BKP Genel Başkanı İzzet İzcan, Cenevre’de başlayan “ Beş Artı Bir Gayri Resmi Kıbrıs Zirvesinde “ tarafları yapıcı ve sonuç alıcı davranmaya çağırdı.
2017 Crans Montana zirvesinin üzerinden 8 yıl geçtiğini dile getiren İzcan, bunun yeterince uzun bir süre olduğunu, işlerin daha da kötüye gittiğini belirterek, Kıbrıs halkının yeni bir başarısızlığa tahammülü olmadığını vurguladı.
Bu zirveye BM Kıbrıs temsilcisinin atanması, güven yaratıcı önlemler konusunda yeni antlaşmalar ve resmi görüşme sürecinin takviminin belirlenmesi gibi uzlaşılar beklediklerini dile getiren İzzet İzcan, BM Genel Sekreteri Antonio Guterres’ten ısrarcı davranarak, sonuç alınması yönünde kararlılık sergilemesini istedi.
Kıbrıs sorununun BM kararları temelinde çözülmesinin kaçınılmaz olduğunu, iki devletli çözüm gibi taleplerle bunun dışına çıkılmasının mümkün olmadığını dile getiren BKP Genel Başkanı İzzet İzcan, Türkiye ve Kıbrıs Türk tarafının bunda ısrarlarının, Kıbrıs zirvesini başarısızlığa taşıyacağını vurguladı.
“ BKP, Birleşik Federal Kıbrısı savunmaya devam edecektir “ diyen İzzet İzcan, bulunacak çözümün AB muktesebatına uygun olması gerektiğini ve tüm Kıbrıslıların temel insan haklarına saygı göstermesini talep etti.
Kıbrıs’ın asker ve silahlardan arındırılarak, birleşik özgür bir ada olmasının temel hedefleri olduğunu dile getiren İzzet İzcan, bölgede yaşanan savaşlardan dersler çıkarılmasını talep etti.
Birleşik Kıbrıs Partisi Genel Başkanı İzzet İzcan, ülkemiz gece kulüplerinde kadınların yaşadığı dramların, Avrupa basınında manşetlere çıktığını belirterek “ Ülkemizin ünü sınırlarını aşmıştır “ dedi.
İngiltere’deki Daily Mail gazetesinin manşetlerini süsleyen Moldovya’lı Anastasia’nın yaşadıklarının utanç kaynağı olduğunu dile getiren İzzet İzcan, “ Kuzey Kıbrıs’a yöneticilik bahanesiyle getirilen, pasaportuna el konularak seks kölesi olmaya zorlanan ve sonucunda intihar ederek yaşamına son verdiği iddia edilen haberler araştırılmalı ve bu insanlık dışı faaliyetlere son verilmelidir “ dedi.
Benzer iddiaların geçmişte de dile getirildiğini belirten İzzet İzcan, devletin yaşananlara bilerek göz yumduğunu ve eğlence yerlerinin kadın ticaretinin yapıldığı yerlere dönüştürüldüğünü vurguladı.
Anastasia’nın ölümünün sadece intihar olarak değerlendirilmesinin kabul edilemez olduğunu dile getiren İzzet İzcan, onu bu intihara götüren nedenlerin ortaya çıkartılmasını, benzer durumda olan kadınların kurtarılmasını ve kadınları seks köleliğine zorlayan işletmelerin kapatılmasını talep etti.
“ Gözlerimizi kapatarak bu rezaletlerin devamına izin veremeyiz “ diyen BKP Genel Başkanı İzzet İzcan, UBP koalisyon hükümetini devekuşu misali başlarını soktukları kumdan çıkarmaya çağırdı.
Ο κ. Μάριος Χαρτσιώτης, υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, αντί να ταχθεί υπέρ της ελευθερίας έκφρασης και να καλωσορίσει την κριτική από την κοινωνία των πολιτών για τα κακώς έχοντα στο αστυνομικό σώμα, τα οποία επιβεβαιώθηκαν με τον πλέον επίσημο τρόπο μεταξύ άλλων με την πρόσφατη καταδίκη της Κύπρου από το ΕΔΑΔ στη γνωστή υπόθεση ομαδικού βιασμού της νεαρής Βρετανίδας στην Αγία Νάπα, μας κάλεσε αν έχουμε τα «κότσια … να βγάλουμε τις καρναβαλιστές μάσκες και να αφήσουμε τα πεζοδρόμια έξω από τη Βουλή».
Ο υπουργός παρέλαβε τη σκυτάλη από τον κ. Νίκο Λοϊζίδη, συνδικαλιστή αστυνομικό, ο οποίος για μια ολόκληρη βδομάδα περιφερόταν από μέσο σε μέσο για να προωθήσει την υπερψήφιση των υπέρμετρων εξουσιών περιορισμού του δικαιώματος συνάθροισης / ελευθερίας έκφρασης που προβλέπονται για την Αστυνομία στο νομοσχέδιο που κατέθεσε το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Ο κ. Λοϊζίδης την ίδια ώρα που δήλωνε απλός αστυνομικός χωρίς ακαδημαϊκή μόρφωση, παρουσιαζόταν ως ειδικός για τους κανονισμούς λειτουργίας της Βουλής, για την άρση της ασυλίας των βουλευτών, για την ελευθερία έκφρασης, κ.ά., εκφοβίζοντας και απειλώντας βουλευτές, ακαδημαϊκούς και ακτιβιστές που τόλμησαν να στηλιτεύσουν τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Αστυνομία και προειδοποιούσαν για τους κινδύνους περιορισμού του δικαιώματος έκφρασης με ποινικές διώξεις και εκδικητικές πράξεις από τους αστυνομικούς.
Επειδή τόσον ο κ. Λοϊζίδης όσο και ο κ. Χαρτζιώτης έκαναν επανειλημμένα αναφορά στην εκδήλωση έξω από τη Βουλή και το πανό «μπάτσοι, φασίστες δολοφόνοι», θα θέλαμε να διευκρινίσουμε τα πιο κάτω:
Οι δηλώσεις που ακολούθησαν τόσο από τον κ. Λοϊζίδη όσο και από τον κ. Χαρτζιώτη έχουν επιβεβαιώσει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο την ανάγκη προστασίας του δικαιώματος των πολιτών να αποκρύπτουν την ταυτότητά τους όταν εκφράζουν ειρηνικά επικριτικές και καταδικαστικές απόψεις, για τις οποίες εύλογα ανησυχούν για εκδικητικές πράξεις από μέρους των Αρχών και δη της Αστυνομίας.
Η ΚΙΣΑ απαιτεί από τον υπουργό Δικαιοσύνης και τον αρχηγό Αστυνομίας αντί να προπηλακίζουν, να μπουν σε διάλογο και να ακούσουν τις απόψεις και την κριτική της κοινωνίας των πολιτών για τα κακώς έχοντα στο αστυνομικό σώμα και το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης γενικότερα στην Κύπρο.
Τέλος, καλεί τα κόμματα και τη Βουλή να προστατεύσουν ως κόρην οφθαλμού το δικαίωμα στη διαμαρτυρία και όλων των άλλων μορφών ελευθερίας έκφρασης και να μην επιτρέψουν το νέο νομοθετικό πλαίσιο να παραχωρήσει τέτοιες εξουσίες και διακριτική ευχέρεια στην Αστυνομία, οι οποίες θα μπορούν να ασκηθούν αυθαίρετα για την υπόσκαψη ή/ και στέρηση αυτών των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Διοικητικό Συμβούλιο
Το ΕΔΑΔ στην απόφαση του παρατήρησε ότι η Κύπρος διέθετε μεν νομικό πλαίσιο για την προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων έμφυλης βίας όμως η συγκεκριμένη υπόθεση χαρακτηρίστηκε από μια σειρά ελλείψεων από τις ανακριτικές Αρχές, τις εισαγγελικές Αρχές και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στη βάση έμφυλων προκαταλήψεων.
Τον Ιούλιο του 2019 η Χ μετά από πίεση της αστυνομίας απέσυρε την καταγγελία της για ομαδικό βιασμό από ομάδα Ισραηλινών με αποτέλεσμα να βρεθεί κατηγορούμενη για «δημόσια βλάβη» με τον αρχικό της δικηγόρο να προσπαθεί να την πείσει για παραδοχή… ως το λιγότερο κακό!
Η ΚΙΣΑ μαζί με το Justice abroad μιλήσαμε τότε με την μητέρα της Χ και την ίδια της Χ η οποία πήρε την γενναία απόφαση να μην υποκύψει στις προτροπές για συμβιβασμό και να πολεμήσει για την δικαίωση της και ενώ ήδη τελούσε υπό κράτηση ως κατηγορούμενη. Στηρίξαμε την Χ στην απόφαση της και την βοηθήσαμε να μετακομίσει σε ένα πιο υποστηρικτικό περιβάλλον στη Λευκωσία.
Συνοδεύσαμε τη μάχη της για δικαίωση τόσο δικαστικά όσο και κινηματικά μαζί με πολλές άλλες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και πρόσωπα που την πίστεψαν και αγωνίστηκαν μαζί της για τη δικαίωση της. Το 2020 χάσαμε την πρώτη δικαστική μάχη σε μια δίκη που όσες την παρακολούθησαν κάθε άλλο παρά δίκαιη ήταν… όμως πετύχαμε μια απόφαση που δεν της στερούσε την ελευθερία της που ήταν και ο δεύτερος στόχος μας σε αυτή τη δίκη.
Υποβάλαμε στη συνέχεια έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της καταδίκης και η Χ επέστρεψε στη ΜΒ όπου με αρκετή στήριξη στάθηκε στα πόδια της και ξεκίνησε τις σπουδές της. Το 2022 το Ανώτατο ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και αθώωσε τη Χ όμως ο Γενικός Εισαγγελέας αρνήθηκε να επανανοίξει την υπόθεση βιασμού και να διερευνήσει εκ νέου τους ύποπτους που πανηγυρικά επέστρεψαν με την κάλυψη των κυπριακών αρχών πίσω στο Ισραήλ όπου τους υποδέχτηκαν ως «ήρωες».
Τον ίδιο χρόνο καταχωρήθηκε προσφυγή στο Ευρωπαϊκό́ Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), το οποίο με την χθεσινή απόφαση του δικαιώνει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τη Χ. Το ΕΔΑΔ διαπιστώνει στην ομόφωνη απόφαση του ότι υπήρξε παραβίαση των θετικών υποχρεώσεων που απορρέουν από τα άρθρα 3 και 8 για ορθή και πλήρη διερεύνηση αδικημάτων βίας κατά των γυναικών.
Πέραν από την δικαίωση της Χ και του αγώνα της, η απόφαση αποτελεί μια σημαντική νίκη για όλα τα θύματα βιασμού και εμφυλης βίας στη Κύπρο αφού το ΕΔΑΔ στην απόφαση του παρατηρεί «…ότι η παρούσα υπόθεση αποκαλύπτει ορισμένες προκαταλήψεις σχετικά με τις γυναίκες στην Κύπρο, οι οποίες εμπόδισαν την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας ως θύματος βίας λόγω φύλου και οι οποίες, εάν δεν ανατραπούν, κινδυνεύουν να δημιουργήσουν ένα υπόβαθρο ατιμωρησίας, αποθαρρύνοντας την εμπιστοσύνη των θυμάτων στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, παρά την ύπαρξη ικανοποιητικού νομοθετικού πλαισίου». Από αυτή την κατάληξη απορρέει και η υποχρέωση πλέον του κράτους να αναλάβει αποτελεσματική δράση και μέτρα για να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του για προστασία των θυμάτων έμφυλης βίας.
Η ΚΙΣΑ νοιώθει περήφανη που για μια ακόμη φορά έχει διαδραματίσει ένα τόσο ουσιαστικό ρόλο σε αυτό τον αγώνα δικαίωσης της Χ και ανάδειξης των σημαντικών προκαταλήψεων και παθογενειών που επικρατούν και που η πολιτεία οφείλει να ξεπεράσει στο τομέα της καταπολέμησης της έμφυλης βίας στη Κύπρο.
Θέλουμε να εκφράσουμε την αγάπη και σεβασμό μας στη Χ για την τόλμη, επιμονή και συνέπεια που επέδειξε από το 2019 μέχρι σήμερα για την απόφαση της να πολεμήσει για την αλήθεια και την δικαίωση της η οποία τελικά ήρθε με την απόφαση του ΕΔΑΔ.
Επίσης, θέλουμε να ευχαριστήσουμε το τον οργανισμό Justice Abroad, όλους τους επαγγελματίες που ενεπλάκησαν στην υπόθεση και ιδιαίτερα τους δικηγόρους Nicoletta Charalambidou & Michael Polak, όλα τα οργανωμένα σύνολα και ακτιβιστές, ακτιβίστριες καθώς και απλούς πολίτες και πολίτιδες που συστρατεύτηκαν μαζί μας και συνέβαλαν καθοριστικά γι’ αυτό το εξαιρετικά σημαντικό αποτέλεσμα τόσο για την Χ όσο και για τα θύματα έμφυλης βίας γενικότερα.
Ο αγώνας συνεχίζεται!
Διοικητικό Συμβούλιο
Article can be located on archive.is by pressing here.
—
The Cypriot art community has been shaken within the last week amidst reactions against the programming of Jan Fabre at the Cyprus International Theatre Festival.
With the organisers pulling every known move from the gaslighter’s hand book, what started as expression of outrage for the programming of an individual who has been found guilty for abuse and violence against 5 women from his dance company has somehow turned into a discussion on whether “cancel culture has gone too far”, on “whether artists can repent” and on “keeping an open mind and participate in dialogue”. Something very particular seems to have expanded into something “grey” and “complicated”. But is it?
This is not a matter of freedom of speech it is a matter of worker rights within the art industry
We don’t create art in a vacuum. It is an industry with an employer-worker relationship in place. While moral outrage over Jan Fabre’s continued recognition may be subjective, the foundation of this debate lies in objective realities about working conditions in the arts.
Unlike Renaissance times, the vast majority of artists do not enjoy the patronship of a Medici, they can’t just be taken care of and create art in a vacuum (although no art is ever created in a vacuum). The reality of today’s society is that an artist is more often than not also a worker, an employee or in the case of Fabre an employer who also receives money from a larger entity, in this case the Belgian government. With those benefits come responsibilities.
The Cyprus international Theatre Festival has been anything but forthcoming about Fabre’s problematic past. Initially when his participation in the lineup was announced the festival failed to mention any of the context surrounding him, perhaps hoping that no one would notice. Even when members of the Cyprus art community did notice, an orchestrated effort through identical press releases published in virtually every major outlet tried to convince otherwise; that this is about opening dialogue and freedom of expression. It is worth noting that this has been accompanied by jargon that significantly downplays Fabre’s record, shifting the discourse into more grey, “complicated” discussions about feelings and morality, which both can be subjective.
What is objectively a fact, is that his conviction was not a mere civil lawsuit seeking reparations but a criminal trial where guilt had to be proven beyond reasonable doubt. The court ruled that it was. Fabre received an 18-month suspended sentence and a five-year suspension of his civil rights, including voting and assembly, which remains in effect until 2027. Fabre is not just a “provocative personality”, he is a convicted criminal by the dictionary definition of the term. This doesn’t mean that individuals do not deserve a second chance, that is after all the purpose of a suspended sentence. But if CITF truly believes there is nothing reprehensible about its programming, why wasn’t there any transparency on who this individual is from the get go?
This case underscores systemic failures in the arts: blurred boundaries between creative expression and coercion, a culture of silence fostered by industry precariousness, and the lack of structures to protect workers. Unlike doctors or lawyers, artists face no professional oversight body; in the absence of regulatory deterrents, abuses persist under the guise of the “creative process.”
This issue extends beyond Mr Fabre; it is pervasive across artistic communities, including the Cypriot scene. The biblical saying, “Let he who is without sin cast the first stone,” feels particularly relevant. Boundaries in the creative process can sometimes be subjective, and rumors about colleagues—some of whom have spoken out on this case—circulate widely. Even I, as the writer, am not exempt from differing perceptions on my personal and professional integrity. This lack of a clear framework creates a vacuum, enabling behaviors like Fabre’s to take root in the first place.
Rather than debating Mr Fabre’s personal right to artistic expression, we should focus on the impact of his programming post-conviction—while he is still serving his sentence—on the industry as a whole. If a choreographer of his stature is found unfit to safeguard his employees yet continues to receive exposure that sustains his influence and power, effectively facing no real consequences, how can behaviors like his ever be denormalized?
No one can dictate to an Artistic Director, especially of a festival that is privately funded, what they can or cannot programme. Programmers, audiences and authors alike can celebrate and rejoice the privilege to “artistic expression” all they want. But it is the art workers who collectively have to bear the consequences by continuing to survive in an industry that resists any shifting towards sustainable, healthier and attainable expectations.
The lesson for the Cypriot art community
Fabre is just one piece of a larger issue, and while his art—undeniably compelling—is forever marked by the boundaries he repeatedly crossed, culminating in his conviction. The sold-out shows scheduled for next week are caught in the crossfire of debates that extend far beyond him or any single artist or artwork. That is, of course, if one chooses to prioritise the human factor over the final product, whatever that may be.
Whereas Fabre is a problem, the problem for the Cyprus art community is the vacuum that CITF claims to be filling. A vacuum created by the lack of long term, determined and achievable cultural policy on a state level.
A privately funded festival has found access to a municipal theatre with more ease than any other performing arts organisation or individual artist. With the exception of Diastasis and NEA KINISI when was the last time that Pattihio theatre was offered as an accessible venue for the presentation of any state funded dance performance? Almost 40% of Pattihio Municipal Theatre’s programming from now until October is promoted only in Russian, with no English or Greek descriptions.
This reality is deeply revealing—we are witnessing two parallel worlds on the island, especially in Limassol. In one, historically and culturally significant real estate with immense potential for thoughtful cultural development is steadily being acquired by private stakeholders. This was the case with old factories in Limassol, now housing commercial artistic spaces. These spaces, privately managed and accountable to no one, exert control over cultural affairs by monopolising venues, often offering them at “Russian prices.”
It is within this bubble that CITF finds its place—an event organised entirely by non-natives, seemingly indifferent to the withdrawal of the only native Cypriot productions from its lineup. Even their inclusion in the first place could be seen as decorative rather than integral to the festival’s programming. It does make one wonder if appropriating the name “Cyprus” and “International” comes from a point of audacity or from a point of reflecting a new state affairs on the island.
In a parallel reality, Dance House Lemesos remains without a home, struggling against Limassol’s hyperinflated real estate market—despite being one of the oldest and most dedicated organizations for contemporary dance in Cyprus. The city’s municipal theatre, Pattihio, lacks artistic direction, while in cities where municipal theatres do have leadership—like the Nicosia Municipal Theatre—there is little transparency. Questionable practices persist, such as programming young artists at festivals without a fixed payment fee, expecting them to rely solely on box office earnings in exchange for “exposure.” Just this past week, we learned that the Cyprus Youth Symphony Orchestra—one of the island’s most accomplished ensembles, with domestic and international recognition—has no fixed rehearsal space, and its academy’s budget for affordable, high-quality training has been cut.
The problem isn’t that “foreigners come and alter our culture.” It becomes a problem when private interests override collective needs, limiting the majority’s ability to shape its own future. Consider how MidBrain Ltd intervened in the redevelopment of the Limassol Municipal Garden playground without public consultation. If CITF did not carry a name suggesting it represents the collective Cypriot cultural community, perhaps the backlash wouldn’t have been as strong.
The reason private interests have taken over is because we, collectively, have not stepped up. Cyprus is overflowing with native talent, intelligence, and artistic inspiration. We don’t need to be “taught” culture—but we do need direction, not just in the arts but in governance. A recent poll from the Deputy Ministry of Culture identified the artistic community’s top priorities: increased funding and a legal framework for art workers. Both are essential, but as this case demonstrates, money and legality alone are not enough.
I wouldn’t waste more of my time discussing whether another problematic personality can or cannot express himself. I learnt a lot from his past work, but my personal ethics and logic push me to prioritise things that I deem more important than any kinds of art available out there.
But this is a time for reckoning for our community. Where are we heading at? What do we want culture on this island to look like in 10, 15, 20 years from now?
*Marita Anastasi is a Cypriot born and raised arts administrator and movement artist. She is currently Programming Coordinator at the English National Opera based in London.
Κριτική καταγραφή και σχολιασμός της κάλυψης της Ρώσικης εισβολής στην Ουκρανία από τη Δέφτερη Ανάγνωση. Γράφτηκε τον Απρίλιο του 2022 και κυκλοφόρησε σε κλειστό κύκλο. Δημοσιεύθηκε ανοιχτά τον Μάρτη του 2025.
Μπορεί να εντοπιστεί πατώντας εδώ.
Η πυρκαγιά που ξέσπασε τα ξημερώματα του περασμένου Σαββάτου, 15.02.2025 στη Λεμεσό, ξεκλήρισε πενταμελή οικογένεια με μικτή μεταναστευτική βιογραφία η οποία αποτελείτο από τους γονείς και τα τρία παιδιά τους ηλικίας 7, 3 και 2 ετών. Ακόμα μια ανείπωτη τραγωδία έχει συγκλονίσει ολόκληρη την κοινωνία θέτοντας με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο στο τραπέζι μια σειρά από σημαντικά θέματα για ασφαλή και αξιοπρεπή στέγαση, ως ένα από τα βασικότερα κοινωνικά δικαιώματα για το σύνολο του πληθυσμού της χώρας, στη βάση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών, ενδεχομένως η πυρκαγιά να προκλήθηκε από βραχυκύκλωμα στην ηλεκτρολογική εγκατάσταση ή από βλάβη σε ηλεκτρική συσκευή που υπήρχε στον ενιαίο χώρο του διαμερίσματος, το οποίο μεταξύ άλλων είχε διαχωριστεί για τις ανάγκες της οικογένειας με φτηνά οικοδομικά υλικά.
Από τις προτάσεις και μέτρα της κυβέρνησης αλλά και των πολιτικών κομμάτων για τη στεγαστική πολιτική διαπιστώνουμε ότι για ακόμα μια φορά δεν γίνεται καμιά αναφορά σε μετανάστες και πρόσφυγες, σε αντίθεση με άλλες ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού που αναφέρονται πολύ συγκεκριμένα.
Θεωρούμε ότι οι εκστρατείες που έχουν αναληφθεί το τελευταίο διάστημα από φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης με επίκεντρο την έξωση, αν όχι την εκδίωξη, μεταναστών και άλλων ευάλωτων ομάδων από ακατάλληλα και μη αδειοδοτημένα υποστατικά όχι μόνο δεν επιλύουν αλλά οδηγούν σε μεγαλύτερους κινδύνους και εκμετάλλευση τα επηρεαζόμενα άτομα.
Η ΚΙΣΑ συμφωνεί ότι η μόνη αποτελεσματική απάντηση στο πολύ σοβαρό αυτό θέμα είναι η χάραξη ολοκληρωμένης στεγαστικής πολιτικής που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες όλων των ομάδων του πληθυσμού, διασφαλίζοντας ιδιαίτερα το δικαίωμα των ευάλωτων ομάδων, όπως πολιτών με χαμηλά εισοδήματα, μετανάστες και πρόσφυγες, σε ασφαλή και αξιοπρεπή στέγη προσιτή στα οικονομικά τους δεδομένα.
Η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών και προσφύγων ζει σήμερα στη χώρα μας στη βάση των πολιτικών της κυβέρνησης με καθορισμένα έσοδα που ανταποκρίνονταν στα δεδομένα της δεκαετίας του 1990, είτε από την εργασία τους (π.χ. οικιακές εργάτριες) είτε από κοινωνικές παροχές, και που δεν υπερβαίνουν τα €400 – €450 τον μήνα. Όσο το κυπριακό κράτος συνεχίζει να κρατά τα έσοδα αυτών των ανθρώπων καθηλωμένα σε αυτά τα ανεπαρκή επίπεδα οφείλει να προσφέρει ασφαλείς και αξιοπρεπείς στεγαστικές λύσεις που να ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα.
Ιδιαίτερα ευάλωτη είναι και η συντριπτική πλειοψηφία των μονογονεϊκών οικογενειών με μεταναστευτική βιογραφία που είναι αποκλεισμένη από κοινωνικές παροχές και υποστηρικτικές επιδοματικές πολιτικές (π.χ. επίδομα τέκνου), με αποτέλεσμα τα χαμηλά έσοδα από την εργασία τους να τις αποκλείουν από αξιοπρεπή και ασφαλή στέγη.
Θεωρούμε ότι τεχνικές, ηλεκτρολογικές και άλλες αναβαθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων και αλλαγών χρήσης των υποστατικών, θα πρέπει στην περίπτωση ευάλωτων ομάδων είτε να διενεργούνται δωρεάν είτε με την ανάλογη επιδότηση, διαφορετικά οι βελτιώσεις και έλεγχοι που θα υιοθετηθούν θα παραμείνουν στα χαρτιά όταν οι επηρεαζόμενοι δεν θα έχουν την οικονομική ευχέρεια να καλύψουν το επιπρόσθετο αυτό κόστος.
Τέλος, θεωρούμε ότι καμιά στεγαστική πολιτική δεν μπορεί να επιφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα όσο ο συστημικός και κοινωνικός ρατσισμός και οι διακρίσεις συνεχίζουν να υποθάλπονται και να μαστίζουν την κοινωνία αφού στο τέλος της ημέρας τα μέτρα που θα ληφθούν δεν θα βρουν την ανάλογη ανταπόκριση από το κοινωνικό σύνολο ώστε να μπορέσουν να επιφέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Διοικητικό Συμβούλιο
Τον Φλεβάρη του 2025 κυκλοφόρησε στη Λευκωσία το βιβλίο της Λέσχης Κινηματικού Αναστοχασμού «Υφαίνοντας το Νήμα: Συγκυρία, Ταξική Σύνθεση και Ανταγωνιστικό Κίνημα στην Κυπριακή Δημοκρατία». Ποιο κάτω ακολουθεί κριτική του βιβλίου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν πρόκειται για μια τυπική βιβλιοκριτική και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει εκτενής συζήτηση για το περιεχόμενο του βιβλίου, ούτε επαρκής περιγραφή των θετικών συνεισφορών του. Συνεπώς, η παρούσα κριτική προϋποθέτει ότι η αναγνώστρια της έχει διαβάσει το βιβλίο, το οποίο μπορεί να εντοπιστεί προς το παρόν στον κοινωνικό χώρο Καϊμάκκιν. Θα ήθελα επίσης να παροτρύνω τα άτομα που είναι μέρος, ή ασχολούνται με τον κυπριακό ριζοσπαστικό χώρο να διαβάσουν το βιβλίο, τόσο γιατί πρόκειται, τουλάχιστον εξ όσων γνωρίζω, για την πρώτη προσπάθεια προσέγγισης της κυπριακής εμπειρίας με αυτόν τον τρόπο, όσο και γιατί το εκδοτικό εγχείρημα του Faura Books, που έχει εκδώσει το βιβλίο, είναι μια αξιόλογη πρωτοβουλία η οποία καλύπτει ένα ιστορικό κενό και αξίζει της υποστήριξης μας.
Το βιβλίο μπορεί να χωριστεί σε τρία μέρη, αν και αυτά δεν αντικατοπτρίζονται από τα κεφάλαια του με ακρίβεια. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται βασικά στοιχεία γύρω από την ταξική σύνθεση της κυπριακής εργατικής τάξης στην Κυπριακή Δημοκρατία, αντλώντας στοιχεία κυρίως από τις διαθέσιμες επίσημες στατιστικές και από μέρος της ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας. Η παρουσίαση αυτή χωρίζεται γύρω από τις έννοιες της τεχνικής σύνθεσης, της κοινωνικής σύνθεσης και της πολιτικής σύνθεσης, προσφέροντας μια περιγραφή που κυμαίνεται από το μορφωτικό επίπεδο των εργαζομένων, το ρόλο της οικογένειας και το είδος της εργασίας που εκτελείται, μέχρι την ιδιοκατοίκηση, τα μέσα συγκοινωνίας, το πολιτικό τοπίο και τη διάκριση μεταξύ μεταναστευτικής και ντόπιας εργασίας. Αυτό το μέρος του βιβλίου είναι ίσως το ισχυρότερο, συγκεντρώνοντας βασικές πληροφορίες γύρω από την πραγματική, υπάρχουσα εργατική τάξη. Εμπεριέχει, παρόλα αυτά, μια σημαντική αδυναμία, την έλλειψη ιστορικής καταγραφής/ανάλυσης της συγκρότησης και εξέλιξης της κυπριακής εργατικής τάξης. Παρά τις μεμονωμένες ιστορικές αναφορές, έχουμε μια εικόνα του σήμερα χωρίς να ξέρουμε πως ακριβώς φτάσαμε εδώ.
Το δεύτερο μέρος, το οποίο αποτελεί μέσα στο βιβλίο κομμάτι του υποκεφαλαίου σχετικά με την πολιτική σύνθεση, είναι λίγο-πολύ μια καταγραφή διαφόρων πολιτικών δραστηριοτήτων και κοινωνικών αγώνων των τελευταίων ετών, σε συνδυασμό με μια προσπάθεια παρουσίασης των στιγμών, των πτυχών και των διαστάσεων της ταξικής πάλης που εμπεριέχονται μέσα σε αυτούς τους αγώνες. Η καταγραφή είναι από μόνη της αξιοσημείωτη, δεδομένου ότι είναι δυστυχώς σπάνιο για τον κυπριακό ριζοσπαστικό χώρο να διατηρεί τη μνήμη της δικής του πολιτικής δραστηριότητας, πόσο μάλλον της δραστηριότητας άλλων υποκειμένων και οργανώσεων, όπως τα συνδικάτα, οι φοιτητές, οι μετανάστριες κλπ. [15]. Το τρίτο μέρος αποτελείται από το τελευταίο κεφάλαιο, όπου παρουσιάζονται τα βασικά συμπεράσματα του βιβλίου.
Εργατικό Κίνημα & Ταυτότητα
Το βιβλίο αναφέρει την ανάλυση των Endnotes σχετικά με την ιστορία του εργατικού κινήματος (υποσημείωση 46), αλλά δεν φαίνεται να έχει αφομοιώσει όλα τα συμπεράσματα αυτής της ανάλυσης, ακόμη και αν επαναλαμβάνει κάποια από αυτά στα συμπεράσματα του. Όπως αναφέρουν οι Endnotes, το εργατικό κίνημα οργανώθηκε γύρω από τους βιομήχανους εργάτες, φτάνοντας σε ένα εσωτερικό φραγμό στην οργάνωση της υπόλοιπης εργατικής τάξης. Με τη σειρά του, το βιομηχανικό προλεταριάτο δεν αναπτύχθηκε και επεκτάθηκε σε τέτοιο βαθμό που να αποτελεί την πλειοψηφία του πληθυσμού μέσα στον 20ο αιώνα, ενώ μετά τη δεκαετία του ‘70 βλέπουμε την συρρίκνωση του παγκόσμια, και όχι απλώς τη μεταφορά του από τις δυτικές στις ανατολικές χώρες [17]. Η κατάρρευση του εργατικού κινήματος, εν τέλει, συνδέεται με την συρρίκνωση του βιομηχανικού προλεταριάτου, πάνω στο οποίο και κτίστηκε. Όπως επισημάνουν:
«Οι οργανώσεις αυτές δεν θα είχαν πετύχει στα καθήκοντά τους αν δεν στηρίζονταν, την ίδια στιγμή, σε μια επιβεβαιώσιμη ταξική ταυτότητα. Στον βαθμό που έκαναν θυσίες στο όνομα του εργατικού κινήματος, οι εργάτες δεν ενεργούσαν, γενικά, για τα άμεσα συμφέροντά τους. Το να πει κανείς ότι οι εργάτες επιβεβαίωναν μια κοινή ταυτότητα σημαίνει ότι το κίνημα πέτυχε να τους πείσει να αναστείλουν τα συμφέροντά τους, ως μεμονωμένοι πωλητές σε μια ανταγωνιστική αγορά εργασίας και, αντίθετα, να ενεργήσουν κινούμενοι από μια δέσμευση στο συλλογικό πρόταγμα του εργατικού κινήματος» [14 σελ. 26].
«Οι εργάτες μπορούσαν να γεφυρώσουν τα χάσματα, μεταξύ των συντεχνιακών τους συμφερόντων, μόνο στον βαθμό που πίστευαν, και έπειθαν και άλλους να πιστεύουν, σε μια κοινή ταυτότητα: τον συλλογικό εργάτη. Όμως, η ενότητα, που ονομαζόταν έτσι, δεν ήταν μια “πραγματική” ενότητα, δοσμένη άμεσα από την πλήρη άνθηση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Ήταν ένας μύθος που τον προϋπέθετε, και τον έθετε, το ίδιο το κίνημα» (έμφαση δική μου) [14 σελ. 79].
Είναι ακριβώς αυτή η αναγνώριση πως η εργατική ταυτότητα (ή ο συλλογικός εργάτης) δεν ήταν ένα φαινόμενο έξω από το εργατικό κίνημα, αλλά παράγωγο του ίδιου του κινήματος – δεν υπήρξε ούτε υπάρχει ανεξάρτητα από αυτό. Η κατάρρευση τόσο του εργατικού κινήματος, όσο και των συνθηκών που το ανέδειξαν, σημαίνει και την κατάρρευση της οργάνωσης της εργατικής τάξης γύρω από την εργατική ταυτότητα καθαυτή. Η ταξική πάλη συνεχίζει, και ενίοτε οι εργάτες εμφανίζονται σαν υποκείμενα μέσα από διάφορες μορφές αγώνα αλλά:
«Δεν μπορούμε, πλέον, να προσφεύγουμε στην έννοια της ταξικής συνείδησης, με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Είμαστε αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι η εργατική τάξη είναι μια τάξη αυτού του τρόπου παραγωγής, που ενοποιείται μόνο στον διαχωρισμό. Φυσικά, υπάρχουν, ακόμα, στιγμές στους αγώνες τους, που οι εργάτες συναντιούνται με έναν τρόπο που διακόπτει την ενότητά τους για το κεφάλαιο, επιτρέποντάς τους να οργανωθούν τόσο εντός, όσο και κατά μήκος, των γραμμών που τους διαχωρίζουν. Όμως, όταν συναντιούνται, σήμερα, αυτό δεν το κάνουν ως τάξη, γιατί το ταξικό ανήκειν είναι αυτό, ακριβώς, που τους χωρίζει» [14 σελ. 82].
Παρόλα αυτά, σε διάφορα σημεία το βιβλίο φαίνεται να υποχωρεί σε παραδοσιακές αναγνώσεις, όπως στη χρήση του όρου της ψευδής συνείδησης, η οποία με τη σειρά του προϋποθέτει μια αυθεντική ταξική συνείδηση η οποία καταπιέζεται:
«[Τ]ο κενό που δημιουργείται από τη συρρίκνωση του κράτους προνοίας καλύπτεται από…την ψευδή συνείδηση και την υλική πραγματικότητα που αυτή δημιουργεί» (σελ. 40).
Σε άλλα σημεία, υπάρχει μια επιστροφή πίσω στη γνώριμη ανάγνωση περί λανθασμένων επιλογών του εργατικού κινήματος, παρά στην καθοριστική επίδραση της εξέλιξης του καπιταλισμού πάνω στο ίδιο το κίνημα:
«Το εργατικό κίνημα πέτυχε μια πύρρειο νίκη στις δυτικές χώρες…έκανε το εργατικό υποκείμενο συνομιλητή των κυβερνήσεων με σημαντικά οφέλη…και με αντάλλαγμα την ενσωμάτωση του στις διαδικασίες της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το εργατικό κίνημα ξεδόντιασε τον εαυτό του. Στην πορεία, συνέλαβε στην κατάρρευση της εργατικής ταυτότητας που ήταν η κεντρική προϋπόθεση του…» (σελ. 58).
Τέλος, σε διάφορα σημεία του κειμένου διαφαίνεται μια δυσαρέσκεια συνδυασμένη με αμηχανία για τη δραστηριότητα της τοπικής εργατικής τάξης - μια δυσαρέσκεια που μάλλον κρύβει εκνευρισμό και απογοήτευση για ένα κομμάτι της τάξης που δεν ενεργεί όπως θα έπρεπε, όπου αντί «να επιδιώκεται η συλλογική δράση, συχνά προκρίνεται η οδός της προσωπικής ή οικογενειακής αρπαχτής, η οποία φαίνεται να είναι ποιο ελκυστική» (σελ. 92). Η ουσία εδώ είναι πως δεν φαίνεται ποιο ελκυστική. Είναι ποιο ελκυστική σε σχέση με τα άμεσα συμφέροντά. Είναι σε τέτοια σημεία που μπορούμε να διακρίνουμε στο βιβλίο την παρασκηνιακή διατήρηση ενός μεταφυσικού κοινού ταξικού συμφέροντος ως το σημείο αναφοράς γύρω από το οποίο κινείται η ανάλυση.
Τα Άμεσα Συμφέροντα
Βασική αδυναμία στην ανάλυσή του βιβλίου σχετίζεται με τα αντιφατικά συμφέροντα στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Στο βιβλίο γίνεται μια βασική, αλλά σημαντική καταγραφή των διαιρέσεων στο εσωτερικό της κυπριακής εργατικής τάξης σε σχέση με το φύλο, την εθνικότητα, το καθεστώς εργοδοσίας κτλ. Η συγκέντρωση αυτών των στοιχείων στο βιβλίο και η οργάνωση τους μέσα από το πρίσμα της ταξικής σύνθεσης είναι αδιαμφησβήτητα χρήσιμη. Αυτές οι διαιρέσεις είναι παρόλα αυτά γνωστές. Αυτό που απουσιάζει είναι η ανάλυση του διαχωρισμού των άμεσων συμφερόντων διαφόρων τμημάτων της εργατικής τάξης σε σχέση με άλλα τμήματα της ίδιας τάξης. Υπάρχει η αναγνώριση αυτής της εσωτερικής διαίρεσης, αλλά αντί να μπει στο επίκεντρο της ανάλυσης, η διαίρεση συχνά παρουσιάζεται ως μεταγενέστερη σκέψη.
Για παράδειγμα αναφέρεται πως «παρόλο που περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού της ΚΔ ανήκουν στην εργατική τάξη, υπάρχουν και στο εσωτερικό της διαστρωματώσεις και αντικρουόμενα συμφέροντα» (σελ. 78), αναφέροντας μετέπειτα πως κομμάτι της εργατικής τάξης εκμεταλλεύονται την μεταναστευτική εργασία, μέσα από φτηνό εργατικό δυναμικό στους τομείς της φροντίδας και της οικιακής εργασίας. Σε άλλο σημείο αναφέρεται πως η ιδιοκατοίκηση στην Κύπρο ανέρχεται στο 70% (σελ. 32), αλλά μετέπειτα αναφέρεται πως ενώ «η μεγάλη πλειοψηφία …της εργατικής τάξης τάσσεται κατά των ψηλών ενοικίων…υπάρχει ένα ποσοστό ντόπιων εργαζόμενων που, ενοικιάζοντας παράλληλα διάφορα διαμερίσματα…επιλέγουν να επωφεληθούν από την κερδοσκοπική αγορά ακινήτων» (σελ. 92). Παρόλα αυτά, δεν ακολουθείται μια ανάλυση που να εστιάζει στις επιπτώσεις αυτών των δεδομένων.
Σχετικά με το επίπεδο της ιδιοκατοίκησης μπορούμε να συμπεράνουμε τα ακόλουθα: α) Η πλειοψηφία του πληθυσμού έχει συμφέρον από τη συνεχιζόμενη αύξηση της αξίας των ακινήτων β) η ενοικίαση ακινήτων παραμένει σημαντικό κομμάτι των εισοδημάτων αρκετών εργαζομένων γ) καθώς οι μισθοί μειώθηκαν μετά το 2009, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η εισοδηματική αναλογία που προέρχεται από τα ενοίκια έχει αυξηθεί για αυτό το τμήμα της εργατικής τάξης. Τα άμεσα συμφέροντα αυτού του κομματιού της εργατικής τάξης είναι αντίθετα με τα άμεσα συμφέροντα εργατών οι οποίοι νοικιάζουν. To παράδοξο θα ήταν να υπήρχε μαζική προσέλευση σε διαμαρτυρίες για τα ψηλά νοίκια, όχι το αντίθετο.
Η απασχόληση μεταναστριών οικιακών εργατριών τόσο την οικιακή εργασία, όσο και για την ιδιωτική φροντίδα του ηλικιωμένου πληθυσμού, είναι καθοριστική για την κοινωνική αναπαραγωγή των ντόπιων εργαζομένων. Σημαντικό κομμάτι της εκμετάλλευσης αυτή της εργασίας συμβαίνει επίσης στη μαύρη αγορά, καθώς οι μετανάστριες εργάτριες επισκέπτονται επιπλέον σπίτια στο ρεπό τους (συνήθως τις Κυριακές), και πληρώνονται για την κάθε επίσκεψη. Είναι μέσα από τη μαύρη αγορά που οι περισσότεροι ντόπιοι εργάτες και εργάτριες επωφελούνται από τα φτηνά εργατικά χέρια των μεταναστριών εργατριών. Υπάρχει επίσης η πρακτική του «διαμοιρασμού» των οικιακών εργαζομένων σε πολλά οικογενειακά νοικοκυριά, μέσω της παράνομης υπερεργασίας τους [16]. Αυτές οι δύο πρακτικές είναι τόσο συχνές που δεν χρειαζόμαστε στατιστικά στοιχεία για να τις θεωρήσουμε διάχυτες μέσα στην ελληνοκυπριακή κοινωνία. Τα άμεσα συμφέροντα όσων εργοδοτούν οικιακές εργάτριες, τόσο επίσημα όσο και περιστασιακά, είναι αντίθετα με τα συμφέροντα των ίδιων των εργατριών, από το μισθό μέχρι και το καθεστώς περιορισμού πρόσβασης στην αγορά εργασίας.
Τα ποιό πάνω καταδεικνύουν μόνο δυο διαστάσεις αντιφατικών άμεσων συμφερόντων στο εσωτερικό της κυπριακής εργατικής τάξης, συμφερόντων που παραμένουν αγεφύρωτα. Χρειαζόμαστε μια εκτεταμένη ανάλυση αυτών ακριβώς των άμεσων συμφερόντων εάν θέλουμε να κατανοήσουμε πραγματικά την πολυπλοκότητα της εμπειρίας της εργατικής τάξης στο νησί. Είμαι επίσης πεπεισμένος πως μόνο μέσα από μια τέτοια ανάλυση θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε και να κατανοήσουμε «τις αδυναμίες των κινημάτων επανένωσης τα τελευταία 20 χρόνια στην ΚΔ, σε αντίθεση με την ΤΔΒΚ» (σελ. 69).
Θεωρητικές Ασάφειες
Ο ορισμός που προτάσσεται για τον καπιταλισμό ως «ένα παγκόσμιο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης που παράγει δομικές ανισότητες και ιεραρχίες, με κύριο σκοπό την παραγωγή κέρδους για τα αφεντικά μέσω της εκμετάλλευσης της εργασίας» (σελ. 15), χωρίς αναφορά σε μέσα παραγωγής, την παραγωγή εμπορεύματος για ανταλλαγή και την αξιακή μορφή του προϊόντος, παραμένει εξαιρετικά ανεπαρκής, ενώ συγχύζει αποτελέσματα του καπιταλισμού (διεθνοποίηση) με τον ίδιο τον ορισμό του [9]. Το βιβλίο επίσης χρησιμοποιεί αρκετούς όρους, επεξηγώντας όμως ελάχιστους. Όροι όπως «προλεταριάτο», «εργατική τάξη», «μικροαστοί», «μεσοαστοί», «αστοί», «μικροαστική ιδεολογία», «ψευδή συνείδηση», «ταξική πάλη», «έθνος-κράτος» και «μεσαία τάξη» δεν είναι αυτονόητοι, αφού έχουν χρησιμοποιηθεί με διάφορους τρόπους μέσα στις ριζοσπαστικές θεωρητικές παραδόσεις, και σίγουρα δεν είναι αυτονόητοι για κάθε αναγνώστρια που δεν είναι εξοικειωμένη με τις πολύ συγκεκριμένες ριζοσπαστικές θεωρητικές τάσεις από τις οποίες είναι επηρεασμένο το κείμενο.
Η ανάγνωση του κειμένου ασυνείδητα φέρνει έτσι ένα θεωρητικό-ιδεολογικό γέμισμα από τον αναγνώστη με βάση τις δικές του γνώσεις σχετικά με τους όρους που χρησιμοποιούνται, με το νόημα του κειμένου καθαυτού να παραμένει σε διάφορα σημεία θολό. Είναι κάπως παράδοξο να επιχειρείται ταξική ανάλυση χωρίς διευκρινίσεις σχετικά με τους όρους που χρησιμοποιούνται. Αυτή η θεωρητική ασάφεια έρχεται και δένει με μια γενικότερη θεωρητική έλλειψή που χαρακτηρίζει το βιβλίο – γίνεται π.χ. αναφορές σε ιδεολογία αλλά δεν αναφέρεται ή προτάσσεται θεωρία της ιδεολογίας, αναφέρεται ο εθνικισμός αλλά δεν επιχειρείται ή παρουσιάζεται κάποια θεωρητική ανάγνωση σχετικά με το έθνος, δεν παρουσιάζεται κάποια ιδιαίτερη θεωρία του κράτους κτλ.
Το αποτέλεσμα είναι μια εκτεταμένη απόκλιση μεταξύ του αντικειμένου που επιχειρεί να αναλύσει το βιβλίο και των εργαλείων που χρησιμοποιεί για να το κάνει, καταλήγοντας σε μια περιγραφικού χαρακτήρα καταγραφή, παρά σε αναλυτική εμβάθυνση. Το αναφέρω αυτό γιατί εάν συμφωνήσουμε με τους Endnotes πως οι εργάτες σήμερα όταν «συναντιούνται…δεν το κάνουν ως τάξη», αυτό σημαίνει πως συναντιούνται και οργανώνονται κάτω από άλλες κατηγορίες, ως άλλου τύπου υποκείμενα – ως πολίτες, ως έθνος/λαός, ως γυναίκες, ως η «πλειοψηφία» κτλ. Όπως αναφέρει ο Etienne Balibar σε σχέση με το έθνος:
«Κάθε κοινωνική κοινότητα που αναπαράγεται από τη λειτουργία των θεσμών είναι φαντασιακή, δηλαδή βασίζεται στην προβολή της ατομικής ύπαρξης στο νήμα μιας συλλογικής αφήγησης, στην αναγνώριση ενός κοινού ονόματος και στις παραδόσεις που ζουν ως ίχνη ενός πανάρχαιου παρελθόντος (ακόμη και όταν έχουν κατασκευαστεί και ενσταλαχθεί στο πρόσφατο παρελθόν). Αλλά αυτό καταλήγει στην αποδοχή ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, μόνο οι φαντασιακές κοινότητες είναι πραγματικές (μετάφραση δική μου) [18 σελ. 346].»
Αυτές οι κατηγορίες διαμεσολαβούν μεταξύ τάξεων, κοινωνικών σχέσεων και πολιτικής και δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε ως αυτονόητες, ούτε ως απλές ιδεολογικές διαστρεβλώσεις που τυφλώνουν τους εργαζόμενους από κάποια πραγματική, ουσιώδη ταυτότητά τους. Εμπεριέχουν την δική τους ιστορικότητα, κοινωνική δυναμική και εξελικτική πορεία. Η ανάλυση λοιπόν πρέπει να αρχίζει από τη θεωρητική ανάκριση των ίδιων των κατηγοριών, αντί να τις βλέπουμε ως απλές ανορθολογικές εκφράσεις των παθολογιών του καπιταλισμού, εξίσου εύκολες στο να εξηγηθούν και να απορριφθούν. Είναι εδώ που συναντάμε την εργατική τάξη ως πολιτικό υποκείμενο στον 21ο αιώνα, όχι όπως εμείς τη θέλουμε, αλλά όπως αυτή συγκροτείται.
Υπάρχει επίσης η τάση μέσα στο βιβλίο να περιγράφεται η ταξική σύνθεση κινημάτων/πολιτικών χώρων χωρίς να παρατίθεται έστω και μια παραπομπή ή στοιχείο που να δίνει βάση στους ισχυρισμούς. Ενδεικτικά, αυτό γίνεται για τον ριζοσπαστικό χώρο (σελ. 66), για το ΕΛΑΜ (σελ. 72) και για το περιβαλλοντικό κίνημα (σελ. 94). Τέτοιου τύπου περιγραφές απλώς δεν μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστες. Η όποια επίκληση σε «εμπειρική γνώση από τη συμμετοχή…στα κινήματα» (σελ. 19) που αναφέρεται στην εισαγωγή του βιβλίου έχει με τη σειρά της τα όρια της.
Δευτερεύοντα Σχόλια
Σελίδα 31: Αναφέρεται ότι η «στατιστική είναι η επιστήμη του κράτους», με ένα απολογητικό ύφος για τη χρήση στατιστικών στοιχείων που προέρχονται από επίσημους θεσμούς. Εάν τα δεδομένα είναι ανεπαρκή ή προβληματικά, αυτό δεν οφείλεται στην ίδια τη στατιστική ως επιστήμη, αλλά στα στοιχεία που επιλέγει να συλλέξει ο εκάστοτε κρατικός θεσμός, καθώς και για τους λόγους που αποφασίζει να το κάνει. Για παράδειγμα, υπάρχει η παράδοση της κριτικής εγκληματολογίας, όπου τα δεδομένα που συλλέγει το κράτος αμφισβητούνται τόσο θεωρητικά όσο και εμπειρικά, μέσω της συλλογής, καταγραφής και ανάλυσης νέων δεδομένων που εξέρχονται από τη λογική της αστυνόμευσης. Αν συνεχίσουμε να αξιολογούμε μεθόδους και μεθοδολογίες έρευνας με τόσο απλοϊκό τρόπο, στο τέλος θα πρέπει να απορρίψουμε και άλλες επιστημονικές προσεγγίσεις, όπως η εθνογραφία και η αρχειοθέτηση (ως επιστήμες της αποικιοκρατίας), οι συνεντεύξεις και τα focus groups (ως μέθοδοι του marketing), καθώς και την ιστοριογραφία (ως επιστήμη του έθνους-κράτους), για να καταλήξουμε τελικά στη μόνη «αντικειμενική» μέθοδο: την προσωπική εμπειρία. Όσο δεν υπάρχει κατανόηση των διάφορων μεθόδων συλλογής στοιχείων και μεθοδολογιών ανάλυσης, τόσο ο ριζοσπαστικός χώρος θα παραμένει ανίκανος να παράγει τη δική του γνώση, μένοντας εξαρτημένος στην παραγωγή γνώσης από τους υφιστάμενους θεσμούς.
Σελίδα 62: Αναφέρεται πως η ΕΔΕΚ «πάντα είχε κάποιες εθνικές αναφορές αλλά σήμερα έχει μετατραπεί σε συντηρητικό, εθνικιστικό κόμμα με λαϊκές αναφορές». Είναι μια παράδοξη τοποθέτηση για ένα κόμμα του οποίοι οι παραστρατιωτικοί πήραν μέρος στη δικοινοτική βία του 1963-64 με σημαντική συμβολή υπέρ της ελληνοκυπριακής πλευράς στις μάχες του Πενταδάκτυλου. Το ότι πήραν επίσης μέρος στη αντίσταση κατά του πραξικοπήματος δεν σημαίνει πως τα μέλη της λειτουργούσαν πέραν της εθνικής φαντασίωσης – η ΕΔΕΚ στήριζε την κυρίαρχη εθνική γραμμή των Μακαριακών ενάντια στην Γριβική και χουντική γραμμή. Η ΕΔΕΚ ήταν εκ γενετής της ένα εθνικιστικό πολιτικό κόμμα, το οποίο ενίοτε χρησιμοποιούσε τη ρητορική του σοσιαλισμού του τρίτου κόσμου, που χαρακτηριζόταν από έναν αριστερού τύπου εθνικισμό, για να αντλήσει εκλογική στήριξη μεσώ της πολιτικής υπεραξίας που απέκτησε μετά την ήττα του πραξικοπήματος. Το ότι στέγασε για μια δεκαετία μια αριστερή νεολαία (η οποία εκδιώχθηκε αρχικά το 1978 [6] και τελειωτικά το 1981 [7]) δεν αλλοίωσε σε καμία περίπτωση τον πολιτικό και ιδεολογικό της προσανατολισμό. Αν μη τι άλλο καταδεικνύει την ιστορική αποτυχία του ισοδισμού στην Κύπρο.
Σελίδα 72: Αναφέρεται πως η πρώτη διαδήλωση του ΕΛΑΜ στη Λευκωσία το 2009 ακυρώθηκε. Αυτό δεν στέκει. H διαδήλωση διοργανώθηκε κανονικά, αλλά το ΕΛΑΜ σταμάτησε λόγο της αντιπορείας στα φώτα του Debenhams. Η αστυνομία κράτησε τις δύο πορείες χωριστά σε αρκετή απόσταση [1].
Σελίδα 80: Δεν καταγράφεται πως η απεργία στη Wolt κατέληξε σε συλλογική σύμβαση, που παρόλες τις αδυναμίες της είναι σημαντικό κατόρθωμα για ένα κλάδο που χαρακτηρίζεται από επισφαλή εργασία, μεταναστευτικό πληθυσμό και τεράστιες δυσκολίες οργάνωσης [2, 3].
Σελίδα 83: Αναφέρεται πως ο Αλέκος Μοδινός «καταδικάστηκε, και αργότερα στο ΕΔΑΔ…δικαιώθηκε». Ο Μοδινός δεν καταδικάστηκε από Κυπριακό δικαστήριο. Έκανε απευθείας προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιχειρηματολογώντας πως η διατήρηση του νόμου κατά της ομοφυλοφιλίας «συνιστά αδικαιολόγητη παρέμβαση στην δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής» [4, 5]. Μάλιστα, βασικό επιχείρημα της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν πως ο νόμος κατά της ομοφυλοφιλίας σταμάτησε να εφαρμόζεται, επιχείρημα που δεν έγινε αποδεκτό από το ΕΔΑΔ [5].
Σελίδες 84-85: Σχετικά με την ιστορική απουσία ενός φεμινιστικού κινήματος στο νησί, πιθανόν ο ίδιος ο τρόπος προσέγγισης του ζητήματος να αξίζει αναθεώρησης. Παρόλο που δεν υπήρξε φεμινιστικό κίνημα με τον ορισμό που μπορεί να του προσδίδει ο χώρος σήμερα, υπήρξε ιστορικά πολιτική δράση από τις γυναίκες της Κύπρου και από τους διάφορους οργανισμούς, πρωτοβουλίες και ομάδες γυναικών μέσα από τις οποίες οργανώθηκαν. Όπως μιλάμε λοιπόν για το εργατικό κίνημα από τη μια, και την ταξική πάλη από την άλλη, έτσι μπορούμε να μιλήσουμε για το γυναικείο/φεμινιστικό κίνημα από τη μια και για τις έμφυλες σχέσεις και την εξέλιξη τους από την άλλη.
Η ιστορία της πολιτικής δράσης γύρω από τις έμφυλες σχέσεις στην Κύπρο δεν έχει ακόμη καταγραφεί, αλλά μπορούμε να αναφέρουμε ενδεικτικά εδώ, τουλάχιστον σε σχέση με τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολεμικής περιόδου, τη μάχη για τη νομική κατοχύρωση του συναινετικού πολιτικού διαζυγίου και του πολιτικού γάμου [11], και την πρωτοβουλία «Γυναίκες Επιστρέφουν», η οποία παραμένει η μεγαλύτερη κινητοποίηση γυναικών σε δημόσιο χώρο στην Κυπριακή Δημοκρατία [12]. Υπήρχε επίσης τουλάχιστον μια γυναικεία οργάνωση μέσα στο ριζοσπαστικό χώρο τη δεκαετία του ‘80 (Ομάδα Γυναικών Λευκωσίας, 1979-81) [13], ενώ υπήρξε επίσης κάποια πρωτοβουλία για την ενδοοικογενειακή βία μέσα στη δεκαετία του ‘90. Είμαι βέβαιος πως εάν γίνει μια μεθοδική έρευνα, θα εντοπιστούν όλο και περισσότερες πρωτοβουλίες και δράσεις του παρελθόντος που μας είναι άγνωστες. Μια κριτική ιστορική καταγραφή της πραγματικής εξέλιξης των έµφυλων σχέσεων, αν και δύσκολη, είναι ο μόνος τρόπος μέσα από τον οποίο θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε τόσο την ιστορική εξέλιξη αυτών των σχέσεων, όσο και τη γυναίκα ως πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο μέσα στο κυπριακό πλαίσιο.
Σελίδα 105: Η απόρριψη από τον ριζοσπαστικό χώρο πως η βόρεια Κύπρος βρίσκεται υπό κατοχή δεν έχει προσφέρει κάποια ιδιαίτερη εναλλακτική ανάγνωση όλα αυτά τα χρόνια, πέραν από μια καταδίκη των δύο εθνικισμών και μια γενικότερη αδιαφορία κατανόησης της ιστορικής εμπειρίας και εξέλιξης της Τουρκοκυπριακής κοινότητας μετά το 1974, καθώς και των κοινωνικών σχέσεων στο βόρειο τμήμα του νησιού. Το ότι το Τούρκικό κράτος ασκεί αποτελεσματικό συνολικό έλεγχο της βόρειας Κύπρου δεν είναι απλώς κάποιο νομικίστικο σόφισμα, αλλά η υλική πραγματικότητα όσων κατοικούν και ζουν στην περιφέρεια της ΤΔΒΚ, ενός αυτοανακηρυγμένου κράτους του οποίου το σύνταγμα ορίζει πως η εσωτερική και εξωτερική άμυνα ελέγχεται από τις Τούρκικές δυνάμεις [19], με την αστυνομία, τις τουρκοκυπριακές ένοπλες δυνάμεις και την πυροσβεστική υπηρεσία να υπάγονται στον Τούρκικο στρατό [20]. Το ελάχιστο για την ύπαρξη ενός κράτους είναι να μπορεί να ασκεί αποκλειστική νόμιμη βία εντός της επικράτειας που διεκδικεί [21]. Η ΤΔΒΚ δεν πληροί αυτό το κριτήριο. Μαίνεται σε όσους/όσες επιμένουν στην απόρριψη της κατανόησης της βόρειας Κύπρου ως μια διοίκηση ενός γεωγραφικού χώρου υπό τον έλεγχο του Τούρκικού κράτους, να προσφέρουν μια ανάλυση που παρουσιάζει κάποιο αξιόλογο ορισμό του κράτους και εξηγεί τι σχηματισμός είναι εν τέλει η ΤΔΒΚ.
Υποσημείωση 77, σελίδα 105: Αδυνατώ να κατανοήσω με ποια λογική ή ορισμό μπορεί να αναφέρεται η Δυτική Όχθη ως κράτος. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποδοθεί ο όρος «κράτος» στην Παλαιστινιακή Αρχή, καθώς οι στρατιωτικές δυνάμεις του Ισραήλ δρουν ανεξέλεγκτα μέσα στη Ζώνη A (οι επιθέσεις μέσα στην Τζενίν μιλούν από μόνες τους [8]). Οι Ζώνες B & C βρίσκονται υπό επίσημο στρατιωτικό έλεγχο του Ισραήλ.
Delirium
Αναφορές
[1] Charalambous C. (2009) ‘We’ll come at night and find you, traitor’. Cyprus Mail, 29 Δεκέμβρη. Σελίδα 123 στο ‘Φασισμός, Ξενοφοβία, Εκμετάλλευση και Ρατσιστική Βία στην Κύπρο (Έβδομη Έκδοση)’. Διαθέσιμο στο: https://movementsarchive.org/doku.php?id=el:magazines:antifaarchive:no_7 [18/02/25].
[2] IWW Cyprus (2024) Victory(?) in the struggle of delivery drivers! Διαθέσιμο στο: https://www.iww.cy/articles/victory-struggle-delivery-drivers/ [18/02/25].
[3] Karakondylou C. (2024) First collective agreement covering delivery workers to come into force. In-Cyprus, 5 Ιούλη, Διαθέσιμο στο https://in-cyprus.philenews.com/insider/first-collective-agreement-covering-delivery-workers-to-come-into-force/ [18/02/25].
[4] Kamenou N. (2011) ‘Cyprus is the Country of Heroes, Not of Homosexuals’: Sexuality, Gender and Nationhood in Cyprus. Διδακτορική Διατριβή. Λονδίνο: King's College London, σελίδα 153.
[5] European Court of Human Rights (1993) Case of Modinos v. Cyprus (Application no. 15070/89). 22 Απριλίου, σελίδες 6-7.
[6] Θεοδόρου Φ. (1978) Σ.Ν. ΕΔΕΝ: Κρίση - Μια Σύντομη Αναφορά. Δελτίο Συζήτησης, Τεύχος 3, σελίδες 19-22.
[7] Αριστερή Πτέρυγα (1981) Διακήρυξη της Αριστερής Πτέρυγας του Σ.Κ. ΕΔΕΚ. Σοσιαλιστική Έκφραση, Φύλλο 100, σελίδες 2-3.
[8] Al Jazeera (2025) Israeli army’s Jenin raid enters 2nd month; mass displacement in West Bank. Al Jazeera, 19 Φλεβάρη, Διαθέσιμο στο https://www.aljazeera.com/news/2025/2/19/israeli-armys-jenin-raid-enters-2nd-month-mass-displacement-in-west-bank [20/02/25].
[9] Με βάση τη λογική του ορισμού που προτάσσεται, δεν υπήρχε καπιταλισμός π.χ. τον 16ο-18ο αιώνα στην Αγγλία [10] επειδή δεν αποτελούσε ακόμη «παγκόσμιο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης». Προφανώς και δεν υποστηρίζεται τέτοια θέση μέσα στο βιβλίο, αλλά αυτό είναι το λογικό επακόλουθο με βάση τον ορισμό που παρουσιάζεται.
[10] Wood E. M. (2002) The Origin of Capitalism: A Longer View. Verso: Λονδίνο, σελίδες 125-129.
[11] ΙστοριΚων (2023) Κύπρος: Ο πόλεμος για το πολιτικό διαζύγιο. Podcast. Διαθέσιμο στο https://www.listennotes.com/podcasts/ ιστορικων-historicon/112-κύπρος-ο-πόλεμος-για-το-8DCdQq-Yy5a/ [19/02/25].
[12] Hadjipavlou M. & Mertan B. (2010) Cypriot Feminism: An Opportunity to Challenge Gender Inequalities and Promote Women’s Rights and a Different Voice. The Cyprus Review, 22(2), σελ. 247-268, σελίδα 250.
[13] Κυπριακό Κινηματικό Αρχείο (2024) Ομάδα Γυναικών Λευκωσίας. Διαθέσιμο στο https://movementsarchive.org/doku.php?id=el:groups:omadaginekon [19/02/25].
[14] Endnotes (2015) A History of Separation. In: Endnotes Volume 4, Unity in Separation. Διαθέσιμο στο https://endnotes.org.uk/issues/4 [20/02/25]. Ελληνική μετάφραση από qutopic. Διαθέσιμη στο: https://inmediasres.espivblogs.net/files/2016/06/a_history_of_separation_root.pdf [20/02/25].
[15] Κυπριακές Υποσημειώσεις (2022) The Extra-Parliamentary Radical Milieu of Cyprus: Available Sources. Διαθέσιμο στο https://cyfootnotes.blogspot.com/2022/11/the-extra-parliamentary-radical-milieu.html [20/02/25].
[16] Hadjigeorgiou N. (2020) Report on the Status of Foreign Domestic Workers in Cyprus. Σελίδα 22. Διαθέσιμο στο https://ssrn.com/abstract=4396345 [20/02/25].
[17] Benanav A. (2020) Automation and the Future of Work. Λονδίνο: Verso, σελίδα 22.
[18] Balibar E. (1990) The Nation Form: History and Ideology. Review (Fernand Braudel Center), 13(3), σελ. 329-361.
[19] Σύνταγμα ΤΔΒΚ (1985) Transitional Article 10. Διαθέσιμο στο https://ombudsman.gov.ct.tr/Portals/20/Constitution%20of%20TRNC.pdf [20/02/25].
[20] Moudouros N. (2021) State of Exception in the Mediterranean: Turkey and the Turkish Cypriot Community. Λονδίνο: Palgrave Macmillan, σελίδα 21.
[21] Weber M. (2004) Politics as a Vocation. Στο: David Owen & Tracy B. Strong (eds.), The Vocation Lectures. Cambridge: Hackett, σελ. 32-94, σελίδα 33.
Despite the significant challenges posed by the ongoing criminalisation and attacks, KISA played a pivotal role in disseminating information and raising awareness about the importance of safeguarding the right to asylum, protecting the rights of migrants and refugees, and upholding the rule of law in Cyprus.
Έχουν περάσει δύο βδομάδες από την επιχείρηση-φιάσκο στη Ποταμιά, η οποία οδήγησε στη δολοφονία από αστυνομική σφαίρα του Shoaib Khan, μετανάστη από το Πακιστάν και η κοινωνία παραμένει στο σκοτάδι όσον αφορά τα πραγματικά γεγονότα και τις ευθύνες των εμπλεκόμενων αστυνομικών και της ηγεσίας της αστυνομίας. Μετα την σύλληψη του οδηγού του οχήματος στις 15 Ιανουάριου, στην ουσία η επιλεκτική πληροφόρηση από πλευράς της αστυνομίας επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά σε θέματα που σχετίζονται με την διακίνηση ανθρώπων προς τις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση περιοχές.
Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο ανακριτής της υπόθεσης στο δικαστήριο στις 16.01.2025:
Δύο βδομάδες μετά από το φιάσκο της επιχείρησης στην Ποταμιά, η αστυνομία οφείλει να τερματίσει τη συσκότιση και να ενημερώσει με πλήρη διαφάνεια την κοινωνία με πειστικές και τεκμηριωμένες απαντήσεις μεταξύ άλλων για τα ακόλουθα:
Τα γεγονότα που έχουν δει το φως της δημοσιότητας δημιουργούν εύλογα ερωτήματα και αμφιβολίες και για τον λόγο που οι αστυνομικοί είχαν μεταβεί τη συγκεκριμένη μέρα στην Ποταμιά. Καλούμε την Αστυνομία να ενημερώσει την κοινωνία κατά πόσον οι αστυνομικοί είχαν μεταβεί εκεί για σκοπούς περιπολίας, όπως αρχικά είχε δηλωθεί, ή για κάποια συγκεκριμένη επιχείρηση και αν ναι ποια ήταν η αποστολή τους και με ποιες οδηγίες;
Διοικητικό Συμβούλιο
According to Sigmalive, “On January 6, 2025, members of the Anti-Poaching Unit of the MAD attempted to intercept around 8.00 p.m. 3 vehicles in the Potamia Area, a rental saloon car with E/C plates, a saloon car with T/C plates and a black double cab with no plates.
According to the reports, the double cab escaped to the buffer zone, the T/C picked up speed and the policeman tried to shoot the tyres unsuccessfully, resulting in the double cab also escaping to the buffer zone. The third vehicle, with E/C plates attempted to move towards the officers and struck the service vehicle. A second officer also unsuccessfully used a pistol, resulting in this vehicle also moving into the buffer zone.
According to the Alpha TV correspondent, around 8.40 pm a large police force was combing the area and citizens had asked whether they had seen anyone running towards the community.
On the same day, about an hour after the events in Potamia, a former asylum seeker from Pakistan was found dead by a citizen in a parking lot on Kalypso street in Acropolis. According to reports, the man was naked from the waist up, had no blood on his body and had several documents next to him, including his own, his watch and the sum of 500 euros.
On 10.01.2025, the police announced after the necropsy that this man was finally killed by a bullet of a police officer’s service weapon during the chase that took place in Potamia village on 06.01.2025. It may be noted that the police on 06.01.2025, after the conclusion of the Medical Examiner, ruled out the possibility that the death was caused by a criminal act. In fact, a small hole in his body which was caused by a bullet was considered on 06.01.2025 to have been caused by an injury from a small stone during his fall.
Following the above developments, the Attorney General, as a prosecuting authority and at the same time legal advisor to the State, decided “to appoint the Senior Attorney of the Republic, Mr. Ninos Kekkos, as an independent Criminal Investigator, to head the investigations conducted by the Police”.
Following questions raised by reports that the deceased had been shot in the right side of his back, which ended up near the spine, the police claimed, according to reports, that the third vehicle, a rental vehicle with E/C plates, moved backwards towards them in a threatening manner and possibly the migrant was locked in the hood when he was accidentally hit by the police bullet.
KISA believes that the government and the prosecuting authorities must answer the serious questions raised by this new police fiasco with transparency:
KISA Steering Committee
Σύμφωνα με το Sigmalive, “στις 6 Ιανουαρίου 2025 μέλη του Ουλαμού Πάταξης Λαθροθηρίας της ΜΑΑΔ επιχείρησαν να ανακόψουν γύρω στις 8.00 μ.μ. 3 οχήματα στην Περιοχή Ποταμιάς, ένα αυτοκίνητο ενοικιάσεως σαλούν με Ε/Κ πινακίδες, ένα σαλούν με Τ/Κ πινακίδες και ένα μαύρο διπλοκάμπινο χωρίς πινακίδες.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, το διπλοκάμπινο διέφυγε προς τη νεκρή ζώνη, το Τ/Κ ανέπτυξε ταχύτητα και o αστυνομικός προσπάθησε να πυροβολήσει ανεπιτυχώς τα ελαστικά με αποτέλεσμα να διαφύγει και αυτό στη νεκρή ζώνη. Το τρίτο όχημα, με τις Ε/Κ πινακίδες προσπάθησε να κινηθεί προς τους αστυνομικούς και κτύπησε στο υπηρεσιακό όχημα. Ένας δεύτερος αστυνομικός έκανε επίσης χωρίς επιτυχία χρήση πιστολιού με αποτέλεσμα και αυτό το όχημα να κινηθεί στη νεκρή ζώνη.
Σύμφωνα με την ανταποκρίτρια του Άλφα TV, γύρω στις 8.40 μ.μ. μεγάλη αστυνομική δύναμη χτένιζε την περιοχή και πολίτες είχαν ρωτηθεί κατά πόσον είδαν κάποιον να τρέχει προς την κοινότητα.
Την ίδια μέρα, περίπου μια ώρα μετά τα γεγονότα στην Ποταμιά, εντοπίστηκε από πολίτη νεκρός σε χώρο στάθμευσης στην οδό Καλυψούς στην Ακρόπολη πρώην αιτητής ασύλου από το Πακιστάν. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, ο άντρας ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω, δεν είχε αίματα στο σώμα και είχε δίπλα του διάφορα έγγραφα μεταξύ των οποίων και τα δικά του, το ρολόι του καθώς και το ποσό των 500 ευρώ.
Στις 10.01.2025, η αστυνομία ανακοίνωσε μετά τη νενομισμένη νεκροτομή ότι τελικά ο συγκεκριμένος άντρας σκοτώθηκε από σφαίρα υπηρεσιακού όπλου αστυνομικού κατά την καταδίωξη που έγινε στο χωριό Ποταμιά στις 06.01.2025. Να σημειωθεί ότι η αστυνομία στις 06.01.2025, μετά και από το πόρισμα του Ιατροδικαστή, απέκλεισε το ενδεχόμενο ο θάνατος να προκλήθηκε από εγκληματική πράξη. Μάλιστα, μικρή τρύπα στο σώμα του η οποία προκλήθηκε από σφαίρα, θεωρήθηκε στις 06.01.2025 ότι προκλήθηκε από τραυματισμό του από μικρή πέτρα κατά την πτώση του.
Μετά τις πιο πάνω εξελίξεις ο Γενικός Εισαγγελέας, ως διωκτική αρχή και ταυτόχρονα νομικός σύμβουλος του κράτους, αποφάσισε να διορίσει τον κ. Νίνο Κέκκο, Ανώτερο Εισαγγελέα της Νομικής Υπηρεσίας ως «ανεξάρτητο» ανακριτή για τον συντονισμό των αστυνομικών ερευνών για την υπόθεση.
Μετά από ερωτήματα που προέκυψαν από πληροφορίες ότι ο νεκρός δέχτηκε σφαίρα στη δεξιά πλευρά της πλάτης του, η οποία κατέληξε κοντά στη σπονδυλική στήλη η αστυνομία ισχυρίστηκε, σύμφωνα με δημοσιεύματα, ότι το τρίτο όχημα, ενοικιάσεως με Ε/Κ πινακίδες, κινήθηκε προς τα πίσω απειλητικά προς το μέρος τους και ενδεχομένως ο μετανάστης να ήταν στο καπό κλειδωμένος όταν κτυπήθηκε κατά λάθος από την αστυνομική σφαίρα.
Η ΚΙΣΑ θεωρεί ότι οι κυβέρνηση και οι διωκτικές αρχές οφείλουν να απαντήσουν με διαφάνεια τα σοβαρά ερωτήματα που προκύπτουν από το νέο αυτό φιάσκο της αστυνομίας:
Διοικητικό Συμβούλιο ΚΙΣΑ
Η Παγκόσμια Ημέρα Μεταναστών (18 Δεκεμβρίου)i μας βρίσκει φέτος αντιμέτωπους με μπαράζ μισαλλόδοξων επιθέσεων από την ακροδεξιά και τους εθνικιστές συνοδοιπόρους της κατά των δικαιωμάτων των μεταναστών, των παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία, της αρχής της μη διάκρισης και του κράτους δικαίου γενικότερα.
Η ακροδεξιά με την υποδαύλιση των εθνικιστών και τη στήριξη μεγάλης μερίδας των mainstream media επιτείνει ακόμα περισσότερο την εκστρατεία δυσφήμησης και αποξένωσης των ασυνόδευτων παιδιών. Καθημερινές δηλώσεις ρητορικής μίσους iiπαρελαύνουν καθημερινά από όλα σχεδόν τα ΜΜΕχωρίς αντίλογο και αμφισβήτηση.
Στο επίπεδο του κοινοβουλίου οι δυνάμεις αυτές, συνεπικουρούμενες από τα κόμματα …. αναθεώρησαν την νομοθεσία για τα ασυνόδευτα παιδιά ούτως ώστε μέσα από αμφισβητούμενης αξιοπιστίας διαδικασίες και εξετάσεις προσδιορισμού της ηλικίας τους, σε περίπτωση που αρνηθούν να τις υποστούν αφού επηρεάζουν την υγεία τους, να θεωρούνται ενήλικες και να παραβιάζονται τα δικαιώματα τους.
Χαρακτηριστική είναι, μεταξύ άλλων, η επίθεση που εξαπέλυσαν κατά των δικαιωμάτων των παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία σε σχέση με την αύξηση του επιδόματος τέκνου. Οι εκπρόσωποι των νεοναζί στη Βουλήiii δεν δίστασαν να δηλώσουν ευθαρσώς ότι εναντιώνονται στη στήριξη για αύξηση γεννήσεων παιδιών από μικτούς γάμους ή και μη Κύπριους γονείς γιατί αυτά τα παιδιά δεν είναι «ελληνόπουλα». Μάλιστα καταψήφισαν την αύξηση του επιδόματος τέκνου για όλο τον πληθυσμό ώστε να αποκλειστούν τα παιδιά με μεταναστευτική βιογραφία.
Στη βάση της ίδιας ρατσιστικής και εθνικιστικής προσέγγισης, προχώρησαν στην τροποποίηση της Νομοθεσίας για νομική αρωγή σε υποθέσεις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, με την οποία στερούν το δικαίωμα επιλογής του δικηγόρου τους, αναπόσπαστο στοιχείο του δικαιώματος δίκαιης δίκης σε αιτητές ασύλου, ακόμα και στην πολύ απίθανη περίπτωση που τους εγκριθεί νομική αρωγή, φαινόμενο σπάνιο. Σύμφωνα με τον ακροδεξιό Βουλευτή, Σωτήρη Ιωάννου, η πρόταση «είχε κατατεθεί από το ΕΛΑΜ και έχει υιοθετηθεί πλήρως από το Υπουργείο Δικαιοσύνης»iv.
Τα περί καταπολέμησης των κυκλωμάτων δικηγόρων στην ουσία είναι συνθήματα για εσωτερική κατανάλωση και παραπλάνηση του λαού. Στην πραγματικότητα, οι εγκρίσεις για νομική αρωγή δεν ξεπερνούν μερικές δεκάδες τον χρόνο και επομένως καθόλου δεν αγγίζουν το θέμα των κυκλωμάτων δικηγόρων. Αντίθετα, η κατάργηση του δικαιώματος επιλογής δικηγόρου εκτός από παράνομη οδηγεί τους αιτητές στα χέρια των κυκλωμάτων που μέχρι σήμερα μέσω των συνεργατών τους στις διάφορες κοινότητες διέδιδαν στους αιτητές ότι οι αιτήσεις για νομική αρωγή δεν έχουν κανένα βαθμό επιτυχίας και ως εκ τούτου είναι καλύτερα να πληρώσουν από την αρχή τους δικηγόρους στους οποίους τους «προωθούσαν» για να αποφύγουν την άσκοπη ταλαιπωρία τους με τις αιτήσεις νομικής αρωγής.
Η ΚΙΣΑ καλεί την κυβέρνηση και τα κόμματα του ούτω καλούμενου δημοκρατικού τόξου να προχωρήσουν στην τροποποίηση του περί Νομικής Αρωγής Νόμου και υιοθετήσουν τις διατάξεις σχετικής οδηγίες της Ε.Ε. για τη δημιουργία καταλόγου δικηγόρων οι οποίοι να έχουν εκπαιδευτεί και καταρτιστεί κατάλληλα για να δικαιούνται να συμπεριληφθούν στη λίστα αυτή, ως το μόνο αποτελεσματικό μέτρο καταπολέμησης κυκλωμάτων στις τάξεις των δικηγορικών γραφείων, κάτι που μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει ούτε και απαιτείται.
Αποκορύφωμα των επιθέσεων των νεοναζί του ΕΛΑΜ και των εθνικιστών συνοδοιπόρων του, αποτέλεσε το κάλεσμα τους για σύλληψη και απέλαση των Σύρων προσφύγων vπου και νομικά και ηθικά είχαν κάθε δικαίωμα να βγουν στους δρόμους και να διαδηλώσουν υπέρ της πτώσης του καθεστώτος Άσαντ.
Στα μάτια των νεοναζί και των λοιπών εθνικιστών, το σύνολο των δυνάμεων της συριακής εξέγερσης αλλά και ο Συριακός λαός κατά του καθεστώτος είναι φανατικοί τρομοκράτες που δεν πρέπει να απολαμβάνουν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα όπως αυτό της ελευθερίας έκφρασης, ή του συναθροίζεσαι στην Κύπρο, μια θέση άκρως επικίνδυνη για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του συνόλου της κοινωνίας.
Αν η κυβέρνηση όλα αυτά τα χρόνια σεβόταν στο ελάχιστο τα δικαιώματα των προσφύγων στην Κύπρο, σήμερα θα έλπιζε αρκετοί από αυτούς να θέλουν να συμβάλουν στην καλή σχέση της κυβέρνησης με τη νέα κυβέρνηση της Συρίας και να είναι οι καλύτεροι «πρεσβευτές» της Κύπρου στη νέα Συρία.
Θλιβερό είναι επίσης το γεγονός ότι η κυβέρνηση, παρά τις εξαγγελίες της για διεκδίκηση «πρωτοποριακού ρόλου» στα γεγονότα και εξελίξεις στη μετά Άσαντ Συρία, δεν βρήκε μια θετική και υποστηρικτική κουβέντα να πει δημόσια για τους πρόσφυγες που ζουν εδώ και που πολλοί από αυτούς βασανίστηκαν, καταδιώχθηκαν ή και έχασαν δικούς τους ανθρώπους στα χέρια του καθεστώτος. Αντίθετα, δήλωσε πρώτη και καλύτερη ανάμεσα στις άλλες χώρες της ΕΕ, ότι πολύ θα χαρεί να “διευκολύνει” την αποχώρηση των Σύρων προσφύγων από την Κύπρο.
Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε με ιδιαίτερη ανησυχία ότι το νεοναζιστικό κόμμα ΕΛΑΜ έχει ρυμουλκήσει τον ΔΗΣΥ που συμμετέχει στο ΕΛΚ κα τα δύο άλλα κόμματα (ΔΗΚΟ / ΕΔΕΚ) που συμμετέχουν στο S&D σε ένα άκρως ξενόφοβο και αντιμεταναστευτικό μέτωπο με αποτέλεσμα να έχει μια σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία υπέρ των διάφορων αντιμεταναστευτικών και αντιπροσφυγικών νομοθετημάτων και κοινοβουλευτικών θέσεων, ακόμη και όταν αυτά εξόφθαλμα ευρίσκονται σε σύγκρουση τόσο με το Σύνταγμα όσο και το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και τις διεθνείς συμβάσεις που έχει κυρώσει και δεσμεύουν την Κύπρο.
Η ΚΙΣΑ, με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας για τα Δικαιώματα των Μεταναστών, κρούει για μια ακόμη φορά τον κώδωνα του κινδύνου για τους σοβαρούς κινδύνους που εγκυμονεί για ολόκληρη την κοινωνία η άνοδος της ακροδεξιάς και των εθνικο-λαϊκιστών συνοδοιπόρων τους και καλεί την πολιτεία να αναλογιστεί και να αναλάβει τις ευθύνες της για αντιμετώπιση αντί για το στρώσιμο του χαλιού σ’ αυτές τις δυνάμεις.
Ταυτόχρονα, εκφράζουμε την ανησυχία μας για την αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων που εναντιώνονται σε αυτή την εξέλιξη να αρθρώσουν πειστικό πολιτικό αντίλογο και να διασφαλίσουν την αναχαίτηση αυτής της καταστροφικής για τον τόπο πορείας.
Δυστυχώς, εκτός από την πλειοψηφία των ΜΜΕ που αναμεταδίδει αμάσητα και χωρίς αντίλογο τα μηνύματα τους στην κοινωνία, αδυναμία παρουσιάζουν και οι ανεξάρτητες αρχές προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδιαίτερα η Επίτροπος Διοίκησης, η οποία αποφεύγει να αναλάβει τον ρόλο της και να σταθεί μαζί με τις ΜΚΟ ανάχωμα στη διάδοση των ρατσιστικών τους θέσεων και της ρητορικής μίσους που συστηματικά εκφέρουν οι δυνάμεις αυτές κατά συγκεκριμένων κοινωνικών, θρησκευτικών και εθνοτικών ομάδων και την άνοδο τους στη κοινωνία ευρύτερα.
Διοικητικό Συμβούλιο
Η ΚΙΣΑ παρακολουθεί με έντονη ανησυχία και αγανάκτηση τις συνεχιζόμενες ρατσιστικές επιθέσεις κατά των διανομέων φαγητού αλλά και την ανεξέλεγκτη άνοδο της ρητορικής μίσους εναντίον μεταναστών και προσφύγων, ακόμη και κατά των ιδιαίτερα ευάλωτων ασυνόδευτων παιδιών.
Η ρατσιστική βία και επιθέσεις κατά των διανομέων δεν ξεκίνησε στο κενό ενώ δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως απλή παραβατική συμπεριφορά κάποιων νεαρών προσώπων. Η ΚΙΣΑ πριν ακόμα τα πογκρόμ στη Χλώρακα και στη Λεμεσό, αλλά και μετά από αυτά, ενημέρωσε την Αστυνομία και έδωσε όσα στοιχεία είχε στη διάθεσή της για συγκεκριμένα πρόσωπα και κύκλους, οι οποίοι όχι μόνο υποκινούσαν σε μίσος και πράξεις βίας αλλά δήλωναν απροκάλυπτα ότι εάν το κράτος δεν αναλάβει να «καθαρίσει» όπως ανέφεραν τη χώρα, θα έπαιρναν τον νόμο στα χέρια τους και θα το έπρατταν οι ίδιοι.
Από τότε μέχρι σήμερα, οι αρχές δεν έκαναν οτιδήποτε ουσιαστικό για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Το μόνο που έπραξαν ήταν κάποιες εκ των υστέρων συλλήψεις και ποινικές διώξεις για τα πογκρόμ της Λεμεσού, οι οποίες μάλιστα έχουν υποβαθμιστεί και παραπεμφθεί από το κακουργιοδικείο στο επαρχιακό δικαστήριο ενώ με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα έχει αφαιρεθεί από τις κατηγορίες και το ρατσιστικό κίνητρο. Οι ηθικοί αυτουργοί και υποκινητές ουδέποτε συνελήφθησαν και ουδέποτε διώχθηκαν από το κράτος.
Είναι φανερό ότι η καταστολή ως η κατ΄ εξοχήν πολιτική που υιοθέτησε το κράτος δεν είναι αποτελεσματική και οι επιθέσεις αυτές δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται αποκλειστικά μέσω του ποινικού δικαίου ή της «καλύτερης» αστυνόμευσης, ούτε και μπορούν να απομονώνονται από τη γενικότερη και ευρύτερη άνοδο του ρατσισμού και των εγκλημάτων μίσους.
Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να αξιολογηθεί ο ρόλος της οργανωμένης, «πολιτικά νομιμοποιημένης» και μη ακροδεξιάς, η οποία είναι φανερό ότι αξιοποιεί την ευαλωτότητα νεαρών προσώπων σε υποβαθμισμένες περιοχές που βρίσκονται αντιμέτωποι με πολλαπλά προβλήματα, σε μια κοινωνία ανισοτήτων και έξαρσης της φτωχοποίησης, υποκινώντας τους σε πράξεις βίας και ρατσισμού κατά ακόμα πιο ευάλωτων προσώπων ενεργώντας ως ηθικοί αυτουργοί.
Το ίδιο θα πρέπει να γίνει και σε σχέση με την αντίδραση τοπικών κοινωνιών ακόμα και στη φιλοξενία στις κοινότητές τους δομών παιδιών υπό τη φροντίδα του κράτους, η οποία επίσης απορρέει δυστυχώς από ρατσιστικά και ξενοφοβικά κίνητρα.
Η ΚΙΣΑ θεωρεί ότι η οργάνωση διαδήλωσης από το ΕΛΑΜ στη Λάρνακα την ερχόμενη βδομάδα εναντίον των ασυνόδευτων ανηλίκων κατηγορώντας τους για βία και εγκληματικότητα αποτελεί μια προσπάθεια αποενοχοποίησης της ρατσιστικής βίας και των επιθέσεων κατά των μεταναστών και ως εκ της φύσης της θα έπρεπε όχι μόνο να απαγορευθεί ως εκδήλωση έκφρασης και ρητορικής μίσους αλλά να ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά των δημοκρατικών πολιτών και θεσμών της χώρας και στην άμεση αντίδραση σε αυτή.
Η ΚΙΣΑ καλεί-
Διοικητικό Συμβούλιο ΚΙΣΑ
2 Νοεμβρίου 2024
Η ΚΙΣΑ έχει στη διάθεσή της σωρεία υποθέσεων με τις οποίες μπορεί να πείσει και τον πιο δύσπιστο πολίτη και πολίτιδα ότι η κα Στυλιανού-Λοττίδη έχει καταντήσει το Γραφείο του Επιτρόπου Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από μια αξιόπιστη Ανεξάρτητη Αρχή προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε «πλυντήριο» της κρατικής ασυδοσίας.
Η διαχείριση της καταγγελίας Παλαιστίνιου πρόσφυγα που δεν του επιτράπηκε η είσοδος στη Κύπρο και στη συνέχεια απελάθηκε είναι χαρακτηριστική τής πιο πάνω τραγικής διαπίστωσης.
Ο κ. Α.Σ. (για ευνόητους λόγους δεν αναφέρεται το πραγματικό του όνομα) είναι Παλαιστίνιος από τη Χεβρώνα και ζούσε στην Κύπρο από το 2009 μέχρι το 2013 με το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Το 2013 ο κ. Α.Σ., μη αντέχοντας άλλο τις δύσκολες συνθήκες του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας (που συνειδητά η κυβέρνηση διαμόρφωσε), ζήτησε να τερματιστεί η προστασία αυτή, όπως έκαναν και κάνουν πολλοί άλλοι πρόσφυγες (ο ακριβής αριθμός τους αποκρύπτεται από τις Αρχές για πολιτικές σκοπιμότητες) και επέστρεψε πίσω στη Χεβρώνα.
Μετά από την επιδρομή της Χαμάς και την άνευ προηγουμένου στρατιωτική επίθεση του Στρατού του Ισραήλ ο κ. Α.Σ. κατάφερε να ταξιδέψει στο αεροδρόμιο Πάφου με σκοπό να ζητήσει εκ νέου άσυλο στη Κύπρο. Οι Αρχές της Κύπρου, αντί να του επιτρέψουν την είσοδο στο έδαφος της Κύπρου και να του παραχωρήσουν πρόσβαση στις διαδικασίες ασύλου, τον έθεσαν υπό κράτηση με σκοπό την απέλαση.
Η ΚΙΣΑ αποτάθηκε εκ μέρους του παραπονούμενου τόσο στον τότε Υπουργό Εσωτερικών όσο και στην Επίτροπο Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία πέραν της αρμοδιότητάς της ως Επίτροπος Διοίκησης έχει επίσης αρμοδιότητα για την παρακολούθηση απελάσεων ως ανεξάρτητη αρχή παρακολούθησης των υποχρεωτικών επιστροφών/απελάσεων.
Η Επίτροπος Διοίκησης με επιστολή της ημερομηνίας 24.09.2024 (10 μήνες αργότερα) μας ενημέρωσε «ότι η Υπηρεσία Ασύλου πρόκειται, σε σύντομο χρονικό διάσημα (sic) να καλέσει τον … με σκοπό να τον καθοδηγήσει να υποβάλει, εκ νέου, μεταγενέστερη αίτηση…». Μάλιστα μας ενημέρωσε ότι «ενόψει της πιο πάνω θετικής εξέλιξης… ότι η διερεύνηση του παραπόνου τερματίζεται».
Γιατί θεωρούμε ότι η επίτροπος ενήργησε ως πλυντήριο της κρατικής ασυδοσίας αντί ως ανεξάρτητη αρχή χρηστής διοίκησης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων;
Διοικητικό Συμβούλιο
Birleşik Kıbrıs Partisi Eğitim Sekreteri Hikmet Olgaçer, Kıbrıs Türk Eğitimciler Sendikası Başkanı Himmet Turgut’un, Cevdet Yılmaz’a hitaben yazdığı dilekçenin buzdağının görünen yüzü olduğunu, esas meselenin Türkiye’deki AKP iktidarının ülkemizde yürüttüğü asimilasyon ve entegrasyon siyaseti olduğunu vurguladı.
“ Okullarımızda kaderciliği, tek adam ve biat kültürünü yerleştirmeye çalışıyorlar “diyen Hikmet Olgaçer, bunların bilinçli atılan adımlar olduğunu ve laik eğitime karşı dinsel temelli eğitimin hedeflendiğini belirtti.
“ Ayni filmi Türkiye’de de gördük “ diyen BKP Eğitim Sekreteri Hikmet Olgaçer, “ Nüfusu değiştiren zihniyet, taşıdığı yeni nüfusu hedef alarak Kıbrıs’ın kuzeyini ilhak etmeye çalışmaktadır “ dedi.
Eğitim Bakanı Nazım Çavuşoğlu’nun “ Himmet Turgut hadsizlik yaptı “ diyerek olayı geçiştiremeyeceğini belirten Hikmet Olgaçer, esas tepkinin İslamcı asimilasyon politikalarını hayata geçirmeye çalışan, Ankara’daki AKP iktidarına karşı gösterilmesi gerektiğini vurguladı.
Ülkemizdeki siyasi parti, sendika ve sivil toplum örgütlerinin bunu gizleyerek, tepkiyi kişiye yöneltmeye çalışmasını eleştiren Hikmet Olgaçer, bunun sorunların çözümüne yardımcı olamayacağını belirtti.
Ankara’daki AKP iktidarının sarı sendikalar kurdurtarak eğitim sendikalarını bölmeye çalıştığını dile getiren BKP Eğitim Sekreteri Hikmet Olgaçer, rejim ve hükümetin gerçek yüzlerinin deşifre edilmesini talep etti.
'The Cyprus Carve-up', article published in anarchist newspaper 'Freedom' on 22/08/64.
It can be found by pressing here.