμη και η προτίμησή του για ατομική αυτονομία και πειραματισμό, συγκεντρώθηκαν στην καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής. Αρκεί, για παράδειγμα, να αναφέρουμε τη μαζική ανάπτυξη στην Ιταλία τη δεκαετία του 1980 της "αυτόνομης εργασίας", ή μάλλον του συνόλου των μικροεπιχειρήσεων, οι οποίες μερικές φορές ήταν κάτι περισσότερο από οικογενειακές επιχειρήσεις, που ιδρύθηκαν από εκείνους που προηγουμένως ήταν εξαρτημένοι εργαζόμενοι. Αυτή η "αυτόνομη εργασία" είναι πράγματι η συνέχεια της μετανάστευσης μακριά από το καθεστώς του εργοστασίου που ξεκίνησε το '77, αλλά είναι αυστηρά υποταγμένη στις μεταβλητές απαιτήσεις των μεγάλων επιχειρήσεων -ή, ακριβέστερα, είναι ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο οι μεγαλύτεροι ιταλικοί βιομηχανικοί όμιλοι κατάφεραν να ξεφύγουν από ένα μέρος του κόστους παραγωγής τους. Η αυτόνομη εργασία συμπίπτει σχεδόν πάντα με εξαιρετικά υψηλά επίπεδα αυτοεκμετάλλευσης.
Θέση 4
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSI), με επικεφαλής τον Bettino Craxi, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός από το 1983 έως το 1987, ήταν για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα η πολιτική οργάνωση που κατανόησε και ερμήνευσε καλύτερα τον παραγωγικό, κοινωνικό και πολιτισμικό μετασχηματισμό που συντελούνταν στην Ιταλία.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, στην προσπάθειά του να διασφαλίσει την επιβίωσή του, διεξήγαγε ένα είδος ανταρτοπόλεμου ενάντια στη συνεπή πολιτική των δύο μεγάλων κομμάτων, των Χριστιανοδημοκρατών και των Κομμουνιστών, για την αναζήτηση συμφωνίας σε μείζονα νομοθετικά και κυβερνητικά ζητήματα. Για το λόγο αυτό, κατά την περίοδο που ο Άλντο Μόρο κρατούνταν αιχμάλωτος από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, ο Craxi αντιτάχθηκε στη γραμμή χωρίς συμβιβασμούς (που προωθούσαν οι κομμουνιστές και αποδέχονταν οι Χριστιανοδημοκράτες), υποστηρίζοντας αντίθετα τις διαπραγματεύσεις με τους τρομοκράτες για την απελευθέρωση του ομήρου. Για τον ίδιο λόγο, το Σοσιαλιστικό Κόμμα αντιτάχθηκε στους ειδικούς νόμους για τη δημόσια τάξη, στη λογική της "έκτακτης ανάγκης" και στον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών προκειμένου να καταπολεμηθούν οι παράνομες ένοπλες ομάδες. Προκειμένου να ξεφύγει από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των δύο μεγάλων εταίρων του (των κομμουνιστών και των χριστιανοδημοκρατών), το Σοσιαλιστικό Κόμμα τοποθετήθηκε ως ένα πολιτικό στοιχείο που αρνήθηκε να προσκυνήσει τους "λόγους του κράτους". Οι ειδωλολάτρες δεν θα τους συγχωρήσουν ποτέ. Ως αποτέλεσμα αυτών των μάλλον ελευθεριακών θέσεων, το Σοσιαλιστικό Κόμμα κέρδισε την εύνοια ορισμένων στοιχείων που είχαν συμμετάσχει προηγουμένως στην άκρα Αριστερά, εκτός από διάφορα άλλα κοινωνικά υποκείμενα που είχαν ανθίσει κατά μήκος του αρχιπελάγους του κινήματος του '77.
Για αρκετά χρόνια το Σοσιαλιστικό Κόμμα κατόρθωσε να προσφέρει μια μερική πολιτική εκπροσώπηση στα στρώματα της εξαρτημένης εργασίας που ήταν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα της καπιταλιστικής αναδιαμόρφωσης της παραγωγής. Ειδικότερα, επηρέασε και προσέλκυσε τη "μαζική διανόηση" - με άλλα λόγια, εκείνους που εργάζονται παραγωγικά με πρώτες ύλες τη γνώση, την πληροφόρηση και την επικοινωνία. Θέλω να είμαι σαφής σε αυτό το σημείο. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα σε διαφορετικές περιόδους και διαφορετικά εθνικά πλαίσια όπου τα αντιδραστικά κόμματα αποτελούνταν από αγρότες ή ανέργους [250, 1] - σκεφτείτε, για παράδειγμα, το λαϊκιστικό κίνημα στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Με τον ίδιο τρόπο, στην Ιταλία της δεκαετίας του 1980, το Σοσιαλιστικό Κόμμα ήταν το αντιδραστικό κόμμα της μαζικής διανόησης. Αυτό σημαίνει ότι δημιούργησε μια αποτελεσματική σύνδεση με την κατάσταση, τη νοοτροπία, τις επιθυμίες και τις μορφές ζωής αυτής της εργατικής δύναμης, αλλά τα έστρεψε όλα προς τα δεξιά. Η σύνδεση ήταν πραγματική και η στροφή αλάνθαστη. Αν αγνοήσει κανείς μία από αυτές τις πτυχές, το όλο φαινόμενο γίνεται ακατανόητο.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα οργάνωσε τα υψηλότερα στοιχεία (από άποψη θέσης και εισοδήματος) της μαζικής διανόησης ενάντια στην υπόλοιπη εξαρτημένη εργατική δύναμη. Αρθρώθηκε σε ένα νέο σύστημα ιεραρχιών και προκρίθηκε η υπεροχή της γνώσης και της πληροφορίας στην παραγωγική διαδικασία. Προώθησε μια κουλτούρα στην οποία η "διαφορά" έγινε συνώνυμη της ανισότητας, της κοινωνικής θέσης και της καταπίεσης, τρέφοντας τον μύθο του "λαϊκού φιλελευθερισμού".
Θέση 5
Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ιταλία η λεγόμενη μεταμοντέρνα σκέψη δεν είχε θεωρητική συνοχή, αλλά άμεση πολιτική σημασία. Πιο συγκεκριμένα, υπήρξε ένα είδος σκέψης εν μέρει παρηγορητικής (επειδή προσπάθησε να καταδείξει την "αναγκαιότητα" της ήττας των ταξικών κινημάτων της δεκαετίας του 1970) και εν μέρει απολογητικής (επειδή δεν κουράστηκε ποτέ να υμνεί την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, εξυμνώντας τις δυνατότητες που ενυπάρχουν στην "κοινωνία της γενικευμένης επικοινωνίας"). Η μεταμοντέρνα σκέψη προσέφερε μια μαζική ιδεολογία στην αντεπανάσταση της δεκαετίας του 1980. Όλη η συζήτηση για το "τέλος της ιστορίας" δημιούργησε στην Ιταλία μια ευφορική παραίτηση. Ο αδιάκριτος ενθουσιασμός για τον πολλαπλασιασμό των τρόπων ζωής και των πολιτιστικών στυλ αποτελούσε ένα μικρό μεταφυσικό προ-αποθετήριο, απόλυτα λειτουργικό για την επιχείρηση δικτύου, τις ηλεκτρονικές τεχνολογίες και την αιώνια ανασφάλεια της εργασιακής σχέσης. Οι μεταμοντέρνοι ιδεολόγοι, που συχνά δρούσαν στα μέσα ενημέρωσης, ανέλαβαν το ρόλο της επιβολής μιας άμεσης ηθικοπολιτικής κατεύθυνσης στη μεταφορντική εργατική εξουσία, καλύπτοντας ως ένα βαθμό τη λειτουργία που παραδοσιακά έπαιζαν οι κομματικοί αξιωματούχοι.
Τρίτο Παρεκβαση: Ιταλική ιδεολογία
Στη δεκαετία του 1980, οι κυρίαρχες ιδέες πολλαπλασιάστηκαν, διαφοροποιήθηκαν και εκφράστηκαν σε χίλιες και μία διαλέκτους, ενίοτε πικρά η μία εναντίον της άλλης. Η καπιταλιστική νίκη στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας επέτρεψε έναν αχαλίνωτο πλουραλισμό: "Υπάρχει χώρος πίσω", όπως λέει η πινακίδα στο λεωφορείο. Και όμως, η ενασχόληση με την "ιταλική ιδεολογία" απαιτεί να εντοπίσουμε αυτή την αυτοϊκανοποιημένη διάσπαση σε ένα ενιαίο κέντρο βάρους, σε στέρεες κοινές προϋποθέσεις. Σημαίνει να διερευνήσουμε τις διασταυρώσεις, τις συνενοχές και τις συμπληρωματικότητες μεταξύ θέσεων που είναι φαινομενικά πολύ μακριά.
Πώς η ιταλική κουλτούρα της δεκαετίας του 1980 μοιάζει με σκηνή φάτνης, με γαϊδούρια, Μάγους, βοσκούς, αγία οικογένεια και ούτω καθεξής - διάφορες μάσκες για ένα ενιαίο θέαμα; Μια πτυχή είναι η διαδεδομένη τάση να φυσικοποιούνται οι διάφορες κοινωνικές δυναμικές. Για άλλη μια φορά η κοινωνία αναδιαμορφώθηκε ως μια "δεύτερη φύση" προικισμένη με ακατονόμαστους αντικειμενικούς νόμους. Αυτό που διαφέρει, και αυτό είναι το πραγματικά αξιοσημείωτο σημείο, είναι ότι στις καθημερινές κοινωνικές σχέσεις εφαρμόζονται τα μοντέλα, οι κατηγορίες και οι μεταφορές της μετακλασικής επιστήμης: Η θερμοδυναμική του Prigogine αντί της νευτώνειας γραμμικής αιτιότητας, η κβαντική φυσική στη θέση της παγκόσμιας βαρύτητας και ο σοφιστικέ βιολογισμός της θεωρίας συστημάτων του Luhmann αντί του "μύθου των μελισσών" του Mandeville. Τα ιστορικο-κοινωνικά φαινόμενα ερμηνεύονται με βάση έννοιες όπως η εντροπία, τα φράκταλ και η αυτοποίηση. Οι κοινωνικές συνθέσεις προτείνονται με βάση την αρχή της απροσδιοριστίας και το παράδειγμα της αυτοαναφορικότητας.
Η μεταμοντέρνα ιταλική ιδεολογία προϋποθέτει την κοινωνιολογική χρήση της κβαντικής φυσικής και την ερμηνεία των παραγωγικών δυνάμεων ως αιτιώδης κινητήρας των στοιχειωδών σωματιδίων. Αλλά από πού προέρχεται αυτή η ανανεωμένη τάση να αντιμετωπίζεται η κοινωνία ως φυσική τάξη; Και το σημαντικότερο, αν εφαρμοστεί στις κοινωνικές σχέσεις, τι είδους έκτακτες μεταλλάξεις είναι αυτές οι απροσδιόριστες και αυτοαναφορικές έννοιες της σύγχρονης φυσικής επιστήμης, που είναι ταυτόχρονα σύμπτωμα και μυστικοποίηση; Μπορούμε να διακινδυνεύσουμε αυτή τη δοκιμαστική απάντηση: η μεγάλη καινοτομία που υποκρύπτει αυτή η πρόσφατη και πολύ συγκεκριμένη φυσικοποίηση της ιδέας της κοινωνίας έχει να κάνει με το ρόλο της εργασίας. Η αδιαφάνεια που φαίνεται να αφορά τις συμπεριφορές των ατόμων και των ομάδων απορρέει από τη φθίνουσα σημασία της εργασίας (βιομηχανικής, χειρωνακτικής και επαναλαμβανόμενης εργασίας) τόσο στην παραγωγή πλούτου όσο και στη διαμόρφωση ταυτοτήτων, "εικόνων του κόσμου" και αξιών. Αυτή η "αδιαφάνεια" είναι σίγουρα κατάλληλη για μια απροσδιοριστική αναπαράσταση. Ενώ η εργασία χάνει τη λειτουργία της ως πρωταρχικός κοινωνικός σύνδεσμος, καθίσταται αδύνατο να εντοπιστεί η "θέση" των απομονωμένων σωμάτων, η "κατεύθυνσή" τους ή το αποτέλεσμα των μεταξύ τους ενεργειών. Η απροσδιοριστία επιτείνεται, εξάλλου, από το γεγονός ότι η μεταφορντική παραγωγική δραστηριότητα δεν διαμορφώνεται πλέον ως μια σιωπηλή αλυσίδα αιτίου και αποτελέσματος, προγενέστερων και επόμενων, αλλά μάλλον μέσω της γλωσσικής επικοινωνίας, και επομένως μέσω μιας διαδραστικής συσχέτισης στην οποία κυριαρχεί η ταυτόχρονη ύπαρξη και δεν υπάρχει μονοσήμαντη αιτιώδης κατεύθυνση. Η ιταλική ιδεολογία ("αδύναμη σκέψη", η αισθητική του θραύσματος, [252, 3] η κοινωνιολογία της "πολυπλοκότητας" κ.ο.κ.) αντιλαμβάνεται, αλλά και υποβαθμίζει στη φύση, τη νέα σύνδεση της γνώσης, της επικοινωνίας και της παραγωγής.
Θέση 6
Ποιες είναι οι μορφές αντίστασης στην αντεπανάσταση; Και ποιες είναι οι συγκρούσεις που αναδύονται από το νέο ιταλικό κοινωνικό τοπίο, το οποίο η αντεπανάσταση έχει ορίσει τόσο εμφανώς; Θα ήταν χρήσιμο, πρώτα απ' όλα, να ξεκαθαρίσουμε ένα αρνητικό σημείο: στον κατάλογο αυτών των μορφών και συγκρούσεων δεν περιλαμβάνεται η πρακτική των Ιταλών Πρασίνων. Ενώ στη Γερμανία και αλλού ο οικολογισμός κληρονόμησε θέματα και ζητήματα από το 1968, στην Ιταλία αντίθετα ο οικολογισμός γεννήθηκε ενάντια στους ταξικούς αγώνες της δεκαετίας του 1970. Ήταν ένα μετριοπαθές πολιτικό κίνημα, γεμάτο από εκείνους που είχαν αποκηρύξει και καταγγείλει τη ριζοσπαστική δράση. Άλλες συλλογικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων θα μας φανούν πιο χρήσιμες εδώ: πρώτον, τα "κοινωνικά κέντρα" που ιδρύθηκαν από νέους σε όλη την Ιταλία, δεύτερον, οι επιτροπές της εξωσυνδικαλιστικής βάσης που δημιουργήθηκαν στους χώρους εργασίας από τα μέσα της δεκαετίας του '80 και τρίτον, το φοιτητικό κίνημα που το 1990 παρέλυσε για αρκετούς μήνες την πανεπιστημιακή δραστηριότητα, αντιμετωπίζοντας κριτικά τον "σκληρό πυρήνα" του μεταφορντισμού, ή μάλλον την κεντρική θέση της γνώσης στην παραγωγική διαδικασία.
Τα κοινωνικά κέντρα, τα οποία αναπτύχθηκαν σε όλη τη χώρα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, έδωσαν σώμα σε μια επιθυμία για απόσχιση-απόσχιση από τις κυρίαρχες μορφές ζωής, από τους μύθους και τις τελετουργίες των νικητών και από το θόρυβο των μέσων ενημέρωσης. Αυτή η απόσχιση εκφράζεται ως μια εκούσια περιθωριοποίηση, ένα αυτοεπιβαλλόμενο γκέτο, ένας κόσμος ξεχωριστός. Συγκεκριμένα, ένα "κοινωνικό κέντρο" είναι ένα άδειο κτίριο που καταλαμβάνεται από νέους και μετατρέπεται σε χώρο εναλλακτικών δραστηριοτήτων, όπως συναυλίες, θέατρο, συλλογική καφετέρια, βοήθεια για ξένους μετανάστες και δημόσιες συζητήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κέντρα έχουν δώσει λαβή σε μικρές καλλιτεχνικές επιχειρήσεις, θυμίζοντας το παλιό μοντέλο του σοσιαλιστικού "συνεταιρισμού" των αρχών του αιώνα. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, προώθησαν (ή στην πραγματικότητα μόνο υπαινίχθηκαν) ένα είδος δημόσιας σφαίρας που δεν φιλτράρεται από τους κρατικούς μηχανισμούς. Με τον όρο δημόσια σφαίρα εννοώ ένα περιβάλλον ελεύθερης συζήτησης για ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος, από την εθνική οικονομική κρίση μέχρι το αποχετευτικό σύστημα της γειτονιάς, από τους πολέμους στην πρώην Γιουγκοσλαβία μέχρι τα προσωπικά προβλήματα με τα ναρκωτικά. Τα τελευταία χρόνια, ένας μεγάλος αριθμός των κέντρων έχει αξιοποιήσει τα εναλλακτικά δίκτυα υπολογιστών που κυκλοφορούν πολιτικά έγγραφα, ψίθυρους και κραυγές από το κοινωνικό "υπόγειο", ειδήσεις από κοινωνικούς αγώνες και προσωπικά μηνύματα. Συνολικά, η εμπειρία των κοινωνικών κέντρων ήταν μια προσπάθεια να δοθεί αυτόνομη φυσιογνωμία και θετικό περιεχόμενο στον αυξανόμενο χρόνο της μη εργασίας. Η προσπάθεια αυτή εμποδίστηκε, ωστόσο, από την τάση να κατασκευαστεί αυτό που στην Ιταλία φαντάζεται ως "ινδιάνικος καταυλισμός", ένα είδος ξεχωριστής και απομονωμένης κοινότητας, η οποία, σχεδόν πάντα, σημάδεψε (και στεναχώρησε) την εμπειρία. Οι επιτροπές εργατικής βάσης, γνωστές ως Cobas (Comitati di base)σχηματίστηκαν αρχικά μεταξύ των εκπαιδευτικών (των οποίων η αξιομνημόνευτη και νικηφόρα εργατική διαμάχη σταμάτησε τα σχολεία το 1987), των σιδηροδρομικών και των υπαλλήλων των δημόσιων υπηρεσιών. Στη συνέχεια, οι Cobas εξαπλώθηκαν σε ορισμένο αριθμό εργοστασίων (ιδίως στο εργοστάσιο της Alfa Romeo, όπου υπονόμευσαν το παραδοσιακό συνδικάτο (CGIL) στις εσωτερικές εκλογές). Οι επιτροπές βάσης οδήγησαν αρκετές σχετικά σοβαρές συγκρούσεις για τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας. Αρνούνται να θεωρηθούν "νέο συνδικάτο", επιδιώκοντας μάλλον να συνδεθούν με τα κοινωνικά κέντρα και τους φοιτητές και επιχειρώντας έτσι να σκιαγραφήσουν ένα περίγραμμα μορφών πολιτικής οργάνωσης στο επίπεδο της μεταφορντικής "πολυπλοκότητας". Δίνουν φωνή, πάνω απ' όλα, σε ένα αίτημα για δημοκρατία. Αυτή η δημοκρατία στρέφεται κατά των νομοθετικών μέτρων που καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 αναίρεσαν ουσιαστικά το δικαίωμα απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων. Απευθύνεται επίσης κατά του συνδικάτου εν γένει, το οποίο, έχοντας εκτοπιστεί από τις νέες παραγωγικές διαδικασίες, επαναπροσδιορίστηκε ως μια αυταρχική κρατική δομή, υιοθετώντας μεθόδους και διαδικασίες αντάξιες μιας μονοπωλιακής εμπιστοσύνης. Η τύχη της Cobas έφτασε στο αποκορύφωμά της το φθινόπωρο του 1992 κατά τη διάρκεια των απεργιών διαμαρτυρίας που ακολούθησαν τον οικονομικό ελιγμό της κυβέρνησης Amato (η οποία μείωσε δραστικά τις "κοινωνικές δαπάνες", τις συντάξεις, την ιατρική βοήθεια κ.ο.κ.). Σε όλες τις μεγάλες ιταλικές πόλεις υπήρξαν βίαιες διαδηλώσεις κατά του συνδικαλιστικού "δωσιλογισμού" και οι αντιδιαδηλώσεις της Cobas διέκοψαν τις συνδικαλιστικές συναντήσεις. Ήταν μια μικρή Τιενανμέν, η οποία άρχισε να ξεκαθαρίζει λογαριασμούς με το "κρατικό μονοπωλιακό συνδικάτο".
Ενώ τα κοινωνικά κέντρα και οι Cobas ενσάρκωναν, περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικά, τις αρετές της "αντίστασης", το φοιτητικό κίνημα (που ονομάστηκε κίνημα των Πανθήρων επειδή η γέννησή του τον Φεβρουάριο του 1990 συνέπεσε με την ευτυχή φυγή ενός πάνθηρα από τον ρωμαϊκό ζωολογικό κήπο) φάνηκε να παραπέμπει, τουλάχιστον για μια στιγμή, σε μια αληθινή και σωστή "αντεπίθεση" της μαζικής διανόησης. Η συγκυρία μεταξύ γνώσης και παραγωγής, που μέχρι τότε είχε δείξει μόνο το καπιταλιστικό της πρόσωπο, παρουσιάστηκε ξαφνικά ως μοχλός που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την προώθηση των συγκρούσεων και ως πολύτιμος πολιτικός πόρος. Τα πανεπιστήμια που είχαν καταληφθεί σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το κυβερνητικό σχέδιο "ιδιωτικοποίησης" της διδασκαλίας έγιναν, για αρκετούς μήνες, σημείο αναφοράς για εκείνη την άυλη εργασία (ερευνητές, τεχνικοί, ειδικοί στους υπολογιστές, καθηγητές, εργαζόμενοι στην πολιτιστική βιομηχανία κ.ο.κ.) που στις μεγάλες πόλεις εξακολουθούσε να εμφανίζεται μόνο ως διασκορπισμένη σε χίλια ξεχωριστά ρεύματα, χωρίς καμία συλλογική δύναμη. Το κίνημα των Πάνθηρων όμως γρήγορα έσβησε, αποτελώντας κάτι περισσότερο από ένα σύμπτωμα ή έναν οιωνό. Δεν κατόρθωσε να προσδιορίσει τους κατάλληλους 254, 5 στόχους που θα εξασφάλιζαν τη συνέχεια της πολιτικής δράσης. Παρέμεινε παράλυτο, αναλύοντας τον εαυτό του, αναλογιζόμενο τον ίδιο του τον ομφαλό. Η υπνωτική αυτοαναφορικότητα ξεκαθάρισε, ωστόσο, ένα σημαντικό σημείο: προκειμένου η μαζική διανόηση να εισέλθει στην πολιτική σκηνή και να καταστρέψει ό,τι αξίζει να καταστραφεί, δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια σειρά αρνήσεων, αλλά ξεκινώντας από τον εαυτό της πρέπει να παραδειγματίσει θετικά μέσω της κατασκευής και του πειραματισμού τι μπορούν να κάνουν οι άνδρες και οι γυναίκες έξω από την καπιταλιστική σχέση.
Θέση 7
Το1989, η κατάρρευση του "πραγματικού σοσιαλισμού" αναστάτωσε το πολιτικό σύστημα στην Ιταλία με πολύ πιο ριζοσπαστικό τρόπο από ό,τι στις άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης (συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, παρά τις επιπτώσεις της επανένωσης). Αυτός ο απρόβλεπτος σεισμός, ο οποίος συνέπεσε με βαριά σοκ οικονομικής ύφεσης, εμπόδισε την πλήρη ανάδυση ενός "αντίδοτου" στην καπιταλιστική εποχή της δεκαετίας του 1980, δηλαδή ενός συνόλου κοινωνικών αγώνων που είχαν ως στόχο να επιτύχουν τουλάχιστον μια φυσιολογική επανεξισορρόπηση στην κατανομή του εισοδήματος. Τα μηνύματα που εκτόξευσε το κίνημα Cobas και το κίνημα Panther, αντί να φτάσουν σε ένα κρίσιμο κατώφλι και να εξαπλωθούν σε διαρκείς μαζικές πρακτικές, καλύφθηκαν και βυθίστηκαν από το θόρυβο της θεσμικής αποτυχίας της Ιταλίας. Τα υποκείμενα και οι ανάγκες που προέκυψαν από τον μεταφορντικό τρόπο παραγωγής, μακριά από το να παρουσιάσουν τα αιτήματά τους στον απρόσεκτο μαθητευόμενο μάγο, έπρεπε να φορέσουν παραπλανητικές μάσκες που έκρυβαν τη φυσιογνωμία τους. Η ταχεία ανατροπή της Πρώτης Δημοκρατίας υπερπροσδιόρισε σε σημείο που να κάνει αγνώριστη την ταξική δυναμική της "επιχειρηματικής Ιταλίας" (για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση αγαπητή στον Σίλβιο Μπερλουσκόνι).
Η πτώση του τείχους του Βερολίνου δεν ήταν η αιτία της ιταλικής θεσμικής κρίσης, αλλά μάλλον η εξωγενής περίσταση στην οποία φάνηκε να ανθίζει και στην οποία έγινε εμφανής σε κάθε παρατηρητή. Το εθνικό πολιτικό σύστημα έπασχε από μια μακροχρόνια ασθένεια που δεν είχε καμία σχέση με τη σύγκρουση Ανατολής-Δύσης -μια ασθένεια της οποίας η επώαση άρχισε τη δεκαετία του 1970. Το σύστημα μαράζωνε από την κατανάλωση: τον μαρασμό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, των κανόνων και των διαδικασιών που τη χαρακτηρίζουν, καθώς και των ίδιων των θεμελίων στα οποία στηρίζεται. Η καταστροφή των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης είχε μεγαλύτερη επίδραση στην Ιταλία απ' ό,τι αλλού, ακριβώς επειδή προσέφερε το θεατρικό κοστούμι για μια εντελώς διαφορετική τραγωδία, ακριβώς επειδή επικάθισε σε μια κρίση διαφορετικής προέλευσης.
Η παρακμή της κοινωνίας της εργασίας είναι αυτή που έριξε τους μηχανισμούς της πολιτικής αντιπροσώπευσης σε βαθιά αταξία. Στην Ιταλία, από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, η πολιτική αντιπροσώπευση βασιζόταν στην ταυτότητα μεταξύ "παραγωγών" και "πολιτών". Το άτομο εκπροσωπήθηκε στην εργασία και η εργασία εκπροσωπήθηκε στο κράτος- αυτός ήταν ο πρωταρχικός άξονας της βιομηχανικής δημοκρατίας (αλλά και του κράτους της Παγκόσμιας Τράπουλας). Αυτός ο άξονας είχε ήδη καταρρεύσει όταν οι κυβερνήσεις της "εθνικής αλληλεγγύης" στα τέλη της δεκαετίας του 1970 θέλησαν να γιορτάσουν με μισαλλόδοξο ζήλο τις συνεχιζόμενες αξίες του. Ο άξονας κατέρρευσε στα επόμενα χρόνια, όταν ο μεγάλος μετασχηματισμός των παραγωγικών δομών ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Το απλώς υπολειμματικό βάρος της προσωποπαγούς εργασίας στην παραγωγή του πλούτου, ο καθοριστικός ρόλος που παίζουν σε αυτήν οι αφηρημένες γνώσεις και η γλωσσική επικοινωνία, καθώς και το γεγονός ότι οι διαδικασίες κοινωνικοποίησης έχουν το κέντρο βάρους τους εκτός του εργοστασίου και του γραφείου -όλα αυτά έκοψαν τους θεμελιώδεις δεσμούς της Πρώτης Δημοκρατίας, η οποία, όπως λέει το ιταλικό Σύνταγμα, "στηρίζεται στην εργασία". Οι μεταφορντικοί εργάτες είναι αυτοί που πρώτοι απομακρύνθηκαν από τη λογική της πολιτικής εκπροσώπησης. Δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε ένα "γενικό συμφέρον" και δεν είναι ποτέ πρόθυμοι να ενταχθούν στην κρατική μηχανή. Με επιφυλακτικότητα ή μίσος, παραμένουν αμήχανα στις παρυφές των πολιτικών κομμάτων, θεωρώντας τα μόνο ως φτηνούς εγγαστρίμυθους των συλλογικών ταυτοτήτων.
Αυτή η κατάσταση ανοίγει δύο δυνατότητες που δεν είναι μόνο διαφορετικές αλλά και εκ διαμέτρου αντίθετες. Η πρώτη είναι η χειραφέτηση της έννοιας της δημοκρατίας από την έννοια της αντιπροσώπευσης, και επομένως η επινόηση και η πρακτική μη αντιπροσωπευτικών μορφών δημοκρατίας. Αυτή δεν είναι, σαφώς, η ψευδής σωτηρία που θα προέκυπτε από μια απλή απλοποίηση της πολιτικής. Αντιθέτως, η μη αντιπροσωπευτική δημοκρατία απαιτεί ένα εξίσου σύνθετο και εξελιγμένο λειτουργικό στυλ. Στην πραγματικότητα, συγκρούεται άμεσα με τους κρατικούς διοικητικούς μηχανισμούς, διαβρώνοντας τα προνόμιά τους και απορροφώντας τις αρμοδιότητές τους. Η προσπάθεια να μεταφραστούν σε πολιτική δράση οι ίδιες αυτές παραγωγικές δυνάμεις -η επικοινωνία, η γνώση, η επιστήμη- είναι αυτό που έχει βαρύτητα στη μεταφορντική παραγωγική διαδικασία. Αυτή η πρώτη δυνατότητα παρέμεινε και θα συνεχίσει να παραμένει στο παρασκήνιο για αρκετό καιρό ακόμη. Αντίθετα, έχει επικρατήσει η αντίθετη δυνατότητα: η δομική αποδυνάμωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έχει αρχίσει να θεωρείται ως ένας τείνων περιορισμός της πολιτικής συμμετοχής, ή μάλλον της δημοκρατίας tout court. Στην Ιταλία, αυτοί που εφαρμόζουν τη θεσμική μεταρρύθμιση έχουν ισχυροποιηθεί μέσω της στέρεης και μη αναστρέψιμης κρίσης της αντιπροσώπευσης, χρησιμοποιώντας την για τη νομιμοποίηση μιας αυταρχικής αναδιοργάνωσης του κράτους.
Θέση 8
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 υπήρξαν πολλά και αδιαμφισβήτητα συμπτώματα που έδειχναν το άδοξο τέλος της Πρώτης Δημοκρατίας στην Ιταλία. Η πτώση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας προαναγγέλθηκε από διάφορα σημάδια, μεταξύ των οποίων τα ακόλουθα:
[256, 7] η "έκτακτη ανάγκη" (δηλαδή η προσφυγή σε ειδικούς νόμους και η συγκρότηση έκτακτων οργανισμών για την εφαρμογή των νόμων αυτών) ως σταθερή μορφή διακυβέρνησης, ως αποδεκτή θεσμική τεχνική για την αντιμετώπιση, κατά καιρούς, του ένοπλου λαθρομετανάστευσης, του δημόσιου χρέους ή των μεταναστευτικών προβλημάτων- η μεταφορά αρκετών λειτουργιών του πολιτικοκοινοβουλευτικού συστήματος στη διοικητική σφαίρα και, ως εκ τούτου, η επικράτηση των γραφειοκρατικών "διαταγμάτων" έναντι των νόμων, η υπέρτατη εξουσία του δικαστή (που επιβεβαιώθηκε κατά την καταστολή της τρομοκρατίας) και ο ρόλος του ως υποκατάστατου της πολιτικής που του δίνει αυτή η εξουσία- και οι ανώμαλες συμπεριφορές του προέδρου Κοσίγκα, ο οποίος στα τελευταία χρόνια της θητείας του άρχισε να ενεργεί "σαν να' ταν" η Ιταλία προεδρική (και όχι κοινοβουλευτική) δημοκρατία.
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, όλα τα συμπτώματα της επικείμενης κρίσης συμπυκνώθηκαν στην εκστρατεία (που υποστηρίχθηκε σχεδόν ομόφωνα από όλα τα θεσμικά κόμματα από τη Δεξιά έως την Αριστερά) για να κερδηθεί η δημόσια υποστήριξη για την εκκαθάριση του πιο ορατού συμβόλου της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: το αναλογικό κριτήριο των εκλογών για τη νομοθετική συνέλευση. Το 1993, αφού ένα δημοψήφισμα κατήργησε τα παλαιά πρότυπα, εισήχθη ένα πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη δικαστική επιχείρηση που ονομάστηκε mani pu/ite (καθαρά χέρια), η οποία έφερε κατηγορίες για διαφθορά εναντίον μεγάλου μέρους της πολιτικής τάξης, επιτάχυνε ή ολοκλήρωσε την αναίρεση των παραδοσιακών κομμάτων. Ήδη από το 1990, όπως σημείωσα, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα είχε μετασχηματιστεί σε Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς, εγκαταλείποντας κάθε εναπομείνασα αναφορά σε ταξική βάση και προτείνοντας τον εαυτό του ως "ελαφρύ" κόμμα ή κόμμα της κοινής γνώμης. Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα υποβαθμίστηκε σιγά-σιγά μέχρι το 1994, όταν και αυτό άλλαξε το όνομά του, και έγινε Λαϊκό Κόμμα. Τα μικρότερα κόμματα του κέντρου (συμπεριλαμβανομένου του Σοσιαλιστικού Κόμματος, το οποίο από πολλές απόψεις είχε προβλέψει την ανάγκη για ριζική θεσμική μεταρρύθμιση) εξαφανίστηκαν σχεδόν εν μία νυκτί.
Σε κάθε περίπτωση, η εξέχουσα πτυχή του παρατεταμένου σπασμού που συγκλόνισε το ιταλικό πολιτικό σύστημα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είναι η διαμόρφωση μιας νέας Δεξιάς. Αυτή δεν είναι σε καμία περίπτωση μια συντηρητική Δεξιά, αλλά μάλλον μια Δεξιά αφοσιωμένη στην καινοτομία, που επενδύει σε μεγάλο βαθμό στην έννοια της εξαρτημένης εργασίας και είναι ικανή να δώσει μια κομματική έκφραση στις κύριες παραγωγικές δυνάμεις της εποχής μας.
Θέση 9
Η νέα Δεξιά, η οποία ήρθε στην εξουσία με τις πολιτικές εκλογές του 1994, συγκροτείται κυρίως από δύο οργανωτικά υποκείμενα: τη Λέγκα του Βορρά (Λέγκα του Βορρά), που έχει τις ρίζες της αποκλειστικά στα βόρεια τμήματα της χώρας, και τη Φόρτσα Ιτάλια (Πάμε Ιταλία), το κόμμα με επίκεντρο τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ιδιοκτήτη πολλών τηλεοπτικών σταθμών, εκδοτικών οίκων, κατασκευαστικών εταιρειών και μεγάλων καταστημάτων λιανικής πώλησης.
Η Λέγκα του Βορρά επικαλείται τον μύθο της εθνικής αυτοδιάθεσης, της επανίδρυσης των ριζών: ο βόρειος πληθυσμός πρέπει να αξιοποιήσει τις παραδόσεις και τα έθιμά του, χωρίς να εκχωρήσει καμία εξουσία στους συγκεντρωτικούς μηχανισμούς του κράτους. Η τοπική ταυτότητα (με βάση την περιοχή ή την πόλη) αντιπαρατίθεται στον κενό καθολικισμό της πολιτικής εκπροσώπησης και στην αφόρητη αφαίρεση που συνεπάγεται η έννοια της ιθαγένειας. Η τοπική ταυτότητα που διακηρύσσει η Λέγκα του Βορρά, ωστόσο, έχει έντονα ρατσιστικές προεκτάσεις, ιδίως όσον αφορά τους Ιταλούς του Νότου και τους μετανάστες από χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η Λέγκα του Βορρά προτείνει μια μορφή φεντεραλισμού που συνυφαίνει το αρχαίο με το μεταμοντέρνο: ο Alberto da Giussano (ένας μεσαιωνικός condottiere από τη Λομβαρδία) συνδυάζεται με τον υπερφιλελευθερισμό και το σύνθημα "γη και αίμα" ρίχνεται μαζί με τη φορολογική εξέγερση. Αυτό το μάλλον ηχηρό μελάνι έδωσε φωνή στη διάχυτη αντικρατική τάση που ωρίμασε κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας στις πιο ανεπτυγμένες οικονομικά ζώνες της χώρας. Με τον καιρό, η Λέγκα του Βορρά θα μπορούσε να γίνει η μαζική βάση πάνω στην οποία οι μικρές και μεσαίες μεταφορντικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να επιτύχουν σχετική αυτονομία από το εθνικό κράτος. Με την παρουσία της νέας ποιότητας της παραγωγικής οργάνωσης και υπό το πρίσμα της επικείμενης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η ιταλική κρατική μηχανή έχει αποδειχθεί ανεπαρκής από πολλές απόψεις: η υποεθνική διαμαρτυρία της Λέγκα του Βορρά λειτουργεί παραδόξως ως στήριγμα για την καθυστέρηση της πολιτικής απόφασης σε υπερεθνικά ζητήματα. Η Forza Italia, από την άλλη πλευρά, αντικαθιστά τις παραδοσιακές διαδικασίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με μοντέλα και τεχνικές που προέρχονται από τον κόσμο των επιχειρήσεων. Το εκλογικό σώμα εξομοιώνεται με ένα (τηλεοπτικό) "κοινό", το οποίο αναμένεται να δώσει μια συναίνεση παθητική και δημοψηφισματική. Επιπλέον, η μορφή του κόμματος αναπαράγει πιστά τη δομή της "δικτυακής επιχείρησης". Οι "λέσχες" που υποστηρίζουν τη Forza Italia αναπτύχθηκαν με βάση την προσωπική πρωτοβουλία επαγγελματιών εκτός της συμβατικής πολιτικής, όπως ένας ζηλωτής διευθυντής γραφείου ή ένας επαρχιακός συμβολαιογράφος που αποφάσισε να κάνει όνομα. Αυτές οι λέσχες έχουν την ίδια σχέση με το κόμμα που έχουν οι αυτόνομες εργατικές και μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις με τη μητρική εταιρεία: για να προωθήσουν το δικό τους πολιτικό προϊόν, πρέπει να στηριχθούν σε ένα αναγνωρισμένο εμπορικό σήμα, αλλά σε αντάλλαγμα πρέπει να ακολουθήσουν ακριβείς κανόνες ύφους και συμπεριφοράς, φέρνοντας καλό όνομα στην εταιρεία υπό 258,9 την ετικέτα της οποίας εργάζονται. Όπως έκανε το Σοσιαλιστικό Κόμμα στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η Forza Italia εξασφάλισε την αφοσίωση των εργαζομένων που ασχολούνται με τις τεχνολογίες υπολογιστών και επικοινωνιών, δηλαδή μεταξύ των κοινωνικών τομέων που διαμορφώνονται στην τεχνολογική και ηθική καταιγίδα του μεταφορντισμού.
Η νέα Δεξιά αναγνωρίζει, και κάνει προσωρινά δικά της, στοιχεία που θα ήταν τελικά αντάξια των μεγαλύτερων ελπίδων μας: τον αντικρατισμό, τις συλλογικές πρακτικές που διαφεύγουν της πολιτικής εκπροσώπησης και τη δύναμη της μαζικής πνευματικής εργασίας. Τα διαστρεβλώνει όλα αυτά, καλύπτοντάς τα με μια κακή καρικατούρα. Και βάζει τέλος στην ιταλική αντεπανάσταση, τραβώντας την αυλαία αυτού του μακρού ιντερμέζου. Αυτή η πράξη τελείωσε - ας αρχίσει η επόμενη!
Μετάφραση: Michael Hardt
Θυμάστε την Αντεπανάσταση;
Το τιμημένο με αίμα και αγώνες σφυροδρέπανο και η ταξική σκοπιά και πάλη απουσίαζαν για χρόνια από την κυπριακή κοινωνία, παρόλο που είναι επάναγκες για τους εργαζομένους και το λαό. Το κενό αυτό φιλοδοξεί να καλύψει ένα νέο σωματείο με πολιτικό χαρακτήρα που ιδρύθηκε το Σάββατο 2 του Δεκέμβρη 2023 μετά από μακρόχρονη ζύμωση ανάμεσα σε άστεγους πολιτικά κομμουνιστές στην Κύπρο. Ακολουθεί το δελτίο Τύπου της Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας Κύπρου» (https://www.facebook.com/Cyprus.Communist.Initiative):
Με σύμβολο το σφυροδρέπανο και σύνθημα για ταξική πάλη ξεκινάει η προσπάθεια του νέου Σωματείου με πολιτικό χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το Σάββατο 2 του Δεκέμβρη 2023. Φιλοδοξεί να καλύψει το πολιτικό κενό που υπάρχει για χρόνια στην Κυπριακή κοινωνία, και να αποτελέσει δύναμη συσπείρωσης για τους αγώνες της εργατικής τάξης και των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων.
Το Σωματείο «Κομμουνιστική Πρωτοβουλία Κύπρου, για την ανασυγκρότηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος» παρουσιάζεται έτοιμο να δώσει τη δύσκολη μάχη απέναντι σε κάθε συστημική δύναμη και τους υφιστάμενους αρνητικούς συσχετισμούς.
Κατά τη διάρκεια της Ιδρυτικής Συνέλευσης του Σωματείου, ο Χρίστος Κουρτελλάρης, εκπροσωπώντας την οργανωτική επιτροπή, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι « Δεν μας έφερε εδώ μια πρόσκαιρη αγανάκτηση για το σύστημα που σκοτώνει ψυχές, ζωές και συνειδήσεις, δεν μας ένωσε μια οργή για όλους αυτούς που λυμαίνονται την ιστορία ενός ιστορικού εργατικού και λαϊκού κινήματος, αλλά η αγάπη για την τάξη μας και η ανάγκη για την ανασυγκρότηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος».
Στην κεντρική ομιλία της Συνέλευσης, ο Αλέξης Αντωνίου ανέλυσε λεπτομερώς τις αρχές και τους σκοπούς που περιλαμβάνονται στο καταστατικό της ΚΠΚ, απαντώντας μεταξύ άλλων, ότι στο δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», «εμείς δε συμβιβαζόμαστε με τη βαρβαρότητα».
Ακολούθησε πλούσια συζήτηση και τροποποιήσεις επί του προτεινόμενου καταστατικού, το οποίο εγκρίθηκε στο σύνολό του διά ψήφου. Στις αρχές και τους σκοπούς τονίζεται ότι η ΚΠΚ κατανοεί και επεξεργάζεται τον κόσμο μέσα από τα εργαλεία της μαρξιστικής-λενινιστικής επιστημονικής θεωρίας, εξηγώντας τη σύγχρονη πραγματικότητα, την εκμετάλλευση, τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και τις ανισότητες στη βάση των αντιθέσεων του καπιταλισμού, της μεγιστοποίησης του κέρδους και της συσσώρευσης του πλούτου στους λίγους εις βάρος της πλειοψηφίας που τον παράγει.
Περαιτέρω, το Σωματείο ενεργεί και συνδράμει στους αγώνες για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης, για την κατάργηση εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και για την κοινωνική πρόοδο του λαού μας. Με πρωτοβουλίες που περιλαμβάνουν ευρεία συζήτηση μεταξύ των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, το Σωματείο αποκαλύπτει τις αντιθέσεις που γεννά το απάνθρωπο σύστημα του καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού. Προτάσσει τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό ως λύση στα προβλήματα του λαού και υποστηρίζει τη διεθνιστική αλληλεγγύη.
Το Σωματείο στέκεται απέναντι στις λογικές ταξικής συνεργασίας, «εργατικής ειρήνης» και αστικής διαχείρισης του καπιταλισμού και παλεύει για αποδέσμευση από τον ιμπεριαλιστικό οργανισμό της ΕΕ, για την ειρήνη, ενάντια σε κάθε ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τις αιτίες και τις συνέπειές του για τους λαούς και τις συνδεδεμένες με τον ιμπεριαλισμό στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης. Αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και αναπτύσσει πλατιά συζήτηση για τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, για δωρεάν δημόσια παιδεία και υγεία, για πολιτισμό και αθλητισμό που θα ανταποκρίνονται στις λαϊκές ανάγκες της εποχής μας και τη λαϊκή ευημερία.
Για το Κυπριακό, δίνεται ιδιαίτερη σημασία ως ένα διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής από την Τουρκία και ξένων ΝΑΤΟϊκών ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Αυτές οι επεμβάσεις εργαλειοποίησαν και ενίσχυσαν τον εθνικισμό-σωβινισμό, με αποκορύφωμα το δίδυμο έγκλημα του προδοτικού φασιστικού πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής. Αυτή η δράση οδήγησε στη βίαιη διαίρεση της χώρας και του λαού μας, Ε/κ και Τ/κ. Παράλληλα υπογραμμίζεται ότι στη λύση θα πρέπει να θεσπίζονται η καθιέρωση αρχών και θεσμών που συγκρούονται με κάθε μορφή διάκρισης και ιδιαίτερα του εθνοτικού διαχωρισμού. «Η αναγκαία και επιτακτική λύση θα θέτει ως προαπαιτούμενο ο λαός να είναι κυρίαρχος αφέντης σε μια ακέραιη, ανεξάρτητη, ελεύθερη από εγγυητές, ξένα στρατεύματα και διαχωρισμούς, επανενωμένη πατρίδα», υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά στο καταστατικό, το οποίο θα κατατεθεί το επόμενο διάστημα στον Έφορο Σωματείων.
Οι εργασίες της Συνέλευσης έκλεισαν με αρχαιρεσίες, όπου μετά από μυστική ψηφοφορία αναδείχθηκαν τα 9 μέλη του πρώτου Διοικητικού Συμβουλίου της ΚΠΚ.
Το Δ.Σ. συνήλθε χθες βράδυ (7/12/2023) και καταρτίστηκε σε σώμα (με οριζόντια δομή όπως προνοεί το καταστατικό) ως εξής:
• Εκτελεστικός Γραμματέας: Χρίστος Κουρτελλάρης
• Οργανωτικός Γραμματέας: Λέανδρος Σαββίδης
• Γενικός Γραμματέας: Μάριος Ιωάννου
• Ταμίας: Άντρη Λουκά
• Μέλη (αλφαβητικά):
Αλέξης Αντωνίου
Χρυσάνθη Επιφανίου
Νικόλας Νικόλα
Γιάννης Σωκράτους
Μαρία Σωκράτους