Σε αυτή την ψηφιακή συλλογή έχουν οργανωθεί χρονολογικά κείμενα και άρθρα του Φειδία Χριστοδουλίδη, τα οποία δημοσιεύτηκαν από τον Ιούλιο του 2020 μέχρι τον Απρίλιο του 2024.
Η συλλογή μπορεί να εντοπιστεί πατώντας εδώ.
The use and abuse of the colonial presence of the United Kingdom in Cyprus: Time for the Decolonisation of Cyprus
Nikos Trimikliniotis
Η χρήση και η κατάχρηση της αποικιακής παρουσίας του Ηνωμένου Βασιλείου στην Κύπρο: Έφτασε η ώρα της Αποαποικιοποίησης της Κύπρου
Νίκος Τριμικλινιώτης
Κείμενο επεξεργασμένο για το 6ον συνέδριο Αριστερά και Κυπριακό 16-1--24
1. Πριν ακούσω τις ομιλίες των συντρόφων που μίλησαν πριν από μένα, αντιλαμβανόμενος ότι μάλλον θα καλύψουν με άριστο τρόπο το βασικό πλαίσιο την ανάλυσης που είχα σχεδιάσει και στείλει στους οργανωτές τους συνεδρίου αυτού που ήταν η να τεθεί το σκεπτικό για την ανάγκη άμεσης κατάργησης των Βρετανικών βάσεων, περιορίστηκα στην δεκάλεπτη ομιλία μου στο ουσιαστικό μέρος για το τί να κάνουμε ως Αριστερά στο συγκεκριμένο ζήτημα. Στο κείμνο που ακολουθεί έχω συμπεριλάβει και στοιχεία της αρχικής μου τοποθέτησης, ενώ ακροθιγώς απαντώ στο σχόλιο του Μιχάλη Παπαπέτρου που θεώρησε ότι αν τέθει θέμα βάσεων από τώρα ως προϋπόθεση, τότε δημιουργεί νέα εμπόδια για τη λύση του Κυπριακού.
2. Δεν ξέρω τί το μέλλον φυλάει για τα παιδιά μας στην κοινή αυτή γη που λέγεται Κύπρος, όταν δε θα είμαστε εδώ πλέον, αν δηλαδή τα καταφέρουμε ν αποφύγουμε την άμεση καταστροφή από ένα ολοκληρωτικό πόλεμο σε ένα τόσο πολωμένο κι επικίνδυνο κόσμο. Αν δηλαδή η θερμοκρασίες κι οι συνθήκες εδώ το 2050 ή 2080 θα επιτρέπουν την ανθρώπινη διαβίωση για να εφαρμοστεί το όραμα μας για μια σοσιαλιστική χώρα που θα υπερβεί τον καπιταλισμό. Η αβεβαιότητα αυτή όχι μόνο δε πρέπει να μας να αποθαρρύνει, αλλά να μας πεισμώνει περισσότερο για να εντείνουμε την δράση μας γιατί δεν μπορούμε να παραδοθούμε στην απαισιοδοξία.
3. Κι όμως σήμερα προηγείται μια άλλη συζήτηση. Η ανάγκη για λύση καθίσταται πιο επιτακτική και ως αντιπολεμικό καθήκον μας όχι μόνο για τον κυπριακό λαό, αλλά και ως καθήκον μας στους γειτονικούς λαούς. Ωστόσο, η λύση του Κυπριακού, όπως εμείς το αντιλαμβανόμαστε σε μια λογική μετάβασης σε ένα βιώσιμο και συμβατό με το περιβάλλον με το σχέδιο μας για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό προϋποθέτει ως μέρος της λύσης την κατάργηση των Βρετανικών βάσεων και αποτίναξη όλων των στοιχείων που εξυπηρετούν τους ιμπεριαλιστές όπως κι όλες τις διευκολύνσεις στους Αμερικανούς και τους Νατοϊκούς, πχ Βρετανούς, Γάλλους, Γερμανούς, καθώς επίσης και Τούρκους και Έλληνες. Αυτό δεν το επιλέξαμε εμείς. Το επέλεξαν οι ιμπεριαλιστές που έχουν ταυτίσει τα συμφέροντα τους με το γενοκτονικό και ιμπεριαλιστικό Ισραήλ υπό την νεοφασιστική ηγεσία του Νεντανιάχου― αυτό οδηγεί τον κόσμο στον ολοκληρωτικό πόλεμο και την καταστροφή κάθε προοπτικής όχι μόνο για την όποια προοδευτική-δημοκρατική μετάβαση στην περιοχή μας, αλλά στον όλεθρο. Ωστόσο, αυτό μπορεί να επέλθει μόνο μέσα από ένα κοινό μέτωπο πάλης με τις δύο κοινότητες διαφορετικά θα μετατραπεί σε απλώς ακόμα ένα εμπόδιο για τη λύση που θα δημιουργεί ακόμα μια διαφορά ανάμεσα στις δύο κοινότητες – ακόμα ένα εργαλείο του ιμπεριαλιστικού «διαίρει και βασίλευε» (όπως ο Μιχάλης Παπαπέτρου ανέφερε στο συνέδριο αυτό, επιχειρηματολογώντας ενάντια στην θέση μου).
6. Η Τουρκία υπό τον αυταρχικό Ερτογάν υπήρξε ένα από τους στενότερους οικονομικούς και στρατιωτικούς εταίρους του Ισραήλ. Κι όμως σε ένα άλλο επίπεδο είναι οι δύο αυταρχικά κράτη-δυνάστες που ανταγωνίζονται μεταξύ τους – δεν είναι πρωτάκουστο να υπάρχουν ενδοϊμπεριαλιστικοί ή άλλοι ανταγωνισμοί για ηγεμονία. Το 2017 ο Αναστασιάδης με παρότρυνση του Νετανιάχου κι άλλων στην Κύπρο κι αλλού προτίμησε να προωθήσει τη διχοτόμηση στο Τσαβούσογλου παρά να λύσει το κυπριακό. Δεν ήθελαν Τουρκοκυπρίους να έχουν λόγο στην διαχείριση του κοινού κράτους – ο Νεντανιάχου αλλά και μια πολιτική τάση που εκφράζει ισχυρή μερίδα της ελληνοκυπριακής άρχουσας τάξης στην οποία ανήκει και ο Χριστοδουλίδης προφανώς βλέπει του Τουρκοκυπρίους απλώς ως «το μακρύ χέρι της Άγκυρας». Σήμερα, λόγω της γενοκτονίας στη Γάζα, οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ Ισραήλ-Τουρκίας έχουν διαταραχθεί ακόμα περισσότερο.
7. Eίναι προφανές ότι αυτό που οι ΗΠΑ θέλουν από την ΚΔ, και που προωθεί ευχαρίστως ο Νίκος Χριστουλίδης (και μια ισχυρή μερίδα της αστικής τάξης) με τον «στρατηγικό διάλογο Κύπρου-ΗΠΑ» είναι να δοθούν στρατιωτικά ανταλλάγματα και διευκολύνσεις (και ακόμα και βάσεις) στις ΗΠΑ, έναντι στη στρατιωτικής συνεργασίας και σύνδεσης με το Ισραήλ. Κι αυτό αφορά μόνο στο νότιο μέρος της Κύπρου, έχοντας ξεγράψει το βόρειο τμήμα που θεωρείται υπό Τουρκικό έλεγχο. Κι έτσι η πράσινη γραμμή που όλο και περισσότερο στρατιωτικοποιείται μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε σκληρό σύνορο με αποτέλεσμα κι εμπεδώνεται η διχοτόμηση. Όλα στο βωμό της στήριξης του γενοκτονικού Ισραήλ.
8. Η χρήση και κατάχρησης των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία μετά την πρόσφατη χρήση των βάσεων για την υποστήριξη του Ισραήλ και τις επιθέσεις εναντίον των Χούντι στην Υεμένη. Στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε για διάφορες άλλες αποστολές του ΝΑΤΟ στη Λιβύη, το Ιράκ και το Λίβανο.
9. Η πάγια θέση της Αριστερά ότι πρέπει πρώτα να λυθεί το Κυπριακό, και μόνο τότε, κι από κοινού με τους Τουρκοκυπρίους να τεθεί θέμα βάσεων, έχει πλέον ξεπεραστεί. Οι βάσεις και η χρήση της Κύπρου ως Νατοϊκή πλατφόρμα, ως «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» είναι γεγονός που οφείλουμε να πολεμήσουμε, όχι στο μέλλον, αλλά άμεσα. Το σκεπτικό της Αριστεράς για την πάγια αυτή θέση της ήταν ότι δεν έπρεπε να ανοιχθεί κι άλλο μέτωπο με τους Βρετανούς τώρα που θα λειτουργεί ως εμπόδιο στην λύση, και σίγουρα δεν πρέπει αυτό να είναι ζήτημα αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Εύλογα και ορθά θέτει αυτά τα δύο ζητήματα, κι αυτά πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη, φροντίζοντας να μη λειτουργήσουν με αυτόν τον αρνητικό τρόμο. Εξ ου κι η πρόταση μου όπως το ζήτημα της κατάργησης των βάσεων να αποτελέσει κοινό αίτημα των κινημάτων ειρήνης κι επανένωσης και στις δύο κοινότητες.
10. Η λύση του κυπριακού πρέπει να τεθεί άμεσα και παράλληλα με την κατάργηση των βάσεων και κάθε διευκολύνσεων προς τους ιμπεριαλιστές που συμπράττουν και μαζί με το Ισραήλ διαπράττουν γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Στόχος μας πρέπει άμεσα να είναι να ξεκινήσει ένας διάλογος μεταξύ της Αριστεράς ακαδημαϊκής κοινότητας, των νομικών και των ακτιβιστών σχετικά με την επείγουσα ανάγκη να τερματιστεί η αποικιακή παρουσία του Ηνωμένου Βασιλείου στην Κύπρο. Το θέμα αυτό έχει αποκτήσει επείγοντα χαρακτήρα τον τελευταίο χρόνο λόγω της εμπλοκής των Βρετανικών Περιοχών Κυρίαρχων Βάσεων (SBAs) με τις σοβαρές παραβιάσεις του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου κατά του παλαιστινιακού λαού από το κράτος του Ισραήλ στη Γάζα. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου παρουσίασε τις SBAs ως ένα πιθανό μοντέλο για τη διπλωματική διευθέτηση της υπόθεσης του Αρχιπελάγους Τσάγκος.
11. Αποτελεί τραγική ειρωνεία ότι η διαβόητη δήλωση του υπουργού Εξωτερικών για τις Αποικίες, Χένρι Χόπκινσον, πριν από εβδομήντα χρόνια, όταν η Κύπρος ήταν βρετανική αποικία, φαίνεται να ισχύει και σήμερα: Ο Hopkinson είχε δηλώσει ότι «υπάρχουν ορισμένα εδάφη στην Κοινοπολιτεία τα οποία, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών τους, δεν μπορούν ποτέ να περιμένουν να είναι πλήρως ανεξάρτητα». Στην Κυπριακή Δημοκρατία δόθηκε ανεξαρτησία, αλλά όχι στο έδαφος υπό τις ΣΒΑ, καθώς αυτό είναι ενταγμένο σε ένα πολύπλοκο σύστημα συνθηκών μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου, της Τουρκίας, της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας.[6] Τα εδάφη αυτά παραμένουν ως νεοαποικιακό φυλάκιο υπό τους Βρετανούς στο διηνεκές με το Ηνωμένο Βασίλειο να περιφρονεί ακόμη και να καταβάλει το «ενοίκιο», μεταμφιεσμένο ως «οικονομική βοήθεια» που το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν υποχρεωμένο να καταβάλει στην ΚΔ βάσει των Συνθηκών. Δυστυχώς, αυτή η παλιά αποικιοκρατική δήλωση αποδείχθηκε όχι μόνο προκλητική αλλά και προφητική[7] καθώς οι διαιρέσεις της Κύπρου συνεχίζονται μέχρι σήμερα.[8]
12. Η γεωπολιτική σημασία της Κύπρου αυξανόταν καθώς η βρετανική αποικιακή δύναμη υποχωρούσε. Με την άνοδο του Ψυχρού Πολέμου, η Κύπρος έγινε αντιληπτή ως «ένα πιόνι» και όχι ως «το πετράδι στο στέμμα»[9], αλλά όπως στην πολιτική, ένα πιόνι σε μια στρατηγικής σημασίας θέση της σκακιέρας μπορεί να απειλήσει ακόμα και τον βασιλιά.[10] Με την υποχώρηση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και τη σταδιακή εκτόπισή της από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Κύπρος εντάχθηκε στη «νέα» αυτοκρατορική πραγματικότητα, μια «αυτοκρατορία των βάσεων».[11] η Βρετανία παρέδωσε «την αυτοκρατορία της σε κατώτερο εταίρο στην εγκαθίδρυση της αμερικανικής».[12] δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι για την Κύπρο, μεταξύ άλλων εδαφών όπως το Άντεν, η Μαλαισία, η Κένυα και το Ιράν, η βρετανική κυριαρχία «υποθηκεύτηκε» από τις ΗΠΑ. Όπως σημείωσε ο αείμνηστος Ed Rooby τα βρετανικά και αμερικανικά συμφέροντα είναι στενά συνυφασμένα καθώς «είναι δύσκολο να μιλήσουμε για σαφώς καθορισμένα “διακριτά βρετανικά συμφέροντα” στο νησί σήμερα, επειδή από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο ιμπεριαλιστικός ρόλος της Βρετανίας στην Κύπρο (όπως και αλλού) ήταν, στην ουσία, να ενεργεί ως ημιαυτόνομος υπολοχαγός της ηγεμονίας των ΗΠΑ.»[13] Ο Ψυχρός Πόλεμος μεταμόρφωσε τη σημασία των χωρών ανάλογα με τις συγκεκριμένες γραμμές ρήξης.[14] επιπλέον, η ανακάλυψη υδρογονανθράκων και τα ευρύτερα ενεργειακά παιχνίδια στην Ανατολική Μεσόγειο έκαναν τη θέση Κύπρος πιο σημαντική, όμως η στροφή της ΚΔ και η σύνδεση-ταύτιση της κυβέρνησης με το γενοκτονικό Ισραήλ φέρνει την χωρά πιο κοντά στο μάτι του κυκλώνα.[15]
13. Η γεωπολιτική σημασία της Κύπρου αυξανόταν καθώς η βρετανική αποικιακή δύναμη υποχωρούσε. Με την άνοδο του Ψυχρού Πολέμου, η Κύπρος έγινε αντιληπτή ως «ένα πιόνι» και όχι ως «το πετράδι στο στέμμα», αλλά όπως και στο σκάκι, έτσι και στην πολιτική, ένα πιόνι σε μια στρατηγικής σημασίας θέση της σκακιέρας μπορεί να απειλήσει τον βασιλιά. Με την υποχώρηση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και τη σταδιακή εκτόπισή της από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Κύπρος εντάχθηκε στη «νέα» αυτοκρατορική πραγματικότητα, μια «αυτοκρατορία των βάσεων”. Ή Βρετανία «αποτίναξε την αυτοκρατορία της σε έναν κατώτερο εταίρο στην εγκαθίδρυση της αμερικανικής». Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι για την Κύπρο, μεταξύ άλλων εδαφών όπως το Άντεν, η Μαλαισία, η Κένυα και το Ιράν, η βρετανική κυριαρχία ήταν «εγγυημένη» από τις ΗΠΑ. Όπως σημείωσε ο αείμνηστος συνάδελφος, Ed Rooksby τα βρετανικά και αμερικανικά συμφέροντα είναι στενά συνυφασμένα καθώς «είναι δύσκολο να μιλήσουμε για σαφώς καθορισμένα “διακριτά βρετανικά συμφέροντα” στο νησί σήμερα, επειδή από το τέλος του Β’ΠΠ, ο ιμπεριαλιστικός ρόλος της Βρετανίας στην Κύπρο (όπως και αλλού) ήταν, στην ουσία, να ενεργεί ως ημιαυτόνομος υπολοχαγός στην ηγεμονία των ΗΠΑ. [16] Στην Κυπριακή Δημοκρατία δόθηκε ανεξαρτησία, αλλά όχι στο έδαφος υπό τις Βάσεις, καθώς αυτό είναι ενταγμένο σε ένα πολύπλοκο σύστημα συνθηκών μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου, της Τουρκίας, της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας.[17] Βάσει της συνθήκης εγκαθίδρυσης, τα εδάφη αυτά παραμένουν ως νεοαποικιακό φυλάκιο υπό τους Βρετανούς στο διηνεκές με το Ηνωμένο Βασίλειο, ενόσω οι αποικιακή δύναμη το επιθυμεί, ενώ οι Βρετανοί περιφρονούν ακόμη και να καταβάλουν το υποτυπώδες «ενοίκιο» που είναι μεταμφιεσμένο ως «οικονομική βοήθεια» όπου ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν στην ΚΔ βάσει των Συνθηκών.[18]
14. Ο Ψυχρός Πόλεμος μεταμόρφωσε τη σημασία των χωρών ανάλογα με τις συγκεκριμένες γραμμές ρήξης, επιπλέον, η ανακάλυψη υδρογονανθράκων και τα ευρύτερα ενεργειακά παιχνίδια στην Ανατολική Μεσόγειο έκαναν τη θέση Κύπρος πιο σημαντική, αλλά και πιο ευάλωτη εφόσον μετατρέπεται σε ορμητήριο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ και εμπλέκεται, εκ των πραγμάτων στο μεγάλο πρόβλημα μιας Μέσης Ανατολής που φλέγεται. Ακούμε σήμερα από αναλυτές προσκείμενους σε νεοσυντηρητικά think tanks για θέματα ασφάλειας να παροτρύνουν τις ΗΠΑ «να εκτοπίσουν τη Βρετανία από την Κύπρο» κι έτσι με την «αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από τα νησιά Τσάγκος θα πρέπει να ανοίξει μια ευκαιρία για μια αμερικανική ναυτική βάση στην Ανατολική Μεσόγειο.» Μάλιστα το πλασάρουν κι ως δήθεν αποαποικιοποίηση της Κύπρου καλώντας τη Μεγάλη Βρετανία «να τερματίσει πλήρως την αποικιακή της παρουσία στην Κύπρο», ενώ θεωρούν δεδομένο ότι η ΚΔ θα μισθώσει στις ΗΠΑ τις περιοχές αυτές.[19]
15. Οι Βρετανικές Βάσεις λοιπόν αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του «κυπριακού προβλήματος», καθώς το δυσεπίλυτο αυτό πρόβλημα συνεχίζεται. Η de facto διαίρεση συνεχίζεται παρά τις προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος αλλά και αποτελεί τη βάση για τις ιμπεριαλιστικές επιθέσεις στην περιοχή.
[1] «Οδικό Χάρτη Διμερούς Αμυντικής Συνεργασίας υπέγραψαν Κύπρος και ΗΠΑ», Capital.gr, 09-Σεπ-2024
https://www.capital.gr/diethni/3863256/odiko-xarti-dimerous-amuntikis-sunergasias-upegrapsan-kupros-kai-ipa/
[2] Βλ. Λάρκος Λάρκου, «Η τριπλή ερμηνεία», Καθημερινή, 03/11/2024,
[3] Βλ. Χριστόφορος Φωκαϊδης (επιμ.) (2024) Η Κύπρος στην Εποχή των Πολυκρίσεων. Οι μεγάλες προκλήσεις σε 24 ερωταπαντήσεις, Hippasus, Λευκωσία και Χάρης Γεωργιάδης (2024), ο Νέος Ρεαλισμός, Το Κυπριακό 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή, Εκδόσεις Παπαζήση.
[4] «Βάση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ η Κύπρος», https://simerini.sigmalive.com/article/2024/11/10/base-ton-epa-kai-tou-nato-e-kupros-apokleistikes-photographies-khartes/
[5] «Ατσάλινη ασπίδα των ΗΠΑ καλύπτει την Κύπρο - Οι πύλες της κολάσεως στη Μ. Ανατολή και το διπλωματικό παρασκήνιο», Σημερινή 11 Αυγούστου 2024, https://simerini.sigmalive.com/article/2024/8/11/atsaline-aspida-ton-epa-kaluptei-ten-kupro-oi-pules-tes-kolaseos-ste-m-anatole-kai-to-diplomatiko-paraskenio-khartes/
[6] Soulioti, S. (2006), Fettered independence, University of Minnesota.
[7] Richard Clogg, R. «The Sovereign Base Areas: colonialism redivivus?», Byzantine and Modern Greek Studies. 2015 39 1, 138-150.
[8] Perry Anderson «The Divisions of Cyprus», London Review of Books, τ. 30 No. 8 - 24 Απριλίου 2008, http://www.lrb.co.uk/v30/n08/perry-anderson/the-divisions-of-cyprus μεταφράστηκε στα ελληνικά, βλ. Οι διαιρέσεις της Κύπρου, Εκδόσεις Άγρα, 2008
[9] Βαρνάβα, Α. (2015) Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός στην Κύπρο, 1878-1915. The inconsequential possession, Manchester University Press.
[10] Holland, R. (1998)Britain and the Revolt in Cyprus, 1954-1959, Oxford University Press.
[11] Johnson, C. (2004). The Sorrows of Empire, Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Verso, σσ. 151-186.
[12] Johnson, C. (2004). The Sorrows of Empire, Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Verso, σσ. 151-186.
[13] Ed Rooksby (2012) «Cyprus and the West: a Critical Perspective on British and US Foreign Policy and Strategic Interests in Cyprus», Nicos Trimikliniotis and Umut Bozkurt (eds.) (2012) Beyond a Divided Cyprus: a State and Society in Transformation, Palgrave Macmillan, 83-98), σ. 84.
[14] Trimikliniotis, N., Bozkurt, U. (2012) «Introduction: Beyond A Divided Cyprus, A Society in a State of Transformation», Trimikliniotis, N. and Bozkurt, U. (eds.) Beyond A Divided Cyprus: A State and Society in Transformation, MacMillan Palgrave, σ. 1-22.
[15] Trimikliniotis, N. (2012) «The Cyprus problem and imperial games in the hydrocarbon era: Trimikliniotis, N. and Bozkurt, U. (eds.) Beyond A Divided Cyprus: A State and Society in Transformation, MacMillan Palgrave, Νέα Υόρκη, σσ. 23-46 και Νίκος Τριμικλινιώτης «Το πρόταγμα της επανένωσης της Κύπρου. Μια ταξική και γεωπολιτική ανάλυση μιας φθίνουσας δυνατότητας», Θέσεις, Τεύχος 140: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2017.
[16] Ed Rooksby (2012) “Cyprus and the West: a Critical Perspective on British and US Foreign Policy and Strategic Interests in Cyprus”, Nicos Trimikliniotis and Umut Bozkurt (eds.) (2012) Beyond a Divided Cyprus: a State and Society in Transformation, Palgrave Macmillan, 83-98), p. 84
[17] Soulioti, S. (2006), Fettered independence, University of Minnesota.
[18] ΠΡΟΣΆΡΤΗΜΑ R, ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΉ ΒΟΉΘΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΉ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑ. Σχέδιο ανταλλαγής σημειώσεων μεταξύ του Αντιπροσώπου του Ηνωμένου Βασιλείου που είναι εξουσιοδοτημένος να υπογράψει τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του Δρ Κουτσούκ, ΚΥΠΡΟΣ, Cmns. 1093, Υποβλήθηκε στο Κοινοβούλιο από τον Υπουργό Αποικιών, τον Υπουργό Εξωτερικών και τον Υπουργό Άμυνας κατ' εντολή της Αυτής Μεγαλειότητας Ιούλιος 1960.
[19] Michael Rubin. “The U.S. Should Nudge Britain from Cyprus”, National Interest, 8 November 2024
BKP Merkez Yürütme Kurulu üyesi Hikmet Olaçer, Mecliste yaşanan gerginliklerin temelinde ülkede yaşanan anti-demokratik gelişmelerin yattığını belirtti.
Kuzey Kıbrıs’ta siyasetin tıkandığını, Türkiye’deki AKP iktidarının siyasete sürekli müdahale ederek, Kıbrıslı Türklerin iradesini ayaklar altına aldığını belirten Hikmet Olgaçer, UBP-DP-YDP hükümetinin dayatma kararlarla ve despotça ülke yönetmeye çalıştığını vurguladı.
“ Talimatla kurultay yapan, hükümet kuran ve Meclis Başkanı seçmeye çalışan zihniyet, demokrasi ve hukuktan bahsedemez “ diyen Hikmet Olgaçer, “ Meclis de, diğer kurumlar gibi miyadını doldurmuştur “ dedi.
Toplumu boş yere germenin gereği olmadığını, yapılanların kamuoyunu etkilemeye dönük şovlar olduğunu dile getiren BKP Merkez Yürütme Kurulu üyesi Hikmet Olgaçer, Kıbrıs Türk toplumunun kurtuluşunun, özgür, bağımsız, birleşik Kıbrıs’a ulaşıldığında sağlanacağını vurguladı.
Birleşik Kıbrıs Partisi Genel Başkanı İzzet İzcan, TC yetkililerinin Kıbrıs Türk toplumu adına açıklamalar yaparak kararlar almasının kabul edilemez olduğunu vurguladı.
“ TC Cumhurbaşkanı Recep Tayyip Erdoğan’ın, KKTC’nin Türk Devletleri için düzenlenen yeni alfabeyi kabul etmeye hazır olduğunu açıklaması buna örnektir “ diyen İzzet İzcan, TC Dış İşleri Bakanı Hakan Fidan “ Kıbrıs adasının yeniden birleşmesi sayfasının kapandığının artık anlaşılmış olması lazım. Adada iki ayrı halk ve iki ayrı devlet var “ diyerek “ Kıbrıs’ta söz ve yetkinin kendilerinde olduğunu dünyaya ilan etmiştir “ dedi.
İrademizi yok sayan açıklamaları kınıyoruz.
Kıbrıs Türk toplumunun iradesini yok sayan bu tür açıklamaları kınadıklarını belirten BKP Genel Başkanı İzzet İzcan, Mecliste görev yapan partileri, Meclis duvarında yazan “ Egemenlik kayıtsız şartsız milletindir “ ibaresine saygılı davranmaya çağırdı.
“ Kıbrıs Türk toplumunun kendi kendini yönetmesi esastır “ diyen İzzet İzcan, Meclis Başkanlığı seçimlerine de müdahale eden TC yetkililerinin alel acele tebrik mesajları yayınlayarak, olayı oldubittiye getirmeye çalıştığını dile getirdi.
Kıbrıs sorununun çözümünün BM kararları çerçevesinde federal çözümle mümkün olduğunu dile getiren İzzet İzcan, “ Kıbrıs Türk toplumunun kendi kendini yönetme ve özgürce yaşama mücadelesi, Kıbrıs sorununun çözümüyle başarıya ulaşacaktır “ dedi.
Birleşik Kıbrıs Partisi Genel Başkanı İzzet İzcan, Mecliste başkanlık seçimi sonucu yaşananların Kuzey Kıbrıs’ta demokrasi olmadığını bir kez daha gözler önüne serdiğini vurguladı.
“ UBP içerisinde dönen entrikalardan sonra, yasal bir Meclis Başkanı seçilmiş değildir “ diyen İzzet İzcan, “ UBP kendi milletvekillerine güvenmediği için, ikinci bir seçim yapmaktan kaçınarak, yasadışı sonucu meşrulaştırmaya çalışıyor “ dedi.
Mecliste muhalefete düşen görevin, yasadışı ilan edilen Meclis Başkanlığı seçim sonuçlarını reddederek, Meclisi boykot etmek olduğunu dile getiren İzzet İzcan, UBP-DP-YDP hükümetinin oldubittilerine boyun eğilemeyeceğini vurguladı.
İşgal altında olan halkın iradesidir.
UBP yetkililerinin meclisin işgal altında olduğunu açıklamasının komik olduğunu dile getiren İzzet İzcan, “ İşgal altında olan halkın iradesidir “ dedi.
Ankara’nın Kuzey Kıbrıs’ta kurduğu rejimin sürdürülebilir olmadığını dile getiren BKP Genel Başkanı İzzet İzcan, parlamentoculuk oynayarak gündemi işgal edenlerin amacının, statükoya hizmet olduğunu vurguladı.
This year, I would like to touch on why we are far from the targeted federal solution to the Cyprus problem. First, let's take a look at the history of the Turkish Cypriots' desire for a separate state.
As is known, the unitary constitution of the Republic of Cyprus, which was established in 1960, encountered some difficulties in implementation and after the 13-article amendment proposals announced by President Makarios on November 30, 1963, these proposals were rejected by Turkey before the Turkish Cypriot leadership on the grounds that they would only grant minority rights to the Turkish Cypriots and the intercommunal clashes began on December 21, 1963.
Dr. Küçük announced on December 30, 1963 that "the Constitution is dead" and that he no longer saw himself as Vice President and that he and the Turkish Cypriot ministers refused to attend government meetings. The Turkish leadership also began to establish parallel services in the regions under Turkish control. Turkish Cypriot civil servants stopped attending their duties.
In the French newspaper Le Monde on January 10, 1964, Vice President Dr. Küçük told the reporter that “the 35th parallel would be the ideal line for the division of Cyprus, and he wanted the northern half of the island, including the ports of Kyrenia and Famagusta, to be given to the Turkish Cypriots. Dr. Küçük added: “We want to create a separate state. Mixed Greek Cypriot-Turkish Cypriot villages can no longer exist. My citizens live under the terror of their Greek Cypriot neighbours. The Turkish Cypriots are not a minority. They are a people with their own language, religion and traditions. We have as much right to this island as the Greek Cypriots.”
In the summer of 1964, President Makarios rejected the proposal presented by the US representative Acheson in Geneva, which was to annex the island to Greece on the condition that Turkey (NATO) would be given a military base on the Karpas Peninsula.
Prof. Nihat Erim, who participated in the negotiations on behalf of Turkey, wrote the following in his memoirs:
“General Turgut Sunalp explained the need for a region larger than the Karpas Peninsula in terms of military needs. Mr. Acheson and American officers accepted the Akanthou region line from the Boghaz to the north of the Gulf of Famagusta. The surface area of Cyprus is 3572 square miles. With the accepted border, 300-350 square miles of this would be the region given to the Turks, that is, approximately 11% of the island... There would also be at least 5 Turkish canton regions. Thus, the Turks would have a say in 25-30% of the island.” (Cyprus within the scope of what I know and see, Ankara 1975, p.374)
The following very important words spoken by Prime Minister İsmet İnönü in the Turkish Grand National Assembly on September 8, 1964 clearly show what the Turkish side perceived from the very beginning about a new constitution to be made for Cyprus: “In order to be within the scope of the treaty, we started the discussion not with the official word of taksim (partition) but with the form of federation.”
INTERCOMMUNAL NEW CONSTITUTIONAL TALKS (1968-1974)
The new constitution to be created in the intercommunal talks that started in June 1968 was based on a “unitary state”. It is recorded that the Turkish Cypriot negotiator Rauf Denktaş made various concessions on constitutional issues and accepted the reduction of the 30% communal representation rate in the state to 20%. However, President Makarios refused to grant the Turkish Cypriots autonomy in their own regions, which they formed by gathering in certain areas of the island and corresponding to 3% of the island’s territory, in return for these concessions. Because he thought that this could lead to the partition of the island in the future.
The Greek Cypriot negotiator Glafkos Kleridis, who has covered these issues in detail in his memoirs, wrote that when discussing with Makarios on April 10, 1973 the inclusion of Article 185 of the 1960 Constitution, which banned both enosis and partition, in the new Constitution, Makarios said that he would not sign any constitution that excluded “enosis” again until Greece and Turkey accepted these prohibitions with a protocol. (Cyprus: My Deposition, Volume: 3, Lefkoşa 1990, p.270)
It is known that the intercommunal talks ended with Prime Minister Ecevit proposing a federal solution to the Cyprus problem after his meeting with Rauf Denktaş on April 2, 1974.
It is also recorded that during the NATO meeting in Lisbon on June 4-7, 1971, the Greek representative Christos Palamas and the Turkish representative Osman Olcay prepared a plan to get rid of the President of Cyprus Makarios and declare "double enosis". This plan was implemented through the double betrayal of July 15 and 20, 1974, and our island was divided into two regions.
EVALUATION OF THE ANNAN PLAN VOTE HELD IN THE NORTH AT THE END OF THE FEDERAL CONSTITUTION TALKS (1977-2017)
After the summit agreements in 1977 and 1979, it was decided to continue the inter-communal talks on the basis of a "federal state". This process, which went through various stages, ended on April 24, 2004, with the "Annan Plan", named after the UN Secretary General, being submitted to the approval of the parties.
This solution plan could not be implemented and was eliminated, because it was accepted by 64.91% on the Turkish side and rejected by 75.38% on the Greek side in referendums held in both regions of the island. In fact, this plan, supported by the EU and the US, did not touch the British bases in Cyprus, but foresaw the recognition of the separatist structure in the north. On the other hand, it was striking that the Turkish settlers, who had moved to the part of the island occupied by Turkey since 1974, in violation of the 1949 Geneva Convention, were allowed to vote in the referendum. The nearly 65% positive vote rate in the referendum held north of the partition line was exaggerated and misinterpreted by both the Turkish Cypriot side and Turkey for many years. However, the results of a survey conducted by Kudret Akay, Director of the Cyprus Social Research Center (SOAR), among 960 people between June 4-11, 2003, were not promising us a reunification. They can be summarized as follows:
The views of voters in the north who voted “yes”:
1. 69.7% believed that their state would be recognized internationally and foresaw a positive course of events.
2. 67.3% supported EU membership.
3. 66.1% were in favour of separate sovereignty.
4. 58.5% believed that the land they were using would legally be owned by them.
5. 57.7% thought that the TRNC would be part of an internationally recognized state.
6. Those who considered a common state with the Greek Cypriots were 33.7% of those who voted “yes.”
7. Those who said “I said “yes” for the reunification of my homeland” were only 28.1%.
The views of the voters in the north who voted “no”:
1. 54.3% did not want to return the “land that was made a homeland”.
2. 44% did not want to join the EU without Turkey becoming a member.
3. 36.5% were against partnership with Greek Cypriots.
4. 29.2% believed that they would be negatively affected by new property relations.
5. 27.3% believed that they would be negatively affected by territorial adjustments.
6. 19.2% thought that they would not have a state of their own that would be recognized internationally. (Radikal newspaper, Istanbul, July 30, 2004)
As can be clearly seen from all these answers, the majority of the participants in the survey were motivated by nationalist feelings regarding “homeland”, “land” and “Turkey” and believed that the separatist “TRNC” statelet under the auspices of the Republic of Turkey would be recognized with EU membership.
THE POINT REACHED BY THE LAST ROUND OF TALKS
The Talat-Christophias talks, which began in September 2008, continued until 2013, when Eroğlu was elected president in 2010. Anastasiadis was elected in 2013, but the talks could only begin a year later, when the two leaders reached an agreement on February 11, 2014. Akıncı took over in 2015. He achieved significant rapprochement in the talks with Anastasiadis in Mont Pelerin in January 2017 and in Crans Montana in June 2017.
Despite the hundreds of pro-federation statements made in the past 50 years, it is known by political observers who have been following the events closely that the Turkish side, when talking about federation, actually wants the island and the Republic of Cyprus to be divided. In fact, Cyprus President Vasiliou spoke openly in a statement he gave to the BBC and said that the solution proposals of the Turkish Cypriot side were based on a different perception: “We are talking about a federation, but it is a federation for a single country. The Turkish Cypriot proposals want us to talk about two separate countries, two independent states. We cannot talk on this basis.” (Cyprus Mail, 5.3.1989)
The blockages in the intercommunal talks are due to this difference in understanding. The contradictions between what was said during Turkey’s military intervention in the summer of 1974 with the excuse of “restoring the constitutional order in Cyprus that had been disrupted” and what was done later are obvious. Moreover, contrary to the agreement signed by the three guarantor countries in 1960, the independence, sovereignty and territorial integrity of the Republic of Cyprus could not be protected and the 36% of the land in the north of the island has been subject to ethnic cleansing and military occupation for 50 years.
We should note that Rauf Denktaş officially mentioned the confederation for the first time in his Presidential Oath speech at the Cyprus Turkish Federated State Assembly on July 9, 1983. However, after that, whenever the Turkish side sat down for negotiations for a new federal constitution, it proved with all its behaviours and statements that it was not sincere. However, there are certain principles and concepts of international law that have been determined for years. Politics cannot be made without perceiving these. Different meanings cannot be attributed to them according to the interpretations of individuals. Federation cannot be interpreted instead of taksim, or federation cannot be interpreted instead of confederation.
FEDERALIST CANDIDATES IN THE PRESIDENTIAL ELECTIONS HELD ON BOTH SIDES OF THE TAKSIM LINE
As is known, on July 7, 2017, the negotiations were interrupted again in the Swiss town of Crans Montana. The federal constitution was almost finished and while the last "Security" chapter was being discussed, a disagreement arose and then the Turkish side moved away from the UN parameters and turned to the "two separate states" policy.
Of the candidates who participated in the first round of the presidential elections held in the occupied area on October 11, 2020 and who were in favour of resolving the Cyprus problem with a federal constitution, independent candidate Mustafa Akıncı received 35,053 votes (29.84%), while CTP candidate Tufan Erhürman received 24,008 votes (21.67%). Independent candidate Kudret Özersay, who resigned from the People's Party General Chairmanship, received 6,574 votes (5.74%).
A week later, in the second round held on October 18, 2020, Mustafa Akıncı, who ran as the sole candidate of the supporters of a federal solution, received 62,910 votes (48.31%). But the winner was Ersin Tatar, who defended the new policy of the occupying power Turkey, “two separate states”. The difference in votes between Tatar, who was elected with 67,322 votes (51.69%), and Akıncı, who lost the election, was only 4,412. A report was published by the supporters of a federal solution stated that Turkey interfered in these elections held in the occupied area. The rate of those who did not participate in the elections was 32.71%.
In the presidential elections held south of the division line on February 12, 2023, the votes received by the candidate of the supporters of a federal solution, Mavroyannis, were 189,335 (48.03%), but Christodoulides won the race with 204,867 votes (51.97%). Here, the difference between the winning and losing candidates was 15,532 votes, while the rate of those, who did not participate in the elections was 27.55%.
As can be seen from the figures, while the federalist votes on both sides reached 48%, unfortunately a common federal Cyprus front could not be established. Because there is no consensus among the federalists on both sides. Neither AKEL nor CTP has prepared a summary containing the issues on which convergence was reached in Crans Montana. The communities have not been enlightened on this issue.
WHAT IS THE PROPORTION OF TURKISH CYPRIOTS WHO ARE IN FAVOR OF THE FEDERAL UNION OF THE ISLAND?
According to the statement made by the Republic of Cyprus authorities for the elections held on June 9, 2024 for the Cypriot representatives to be sent to the European Parliament, the number of registered Turkish Cypriots over the age of 18 who are eligible to vote was 104,118. Of these, 103,281 resided in the occupied northern part of the island, while 837 resided in the southern part.
In the meantime, let us also recall that the number of Turkish Cypriots with a Republic of Cyprus ID is 110,734, and 83,950 of them have obtained a passport. (Fileleftheros, April 1, 2018)
The overall voter turnout in the European Parliament elections was 58.86% across the island. It is thought-provoking that only 5,676 out of 104,118 registered Turkish Cypriot voters (6.8% of the total number of voters) voted. The number of voters who came from the north occupied by Turkey was 5,523.
Then we need to ask: Why did the 62,910 Turkish Cypriot voters who voted for the federalist candidate Mustafa Akıncı in the north, who is in favour of the reunification of the island under a new federal constitution, refrain from participating in the EP elections? We have stated above that the CTP, which claims to be in favour of a federal solution, received 34,008 votes in the first round. This means that they are not sincerely in favour of a federal union either.
The sincerity of those in favour of a federal solution within the Greek Cypriot community can be assessed by the reluctance to establish a common political front with the Turkish Cypriot federalists.
Since April 23, 2003, when the division line between the Turkish Cypriot and Greek Cypriot communities was opened with some crossing points, the political forces that will fight for the federal union of all Cypriots have unfortunately not yet been organized within the framework of a common political program, and we are far from the targeted federal solution to the Cyprus problem.
(Read at the 6th Annual Conference of the “Left and Cyprus Problem” Group, held at the Home for Cooperation in Nicosia on 16th November 2024)
Articles regarding the experiences of Cypriot women in Britain. Published in Issue 4 (Series 2) of Women's Voice newspaper, in April of 1977.
It can be found by pressing here.
Letter written by the Cyprus Solidarity Committee of Boston and published in issue 19 (December Version, 1979) of the newspaper Socialist Worker (USA).
It can be located by pressing here.
Η ΚΙΣΑ παρακολουθεί με έντονη ανησυχία και αγανάκτηση τις συνεχιζόμενες ρατσιστικές επιθέσεις κατά των διανομέων φαγητού αλλά και την ανεξέλεγκτη άνοδο της ρητορικής μίσους εναντίον μεταναστών και προσφύγων, ακόμη και κατά των ιδιαίτερα ευάλωτων ασυνόδευτων παιδιών.
Η ρατσιστική βία και επιθέσεις κατά των διανομέων δεν ξεκίνησε στο κενό ενώ δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως απλή παραβατική συμπεριφορά κάποιων νεαρών προσώπων. Η ΚΙΣΑ πριν ακόμα τα πογκρόμ στη Χλώρακα και στη Λεμεσό, αλλά και μετά από αυτά, ενημέρωσε την Αστυνομία και έδωσε όσα στοιχεία είχε στη διάθεσή της για συγκεκριμένα πρόσωπα και κύκλους, οι οποίοι όχι μόνο υποκινούσαν σε μίσος και πράξεις βίας αλλά δήλωναν απροκάλυπτα ότι εάν το κράτος δεν αναλάβει να «καθαρίσει» όπως ανέφεραν τη χώρα, θα έπαιρναν τον νόμο στα χέρια τους και θα το έπρατταν οι ίδιοι.
Από τότε μέχρι σήμερα, οι αρχές δεν έκαναν οτιδήποτε ουσιαστικό για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Το μόνο που έπραξαν ήταν κάποιες εκ των υστέρων συλλήψεις και ποινικές διώξεις για τα πογκρόμ της Λεμεσού, οι οποίες μάλιστα έχουν υποβαθμιστεί και παραπεμφθεί από το κακουργιοδικείο στο επαρχιακό δικαστήριο ενώ με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα έχει αφαιρεθεί από τις κατηγορίες και το ρατσιστικό κίνητρο. Οι ηθικοί αυτουργοί και υποκινητές ουδέποτε συνελήφθησαν και ουδέποτε διώχθηκαν από το κράτος.
Είναι φανερό ότι η καταστολή ως η κατ΄ εξοχήν πολιτική που υιοθέτησε το κράτος δεν είναι αποτελεσματική και οι επιθέσεις αυτές δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται αποκλειστικά μέσω του ποινικού δικαίου ή της «καλύτερης» αστυνόμευσης, ούτε και μπορούν να απομονώνονται από τη γενικότερη και ευρύτερη άνοδο του ρατσισμού και των εγκλημάτων μίσους.
Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να αξιολογηθεί ο ρόλος της οργανωμένης, «πολιτικά νομιμοποιημένης» και μη ακροδεξιάς, η οποία είναι φανερό ότι αξιοποιεί την ευαλωτότητα νεαρών προσώπων σε υποβαθμισμένες περιοχές που βρίσκονται αντιμέτωποι με πολλαπλά προβλήματα, σε μια κοινωνία ανισοτήτων και έξαρσης της φτωχοποίησης, υποκινώντας τους σε πράξεις βίας και ρατσισμού κατά ακόμα πιο ευάλωτων προσώπων ενεργώντας ως ηθικοί αυτουργοί.
Το ίδιο θα πρέπει να γίνει και σε σχέση με την αντίδραση τοπικών κοινωνιών ακόμα και στη φιλοξενία στις κοινότητές τους δομών παιδιών υπό τη φροντίδα του κράτους, η οποία επίσης απορρέει δυστυχώς από ρατσιστικά και ξενοφοβικά κίνητρα.
Η ΚΙΣΑ θεωρεί ότι η οργάνωση διαδήλωσης από το ΕΛΑΜ στη Λάρνακα την ερχόμενη βδομάδα εναντίον των ασυνόδευτων ανηλίκων κατηγορώντας τους για βία και εγκληματικότητα αποτελεί μια προσπάθεια αποενοχοποίησης της ρατσιστικής βίας και των επιθέσεων κατά των μεταναστών και ως εκ της φύσης της θα έπρεπε όχι μόνο να απαγορευθεί ως εκδήλωση έκφρασης και ρητορικής μίσους αλλά να ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά των δημοκρατικών πολιτών και θεσμών της χώρας και στην άμεση αντίδραση σε αυτή.
Η ΚΙΣΑ καλεί-
Διοικητικό Συμβούλιο ΚΙΣΑ
2 Νοεμβρίου 2024
verfassungsblog.de/third-state-obligations-in-the-icj-advisory-opinion/
Αυτό το άρθρο ανήκει στη συζήτηση « Η συμβουλευτική γνωμοδότηση του ΔΔ του 2024 για τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη
14 Οκτωβρίου 2024
Στις 2 Σεπτεμβρίου 2024, ο Υπουργός Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου David Lammy αντιμετώπισε μια σειρά ερωτήσεων στο Κοινοβούλιο σχετικά με την υποστήριξη του Ηνωμένου Βασιλείου στο Ισραήλ με όπλα και επιτήρηση μέσω των στρατιωτικών βάσεων του στην Κύπρο. Αναφερόμενος στις πρόσφατες αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου (ΔΔ ή Δικαστήριο), ο βουλευτής ζήτησε από τον Υπουργό Εξωτερικών να διευκρινίσει «ποιος είναι ο ρόλος, νομικά ή μη, που διαδραμάτισε η Βρετανία στην υπέρπτηση της Γάζας με αεροσκάφη επιτήρησης και να εξηγήσει τη χρήση της RAF Ακρωτηρίου ως ενδιάμεσου σταθμού για αεροσκάφη που πηγαίνουν στο Ισραήλ, τα οποία πολλοί πιστεύουν ότι μεταφέρουν όπλα που θα χρησιμοποιηθούν για τον βομβαρδισμό της Γάζας». Ο υπουργός Εξωτερικών Lammy παρέκαμψε το θέμα, σχολιάζοντας ότι είναι «πολύ άνετος με την υποστήριξη που παρέχουμε στο Ισραήλ» και ότι «δεν θα σχολιάσει επιχειρησιακά ζητήματα». Η ανταλλαγή απόψεων στο Κοινοβούλιο έγινε την ίδια ημέρα που η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε την άμεση αναστολή περίπου τριάντα αδειών εξαγωγής όπλων προς το Ισραήλ. Η απόφαση αυτή ακολούθησε κυβερνητική αξιολόγηση η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει σαφής κίνδυνος οι στρατιωτικές εξαγωγές προς το Ισραήλ να χρησιμοποιηθούν σε παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου (ΔΑΔ). Ωστόσο, η απόφαση δεσμεύτηκε να διατηρήσει σε ισχύ τις υπόλοιπες από τις 350 βρετανικές άδειες προς το Ισραήλ και απέκλεισε ρητά από την απόφαση την προμήθεια εξαρτημάτων για το πρόγραμμα μαχητικών αεροσκαφών κοινής κρούσης F-35, μια κίνηση που αντικατοπτρίζει την πολιτική υπεκφυγής της ολλανδικής κυβέρνησης από τότε που μια απόφαση-ορόσημο του Εφετείου της Χάγης τον Φεβρουάριο διέταξε την παύση των παραδόσεων αεροσκαφών F-35 στο Ισραήλ. Η παρούσα εισήγηση εξετάζει πώς οι υποχρεώσεις του τρίτου κράτους που ορίζονται στη συμβουλευτική γνωμοδότηση του ΔΔΔ της 19ης Ιουλίου 2024 επηρεάζουν τη συνεχιζόμενη βοήθεια του Ηνωμένου Βασιλείου σε όπλα και πληροφορίες προς το Ισραήλ μέσω των στρατιωτικών βάσεων του στην Κύπρο.
Η υποστήριξη του Ηνωμένου Βασιλείου στο Ισραήλ με όπλα και πληροφορίες πραγματοποιείται κυρίως μέσω των στρατιωτικών βάσεων του στην Κύπρο. Οι βάσεις αυτές βρίσκονται σε γη επί της οποίας το Ηνωμένο Βασίλειο διατήρησε τον έλεγχο κατά την εποχή της αποαποικιοποίησης. Το άρθρο 1 της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, που υπογράφηκε στις 16 Αυγούστου 1960, οριοθέτησε τα χερσαία σύνορα της νεοσύστατης Δημοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα καθόρισε δύο βρετανικές περιοχές κυρίαρχων βάσεων (SBA):
«Το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας θα περιλαμβάνει τη Νήσο Κύπρο, μαζί με τα νησιά που βρίσκονται στα ανοικτά των ακτών της, με εξαίρεση τις δύο περιοχές που ορίζονται στο Παράρτημα Α της παρούσας Συνθήκης, οι οποίες περιοχές θα παραμείνουν υπό την κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι περιοχές αυτές αναφέρονται στην παρούσα Συνθήκη και στα Παραρτήματά της ως Περιοχή Κυρίαρχων Βάσεων Ακρωτηρίου και Περιοχή Κυρίαρχων Βάσεων Δεκέλειας.»
Οι βάσεις στο Ακρωτήρι και τη Δεκέλεια επιλέχθηκαν λόγω της στρατηγικής τους θέσης και των στρατιωτικών τους εγκαταστάσεων. Το Ακρωτήρι ήταν και παραμένει αεροπορική βάση της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορίας (RAF), περίπου 40 λεπτά πτήσης από το Τελ Αβίβ. Ο σταθμός Άγιος Νικόλαος στη Δεκέλεια ιδρύθηκε το 1947 με τη μεταφορά βρετανικού προσωπικού και εξοπλισμού από την Παλαιστίνη και σήμερα στεγάζει το μεγαλύτερο χώρο συλλογής πληροφοριών του βρετανικού κυβερνητικού επιτελείου επικοινωνιών (GCHQ) εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και προσωπικό της αντίστοιχης αμερικανικής υπηρεσίας, της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA), η τελευταία κατά παράβαση της συμφωνίας μεταξύ της βρετανικής και της κυπριακής κυβέρνησης.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, η Κυπριακή Δημοκρατία υποχρεούται να συνεργαστεί με το Ηνωμένο Βασίλειο για να διασφαλίσει την ασφάλεια και τη λειτουργία των SBAs και την «πλήρη απόλαυση από το Ηνωμένο Βασίλειο των δικαιωμάτων που παρέχει η παρούσα Συνθήκη». Πέρα από τις δύο στρατιωτικές βάσεις επί των οποίων το Ηνωμένο Βασίλειο διεκδικεί κυριαρχία, το Παράρτημα Β παρέχει έναν κατάλογο διατηρούμενων χώρων υπό την ανεμπόδιστη διοίκηση του Ηνωμένου Βασιλείου με «γενικό δικαίωμα χρήσης και ελέγχου» (Παράρτημα Β, Μέρος ΙΙ, S.1.4). Αυτές οι διατηρούμενες τοποθεσίες, οι οποίες περιλαμβάνουν τα δορυφορικά κέντρα και τα κέντρα ραντάρ της RAF στο όρος Τρόοδος (Παράρτημα Α, S.1. A.2 και A.3), βρίσκονται νομικά εντός της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά εντελώς εκτός του ελέγχου της, σε μια μοναδική αποικιοκρατική νομική κατάσταση που ίσως μοιάζει μόνο με την αμερικανική βάση στο Γκουαντάναμο. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο διατήρησε αρκετά δικαιώματα πρόσβασης και χρήσης σε ολόκληρο το νησί, με κυριότερο, για τους σκοπούς του πολέμου της Γάζας, το δικαίωμα των βρετανικών στρατιωτικών αεροσκαφών «να πετούν στον εναέριο χώρο πάνω από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίς περιορισμούς» (Παράρτημα Β, Μέρος ΙΙ, S.4.2).
Το νομικό καθεστώς και οι υποχρεώσεις που αφορούν τις SBA, οι οποίες καλύπτουν το τρία τοις εκατό του νησιού, που αντιστοιχεί σε 99 τετραγωνικά μίλια, συζητούνται ευρέως.2) Το κοινοβούλιο της Κυπριακής Δημοκρατίας υιοθέτησε ψήφισμα στο οποίο περιγράφει τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης και τις ΣΒΑ ως «αποικιοκρατικό κατάλοιπο» που αψηφά το διεθνές δίκαιο και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, με σημαντικότερο το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση.3) Το ψήφισμα αντιτίθεται επίσης στη χρήση των SBAγια ενέργειες εναντίον άλλων κρατών. Ωστόσο, παρά τις πολιτικές και λαϊκές διαμαρτυρίες, το Ηνωμένο Βασίλειο συνέχισε να χρησιμοποιεί την Κύπρο ως ορμητήριο για επιθέσεις στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της Συρίας και της Υεμένης. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αποκάλυψε την αναχώρηση 32 στρατιωτικών αεροσκαφών από την αεροπορική βάση της RAF στο Ακρωτήρι προς το Ισραήλ από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο του περασμένου έτους. Έχει αναφερθεί ότι οι πτήσεις αυτές, μαζί με πτήσεις αμερικανικών στρατιωτικών μεταγωγικών αεροσκαφών C-295 από το Ακρωτήρι, μετέφεραν όπλα στο Ισραήλ. Σύμφωνα με την Haaretz, μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου 2023, γερμανικά, ολλανδικά και καναδικά στρατιωτικά αεροπλάνα και προσωπικό προσγειώθηκαν στο Ακρωτήρι έτοιμα να αναπτυχθούν. Τουλάχιστον 18 αμερικανικά αεροσκάφη C-295 και CN-235, που πιστεύεται ότι χρησιμοποιούνται από τις ειδικές δυνάμεις, πέταξαν από το Ακρωτήρι προς το Τελ Αβίβ από τον περασμένο Οκτώβριο. Σύμφωνα με ανώτερες βρετανικές πηγές, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2024, ισραηλινά αεροσκάφη F-35 χρησιμοποιούν τη βρετανική αεροπορική βάση στο Ακρωτήρι. Μέχρι τον Ιανουάριο του 2024, τα αεροσκάφη RAF Shadow R1, που χρησιμοποιούνται για πληροφορίες, επιτήρηση, απόκτηση στόχων και αναγνώριση, είχαν πετάξει περισσότερες από 50 αποστολές πάνω από τη Γάζα, μια πρόσφατα καταγεγραμμένη αποστολή συνέπεσε με τη σφαγή στην «ασφαλή ζώνη» al-Mawasi στις 10 Σεπτεμβρίου 2024.
Η Συμβουλευτική Γνώμη της 19ης Ιουλίου 2024 αποτελεί έγκυρη δικαστική διατύπωση σχετικά με τις νομικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο και το δίκαιο της ευθύνης του κράτους, όπως αυτό σχετίζεται με την κατεχόμενη Παλαιστίνη. Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται σε αυτά τα σώματα δικαίου, συμπεριλαμβανομένων του ΔΠΠΔΑ, του ICESCR, της CERD και της τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης, είναι δεσμευτικές τόσο για το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και για την Κυπριακή Δημοκρατία με βάση την προσχώρησή τους στις εν λόγω συμβάσεις και ως θέμα εθιμικού διεθνούς δικαίου.
Ένα σημαντικό προκαταρκτικό ερώτημα είναι πώς οι υποχρεώσεις του τρίτου κράτους που ορίζονται στη συμβουλευτική γνωμοδότηση σχετίζονται με τον συνεχιζόμενο πόλεμο στη Γάζα. Η γνωμοδότηση σημειώνει ότι «οι πολιτικές και πρακτικές που εξετάζονται από το αίτημα της Γενικής Συνέλευσης δεν περιλαμβάνουν τη συμπεριφορά του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας ως απάντηση στην επίθεση που πραγματοποιήθηκε εναντίον του από τη Χαμάς και άλλες ένοπλες ομάδες στις 7 Οκτωβρίου 2023» (παράγραφος 81), αλλά το Δικαστήριο συνεχίζει να εξάγει συμπεράσματα που αφορούν την τρέχουσα κατάσταση στη Γάζα. Ειδικότερα, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το Ισραήλ συνέχισε να ασκεί έλεγχο επί βασικών στοιχείων της εξουσίας στη Γάζα μετά την αποχώρησή του το 2005, και ότι «[τ]ο ίδιο ισχύει ακόμη περισσότερο μετά την 7η Οκτωβρίου 2023» (παρ. 93). Το ΔΔ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το Ισραήλ εξακολουθεί να δεσμεύεται από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο της κατοχής στη Γάζα ανάλογα με το βαθμό του πραγματικού ελέγχου του στη Γάζα (παρ. 94), ένας βαθμός ελέγχου που έχει αυξηθεί σημαντικά από τον Οκτώβριο του 2023. Ο δικαστής Iwasawa γράφει στη χωριστή γνωμοδότησή του ότι το Δικαστήριο ενστερνίζεται εδώ μια λειτουργική προσέγγιση του δικαίου της κατοχής, σύμφωνα με την οποία το επίκεντρο δεν είναι το καθεστώς του εδάφους ως τέτοιο, αλλά μάλλον το κατά πόσον ένα κράτος εξακολουθεί να δεσμεύεται από ορισμένες υποχρεώσεις βάσει του δικαίου της κατοχής (περισσότερα για τη λειτουργική προσέγγιση στη συμβουλευτική γνωμοδότηση εδώ). Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου σχετικά με τη Γάζα πρέπει να διαβαστεί υπό το πρίσμα της έμφασής του ότι η Δυτική Όχθη, η Ανατολική Ιερουσαλήμ και η Γάζα αποτελούν «μια ενιαία εδαφική ενότητα, η ενότητα, η συνοχή και η ακεραιότητα της οποίας πρέπει να διατηρούνται και να γίνονται σεβαστές» (παράγραφος 78). Αυτή η έμφαση στην εδαφική ενότητα της Παλαιστίνης οδηγεί το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η παρανομία της παρουσίας του Ισραήλ αφορά το σύνολο της παλαιστινιακής επικράτειας, συμπεριλαμβανομένης της Γάζας (παρ. 262).
Το ότι οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για την παρανομία της κατοχής και τις επακόλουθες νομικές συνέπειες, τόσο για τον κατακτητή όσο και για τα τρίτα κράτη, ισχύουν και για την τρέχουσα κατάσταση στη Γάζα, αποδεικνύεται από τη διαφωνία που προκάλεσε στους τέσσερις δικαστές. Στη χωριστή της γνώμη, η δικαστής Cleveland υποστηρίζει ότι, κατά την άποψή της, το Δικαστήριο «δεν τεκμηριώνει το συμπέρασμά του ότι το παράνομο της παρουσίας του Ισραήλ και η συνακόλουθη υποχρέωση αποχώρησης ισχύουν και για την τρέχουσα κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας». Η κύρια διαφωνία της δικαστού Cleveland είναι ότι, αν και η Γάζα περιλαμβάνεται στις εκτιμήσεις σχετικά με τις ισραηλινές παραβιάσεις του δικαιώματος των Παλαιστινίων στην αυτοδιάθεση (παράγραφοι 239-241), η Γάζα απουσιάζει από τις διαπιστώσεις σχετικά με τις παραβιάσεις του Ισραήλ της απαγόρευσης απόκτησης εδάφους με τη χρήση βίας. Κατά την άποψη του δικαστή Cleveland, το Δικαστήριο δεν εξήγησε πώς η παραβίαση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση, ελλείψει παραβίασης της απαγόρευσης απόκτησης εδάφους με χρήση βίας, καθιστά την παρουσία του Ισραήλ παράνομη. Ως εκ τούτου, ο δικαστής Cleveland, και ομοίως οι δικαστές Tomka, Abraham και Aurescu, θεωρούν ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε εξαιρέσει τη Γάζα από τα συμπεράσματά του σχετικά με το παράνομο της παρουσίας του Ισραήλ. Οι δικαστές Tomka, Abraham και Aurescu προσθέτουν περαιτέρω ότι είναι «σκόπιμο η γνωμοδότηση να απέχει από το να λάβει θέση για τα γεγονότα που συνέβησαν στη Γάζα μετά τις 7 Οκτωβρίου 2023».
Ωστόσο, δεν είναι απολύτως ακριβές ότι η Γνωμοδότηση δεν παίρνει καμία θέση για τα γεγονότα στη Γάζα μετά τον Οκτώβριο του 2023. Όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο αναφέρει, μετά την εκτίμησή του ότι «με βάση τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του» το Ισραήλ συνέχισε να ασκεί «βασικά στοιχεία εξουσίας στη Λωρίδα της Γάζας» μετά την αποχώρησή του το 2005, ότι «αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο μετά τις 7 Οκτωβρίου 2023» (παράγραφος 93). Η δήλωση αυτή δεν έχει αμελητέα σημασία. Εάν είναι πράγματι σωστό, όπως γράφει ο δικαστής Iwasawa και όπως έχουν σημειώσει αρκετοί σχολιαστές, ότι το Δικαστήριο υιοθετεί μια λειτουργική προσέγγιση του δικαίου της κατοχής στη γνωμοδότηση, σύμφωνα με την οποία οι υποχρεώσεις ενός κράτους βάσει του δικαίου της κατοχής είναι ανάλογες με το βαθμό του πραγματικού ελέγχου του επί του κατεχόμενου εδάφους, τότε τα λόγια του Δικαστηρίου υποδηλώνουν ότι θεωρεί ότι οι υποχρεώσεις του Ισραήλ βάσει του δικαίου της κατοχής στη Γάζα έχουν ενταθεί υπό τις παρούσες συνθήκες, δεδομένου του κατά πολύ μεγαλύτερου βαθμού πραγματικού ελέγχου του κατακτητή επί της Γάζας από τον Οκτώβριο του περασμένου έτους. Μια λογική ερμηνεία των λεγομένων του Δικαστηρίου υποδηλώνει ότι η υποχρέωση αποχώρησης από τη Γάζα, ο επείγων χαρακτήρας της αποχώρησης και οι υποχρεώσεις των τρίτων κρατών να μην καθυστερούν την αποχώρηση αυτή μέσω βοήθειας και συνδρομής προς τον κατακτητή έχουν ενταθεί υπό τις παρούσες συνθήκες στη Γάζα.
Η Συμβουλευτική Γνώμη καθορίζει εννέα υποχρεώσεις τρίτων κρατών (για μια επισκόπηση των υποχρεώσεων των τρίτων κρατών στη Γνώμη, δείτε εδώ), αρκετές από τις οποίες σχετίζονται άμεσα με το ρόλο των στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο:
Οι δικαστικές προσπάθειες από ομάδες υποστήριξης στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Κάτω Χωρών, της Γαλλίας, του Βελγίου, της Δανίας, της Γερμανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, έχουν δικαιολογημένα επικεντρωθεί στη διακοπή της μεταφοράς όπλων στο Ισραήλ. Η μεταφορά αυτών των φορτίων θανάτου φέρει άμεση σχέση με τις συνθήκες επί του πεδίου, ιδιαίτερα ορατή στη δικαστική διαμάχη για τη διακοπή της προμήθειας εξαρτημάτων για το αεροσκάφος F-35, το οποίο χρησιμοποιείται από το Ισραήλ για τη ρίψη βομβών 2000lb σε πυκνοκατοικημένες περιοχές στη Γάζα και τώρα στο Λίβανο. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εξαίρεσε τα εξαρτήματα του F-35 από την απόφαση αναστολής της στις 2 Σεπτεμβρίου, δηλώνοντας τη σημασία του προγράμματος των μαχητικών αεροσκαφών για τη διατήρηση της παγκόσμιας ασφάλειας. Η χρήση των μαχητικών αεροσκαφών F-35 από το Ισραήλ στην επίθεση στη Βηρυτό στις 27 Σεπτεμβρίου 2024, η οποία κλιμάκωσε και διεύρυνε σοβαρά τη σύγκρουση και άλλαξε τους κανόνες εμπλοκής, υποχρεώνει τα υπουργεία Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου και άλλων συμμετεχουσών χωρών να επανεξετάσουν κατά πόσον το πρόγραμμα F-35 με την τρέχουσα δομή του προάγει την παγκόσμια ασφάλεια.
Η στήριξη της επιτήρησης από τρίτα κράτη προς την κατοχή λαμβάνει σχετικά λιγότερη προσοχή, παρόλο που το Ηνωμένο Βασίλειο, μέσω του μεγαλύτερου υπερπόντιου γραφείου πληροφοριών στον κόσμο στη Δεκέλεια, φαίνεται να είναι ένας σημαντικός εταίρος πληροφοριών του Ισραήλ. Η χρήση των προκεχωρημένων σταθμών του Ηνωμένου Βασιλείου στην Κύπρο για τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων που μπορεί να βοηθήσουν τα ισραηλινά εγκλήματα πολέμου ενέχει σοβαρούς κινδύνους για την εθνική ασφάλεια της Κύπρου. Η παθητική και ενεργός συμμετοχή της κυπριακής κυβέρνησης, η οποία αρνείται να σχολιάσει τις δραστηριότητες, ενώ συνεχίζει να διεξάγει κοινές ασκήσεις με την ισραηλινή αεροπορία, προκάλεσε απειλές από τον ηγέτη της Χεζμπολάχ να κάνει την Κύπρο «μέρος του πολέμου». Εν τω μεταξύ, ο βρετανικός στρατός δήλωσε στο Κοινοβούλιο ότι δεν υπάρχει «επίσημη απαίτηση» να ενημερώνεται η κυπριακή κυβέρνηση για τις στρατιωτικές και κατασκοπευτικές δράσεις του από το νησί, ενώ εκπρόσωπος της SBA δήλωσε ότι «κάθε δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα στις βρετανικές βάσεις μοιράζεται πάντα με την [κυπριακή] κυβέρνηση». Αυτές οι πολιτικές ακροβασίες έχουν προκαλέσει μαζικές λαϊκές διαδηλώσεις στην Κύπρο κατά των βρετανικών βάσεων, απαιτώντας τον τερματισμό της προμήθειας όπλων και πληροφοριών στο Ισραήλ από την Κύπρο. Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να επαναλάβουμε ότι οι πολυμερείς ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της διάταξης που υποχρεώνει την Κύπρο να επιτρέπει στα βρετανικά στρατιωτικά αεροσκάφη να πετούν στον εναέριο χώρο πάνω από το έδαφός της, δεν απαλλάσσουν την Κυπριακή Δημοκρατία από το καθήκον να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της βάσει του διεθνούς δικαίου.
Παραπομπές
1. Γιώργος Γεωργίου, «British Bases in Cyprus and Signals Intelligence», Études helléniques / Hellenic Studies, 19(2) (2011) 121-130.
2. Για μια ολοκληρωμένη συζήτηση, βλ. Nasia Hadjigeorgiou, 'Decolonizing Cyprus 60 Years after Independence: An Assessment of the Legality of the Sovereign Base Areas» (2022) 33 European Journal of International Law 1125-1152.
3. Ψήφισμα 174 της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας (22 Μαρτίου 2012). Στη γραπτή δήλωσή της στη Συμβουλευτική Γνωμοδότηση για το Αρχιπέλαγος Τσάγκος, η Κυπριακή Δημοκρατία υποστήριξε ότι «μια άσκηση για την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης που συνεπάγεται τη διατάραξη της εθνικής ενότητας ή της εδαφικής ακεραιότητας μιας χώρας θα ήταν αντίθετη προς τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, παράνομη και νομικά αναποτελεσματική».» Γραπτή δήλωση σχολιάζοντας άλλες γραπτές δηλώσεις (11 Μαΐου 2018), παράγραφος 21
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΑΝΑΦΟΡΑ: Al Tamimi, Yussef- Πιπερίδης, Ανδρέας: Υποχρεώσεις τρίτων κρατών στη συμβουλευτική γνωμοδότηση του ΔΔΔ: Implications for the United Kingdom and Cyprus, VerfBlog, 2024/10/14, https://verfassungsblog.de/third-state-obligations-in-the-icj-advisory-opinion/, DOI: 10.59704/576960e83e125451.
Άλλες αναρτήσεις σχετικά με αυτή την περιοχή:
↑
verfassungsblog.de/third-state-obligations-in-the-icj-advisory-opinion/
This article belongs to the debate » The 2024 ICJ Advisory Opinion on the Occupied Palestinian Territory
14 October 2024
On 2 September 2024, the United Kingdom Foreign Secretary David Lammy faced a series of questions in Parliament on the UK’s arms and surveillance support to Israel through its military bases in Cyprus. Referring to the recent decisions by the International Court of Justice (ICJ or Court), the Member of Parliament asked the Foreign Secretary to clarify “what role, legally or otherwise, Britain has played in overflying Gaza with surveillance aircrafts, and explain the use of RAF Akrotiri as a staging post for aircrafts going to Israel, which many people believe are carrying weapons to be used to bomb Gaza.” Foreign Secretary Lammy skirted the issue by commenting that he was “very comfortable with the support that we give to Israel” and that he “will not comment on operational issues.” The exchange in Parliament came on the same day that the UK government announced its immediate suspension of around thirty arms export licenses to Israel. That decision followed a government assessment which concluded that a clear risk exists that military exports to Israel might be used in violations of international humanitarian law (IHL). However, the decision pledged to keep in place the rest of the 350 UK licenses to Israel and expressly excluded from the decision the supply of components for the F-35 joint strike fighter programme, a move mirroring the evasive policy of the Dutch government since a landmark decision by the Hague Court of Appeal in February ordered a halt on F-35 aircraft deliveries to Israel. This contribution considers how the third State obligations set out in the ICJ Advisory Opinion of 19 July 2024 bear on the United Kingdom’s continued arms and intelligence assistance to Israel through its military bases in Cyprus.
The UK’s arms and intelligence support to Israel takes place primarily through its military bases in Cyprus. These bases stand on land over which the UK retained control in the era of decolonization. Article 1 of the Treaty of Establishment of the Republic of Cyprus, signed on 16 August 1960, delineated the land borders of the newly founded Republic while simultaneously establishing two British Sovereign Base Areas (SBAs):
“The territory of the Republic of Cyprus shall comprise the Island of Cyprus, together with the islands lying off its coast, with the exception of the two areas defined in Annex A to this Treaty, which areas shall remain under the sovereignty of the United Kingdom. These areas are in this Treaty and its Annexes referred to as the Akrotiri Sovereign Base Area and the Dhekelia Sovereign Base Area.”
The bases on Akrotiri and Dhekelia were picked due to their strategic location and military establishments. Akrotiri was and remains an airbase of the British Royal Air Force (RAF), about 40 minutes flying time from Tel Aviv. The Ayios Nikolaos station in Dhekelia was established in 1947 with the transfer of British personnel and equipment from Palestine, and now houses the largest intelligence gathering site of the British Government Communications Headquarters (GCHQ) outside the UK, as well as personnel of its U.S. counterpart, the National Security Agency (NSA), the latter in violation of the agreement between the British and Cypriot governments.
Under Article 2 of the Treaty of Establishment, the Republic of Cyprus is obliged to cooperate with the UK to ensure the security and operation of the SBAs and the “full enjoyment by the United Kingdom of the rights conferred by this Treaty.” Beyond the two military bases over which the UK claims sovereignty, Annex B provides a list of retained sites under the unimpeded administration of the UK with a “general right of use and control” (Annex B, Part II, S.1.4). These retained sites, which include the RAF satellite and radar centres in Troodos mountain (Schedule A, S.1. A.2 and A.3), are legally within the territory of the Republic of Cyprus but entirely outside its control, in a unique colonial legal situation that perhaps only resembles the U.S. base in Guantanamo Bay. In addition, the UK retained several rights of access and use over the whole island, most notably, for the purposes of the Gaza war, the right of British military aircrafts “to fly in the airspace over the territory of the Republic of Cyprus without restriction” (Annex B, Part II, S.4.2).
The legal status and obligations pertaining to the SBAs, which cover three percent of the island, equaling 99 square miles, is widely debated.2) The parliament of the Republic of Cyprus adopted a resolution describing the Treaty of Establishment and the SBAs as “a colonial remnant” which defies international law and UN resolutions, most importantly on the right to self-determination.3) The resolution also opposed the use of the SBAs for actions against other States. However, despite political and popular protests, the UK has continued to use Cyprus as a launchpad for attacks in the region, including in Syria and Yemen. The UK government disclosed the departure of 32 military aircrafts from the RAF airbase in Akrotiri to Israel from October to December last year. It has been reported that these flights, along with flights of U.S. C-295 military transport planes from Akrotiri, have been transporting arms to Israel. According to Haaretz, by the end of October 2023, German, Dutch, and Canadian military planes and personnel landed in Akrotiri ready to be deployed. At least 18 U.S. C-295 and CN-235 aircrafts, believed to be used by special forces, flew from Akrotiri to Tel Aviv since last October. According to senior British sources, until February 2024, Israeli F-35 planes used the British airbase in Akrotiri. By January 2024, RAF Shadow R1 planes, used for intelligence, surveillance, target acquisition and reconnaissance, had flown more than 50 missions over Gaza, one recently recorded mission coinciding with the massacre in the al-Mawasi ‘safe zone’ on 10 September 2024.
The Advisory Opinion of 19 July 2024 is an authoritative judicial pronouncement on the legal obligations that arise from the UN Charter, the decisions of the Security Council, international human rights law, international humanitarian law, and the law of State responsibility as it relates to occupied Palestine. The obligations laid out in these bodies of law, including the ICCPR, ICESCR, CERD, and the Fourth Geneva Convention, are binding on both the United Kingdom and the Republic of Cyprus based on their accession to these conventions and as a matter of customary international law.
An important preliminary question is how the third State obligations set out in the Advisory Opinion relate to the ongoing war in Gaza. The Opinion notes that “the policies and practices contemplated by the request of the General Assembly do not include conduct by Israel in the Gaza Strip in response to the attack carried out against it by Hamas and other armed groups on 7 October 2023” (para. 81), but the Court goes on to draw conclusions that are pertinent to the current situation in Gaza. Notably, the Court finds that Israel continued to exercise control over key elements of authority in Gaza since its withdrawal in 2005, and that “[t]his is even more so since 7 October 2023” (para. 93). The ICJ concludes that Israel continues to be bound by obligations under the law of occupation in Gaza commensurate with the degree of its effective control over Gaza (para. 94), a degree of control that has markedly increased since October 2023. Judge Iwasawa writes in his separate opinion that the Court subscribes here to a functional approach to the law of occupation, whereby the focus is not on the status of the territory as such, but rather on whether a State continues to be bound by certain obligations under the law of occupation (more on the functional approach in the Advisory Opinion here). The Court’s conclusion about Gaza is to be read in light of its emphasis that the West Bank, East Jerusalem, and Gaza are “a single territorial unit, the unity, contiguity and integrity of which are to be preserved and respected” (para. 78). This emphasis on Palestine’s territorial unity leads the Court to conclude that the illegality of Israel’s presence relates to the entirety of the Palestinian territory, including Gaza (para. 262).
That the Court’s findings on the illegality of the occupation and the subsequent legal consequences, for the occupier as well as third States, also apply to the current situation in Gaza, is evidenced by the disagreement it drew from four judges. In her separate opinion, Judge Cleveland argues that, in her view, the Court “does not substantiate its conclusion that the unlawfulness of Israel’s presence, and the concomitant duty to withdraw, apply to the current situation in the Gaza Strip.” Judge Cleveland’s main disagreement is that, though Gaza is included in the considerations on Israeli violations of the Palestinian right to self-determination (paras. 239-241), Gaza is absent from the findings on Israel’s violations of the prohibition of acquiring territory through the use of force. In Judge Cleveland’s view, the Court did not explain how a violation of the right to self-determination, in the absence of a violation of the prohibition of acquiring territory by force, rendered Israel’s presence unlawful. Therefore, Judge Cleveland, and likewise Judges Tomka, Abraham and Aurescu, consider that the Court should have excluded Gaza from its conclusions on the illegality of Israel’s presence. Judges Tomka, Abraham and Aurescu further add that it is “appropriately that the Opinion refrains from taking any position on the events that have occurred in Gaza after 7 October 2023.”
However, it is not entirely accurate that the Opinion does not take any position on the events in Gaza since October 2023. As noted above, the Court states, following its consideration that “based on the information before it” Israel continued to exercise “key elements of authority over the Gaza Strip” following its withdrawal in 2005, that “[t]his is even more so since 7 October 2023” (para. 93). This statement is of no negligible import. If it is indeed correct, as Judge Iwasawa writes and several commentators have noted, that the Court subscribes to a functional approach to the law of occupation in the Opinion, whereby a State’s obligations under the law of occupation is commensurate with the degree of its effective control over the occupied territory, then the Court’s words suggest that it considers Israel’s obligations under the law of occupation in Gaza have intensified under the current circumstances, given the vastly greater degree of the occupier’s effective control over Gaza since October of last year. A reasonable interpretation of the Court’s words suggests that the duty to withdraw from Gaza, the urgency of the withdrawal, and the obligations of third States to abstain from delaying that withdrawal through aid and assistance to the occupier, have all intensified under the current circumstances in Gaza.
The Advisory Opinion specifies nine third State obligations (for an overview of obligations for third States in the Opinion, see here), several of which are directly relevant to the role of military bases in Cyprus:
Litigation efforts by advocacy groups in the UK and other countries, including the Netherlands, France, Belgium, Denmark, Germany and the United States, have understandably focused on halting arms transfers to Israel. The transfer of these shipments of death bear an immediate connection to the conditions on the ground, particularly visible in the litigation to halt the supply of components for the F-35 jet, used by Israel to drop 2000lb bombs on densely populated areas in Gaza and now Lebanon. The UK government excluded F-35 components from its suspension decision on 2 September, stating the importance of the fighter jet programme for maintaining global security. The use of F-35 jets by Israel in the attack on Beirut on 27 September 2024, severely escalating and widening the conflict and shifting the rules of engagement, compels the foreign offices of the UK and other participating countries to rethink whether the F-35 programme in its current structure furthers global security.
Surveillance assistance by third States to the occupation receives relatively less attention, even though the UK, through its largest overseas intelligence office in the world in Dhekelia, appears to be a major intelligence partner to Israel. The UK’s use of outposts in Cyprus to conduct activities that may aid Israeli war crimes carries serious national security risks for Cyprus. The passive and active participation by the Cypriot government, refusing to comment on the activities while continuing to conduct joint drills with Israel’s air force, drew threats from the leader of Hezbollah to make Cyprus “part of the war.” The UK military meanwhile told Parliament that there is no “formal requirement” to inform the Cypriot government of its military and intelligence actions from the island, while an SBA spokesperson stated that “any activity taking place on the British bases is always shared with the [Cypriot] government.” These political gymnastics have sparked mass popular protests in Cyprus against the British bases, demanding an end to the supply of arms and intelligence to Israel from Cyprus. In this regard it is worth reiterating that multilateral arrangements, including the provision that obliges Cyprus to allow British military aircrafts to fly in the airspace over its territory, do not release the Republic of Cyprus from the duty to comply with its obligations under international law.
References
References↑1Giorgos Georgiou, ‘British Bases in Cyprus and Signals Intelligence’, Études helléniques / Hellenic Studies, 19(2) (2011) 121–130.
↑2For a comprehensive discussion, see Nasia Hadjigeorgiou, ‘Decolonizing Cyprus 60 Years after Independence: An Assessment of the Legality of the Sovereign Base Areas’ (2022) 33 European Journal of International Law 1125–1152.
↑3Republic of Cyprus House of Representatives Resolution 174 (22 March 2012). In its written statement in the Chagos Archipelago Advisory Opinion, the Republic of Cyprus argued that ‘an exercise in the implementation of the principle of self-determination that does involve the disruption of the national unity or the territorial integrity of a country would be contrary to the UN Charter, unlawful, and legally ineffective’ Written Statement Commenting on Other Written Statements (11 May 2018) para 21.
EXPORT METADATA
Marc21 XMLMODSDublin CoreOAI PMH 2.0
SUGGESTED CITATION Al Tamimi, Yussef; Piperides, Andreas: Third State obligations in the ICJ Advisory Opinion: Implications for the United Kingdom and Cyprus, VerfBlog, 2024/10/14, https://verfassungsblog.de/third-state-obligations-in-the-icj-advisory-opinion/, DOI: 10.59704/576960e83e125451.
Explore posts related to this:
Other posts about this region:
London Review of Books, Τόμος 46 Νο 20 - 24 Οκτωβρίου 2024
Ο θάνατος του Χασάν Νασράλα ανακοινώθηκε το Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου, την επέτειο του θανάτου του Αιγύπτιου προέδρου Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, του πατέρα του παναραβισμού. Ο Νάσερ πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1970, τρία χρόνια μετά την ταπεινωτική ήττα του στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, το «νάξα» ή πισωγύρισμα που οδήγησε στην κατάκτηση της Δυτικής Όχθης, της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, της Λωρίδας της Γάζας, των Υψιπέδων του Γκολάν και του Σινά από το Ισραήλ. Ο Νασράλα σκοτώθηκε κάτω από έναν καταιγισμό ογδόντα βομβών που έριξε η ισραηλινή πολεμική αεροπορία στο αρχηγείο του στο Χαρέτ Χάκε, στα νότια περίχωρα της Βηρυτού. Λίγες ώρες νωρίτερα, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου είχε μιλήσει στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, καταγγέλλοντας τον οργανισμό ως βόθρο αντισημιτισμού και ορκίστηκε να συνεχίσει τον πόλεμό του στο Λίβανο. «Δεν ήταν απλώς ένας ακόμη τρομοκράτης. Ήταν ο τρομοκράτης», δήλωσε ο Νετανιάχου μετά την ανακοίνωση του θανάτου του Νασράλα.
Οι Αμερικανοί εγκάθετοι του Νετανιάχου - ο Τζο Μπάιντεν, η Καμάλα Χάρις και ο υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν - γρήγορα επανέλαβαν τους πανηγυρισμούς του Ισραηλινού πρωθυπουργού για τον θάνατο του Νασράλα. Δεν τους ενδιέφερε ότι ο Νετανιάχου δεν τους είχε συμβουλευτεί για τον βομβαρδισμό, ο οποίος γελοιοποίησε την αμερικανική και γαλλική πίεση για κατάπαυση του πυρός μεταξύ του Ισραήλ και της Χιζμπολάχ, στην οποία ο Νετανιάχου είχε δώσει κατ' ιδίαν την έγκρισή του. Αφήστε τις συχνές προειδοποιήσεις των Αμερικανών για τους κινδύνους της κλιμάκωσης και τη δηλωμένη επιθυμία τους να αποφύγουν μια σύγκρουση με το Ιράν. Για τον Μπάιντεν, η δολοφονία του Νασράλα παρείχε ένα «μέτρο δικαιοσύνης» για τα θύματα της Χιζμπολάχ, από τις βομβιστικές επιθέσεις του 1983 στην αμερικανική πρεσβεία και τους στρατώνες των πεζοναυτών στη Βηρυτό μέχρι σήμερα. Ο Χάρις αποκάλεσε τον Νασράλα «τρομοκράτη με αμερικανικό αίμα στα χέρια του.» Λες και ο Νετανιάχου και οι συνάδελφοί του στο υπουργικό συμβούλιο είχαν κρατήσει τα χέρια τους καθαρά κατά τη διάρκεια της δολοφονίας δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων στη Γάζα και του βίαιου εκτοπισμού πάνω από το 90% του πληθυσμού της - για να μην αναφέρουμε το κύμα επιθέσεων και κατεδαφίσεων εποίκων στη Δυτική Όχθη ή τους βομβαρδισμούς του νότιου Λιβάνου, της κοιλάδας Μπεκάα και της Βηρυτού μετά τις φρικτές επιθέσεις με τηλεειδοποιητές και ραδιοφωνικά μέσα πριν από δύο εβδομάδες. Αλλά το «αραβικό αίμα» δεν έχει την ίδια αξία με το αμερικανικό ή το ισραηλινό αίμα στον ηθικό υπολογισμό της Δύσης.
Μεταξύ των υποστηρικτών του στο Λίβανο, και για πολλούς εκτός Δύσης, ο Νασράλα θα μείνει στη μνήμη τους με διαφορετικό τρόπο: όχι ως «τρομοκράτης» αλλά ως πολιτικός ηγέτης και σύμβολο πρόκλησης των αμερικανικών και ισραηλινών φιλοδοξιών στη Μέση Ανατολή. Παρόλο που η Χιζμπολάχ παρέμεινε μια στρατιωτική οργάνωση διαβόητη για τις θεαματικές επιθέσεις της εναντίον δυτικών συμφερόντων, το Κόμμα του Θεού και ο ηγέτης του υπέστησαν μια πολύπλοκη εξέλιξη μετά το τέλος του λιβανέζικου εμφυλίου πολέμου το 1990. Δεν ήταν μια ασυνήθιστη πορεία στην περιοχή. Ο Menachem Begin και ο Yitzhak Shamir, πρώην ηγέτες του Likud, του κόμματος του Netanyahu, ξεκίνησαν και οι δύο ως «τρομοκράτες». Ο Begin ήταν πίσω από τη βομβιστική επίθεση του 1946 στο ξενοδοχείο King David, η οποία σκότωσε σχεδόν εκατό πολίτες- ο Shamir σχεδίασε την απαγωγή και τη δολοφονία του απεσταλμένου του ΟΗΕ Folke Bernadotte το 1948. Ο Γιτζάκ Ράμπιν, που εκτιμήθηκε από τους φιλελεύθερους σιωνιστές ως ειρηνοποιός, επέβλεψε την εκδίωξη δεκάδων χιλιάδων Παλαιστινίων από τη Λύδδα και τη Ράμλε το 1948. Περνώντας από τη βία στην πολιτική, ο Νασράλα ακολούθησε τα βήματα των ισραηλινών εχθρών του, τη σταδιοδρομία των οποίων φέρεται να έχει μελετήσει στενά.
Ο Νασράλα έγινε ηγέτης της Χιζμπολάχ το 1992, αφού το Ισραήλ δολοφόνησε τον προκάτοχό του, τον σεΐχη Αμπάς αλ-Μουσάουι. Ήταν 31 ετών, και παρόλο που ήταν ηγετικό μέλος του συμβουλίου σούρα της Χιζμπολάχ για πέντε χρόνια, ήταν ελάχιστα γνωστός εκτός των εσωτερικών κύκλων του κινήματος. Το να πούμε ότι αποδείχθηκε πιο ικανός από τον αλ-Μουσάουι είναι υποτιμητικό: Ο Νασράλα ήταν ένας ηγέτης ιστορικών διαστάσεων, μια από τις μορφές που καθόρισαν τη Μέση Ανατολή των τελευταίων τριών δεκαετιών. Ένας Λιβανέζος συγγραφέας μου είπε πρόσφατα ότι ήταν η κατάρα του Λιβάνου -και σύμπτωμα της κρίσης της κοσμικής ελίτ- ότι ο πιο ταλαντούχος πολιτικός ηγέτης της χώρας ήταν ένας σιίτης φονταμενταλιστής.
Ο Νασράλα ήταν στενός σύμμαχος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν και οπαδός του velayet-e faqih, του συστήματος ιερατικής διακυβέρνησης του Ιράν, αλλά απείχε πολύ από τον φανατικό «αφοσιωμένο στο τζιχάντ, όχι στη λογική», όπως τον περιέγραψε ο Jeffrey Goldberg στο New Yorker το 2002. Αντίθετα, ήταν ένας υπολογιστικός, έξυπνος ηγέτης που σπάνια επέτρεπε στο πάθος του να υπερισχύει της ικανότητάς του για λογική- ήταν πάντα προσεκτικός στο να λαμβάνει υπόψη του την ψυχολογία του εχθρού του στην άλλη πλευρά των συνόρων. Κατάλαβε ότι ο λαός του Λιβάνου, συμπεριλαμβανομένου του σιιτικού πληθυσμού του, δεν ήταν θρησκευτικοί ζηλωτές και ότι ένα ισλαμικό κράτος δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη στο ορατό μέλλον. Ποτέ δεν προσπάθησε να επιβάλει τον νόμο της Σαρία στους οπαδούς του- οι γυναίκες στο φέουδό του στα νότια προάστια της Βηρυτού ήταν ελεύθερες να ντύνονται όπως ήθελαν χωρίς να παρενοχλούνται από την αστυνομία ηθικής. Μετά την απελευθέρωση του νότου από την ισραηλινή κατοχή από τη Χιζμπολάχ το 2000, ο Νασράλα ξεκαθάρισε ότι δεν θα υπάρξουν εξωδικαστικά αντίποινα κατά των χριστιανών που είχαν συνεργαστεί με τους Ισραηλινούς. Αντίθετα, θα τους οδηγούσαν στα σύνορα και θα τους παρέδιδαν στο Ισραήλ. Οι σιίτες συνεργάτες, ωστόσο, είδαν κάποια αντίποινα.
Μέχρι που οδήγησε τη Χιζμπολάχ στον πόλεμο της Συρίας στο πλευρό του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ, προσελκύοντας το μίσος πολλών που κάποτε τον θαύμαζαν, ο Νασράλα φαινόταν να είναι ο τελευταίος Άραβας εθνικιστής, ο μόνος Άραβας ηγέτης εκτός Παλαιστίνης που ήταν πρόθυμος να σταθεί απέναντι στο Ισραήλ. Συχνά τον συνέκριναν με τον Νάσερ, αλλά σε αντίθεση με τον Νάσερ, του οποίου η πολεμική αεροπορία κονιορτοποιήθηκε την πρώτη ημέρα του Πολέμου των Έξι Ημερών, πολέμησε το Ισραήλ μέχρις εσχάτων το 2006, και μάλιστα έδωσε στον λιβανέζικο λαό μια τηλεοπτική ομιλία στην οποία ανακοίνωσε επικείμενη επίθεση σε ισραηλινό πλοίο, το οποίο τυλίχθηκε στις φλόγες την ώρα που μιλούσε (έγινε μάλιστα για λίγο και απίθανο αντικείμενο θαυμασμού στον σουνιτικό αραβικό κόσμο). Αλλά παρόλο που καυχιόταν για τις επιδόσεις της Χιζμπολάχ στο πεδίο της μάχης, τιμωρήθηκε από την αγριότητα των ισραηλινών βομβαρδισμών και αναγνώρισε ότι η διασυνοριακή επιχείρηση ομηρίας του κινήματός του έδωσε στο Ισραήλ την αφορμή να καταστρέψει μεγάλα τμήματα του Λιβάνου, ένα λάθος που ορκίστηκε να μην επαναλάβει ποτέ.
Η Hizbulah ιδρύθηκε το 1982, με τη βοήθεια του Ιράν, μετά την ισραηλινή εισβολή στο Λίβανο. Υπήρχε κατάπαυση του πυρός μεταξύ του Ισραήλ και της PLO από τον Ιούλιο του 1981. Αλλά όταν τρομοκράτες που απασχολούσε ο Αμπού Νιντάλ, ορκισμένος αντίπαλος του Γιασίρ Αραφάτ, προσπάθησαν να σκοτώσουν τον πρεσβευτή του Ισραήλ στο Λονδίνο τον Ιούνιο του 1982, ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας Αριέλ Σαρόν άδραξε την ευκαιρία για να δικαιολογήσει τον πόλεμο κατά της PLO του Αραφάτ και να εισβάλει στον Λίβανο, όπου είχε την έδρα της η PLO. Ορισμένοι από τους σιίτες στο νότο, εξοργισμένοι από τη σκληρή παρουσία των Παλαιστινίων μαχητών, αρχικά καλωσόρισαν τις προσπάθειες του Ισραήλ να καταργήσει το «κράτος μέσα στο κράτος» της PLO. Αλλά το Ισραήλ έγινε γρήγορα εχθρός, προκαλώντας μια εξέγερση από νέους σιίτες.
Ο Νασράλα, γεννημένος το 1960, ήταν ένας από αυτούς. Η Χιζμπολάχ περιγράφεται συχνά στη Δύση ως «πολιτοφυλακή που υποστηρίζεται από το Ιράν», κάτι που είναι αλήθεια, αλλά οι περισσότερες πολιτικές ομάδες στο Λίβανο έχουν καλλιεργήσει ξένους χορηγούς (Αμερικανούς, Γάλλους, Σαουδάραβες). Και, όπως συχνά επισημαίνουν οι ηγέτες της Χιζμπολάχ, οι σιίτες είναι λιγότερο πιθανό να έχουν δεύτερο διαβατήριο ή δεύτερο σπίτι στο Παρίσι και το Λονδίνο. Όποιοι και αν είναι οι δεσμοί τους με το Ιράν, είναι «γιοι του Λιβάνου». Ο Νασράλα μεγάλωσε σε μια εργατική, κυρίως αρμενική γειτονιά της Βηρυτού, μέχρι που η οικογένειά του εκδιώχθηκε από χριστιανικές πολιτοφυλακές στην αρχή του εμφυλίου πολέμου το 1975. Εγκαταστάθηκαν στο νότο, στο χωριό κοντά στην Τύρο όπου γεννήθηκε ο πατέρας του. Ο Νασράλα μοιραζόταν τον θαυμασμό του πατέρα του για τον ιρανικής καταγωγής κληρικό Μούσα αλ Σαντρ, του οποίου το Κίνημα των Αναξιοπαθούντων είχε προωθήσει την ενδυνάμωση των καταπιεσμένων σιιτών στον Λίβανο πριν εξαφανιστεί μυστηριωδώς σε ένα ταξίδι στη Λιβύη το 1978. Όπως πολλοί νεαροί σιίτες, ο Νασράλα βρέθηκε επίσης να έλκεται από την επανάσταση του Χομεϊνί στο Ιράν. Και το 1982, η Ισλαμική Δημοκρατία έφτασε στο κατώφλι του, όταν ένα απόσπασμα 1.500 ανδρών της Φρουράς της Επανάστασης άρχισε να οργανώνει την πολιτοφυλακή που έγινε γνωστή ως Hizbulah στην κοιλάδα Bekaa. Ο Nasrallah ήταν ένα από τα πρώτα μέλη της. Στις 23 Οκτωβρίου 1983, η ομάδα έγινε γνωστή στον κόσμο με δύο βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας στη Βηρυτό με στόχο Αμερικανούς και Γάλλους ειρηνευτές, στις οποίες σκοτώθηκαν περισσότεροι από τριακόσιοι. Δύο χρόνια αργότερα, η Hizbulah δημοσίευσε ένα ανακοινωθέν στην εφημερίδα As-Safir, ανακοινώνοντας την αποφασιστικότητά της να «διώξει τους Αμερικανούς, τους Γάλλους και τους συμμάχους τους από το Λίβανο μια για πάντα, βάζοντας τέλος σε όλες τις αποικιοκρατικές οντότητες στη χώρα μας» και να αντικαταστήσει το πολιτικό σύστημα της χώρας με ένα ισλαμικό κράτος ιρανικού τύπου.
Όταν ο Νασράλα έγινε γενικός γραμματέας το 1992, οδήγησε τη Χιζμπολάχ στην πολιτική, επικρατώντας έναντι των μελών που υποστήριζαν ότι το κίνημα θα έπρεπε να περιοριστεί στην αντίσταση στο νότο και να αποφύγει να εμπλακεί στο θρησκευτικό σύστημα του Λιβάνου, αν και ο ίδιος προσπάθησε να μείνει προσωπικά μακριά. Το κύρος του αυξήθηκε μετά τον θάνατο του 18χρονου γιου του, Χαντί, ο οποίος πέθανε πολεμώντας το Ισραήλ το 1997. 'Ο γιος μου είχε την εξαιρετική ευκαιρία να πεθάνει ως μάρτυρας', είπε. 'Αν υποφέρω σε προσωπικό επίπεδο, σε εθνικό επίπεδο, είμαι ευτυχής. Από τότε, ο Νασράλα είναι γνωστός ως «Αμπού Χαντί». Αφού οι ΗΠΑ δολοφόνησαν τον Qasem Soleimani, τον ηγέτη της Δύναμης Quds της Ιρανικής Επαναστατικής Φρουράς, το 2020, ο Nasrallah έγινε ο ηγέτης με τη μεγαλύτερη επιρροή στον ιρανικό άξονα - δεύτερος μετά τον Αγιατολάχ Χαμενεΐ, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές. Καθώς η Χιζμπολάχ εμπλέκεται όλο και περισσότερο στο πολιτικό σύστημα του Λιβάνου, το οποίο κάποτε είχε κατακεραυνώσει, ο Νασράλα ενδιαφέρθηκε να επεκτείνει την επιρροή του στέλνοντας πράκτορες της Χιζμπολάχ να εκπαιδεύουν συμμάχους στη Συρία, το Ιράκ και την Υεμένη. Έδωσε την εντύπωση ότι είχε ξεπεράσει τη μικρή του χώρα.
Πριν αναγκαστεί να αποσυρθεί στην παρανομία το 2006, ο Νασράλα ήταν περιστασιακά διαθέσιμος σε ξένους δημοσιογράφους. Κατάφερα να του πάρω μια συνέντευξη για το New York Review of Books το 2004. Στο γραφείο του στο Χαρέτ Χρέικ, ο μεταφραστής μου και εγώ γίναμε δεκτοί από έναν δημοσιογράφο του τηλεοπτικού σταθμού της Χιζμπολάχ, του al-Manar, και, μετά από μια ενδελεχή αλλά ευγενική έρευνα, πήραμε το ασανσέρ για να ανεβούμε μερικούς ορόφους. Η αίθουσα υποδοχής ήταν διακοσμημένη με φωτογραφίες του αλ-Μουσάουι, του Χομεϊνί και του Χαμενεΐ. Στην είσοδο υπήρχε μια φωτογραφία του Χαντί Νασράλα. (Παρ' όλες τις προσπάθειες της Χιζμπουλάχ να αυτοχαρακτηριστεί ως η χτυπούσα καρδιά του αραβικού εθνικισμού, δεν υπήρχαν φωτογραφίες σουνιτών Αράβων ηγετών, μια υπενθύμιση της αδυναμίας του κόμματος να αποβάλει τις σεχταριστικές του καταβολές). Κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας, μου έκανε εντύπωση η άνετη εξουσία που επέδειξε ο Νασράλα: οι συνάδελφοί του τον σέβονταν αλλά δεν έδειχναν να τον φοβούνται. Αν ήταν ανένδοτος στις απόψεις του, ήταν επίσης φιλικός και ανεπιτήδευτος, και ποτέ δεν καυχιόταν. Τα επιχειρήματά του ήταν σχολαστικά διατυπωμένα, αντανακλώντας την ανάγνωση της ιστορίας και τη μελέτη του εχθρού του- η θρησκεία δεν αναφέρθηκε ποτέ. (Απαντούσε στις ερωτήσεις μου στα αραβικά μέσω μεταφραστή - μιας Λιβανέζας σιίτισσας που εργαζόταν για τον ΟΗΕ - αλλά καταλάβαινε σαφώς αγγλικά).
Η περηφάνια του για το επίτευγμα του κινήματός του ήταν εμφανής. Τέσσερα χρόνια μετά τη μονομερή αποχώρηση του Ισραήλ από τον Λίβανο, η Χιζμπούλα εξακολουθούσε να απολαμβάνει τη λάμψη της νίκης. Το κόμμα είχε ετήσιο προϋπολογισμό 100 εκατομμυρίων δολαρίων, μεγάλο μέρος του οποίου προμηθεύτηκε από το Ιράν, και δέκα έδρες στο κοινοβούλιο- συνέχισε να αυξάνει τη στρατιωτική του δύναμη στο νότο και στην κοιλάδα Μπεκάα. Ο Νασράλα ήταν ανένδοτος ότι η Χιζμπολάχ έπρεπε να διατηρήσει τα όπλα της σε περίπτωση που το Ισραήλ αποφάσιζε να επιστρέψει στον Λίβανο.
Το Ισραήλ, ωστόσο, δεν ήταν ο μόνος εχθρός του Νασράλα ούτε η μόνη του ανησυχία. Στο Λίβανο παρέμεινε μια διχαστική φιγούρα, ακόμη και μεταξύ εκείνων που ήταν ευγνώμονες για τον αγώνα του κατά του κατακτητή. Υπήρχαν φήμες ότι είχε συμμετάσχει στη δολοφονία λιβανέζων κομμουνιστών τη δεκαετία του 1980, καθώς και σε βιαιοπραγίες και ομηρίες με στόχο δυτικά συμφέροντα. Καθώς η Χιζμπουλάχ εξελίχθηκε σε ένα κράτος μέσα σε ένα κράτος πολύ μεγαλύτερο και ισχυρότερο από ό,τι ήταν το κράτος του Αραφάτ, οι εχθροί του Νασράλα στο Λίβανο πολλαπλασιάστηκαν. Δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει τη δύναμή του για να εκμεταλλευτεί το θρησκευτικό πολιτικό σύστημα που η Χιζμπολάχ είχε καταγγείλει στο ανακοινωθέν της το 1985 ή για να εκφοβίσει και μερικές φορές να δολοφονήσει αντιπάλους, συμπεριλαμβανομένων των σιιτών επικριτών του κόμματος, όπως ο δημοσιογράφος Λόκμαν Σλιμ. Η Χιζμπούλα εμπλέκεται επίσης σε ορισμένες από τις μεγάλες καταστροφές που έπληξαν τον Λίβανο τα τελευταία χρόνια, από τη δολοφονία του πρώην πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι το 2005 έως την έκρηξη του 2020 σε αποθήκη του λιμανιού της Βηρυτού, όπου η Χιζμπούλα φέρεται να αποθήκευε νιτρικό αμμώνιο. Έχει προσπαθήσει να τοποθετήσει τον εαυτό του ως μια βασιλική φιγούρα υπεράνω της πολιτικής, αλλά έχει επίσης ζητήσει με σθένος τον τερματισμό πολλών ερευνών υψηλού προφίλ και υπερασπίστηκε ακόμη και τον Riad Salameh, τον ατιμασμένο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας, μετά την οικονομική κατάρρευση του 2019. Ο Νασράλα μπορεί να είχε δίκιο να οδηγήσει τη Χιζμπολάχ στην πολιτική, αλλά οι επικριτές του είχαν δίκιο να προειδοποιούν ότι το λιβανέζικο σύστημα θα διέφθειρε το κόμμα και θα ροκάνιζε τη φήμη της ακεραιότητάς του.
Όμως καμία απόφαση του Νασράλα δεν ήταν πιο επιζήμια για το κύρος του κόμματός του από την παρέμβασή του στον πόλεμο της Συρίας για λογαριασμό της δικτατορίας του Άσαντ: δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ορισμένα από τα θύματα του Άσαντ εξέφρασαν τη χαρά τους για την πρόσφατη ταπείνωση της Χιζμπολάχ. Οι λόγοι του Νασράλα μπορεί να ήταν πραγματιστικοί: Ο Άσαντ ήταν μέρος του λεγόμενου Άξονα της Αντίστασης, και αν έπεφτε από την εξουσία, η Χιζμπολάχ δεν θα μπορούσε να μεταφέρει όπλα από το Ιράν μέσω των συριακών συνόρων στον Λίβανο. (Εξίσου επικίνδυνη, από την άποψη της Χιζμπολάχ, ήταν η αυξανόμενη δύναμη των σουνιτών τζιχαντιστών στη συριακή αντιπολίτευση, εχθρών των σιιτών). Αλλά ο Νασράλα είχε αυτοχαρακτηριστεί ως υπερασπιστής των καταπιεσμένων και πολλοί δεν ήταν ευχαριστημένοι που έβλεπαν μαχητές της Χιζμπαλάχ να συνδράμουν έναν αδίστακτο πόλεμο καταστολής.
Η απόφαση του Νασράλα βοήθησε στη διατήρηση του καθεστώτος Άσαντ. Ενίσχυσε επίσης τους δεσμούς της Χιζμπολάχ με τη Ρωσία. Αλλά αποδείχθηκε εξίσου καταστροφική με την παρέμβαση της Αιγύπτου στον εμφύλιο πόλεμο της Βόρειας Υεμένης τη δεκαετία του 1960, τον οποίο ο Νάσερ περιέγραψε ως «το δικό μου Βιετνάμ». Η Χιζμπούλα δεν έχασε μόνο χιλιάδες μαχητές: το κόμμα της αντίστασης ήταν πλέον το κόμμα της αντεπίθεσης εναντίον των συμπατριωτών της Αράβων, και η συνεργασία της με τις συριακές και ρωσικές μυστικές υπηρεσίες την έκανε ευάλωτη σε αμερικανική και ισραηλινή διείσδυση. Η Χιζμπουλάχ είχε βάλει στο στόχαστρο στρατιώτες στον αγώνα της κατά του Ισραήλ, αλλά τώρα ήταν μέρος μιας εκστρατείας καμένης γης στη Συρία που δεν έκανε καμία διάκριση μεταξύ στρατιώτη και πολίτη. Μετά το 2006, η Χιζμπολάχ συμμετείχε μόνο σε περιστασιακές ανταλλαγές τίτλων με το Ισραήλ, που συνήθως αφορούσαν τα αγροκτήματα Σεμπάα, ένα κομμάτι εδάφους που η Χιζμπολάχ ισχυρίζεται ότι ανήκει στον Λίβανο και το Ισραήλ στα συριακά Υψίπεδα του Γκολάν, τα οποία εξακολουθούν να βρίσκονται υπό ισραηλινό έλεγχο. Κατά τα άλλα, τα σύνορα ήταν σχετικά ήσυχα - τόσο ήσυχα που οι σουνίτες ριζοσπάστες στο Λίβανο κατηγόρησαν τον Νασράλα ότι είναι ένας από τους συνοριοφύλακες του Ισραήλ. Όλα αυτά άλλαξαν, ωστόσο, στις 8 Οκτωβρίου 2023, όταν αποφάσισε να ανοίξει ένα «βόρειο μέτωπο» για την υποστήριξη της Χαμάς και του λαού της Γάζας.
Ισραηλινοί σχολιαστές, αριστεροί και δεξιοί, υποστήριξαν ότι η Χιζμπολάχ δεν είχε κανένα λόγο να εκτοξεύσει ρουκέτες στο βόρειο Ισραήλ, ότι επέλεξε να ξεκινήσει αυτή τη σύγκρουση. Ο Νασράλα είχε διαφορετική άποψη. Η Χιζμπολάχ, πίστευε, βρισκόταν «στην καρδιά της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης. Είναι μια ενιαία οντότητα και δεν μπορείτε να τη διαιρέσετε. Είναι τελικά μία πραγματικότητα». Όπως το έβλεπε, αναλάμβανε τις ευθύνες του στο πλαίσιο του Άξονα της Αντίστασης για να μειώσει την πίεση στον σύμμαχό του στη Γάζα. Οι επιθέσεις της Χιζμπολάχ στο βόρειο Ισραήλ, οι οποίες οδήγησαν στην εκκένωση περισσότερων από πενήντα χιλιάδων Ισραηλινών πολιτών, καταγγέλθηκαν από τη Δύση ως τρομοκρατία. Αλλά πολλοί Παλαιστίνιοι εκτίμησαν την υποστήριξη του Νασράλα, ειδικά από τη στιγμή που κανένας από τους άλλους Άραβες ηγέτες δεν έκανε τίποτα για να υπερασπιστεί το λαό της Γάζας. Ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, ο πρίγκιπας διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας, μίλησε εκ μέρους πολλών από αυτούς όταν δήλωσε στον Antony Blinken λίγο μετά τις 7 Οκτωβρίου: «Ενδιαφέρομαι προσωπικά για το παλαιστινιακό ζήτημα; Δεν ενδιαφέρομαι, αλλά ο λαός μου ενδιαφέρεται, οπότε πρέπει να βεβαιωθώ ότι αυτό έχει νόημα».
Το στοίχημα του Νασράλα ήταν ότι στοχεύοντας στρατιωτικές και αμυντικές υποδομές και αποφεύγοντας σε μεγάλο βαθμό τις απώλειες αμάχων, θα μπορούσε να δείξει ένα μέτρο υποστήριξης προς τον λαό της Γάζας και να αναγκάσει το Ισραήλ να καταλήξει σε κατάπαυση του πυρός με τη Χαμάς χωρίς να οδηγήσει σε κλιμάκωση στα σύνορα Λιβάνου-Ισραήλ. Γνώριζε ότι ένας πόλεμος με το Ισραήλ θα ήταν αντίθετος από τους περισσότερους ανθρώπους στο Λίβανο, συμπεριλαμβανομένων πολλών σιιτών, καθώς και από τους συμμάχους του στην Τεχεράνη, οι οποίοι ήθελαν να διατηρήσουν το οπλοστάσιο της Χιζμπολάχ σε περίπτωση ισραηλινής επίθεσης στο Ιράν. Αλλά έπρεπε επίσης να διατηρήσει την εικόνα του κινήματός του ως υπέρμαχου της παλαιστινιακής αντίστασης, μια φήμη που θα είχε καταστραφεί αν δεν είχε δράσει. Εξ ου και η επιμονή του ότι δεν επρόκειτο για μια τελική αποκαλυπτική μάχη με το Ισραήλ: Η Χιζμπολάχ σκόπευε απλώς να αποτρέψει την ισραηλινή επιθετικότητα στη Γάζα και θα σταματούσε να εκτοξεύει τους πυραύλους της όταν το Ισραήλ αποδεχόταν την κατάπαυση του πυρός.
Ο Νασράλα τόνισε επανειλημμένα ότι δεν επιθυμούσε έναν ευρύτερο πόλεμο, όπως και οι σύμμαχοί του στο Ιράν, ιδιαίτερα ο συμφιλιωτικός νέος πρόεδρός του, Μασούντ Πεζεκιάν, ο οποίος έβγαλε έναν αχαρακτήριστα γκαντιανό τόνο στις εκκλήσεις του για τερματισμό των μαχών στο Λίβανο κατά την επίσκεψή του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Οι υψηλού επιπέδου ιρανικές αντιδράσεις στις προκλήσεις του Ισραήλ -ιδιαίτερα στις δολοφονίες των ηγετών της Χιζμπολάχ και της Χαμάς στη Βηρυτό, τη Δαμασκό και την Τεχεράνη- ήταν υποτονικές. Αλλά ο Νασράλα, ο οποίος είχε κερδίσει τον σεβασμό όχι μόνο των Αράβων αλλά και των Ισραηλινών για την ανάλυσή του σχετικά με τις προθέσεις των ηγετών του Ισραήλ, για μια φορά εκτίμησε λάθος τον εχθρό του, ενώ αποκάλυψε μια εκπληκτική δόση αφέλειας σχετικά με την πραγματική ισορροπία δυνάμεων. Παρόλο που η Χιζμπολάχ είχε καταφέρει να δημιουργήσει μια κατάσταση αμοιβαίας αποτροπής με τον γείτονά της, το Ισραήλ είχε αποδεχτεί μόνο απρόθυμα αυτή την κατάσταση. Επιχειρώντας να συνδέσει το βόρειο Ισραήλ και τη Γάζα στις 8 Οκτωβρίου, εκτοξεύοντας ρουκέτες «σε ένδειξη αλληλεγγύης» προς τους Παλαιστίνιους, ο Νασράλα προσέφερε στο Ισραήλ τη δικαιολογία που αναζητούσε εδώ και καιρό για να ξαναγράψει τους «κανόνες του παιχνιδιού» που διέπουν τα σύνορα από το 2006.
Μετά τις 7 Οκτωβρίου, ο υπουργός Άμυνας του Ισραήλ, Γιοάβ Γκαλάντ, φέρεται να ήθελε να χτυπήσει πρώτα τη Χιζμπολάχ και όχι τη Χαμάς. Ο Νετανιάχου απέρριψε τη συμβουλή του Γκαλάντ, αλλά ο πόλεμος κατά της Χιζμπολάχ, για τον οποίο το Ισραήλ προετοιμάζεται εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες, παρέμεινε μέρος της συζήτησης, ακόμη και όταν ο Νετανιάχου έκανε ότι άκουγε τις προειδοποιήσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν για περιφερειακή ανάφλεξη. Ήξερε ότι ο Μπάιντεν και ο Μπλίνκεν θα συνθηκολογούσαν τελικά, με μια ανόητη τελετή «ανησυχίας» και «επιφυλακτικότητας» για τον «καλύτερο δρόμο προς τα εμπρός». Τους επόμενους έντεκα μήνες, οι Ισραηλινοί σφυροκόπησαν τον νότιο Λίβανο, σκοτώνοντας αρκετές εκατοντάδες ανθρώπους και αναγκάζοντας σχεδόν εκατό χιλιάδες να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, αλλά αυτό προβλημάτισε τη δυτική συνείδηση πολύ λιγότερο από τη φυγή των Ισραηλινών πέρα από τα σύνορα. Το Ισραήλ διεξήγαγε το 80% των επιθέσεων κατά μήκος των συνόρων, αλλά για άλλη μια φορά αυτή η ανισότητα ελάχιστα τονίστηκε στον αμερικανικό Τύπο, όπου η έξοδος των Αράβων υπό την ισραηλινή βία αντιμετωπίστηκε ως φυσική καταστροφή και περιγράφηκε με παθητική φωνή.
Με τις βομβιστικές επιθέσεις και τις επιθέσεις με ραδιοτηλέφωνα στις 17-18 Σεπτεμβρίου, που σκότωσαν δεκάδες ανθρώπους και τραυμάτισαν χιλιάδες άλλους, έγινε πιο σαφές ότι το Ισραήλ πλησίαζε τον Νασράλα και τη Χιζμπούλα. Οι επιθέσεις δεν κατέστρεψαν μόνο το σύστημα επικοινωνιών της Χιζμπολάχ: αποκάλυψαν την πλήρη έκταση της ισραηλινής διείσδυσης στην οργάνωση, ρίχνοντάς την σε παράλυση. Στη συνέχεια ήρθε ο δολοφονικός βομβαρδισμός του Λιβάνου, κατά την πρώτη ημέρα του οποίου έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι άνθρωποι από οποιαδήποτε άλλη ημέρα από το τέλος του λιβανέζικου εμφυλίου πολέμου, και ακολούθησαν οι δολοφονίες του Νασράλα και μεγάλου μέρους της ανώτερης ηγεσίας της Χιζμπολάχ. Περίπου 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι στο Λίβανο -σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού- έχουν εκτοπιστεί από τα σπίτια τους και περισσότεροι από 1.400 έχουν σκοτωθεί. (Ένας από αυτούς ήταν ένας 56χρονος Λιβανέζος-Αμερικανός, ο Kamel Jawad, πατέρας τεσσάρων παιδιών, ο οποίος εργαζόταν εθελοντικά στη γενέτειρά του, τη Nabatieh, και ο θάνατος του οποίου δεν θα ενδιαφέρει την αμερικανική κυβέρνηση περισσότερο από ό,τι ο θάνατος του 26χρονου Τουρκοαμερικανού Ayşenur Ezgi Eygi, ο οποίος πυροβολήθηκε από ισραηλινούς στρατιώτες σε μια ειρηνική διαμαρτυρία κοντά στη Ναμπλούς στις αρχές Σεπτεμβρίου).
Η Χιζμπολάχ δεν είναι ο μόνος στόχος: το Ισραήλ έχει πραγματοποιήσει πλήγματα κατά των ηγετών της Χαμάς και του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης στο Λίβανο, καθώς και κατά των Χούτι στην Υεμένη. Και ενώ η προσοχή του κόσμου είναι στραμμένη στους πολέμους του Ισραήλ στο εξωτερικό, οι κάτοικοι της Γάζας πεθαίνουν σε αεροπορικές επιδρομές - στις 10 Οκτωβρίου, 28 άνθρωποι σκοτώθηκαν ενώ βρίσκονταν σε ένα σχολείο στην πόλη Ντέιρ αλ Μπαλάχ, ένα από τα περισσότερα από διακόσια σχολεία που βομβαρδίστηκαν από τις ισραηλινές δυνάμεις τον τελευταίο χρόνο - και ολόκληρες γειτονιές στη Δυτική Όχθη ισοπεδώνονται από ισραηλινές μπουλντόζες. Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει σταθεί στο πλευρό του Ισραήλ ακόμη και όταν αυτό έχει ταπεινωθεί από την προκλητικότητα του Νετανιάχου, είτε επειδή πιστεύει ότι η αμερικανική πίεση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις πιθανότητες νίκης του Χάρις, είτε επειδή σιωπηρά χαιρετίζει την επίθεση του Ισραήλ ως τρόπο αποδυνάμωσης της γραμμής άμυνας του Ιράν στον Λίβανο. Ο Νετανιάχου έχει πει επανειλημμένα ψέματα στην κυβέρνηση των ΗΠΑ. Αφού έδωσε διαβεβαιώσεις ότι η χερσαία επίθεση του Ισραήλ θα ήταν «περιορισμένη», έστειλε τον στρατό στον νότιο Λίβανο, όπου τον συνάντησαν καλά εκπαιδευμένοι μαχητές της Χιζμπολάχ, οι οποίοι, όσο υποβαθμισμένες και αν είναι οι ικανότητές τους, προετοιμάζονται για αυτή τη μάχη από το 2000 και γνωρίζουν το έδαφος πολύ καλύτερα από τους Ισραηλινούς. Μόνο την πρώτη εβδομάδα, έντεκα ισραηλινοί στρατιώτες σκοτώθηκαν στο Λίβανο. Η Χιζμπολάχ συνέχισε επίσης να εκτοξεύει ρουκέτες προς το Ισραήλ.
Ο Νετανιάχου έχει προειδοποιήσει τη λιβανέζικη κυβέρνηση ότι αν δεν καταφέρει να απομακρύνει τη Χιζμπολάχ -κάτι που δεν έχει τη δύναμη να επιτύχει ακόμη και αν το επιθυμούσε- ο Λίβανος θα βρεθεί αντιμέτωπος με «καταστροφή και πόνο όπως βλέπουμε στη Γάζα». Εν τω μεταξύ, οι υποστηρικτές του Ισραήλ στο εξωτερικό ισχυρίζονται ότι, όπως το έθεσε ο Bernard-Henri Lévy στο Χ, «το Ισραήλ δεν εισβάλλει στον Λίβανο, αλλά τον απελευθερώνει». Μια τέτοια ρητορική δεν είναι καθόλου καινούργια. Η εισβολή στο Λίβανο το 1982 διαφημίστηκε ως «Επιχείρηση Ειρήνη για τη Γαλιλαία». Όχι μόνο απέτυχε να καταστρέψει την παλαιστινιακή αντίσταση, αλλά οδήγησε στη δημιουργία μιας ακόμη πιο αποτελεσματικής πολεμικής δύναμης: Hizbullah. Κατά τη διάρκεια του πολέμου του 2006, η υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Κοντολίζα Ράις ισχυρίστηκε ότι άκουσε τους «πόνους της γέννησης μιας νέας Μέσης Ανατολής» καθώς το Ισραήλ βομβάρδιζε τον νότιο Λίβανο και τη Βηρυτό.
Το Ισραήλ επιμένει ότι δεν είχε άλλη επιλογή, κάτι που είναι αποδεδειγμένα ψευδές. Θα μπορούσε να είχε εργαστεί για να επιτύχει κατάπαυση του πυρός στη Γάζα. Θα μπορούσε να είχε υιοθετήσει την αμερικανο-γαλλική πρόταση για μια παύση 21 ημερών στις μάχες μεταξύ του Ισραήλ και της Χιζμπολάχ, στην οποία ο Νασράλα έδωσε την έγκρισή του, και η οποία θα μπορούσε τελικά να οδηγήσει τη Χιζμπολάχ να υποχωρήσει στον ποταμό Λιτάνι. Όπως επισήμανε ο εκπρόσωπος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ Τζον Κίρμπι, η πρόταση «δεν συντάχθηκε απλώς στο κενό. Έγινε μετά από προσεκτική διαβούλευση, όχι μόνο με τις χώρες που την υπέγραψαν, αλλά και με το ίδιο το Ισραήλ». Αντ' αυτού, όπως έκανε επανειλημμένα στις διαπραγματεύσεις για τη Γάζα, ο Νετανιάχου βοήθησε τους Αμερικανούς να συντάξουν μια πρόταση κατάπαυσης του πυρός την οποία δεν είχε καμία πρόθεση να τιμήσει, και συνωμότησε για να σκοτώσει τους Άραβες ηγέτες με τους οποίους επρόκειτο να επιτευχθεί η κατάπαυση του πυρός: πρώτα τον Ισμαήλ Χανίγια, τον πρώην ηγέτη του πολιτικού γραφείου της Χαμάς, ο οποίος σκοτώθηκε στην Τεχεράνη στις 31 Ιουλίου, και τώρα τον Νασράλα. Ο Νετανιάχου φέρεται να δίστασε να σκοτώσει τον Νασράλα, αλλά συμφώνησε στο χτύπημα καθώς επιβιβαζόταν σε αεροπλάνο για τη Νέα Υόρκη.
Η Χιζμπολάχ δεν είναι μια οργάνωση που καθοδηγείται από προσωπικότητες, ή ισχυρίζεται ότι δεν είναι, αλλά στο πρόσωπο του Νασράλα είχε έναν ηγέτη με ασυνήθιστα χαρίσματα, και ο θάνατός του είναι ένα τεράστιο, αν όχι μοιραίο, πλήγμα- είναι επίσης ένα τεράστιο πλήγμα για το Ιράν. Την 1η Οκτωβρίου, με μικρή προειδοποίηση αλλά σαφώς ως απάντηση στις δολοφονίες του Νασράλα και του Χανίγια, το Ιράν εκτόξευσε σχεδόν διακόσιους βαλλιστικούς πυραύλους στο Ισραήλ, προκαλώντας μικρή ζημιά αλλά χτυπώντας μερικές στρατιωτικές βάσεις και σκοτώνοντας έναν Παλαιστίνιο στη Δυτική Όχθη. Ο Μπάιντεν είχε συμβουλεύσει τους Ισραηλινούς να «πάρουν τη νίκη», αφού η προηγούμενη επίθεση του Ιράν τον Απρίλιο αναχαιτίστηκε (με σημαντική αμερικανική βοήθεια). Αυτή τη φορά, συμβούλεψε απλώς τον Νετανιάχου να μην επιτεθεί στις πετρελαιοπηγές του Ιράν (το αποτέλεσμα θα ήταν μεγάλη αύξηση των τιμών του πετρελαίου) ή στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του. Θα τον ακούσουν οι Ισραηλινοί; Η συνήθειά τους να αψηφούν τους προστάτες τους δεν είναι καθόλου καθησυχαστική. 'Η επίθεσή μας θα είναι θανατηφόρα, ακριβής και πάνω απ' όλα αιφνιδιαστική', υποσχέθηκε ο Gallant σε ένα βίντεο που αναρτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου. 'Δεν θα καταλάβουν τι συνέβη και πώς συνέβη. Θα δουν τα αποτελέσματα». Αλλά ακόμη και αν οι Ισραηλινοί επιτεθούν σε ορισμένες από τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, το πυρηνικό του πρόγραμμα είναι απίθανο να εκτροχιαστεί. Όπως επεσήμανε ο Avner Cohen, ο κορυφαίος ιστορικός του πυρηνικού προγράμματος του Ισραήλ, στη Ha'aretz, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είναι διασκορπισμένο σε ένα εκτεταμένο σύμπλεγμα εγκαταστάσεων - σε αντίθεση με την κεντρική πυρηνική εγκατάσταση του Ισραήλ στη Dimona. Οι εγκαταστάσεις του Ιράν - ορισμένες από αυτές είναι θαμμένες βαθιά κάτω από το έδαφος - είναι «αποκεντρωμένες και μπορούν να μετακινηθούν με σχετική ευκολία». Οι Ιρανοί έχουν δηλώσει ότι σε περίπτωση ισραηλινής επίθεσης θα εγκατέλειπαν τη Συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων. «Προτείνω ότι δεν πρέπει να παίρνουμε τις δηλώσεις τους ελαφρά τη καρδία», κατέληξε ο Κοέν.
Οι Αμερικανοί θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους αυτή την προειδοποίηση, αλλά έχουν επανειλημμένα εμφανιστεί πρόθυμοι να συνθηκολογήσουν με την ισραηλινή προκλητικότητα, ακόμη και με τον κίνδυνο να θέσουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Ο αμερικανικός Τύπος ήταν γεμάτος από αναφορές για «τεταμένες» σχέσεις μεταξύ του Μπάιντεν και του Μπίμπι. Στο νέο βιβλίο του Bob Woodward, War, ο Biden περιγράφει κατ' ιδίαν τον Netanyahu ως ναρκισσιστή και ψεύτη, και σε ένα σημείο του λέει κατάμουτρα: «Ξέρεις, η αντίληψη για το Ισραήλ σε όλο τον κόσμο είναι όλο και περισσότερο ότι είσαι ένα κράτος απατεώνας ή μια απάτη». Ωστόσο, για όλα αυτά τα «στελέχη», τα όπλα συνεχίζουν να έρχονται. Τον τελευταίο χρόνο, οι ΗΠΑ παρείχαν στο Ισραήλ στρατιωτική βοήθεια ύψους 18 δισεκατομμυρίων δολαρίων και διπλασίασαν τον αριθμό των δικών τους μαχητικών αεροσκαφών στην περιοχή σε περίπτωση που το Ισραήλ δεχθεί επίθεση από το Ιράν. Μετά τη δολοφονία του Nasrallah, έστειλαν αρκετές χιλιάδες περισσότερους στρατιώτες στη Μέση Ανατολή, μαζί με μοίρες μαχητικών αεροσκαφών F-15E, F-16 και F-22 και επιθετικά αεροσκάφη A-10. Το Ισραήλ εξαρτάται από τις ΗΠΑ, ωστόσο η κυβέρνηση Μπάιντεν φαίνεται να μην έχει κανένα μοχλό πίεσης - ή δεν είναι πρόθυμη να ασκήσει, δεδομένου ότι το Ισραήλ αποδυναμώνει τους ίδιους τους αντιπάλους της Ουάσιγκτον στη Βηρυτό, την Τεχεράνη και τη Γάζα. Στις 3 Οκτωβρίου, το Ισραήλ δολοφόνησε τον ξάδελφο του Νασράλα, τον Χασίμ Σαφεντίν, ο οποίος αναμενόταν ευρέως να είναι ο διάδοχός του καθώς και «ο αντικαταστάτης του αντικαταστάτη του» (λόγια του Νετανιάχου). Δεκάδες χιλιάδες άμαχοι στον ανατολικό Λίβανο -πολλοί από αυτούς Σύροι πρόσφυγες- περνούν τώρα τα σύνορα προς τη Συρία. Η καταστροφή χωριών και σπιτιών στο νότιο Λίβανο, στην κοιλάδα Μπεκάα, στα νότια προάστια της Βηρυτού και τώρα στο κέντρο της Βηρυτού, όπου 22 άνθρωποι σκοτώθηκαν σε αεροπορική επιδρομή με στόχο έναν ηγέτη της Χιζμπολάχ στις 10 Οκτωβρίου, θα γιορτάζεται σύντομα στο TikTok από Ισραηλινούς στρατιώτες. Ενώ η ισραηλινή εβραϊκή κοινωνία κατακλύζεται από τους εορτασμούς της 7ης Οκτωβρίου, η έκφραση του εθνικού πένθους αντισταθμίζεται από τις απολαύσεις που λαμβάνονται από την εκδίκηση και την αποκατάσταση της «αποτροπής».
Ωστόσο, η ευφορία μπορεί να αποδειχθεί βραχύβια, ειδικά καθώς αρχίζει η φθορά, τόσο στο Λίβανο όσο και στη Γάζα, όπου οι μαχητές της Χαμάς συνεχίζουν να προκαλούν τις ισραηλινές δυνάμεις. Όπως και άλλοι δευτερεύοντες πόλεμοι που διεξήχθησαν σε περιόδους τέλματος - ο γαλλικός βομβαρδισμός της Τυνησίας στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο αμερικανικός βομβαρδισμός της Καμπότζης το 1969-70 - η επίθεση στον Λίβανο είναι απίθανο να προσφέρει κάτι περισσότερο από πρόσκαιρη παρηγοριά. Η δολοφονία του Νασράλα είναι απίθανο να επιταχύνει την ήττα της Χαμάς στη Γάζα ή την επιστροφή των υπόλοιπων ομήρων (για την τύχη των οποίων ο Νετανιάχου φαίνεται να έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον εκτός από ένα σημείο συζήτησης), πολύ λιγότερο την παράδοση του παλαιστινιακού λαού στις σιωνιστικές φιλοδοξίες. Η Χιζμπολάχ θα ανασυγκροτηθεί σιγά-σιγά και ο Νασράλα και τα στελέχη του θα αντικατασταθούν από μια νέα και όχι λιγότερο πικραμένη γενιά ηγετών που θα θυμούνται την οργή που εξαπέλυσε το Ισραήλ στον Λίβανο: τους θανάτους, τους ακρωτηριασμούς και τους εκτοπισμούς που προκάλεσε μια από τις πιο εντατικές εκστρατείες βομβαρδισμών του 21ου αιώνα. Ο θάνατος του Νασράλα είναι μια ταπεινωτική οπισθοδρόμηση για το κίνημά του, όπως ήταν η ήττα του Νάσερ το 1967 για την αραβική υπόθεση. Αλλά τίποτα δεν τροφοδοτεί την αντίσταση όσο η ταπείνωση.
Οι ηγέτες του Ισραήλ πάντα το γνώριζαν αυτό, αλλά πάντα προτιμούσαν να ταπεινώνουν (ή να σκοτώνουν) τους εχθρούς τους παρά να διαπραγματεύονται μαζί τους, πόσο μάλλον να επιτυγχάνουν μια νέα διευθέτηση που θα επέτρεπε μια δίκαιη διευθέτηση στο Ισραήλ/Παλαιστίνη. 'Ας μην κατηγορούμε τους δολοφόνους', είπε ο Moshe Dayan το 1956 στον επικήδειο λόγο του για έναν κιμπούτσνικ που σκοτώθηκε στα σύνορα με τη Γάζα από Παλαιστίνιους ενόπλους. 'Γιατί να παραπονεθούμε για το μίσος τους εναντίον μας; Εδώ και οκτώ χρόνια κάθονται στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Γάζας και βλέπουν, με τα ίδια τους τα μάτια, πώς κάναμε τη γη και τα χωριά όπου κάποτε ζούσαν αυτοί και οι πρόγονοί τους σπίτι τους». Η συμβουλή του Dayan προς τους συγκεντρωμένους πενθούντες ήταν «να μη δειλιάσουν ποτέ μπροστά στο μίσος που συνοδεύει και γεμίζει τις ζωές εκατοντάδων χιλιάδων Αράβων που ζουν γύρω μας και περιμένουν τη στιγμή που τα χέρια τους θα μπορέσουν να διεκδικήσουν το αίμα μας. Δεν πρέπει να αποστρέψουμε τα μάτια μας, για να μην αποδυναμωθούν τα χέρια μας. Αυτό είναι το διάταγμα της γενιάς μας».
Το μάθημα που πήραν οι περισσότεροι Ισραηλινοί από την 7η Οκτωβρίου ήταν ότι οι ηγέτες τους απέστρεψαν τα μάτια τους και επέτρεψαν να αποδυναμωθούν τα χέρια τους, ενώ ο Yahya Sinwar και ο Mohammed Deif ετοίμαζαν τα σχέδιά τους για την κατάκλυση της Al-Aqsa. Και κανείς δεν είχε αποστρέψει τα μάτια του περισσότερο από τον Νετανιάχου, ο οποίος είχε σφυρηλατήσει μια σιωπηρή συμμαχία με τις αρχές της Χαμάς στη Γάζα, πιστεύοντας ότι είχαν εξουδετερωθεί, ενώ έκανε ό,τι μπορούσε για να αποδυναμώσει την Παλαιστινιακή Αρχή στη Δυτική Όχθη. Ακόμη και οι υποστηρικτές του είχαν πειστεί, τις εβδομάδες μετά την 7η Οκτωβρίου, ότι η πτώση του από την εξουσία ήταν επικείμενη. Αλλά τον τελευταίο χρόνο μετέτρεψε τις επιθέσεις σε μια ευκαιρία να αναδιοργανώσει την ισραηλινή κοινωνία, μαζί με τους συναδέλφους του φασίστες Μπεζαλέλ Σμότριχ και Ιταμάρ Μπεν-Βιρ, το όραμα των οποίων για ένα Μεγάλο Ισραήλ εκκαθαρισμένο από τους Άραβες αντικατοπτρίζει το όραμα του Σινάρ για μια ισλαμική Παλαιστίνη. Απελπισμένοι για το μέλλον του Ισραήλ, ένας ανυπολόγιστος αριθμός Εβραίων με δεύτερο διαβατήριο - οι «ελίτ» που περιφρονεί ο Νετανιάχου - έχουν καταφύγει στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Πορτογαλία και τις ΗΠΑ, αλλά αντίθετα με τις φαντασιώσεις του Σινάρ και ορισμένων μελών του κινήματος αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη στο εξωτερικό, το κράτος δεν κινδυνεύει με κατάρρευση επειδή οι Εβραίοι της θρησκευτικής δεξιάς δεν μετακινούνται και το μέλλον της χώρας φαίνεται να τους ανήκει. Ο πολυμέτωπος πόλεμος που ξεκίνησε πριν από ένα χρόνο όχι μόνο αύξησε τη δύναμή τους, αλλά ενίσχυσε τη θεοκρατία του στρατού και ενθάρρυνε τις πολιτοφυλακές των εποίκων που τρομοκρατούν τους Παλαιστίνιους χωρικούς στη Δυτική Όχθη. Ο πόλεμος έχει επίσης εμπνεύσει όλο και πιο δολοφονικές προτάσεις για εθνοκάθαρση στην Παλαιστίνη και για την αναδιαμόρφωση της Μέσης Ανατολής υπέρ του Ισραήλ. Ο συνταξιούχος υποστράτηγος Giora Eiland, ένας στοχαστής με επιρροή στους ισραηλινούς στρατιωτικούς κύκλους, πρότεινε πρόσφατα να δοθεί εντολή σε όλους τους κατοίκους της βόρειας Γάζας να εκκενώσουν την περιοχή εντός μιας εβδομάδας, πριν επιβληθεί πολιορκία στην περιοχή, με διακοπή των προμηθειών νερού, τροφίμων και καυσίμων μέχρις ότου όλοι όσοι απομένουν είτε παραδοθούν είτε πεθάνουν από την πείνα. Ο Eiland δεν είναι μια περιθωριακή φιγούρα. Γράφοντας στη Ha'aretz, ο αρθρογράφος Zvi Bar'el λέει ότι αυτό που τον φοβίζει περισσότερο δεν είναι
ο επερχόμενος πόλεμος με το Ιράν, ή η κατανόηση ότι ένας τρίτος πόλεμος στο Λίβανο δεν είναι πλέον μια βραχύβια φιλοδοξία. Είναι η αναγνώριση ότι το Ισραήλ θα συνεχίσει να κυβερνάται από μια κακόβουλη συμμορία που κατάφερε να μετατρέψει τη χειρότερη καταστροφή στην ιστορία της χώρας σε φάρμακο που σώζει τη ζωή της. Και χάρη στα εγκλήματά της, τα οποία οδήγησαν στην καταστροφή της περασμένης 7ης Οκτωβρίου, θα της δοθεί νέα ζωή, η οποία θα της επιτρέψει να οδηγήσει λαμπρά τη χώρα σε περισσότερους Οκτώβρηδες.
Περισσότερο από ένα χρόνο μετά την 7η Οκτωβρίου, το Ισραήλ εμπλέκεται σε μια σειρά από αλληλεπικαλυπτόμενες και επεκτεινόμενες στρατιωτικές συγκρούσεις, χωρίς ορατό τέλος. Στις πόλεις του Ισραήλ, επίσης, έχουν ανανεωθεί οι ένοπλες επιθέσεις των Παλαιστινίων που εκδικούνται την καταστροφή στη Γάζα. Το όνειρο ενός «κανονικού» κράτους, πόσο μάλλον ενός ασύλου, έχει απομακρυνθεί στο βάθος, ίσως για πάντα. «Κάτι λεπτό έχει συμβεί», έγραψε ο Yezid Sayigh στην επέτειο της 7ης Οκτωβρίου. 'Το Ισραήλ έχει ενταχθεί στο αξιοζήλευτο κλαμπ των αραβικών χωρών που έχουν παγιδευτεί για πάντα σε δικούς τους πολέμους'. Αυτοί οι πόλεμοι είναι απίθανο να τελειώσουν σύντομα, επειδή οι Παλαιστίνιοι δεν πρόκειται να εξαφανιστούν, αλλά προς το παρόν εξυπηρετούν έναν άλλο σκοπό: επιτρέπουν στον Νετανιάχου να προσκολληθεί στην εξουσία μπροστά στις κατηγορίες για διαφθορά και την οργή για την καταστροφική αποτυχία του να αποτρέψει την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου και την αδιαφορία του για τους ομήρους που βρίσκονται ακόμη στη Γάζα. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι αυτός είναι ο πόλεμος του Νετανιάχου. Είναι επίσης του Ισραήλ και υποστηρίζεται από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ισραηλινών Εβραίων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που τον απεχθάνονται. (Παλαιστίνιοι πολίτες του Ισραήλ που αντιτίθενται στον πόλεμο κινδυνεύουν να συλληφθούν για «υποκίνηση»- μια Παλαιστίνια που εξέφρασε τη λύπη της για τη δολοφονία των παιδιών στη Γάζα αποβλήθηκε από το σχολείο). Πράγματι, η υποστήριξη του πολέμου είναι ένα από τα λίγα πράγματα στα οποία συμφωνεί ο πικρά διχασμένος εβραϊκός πληθυσμός.
Το ανθρώπινο κόστος αυτών των πολέμων είναι συγκλονιστικό. Περισσότεροι από 42.000 επίσημα νεκροί στη Γάζα - και πιθανώς δεκάδες χιλιάδες βρίσκονται κάτω από τα ερείπια. Αναζωπύρωση της πολιομυελίτιδας, εκτεταμένος υποσιτισμός, αυξανόμενη πείνα. Μια επιδημία ακρωτηριασμών, μια γενιά ορφανών. Κάποτε, θα μπορούσε κανείς να γράψει ότι ήταν «τραγικό» το γεγονός ότι το Ισραήλ, ένα κράτος στο οποίο εγκαταστάθηκαν πολλοί επιζώντες του Ολοκαυτώματος μετά τον πόλεμο, ένα κράτος αφιερωμένο στη διασφάλιση της εβραϊκής επιβίωσης μετά την καταστροφή στην Ευρώπη, υπέβαλλε έναν άλλο λαό σε απάτριδες, καταπίεση και διώξεις. Αλλά μετά τη Γάζα είναι απλώς εξοργιστικό - και γίνεται ακόμη πιο εξοργιστικό από την ικανότητα του Ισραήλ να εξασφαλίζει τη δυτική διπλωματική υποστήριξη και τα όπλα επικαλούμενο το Ολοκαύτωμα. Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο σε μια τέτοια θιγμένη στάση. Ο Μιλόσεβιτς στη Βοσνία, ο Πούτιν στην Τσετσενία και ο Άσαντ στο Χαλέπι δεν ήταν διαφορετικοί. Ακόμη και οι Γερμανοί μπορούσαν να αναφερθούν στην αγριότητα των βομβαρδισμών των πόλεών τους κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όπως ακριβώς οι Ισραηλινοί συνεχίζουν να αναφέρονται στην 7η Οκτωβρίου, σαν να ξεκίνησε η ιστορία εκείνη την ημέρα. Ωστόσο, η απέραντη δυστυχία της 7ης Οκτωβρίου δεν μετέτρεψε και δεν μετατρέπει το κράτος του Ισραήλ σε θύμα μιας σύγκρουσης στην οποία είναι ο κύριος θύτης. Και ενώ οι δυτικές δυνάμεις μπορεί να είναι πρόθυμες να υποκύψουν στη χειραγώγηση της μνήμης του Ολοκαυτώματος από το Ισραήλ, αυτό έχει σπαταλήσει το όποιο ηθικό κεφάλαιο είχε ακόμη στον υπόλοιπο κόσμο. Έχει επίσης θέσει σε κίνδυνο τη φυσική ασφάλεια των Εβραίων στη διασπορά, όπου τα περιστατικά αντισημιτικής βίας αυξάνονται. Οι ηγέτες του Ισραήλ αναμφίβολα θα εκλάβουν τέτοιους παροξυσμούς οργής, που προκλήθηκαν από τη δική του συμπεριφορά, ως απόδειξη ότι οι Εβραίοι χρειάζονται ένα εθνοτικά αποκλειστικό κράτος για την επιβίωσή τους. Η αρχαία μνήμη της θυματοποίησης και η αλαζονεία της στρατιωτικής δύναμης -και τα δύο προικισμένα από μια υπερδύναμη προστάτη- έχουν τυφλώσει τους Ισραηλινούς για την ευθύνη τους σε αυτόν τον πόλεμο και έχουν καταδικάσει τους Παλαιστίνιους σε κατοχή, απαρτχάιντ και τώρα σε γενοκτονία.
Είναι δύσκολο να δει κανείς ποια στρατηγική, αν υπάρχει, κρύβεται πίσω από την απερίσκεπτη κλιμάκωση του πολέμου από το Ισραήλ. Αλλά η διαχωριστική γραμμή μεταξύ τακτικής και στρατηγικής μπορεί να μην σημαίνει πολλά στην περίπτωση του Ισραήλ, ενός κράτους που βρίσκεται σε πόλεμο από την ίδρυσή του. Η ταυτότητα του εχθρού αλλάζει - οι αραβικοί στρατοί, ο Νάσερ, η PLO, το Ιράκ, το Ιράν, η Χιζμπούλα, η Χαμάς - αλλά ο πόλεμος δεν τελειώνει ποτέ. Οι ηγέτες του Ισραήλ ισχυρίζονται ότι αυτός ο πόλεμος είναι υπαρξιακός, ένα ζήτημα εβραϊκής επιβίωσης, και υπάρχει μια δόση αλήθειας σε αυτόν τον ισχυρισμό, επειδή το κράτος είναι ανίκανο να φανταστεί την ισραηλινοεβραϊκή ύπαρξη παρά μόνο στη βάση της κυριαρχίας επί ενός άλλου λαού. Η κλιμάκωση, επομένως, μπορεί να είναι ακριβώς αυτό που επιδιώκει το Ισραήλ, ή είναι διατεθειμένο να διακινδυνεύσει, αφού θεωρεί τον πόλεμο ως καθήκον και πεπρωμένο του. Ο Ράντολφ Μπορν είπε κάποτε ότι «ο πόλεμος είναι η υγεία του κράτους», και ο Νετανιάχου και ο Γκάλαντ σίγουρα θα συμφωνούσαν.
Αυτό το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο διαδίκτυο στις 2 Οκτωβρίου και ενημερώθηκε στις 11 Οκτωβρίου.
Μοιραστείτε το στο TwitterΜοιραστείτε το στο FacebookEmailΕκτύπωση
Ο Adam Shatz είναι συντάκτης του LRB στις ΗΠΑ. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου Writers and Missionaries ( Συγγραφείς και ιεραπόστολοι): Essays on the Radical Imagination, το οποίο περιλαμβάνει αρκετά κομμάτια από την εφημερίδα, και The Rebel's Clinic: The Revolutionary Lives of Frantz Fanon. Έχει γράψει για την LRB για θέματα όπως ο πόλεμος στη Γάζα, ο Φανόν, ο πόλεμος της Γαλλίας στην Αλγερία, η μαζική φυλάκιση στην Αμερική , και οι Deleuze και Guattari. Η σειρά podcast του LRB's , Human Conditions, εξετάζει την επαναστατική σκέψη στον 20ό αιώνα μέσα από συζητήσεις με τους Judith Butler, Pankaj Mishra και Brent Hayes Edwards. Εγγραφείτε εδώ.
Περισσότερα από αυτόν τον συνεργάτη
10 Οκτωβρίου 2024
20 Ιουνίου 2024
2 Νοεμβρίου 2023
Εκδηλώσεις
Βιβλιοπωλείο London Review
Η ΚΙΣΑ έχει στη διάθεσή της σωρεία υποθέσεων με τις οποίες μπορεί να πείσει και τον πιο δύσπιστο πολίτη και πολίτιδα ότι η κα Στυλιανού-Λοττίδη έχει καταντήσει το Γραφείο του Επιτρόπου Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από μια αξιόπιστη Ανεξάρτητη Αρχή προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε «πλυντήριο» της κρατικής ασυδοσίας.
Η διαχείριση της καταγγελίας Παλαιστίνιου πρόσφυγα που δεν του επιτράπηκε η είσοδος στη Κύπρο και στη συνέχεια απελάθηκε είναι χαρακτηριστική τής πιο πάνω τραγικής διαπίστωσης.
Ο κ. Α.Σ. (για ευνόητους λόγους δεν αναφέρεται το πραγματικό του όνομα) είναι Παλαιστίνιος από τη Χεβρώνα και ζούσε στην Κύπρο από το 2009 μέχρι το 2013 με το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Το 2013 ο κ. Α.Σ., μη αντέχοντας άλλο τις δύσκολες συνθήκες του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας (που συνειδητά η κυβέρνηση διαμόρφωσε), ζήτησε να τερματιστεί η προστασία αυτή, όπως έκαναν και κάνουν πολλοί άλλοι πρόσφυγες (ο ακριβής αριθμός τους αποκρύπτεται από τις Αρχές για πολιτικές σκοπιμότητες) και επέστρεψε πίσω στη Χεβρώνα.
Μετά από την επιδρομή της Χαμάς και την άνευ προηγουμένου στρατιωτική επίθεση του Στρατού του Ισραήλ ο κ. Α.Σ. κατάφερε να ταξιδέψει στο αεροδρόμιο Πάφου με σκοπό να ζητήσει εκ νέου άσυλο στη Κύπρο. Οι Αρχές της Κύπρου, αντί να του επιτρέψουν την είσοδο στο έδαφος της Κύπρου και να του παραχωρήσουν πρόσβαση στις διαδικασίες ασύλου, τον έθεσαν υπό κράτηση με σκοπό την απέλαση.
Η ΚΙΣΑ αποτάθηκε εκ μέρους του παραπονούμενου τόσο στον τότε Υπουργό Εσωτερικών όσο και στην Επίτροπο Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία πέραν της αρμοδιότητάς της ως Επίτροπος Διοίκησης έχει επίσης αρμοδιότητα για την παρακολούθηση απελάσεων ως ανεξάρτητη αρχή παρακολούθησης των υποχρεωτικών επιστροφών/απελάσεων.
Η Επίτροπος Διοίκησης με επιστολή της ημερομηνίας 24.09.2024 (10 μήνες αργότερα) μας ενημέρωσε «ότι η Υπηρεσία Ασύλου πρόκειται, σε σύντομο χρονικό διάσημα (sic) να καλέσει τον … με σκοπό να τον καθοδηγήσει να υποβάλει, εκ νέου, μεταγενέστερη αίτηση…». Μάλιστα μας ενημέρωσε ότι «ενόψει της πιο πάνω θετικής εξέλιξης… ότι η διερεύνηση του παραπόνου τερματίζεται».
Γιατί θεωρούμε ότι η επίτροπος ενήργησε ως πλυντήριο της κρατικής ασυδοσίας αντί ως ανεξάρτητη αρχή χρηστής διοίκησης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων;
Διοικητικό Συμβούλιο
12 Οκτωβρίου 2024 δημοσιεύτηκε στο Legal Form
[Published in Zoha 09.10.2024 https://zoha.org.il/132706/ ]
[Δημοσιευτηκε στην εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος του Ισραήλ Zoha]
Η μεταφορά της έντασης του πολέμου στο Λίβανο αποσπά την προσοχή από τη Γάζα και τη δέσμευση της κυβέρνησης για την επιστροφή των απαχθέντων
Ακτιβιστές της Hadash και της Peace Partnership σε διαδήλωση κατά της δεξιάς κυβέρνησης και υπέρ της συμφωνίας για τις απαγωγές (Φωτογραφία: Eric Marmor / Flash 90)
09.10.2024
Ήταν η πιο καταραμένη χρονιά στην ιστορία του κράτους του Ισραήλ. Το μέλλον του Ισραήλ καλύπτεται από την ομίχλη ενός παρατεταμένου πολέμου χωρίς ορατό στόχο, χωρίς ημερομηνία λήξης και χωρίς τιμή. Στη Δυτική Όχθη διεξάγεται μια βίαιη εκστρατεία λεηλασίας των εδαφών Β και μια οριστική αποτροπή της δυνατότητας δημιουργίας κράτους και ύπαρξης για τους Παλαιστίνιους. Η κυβέρνηση, ο στρατός και η αστυνομία εργάζονται για τους εποίκους. Η «Συμμαχία του Αβραάμ» - Σαουδική Αραβία, ΗΠΑ και Ισραήλ - απειλεί να αποκόψει τους Παλαιστίνιους από την αραβική και ισλαμική υποστήριξη και αλληλεγγύη.
Στο πλαίσιο της εκδίκησης που ακολούθησε την 7/10, το Ισραήλ κατέστρεψε τη Γάζα, δολοφόνησε περισσότερους από 40.000 και υποβάθμισε τους κατοίκους της Γάζας σε πεινασμένους και εξαθλιωμένους πρόσφυγες. Στο Ισραήλ, περίπου 100.000 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους φέτος και ζουν μέσα στο πένθος, το τραύμα και χωρίς εικόνα για το μέλλον. Η επιστροφή των απαχθέντων, το σύμβολο της αμοιβαίας εγγύησης και ο πρώτος διακηρυγμένος στόχος του πολέμου, διαλύεται ενόψει της άρνησης του Ισραήλ να εγκαταλείψει τη Γάζα και ενόψει της ιεράρχησης άλλων πεδίων. Ένας πόλεμος ξέσπασε μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου που περιλαμβάνει επίσης τη Συρία, το Ιράκ και την Υεμένη. Ο πόλεμος θα συνεχιστεί πιθανότατα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο ισραηλινός στρατός επιδίδεται στη συστηματική καταστροφή της Δυτικής Όχθης, της Γάζας και του Λιβάνου. Το Ιράν μόλις τάχθηκε στο πλευρό του Λιβάνου. Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ υποστηρίζουν το Ισραήλ. Ο πόλεμος έγινε περιφερειακός.
Οι εφεδρείες έγιναν μόνιμες: στρατολογούνται ξανά και ξανά. Οι στρατεύσιμοι χάνουν τη ζωή τους, τις δουλειές τους, τις επιχειρήσεις και τις σπουδές τους. Τα παιδιά τους είναι μονογονεϊκές οικογένειες και το εκπαιδευτικό σύστημα είναι σχεδόν μη λειτουργικό. Δεν εργάζονται, δεν σπουδάζουν, δεν χτίζουν (απαγόρευση εισόδου Παλαιστινίων εργατών). Οι κρατικές δαπάνες εκτοξεύονται στα ύψη, οι τιμές είναι τρομερά υψηλές, οι επενδυτές εξαφανίζονται, το χρέος μετακυλίεται στο μέλλον, η οικονομία συρρικνώνεται και η διεθνής εμπιστοσύνη στην οικονομία του Ισραήλ πέφτει κατακόρυφα. Οι νέοι εγκαταλείπουν μαζικά τη χώρα. Ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού στη Μόκα. Σήμερα, το Ισραήλ είναι μια απομονωμένη και λεπτεπίλεπτη χώρα, της οποίας οι πρώην φίλοι απομακρύνονται από αυτήν. Δεν πετάς στο Ισραήλ, είναι δύσκολο να φύγεις και να έρθεις στο Ισραήλ, δεν υπάρχουν τουρίστες. Στα θεσμικά όργανα του ΟΗΕ, το Ισραήλ έχει την ιδιότητα του εγκληματία πολέμου και του δράστη γενοκτονίας. Όταν ο πρωθυπουργός του μιλάει στον ΟΗΕ, οι περισσότεροι εκπρόσωποι σηκώνονται και φεύγουν. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών απαγορεύεται να επισκεφθεί το Ισραήλ.
Θυμάται κανείς άλλος τις τσάντες των 1000, 2000, 4000; Τη σαμπάνια, τα πούρα, τον Μωυσή και τα υποβρύχια; Τη δίκη του Νετανιάχου; Θυμάται κανείς άλλος ότι έδωσαν μάχη ενάντια στο ενδεχόμενο ο Νετανιάχου να γίνει πρωθυπουργός όσο ήταν σε δίκη; Θυμάται κανείς άλλος ότι κάποτε υπήρχαν κρατικές εξεταστικές επιτροπές για θέματα στα οποία η κυβέρνηση ή οι ηγέτες της απέτυχαν; Θυμάται κανένας άλλος ότι ο Νετανιάχου είναι υπεύθυνος για τη χρεοκοπία των 7/10; Θυμάται κανείς τη νομική μεταρρύθμιση; Θυμάται κανείς άλλος ότι υπήρχαν δικαστές στην 69η μοίρα που αρνήθηκαν να προσφερθούν εθελοντικά; Θυμάται κανείς τη διαμαρτυρία; Δεν ακούσαμε γι' αυτήν πρόσφατα. Οποιοσδήποτε μπορούσε να διαμαρτυρηθεί λόγω των πυραύλων Θυμάται κανείς ότι οι καθηγητές και οι δάσκαλοι μπορούσαν να μιλήσουν στις αίθουσες διδασκαλίας και η τηλεόραση δεν ήταν μόνο αντιπολίτευση; Θυμάται κανείς τι είπε ο Σαχάρ για τον Νετανιάχου; Θυμάται κανείς ότι μιλούσαν για την ειρήνη και την πράσινη γραμμή;
Το Ισραήλ, από τη σιωνιστική δεξιά μέχρι την αριστερά, πιστεύει ότι μπορεί να ζήσει χωρίς λύση του παλαιστινιακού προβλήματος, ενώ αυτό ανατινάζεται επανειλημμένα στα μούτρα του σε έναν πόλεμο που δεν μοιάζει με κανέναν άλλο. Η εξάρτηση του Νετανιάχου από τη Χαμάς για την αποτροπή πολιτικών διαπραγματεύσεων συνάδει με την αγνόηση των ενδείξεων ότι η Χαμάς προετοιμάζεται για επίθεση εδώ και χρόνια. Αυτό είναι μέρος της νοοτροπίας των περισσότερων Εβραίων στο Ισραήλ: περιφρόνηση για τους Παλαιστίνιους, στήριξη της ασφάλειας στη βία και λαχτάρα για εκδίκηση και μια τελική και αιώνια νίκη.
Ο Σινουάρ κατάφερε να επαναφέρει το παλαιστινιακό πρόβλημα στο επίκεντρο της παγκόσμιας σκηνής, αλλά με τι τρομερό κόστος για εμάς και το λαό μας; Χωρίς αξιοπρέπεια στη ζωή, το Ισραήλ άφησε στους Παλαιστίνιους μόνο την αξιοπρέπεια του θανάτου ως χέρια. Η «πλημμύρα της Αλ Άκσα» είναι ένα τρομερό αποτέλεσμα της απελπισίας, της «επιλογής του Σαμψών», της καταστροφής του σπιτιού πάνω στους κατοίκους του. Είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τι πίστευε ο Σινουάρ ότι θα συνέβαινε μετά τη δολοφονική εκστρατεία στο Φάκελο της Γάζας.
Η καταστροφή και η διάλυση των αραβικών χωρών της περιοχής
Είναι αδύνατο να κατανοήσουμε την τρέχουσα κατάσταση στη Μέση Ανατολή χωρίς να κατανοήσουμε τις μακροχρόνιες διαδικασίες καταστροφής και διάλυσης των αραβικών χωρών που γειτνιάζουν με το Ισραήλ: την καταστροφή του Λιβάνου μετά τον εμφύλιο πόλεμο, την καταστροφή του Ιράκ μετά τον Σαντάμ Χουσεΐν και την καταστροφή της Συρίας μετά τον εμφύλιο πόλεμο, την αδυναμία της Αιγύπτου μετά την επανάσταση των Αδελφών Μουσουλμάνων, την καταστροφή και τη διαίρεση στη Λιβύη και την Υεμένη. Μόνο στην απουσία ενός λειτουργικού κράτους, όταν δεν υπάρχει κεντρικό μονοπώλιο στα μέσα βίας, θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και να υπάρξουν η Αλ Κάιντα, το ISIS και οι πολιτοφυλακές «πληρεξούσιοι».
Μόνο χάρη στη διάλυση των γύρω χωρών, ο Qasem Soleimani θα μπορούσε να υφάνει το «πολυ-σενάριο» («δακτύλιος της φωτιάς») ως μέρος του ιρανικού δόγματος ασφαλείας μαζί με την πυρηνική ανάπτυξη. Αυτή η έννοια της ασφάλειας βασίζεται στη δημιουργία ποικίλων υποκρατικών δυνάμεων, οι οποίες δημιουργήθηκαν από τη διάλυση των κρατών και τη σύνδεσή τους με το Ιράν μέσω της χρηματοδότησης, του εξοπλισμού και της εκπαίδευσης. Όλα αυτά δημιουργώντας παράλληλα μια ενότητα σκοπού μεταξύ τους μέσω της ιδεολογίας της ισλαμικής αντίστασης στο κέντρο - ένας λαϊκιστικός αγώνας των καταπιεσμένων (όχι με την ταξική μαρξιστική έννοια) κατά της Δύσης , κατά των ΗΠΑ και του κύριου συμμάχου τους στην περιοχή μας, του Ισραήλ, για τη δημιουργία ενός θρησκευτικού, πανισλαμικού έθνους πιστών με επικεφαλής τον εκπρόσωπο του Θεού, τον Αγιατολάχ. Το ιρανικό όραμα δεν είναι ένα αριστερό όραμα- Είναι ένα αποκαλυπτικό μεσσιανικό όραμα όπως το όραμα της μεσσιανικής δεξιάς στο Ισραήλ.
Το Ισραήλ επέλεξε να επεκτείνει τον πόλεμο
Από την Πρωτοχρονιά, το Ισραήλ βρίσκεται, εκ των πραγμάτων, στην αρχή ενός πολέμου πολλαπλών αρένων με τους Παλαιστίνιους, τη Χεζμπολάχ, τους Χούτι και το Ιράν. Αυτός ο πόλεμος δεν χρειαζόταν να επεκταθεί: Είναι ακόμη δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία με τη Χαμάς. Αλλά το Ισραήλ επέλεξε να τον επεκτείνει. Αυτός είναι ένας πόλεμος επιλογής. Η πλήρως δεξιά κυβέρνηση, χωρίς την αντίθεση της σιωνιστικής αντιπολίτευσης, επέλεξε να αρνηθεί τη συμφωνία με τη Χαμάς και έτσι να τερματίσει επίσης την επέμβαση της Χεζμπολάχ στο βορρά και να απελευθερώσει τους απαχθέντες στη Γάζα. Ο Νετανιάχου επέλεξε να επεκτείνει τον πόλεμο στο Λίβανο αντί να τον μειώσει. Στο Λίβανο, το Ισραήλ πραγματοποίησε προκλητικές ενέργειες επίδειξης, ορισμένες από τις οποίες ήταν παράνομες, με σκοπό να ωθήσει το Ιράν σε δράση. Το Ισραήλ κλιμάκωσε σκόπιμα την τοπική σύγκρουση σε περιφερειακό πόλεμο και μετέτρεψε τη μάχη κατά της Χαμάς σε μάχη για περιφερειακή ηγεμονία. Το Ισραήλ χρησιμοποιεί τη σφαγή στη Λωρίδα της Γάζας για να κινητοποιήσει τη νομιμότητα, την υποστήριξη και τη δυτική (και αραβική) συνεργασία για την αντιπαράθεση με το Ιράν.
Είναι βολικό για τις ΗΠΑ να παρουσιάζονται στο περιθώριο, σαν να μην είναι στο προσκήνιο: να περιορίζουν τον πόλεμο στις σφαίρες του διεθνούς δικαίου- ως ένας αξιοπρεπής και ουδέτερος μεσολαβητής- να αποτρέπουν τις «υπερβολές του Ισραήλ» όταν αυτό ενεργεί ως εγκληματίας πολέμου- ως ευεργέτης, παρέχοντας τρόφιμα και φάρμακα (η προβλήτα της Γάζας που δεν λειτούργησε). Είναι βολικό για τις ΗΠΑ να ισχυρίζονται ότι δεν γνώριζαν πριν από τις ισραηλινές ενέργειες. Ποιος μπορεί να το ελέγξει; Είναι όλα μια συγκάλυψη. Οι σχολιαστές (όπως ο Alon Panax) που διαδίδουν αυτή την άποψη στο «φιλελεύθερο» κοινό στο Ισραήλ γνωρίζουν ότι συκοφαντούν. Οι ΗΠΑ καταλαβαίνουν πολύ καλά τι συμβαίνει στη Μέση Ανατολή. Ο Μπάιντεν είναι μια έμπειρη αλεπού του πολέμου. Οι βαρείς βομβαρδισμοί που οι ΗΠΑ φάνηκε να έχουν αποτρέψει από το Ισραήλ στην πρώτη εκστρατεία, επιβλήθηκαν από το Ισραήλ στη δεύτερη εκστρατεία - με την εξόντωση του Νασράλα στο υπόγειο καταφύγιο στην Νταχάια. Η απαγόρευση που επέβαλε ο Μπάιντεν για την κατάληψη της Ράφα, όταν το Ισραήλ προσπαθούσε ακόμη να μεταφέρει τους κατοίκους της Γάζας προς την κατεύθυνση του Σινά, εξαφανίστηκε όταν το Ισραήλ ήθελε απεγνωσμένα οι Παλαιστίνιοι να διαφύγουν στην Αίγυπτο και αποφάσισε να εισέλθει στη Ράφα και να αποκλείσει την αιγυπτιακή πλευρά.
Η Κεντρική Διοίκηση του ΝΑΤΟ ενημερώνεται εκ των προτέρων για κάθε ισραηλινή κίνηση, αφού είναι ένας από τους εγκριτές της. Έτσι γίνεται όταν η Ιορδανία, το Ιράκ και η Σαουδική Αραβία, μαζί με το αμερικανικό και το βρετανικό ναυτικό, υπερασπίζονται τον ουρανό του Ισραήλ. Οι ΗΠΑ δηλώνουν ότι υποστηρίζουν το «δικαίωμα του Ισραήλ στην άμυνα». Το ερώτημα παραμένει: ποιος και πώς ερμηνεύει τι περιλαμβάνει αυτό το δικαίωμα της άμυνας;
Η διαμάχη και η κρίση, προφανώς, μεταξύ Μπάιντεν και Νετανιάχου είναι επίσης ψευδείς. Δεν υπάρχει σχεδόν καμία εβδομάδα που οι εκπρόσωποι του Μπάιντεν να μην συμμετέχουν σε συζητήσεις στο Ισραήλ. Ο Μπιντάν και ο Νετανιάχου συναντώνται όταν είναι απαραίτητο. Ο Νετανιάχου έχει έναν ειδικό υπουργό για τις αμερικανικές υποθέσεις, τον Ρον Ντερμέρ, ο οποίος εργάζεται χωριστά από τον υπουργό Εξωτερικών. Υπάρχει πλήρης συνεργασία μεταξύ του Γενικού Επιτελείου και του Αρχηγείου της Κεντρικής Διοίκησης του ΝΑΤΟ με επικεφαλής τον στρατηγό Κορίλα. Οι ΗΠΑ υποστηρίζουν το Ισραήλ σε όλους τους διεθνείς θεσμούς- του παρέχουν ένα στρατιωτικό αμυντικό οπισθόφυλλο- χρηματοδοτούν ένα σημαντικό μέρος του ισραηλινού στρατιωτικού προϋπολογισμού και της στρατιωτικής έρευνας - οι ΗΠΑ παρείχαν πρόσφατα 5 δισεκατομμύρια δολάρια στο «Light Fund» - το ισραηλινό όπλο λέιζερ. Το Ισραήλ εξαρτάται πλήρως από την εισαγωγή όπλων και πυρομαχικών από τις ΗΠΑ. Το Ισραήλ είναι η κύρια αμερικανική δύναμη που σταθμεύει μόνιμα στη Μέση Ανατολή. Μερικές φορές χρειάζεται βοήθεια - αλλά δεν είναι ανεξάρτητο: η έκταση της αυτονομίας του βρίσκεται στα χέρια των ΗΠΑ.
Τα αίτια της επέκτασης του πολέμου
Η επιλογή της σημερινής κυβέρνησης σε έναν περιφερειακό πόλεμο έχει πολλούς παράγοντες και αξίζει μια ξεχωριστή ανάλυση. Εδώ θα ειπωθεί μόνο ότι ένας πόλεμος με το Ιράν βρίσκεται στο τραπέζι των συζητήσεων της κυβέρνησης και του στρατού για περισσότερο από μια δεκαετία. Στη διάλυση της ιρανικής πυρηνικής συμφωνίας από τον Τραμπ το 2018, το Ισραήλ είχε μεγάλη επιρροή. Το Ισραήλ επεδίωξε και πέτυχε τη διαμόρφωση αυστηρών και ασφυκτικών οικονομικών κυρώσεων στο Ιράν. Η ιρανική απάντηση ήταν - ένας αγώνας δρόμου προς μια κατάσταση πυρηνικού κατωφλίου στον εμπλουτισμό και την ανάπτυξη της βόμβας και την εκτόξευση πυραύλων. Το Ιράν απάντησε επίσης με την αύξηση των επενδύσεων στους πληρεξουσίους του, σύμφωνα με το δόγμα «Δακτύλιος της φωτιάς» του Σουλεϊμανί. Το Ιράν υπέγραψε επίσης, το 2022, τη συμμετοχή του στη «Συμμαχία της Σαγκάης» υπό την ηγεσία της Ρωσίας και της Κίνας.
Ενάντια στο Ιράν, το Ισραήλ ανέπτυξε την τριεπίπεδη άμυνά του και προχώρησε σε αντιαεροπορικούς πολέμους σε μια προσπάθεια να αποτρέψει τη μεταφορά όπλων ακριβείας στον πληρεξούσιο. Τόσο το Ισραήλ όσο και το Ιράν επενδύουν στους αντιπάλους τους σημαντικό μέρος των πόρων τους εις βάρος των επενδύσεων στην ανάπτυξη και την ευημερία. Αλλά τόσο το Ιράν όσο και το Ισραήλ είναι πολύ ευάλωτες χώρες: Το Ισραήλ είναι πυκνό και μικρό , και το Ιράν, το οποίο εξαρτάται από τους τερματικούς σταθμούς πετρελαίου και τα ευάλωτα λιμάνια πετρελαίου, στα οποία βασίζεται σχεδόν το σύνολο της οικονομίας του. Δεν υπάρχει ιστορική εχθρότητα μεταξύ τους, και δεν υπάρχει κανένα κοινό σύνορο μεταξύ τους. Η λύση του παλαιστινιακού προβλήματος μπορεί να θέσει τέλος στην αντιπαλότητά τους, ακόμη και στο παρελθόν, υπό ένα φιλοαμερικανικό καθεστώς.
Υπάρχει όμως και ένας εσωτερικός παράγοντας για την επέκταση του πολέμου: η διαμαρτυρία κατά του Νετανιάχου συνεχίστηκε όλο το χρόνο παρά τις μάχες στη Γάζα, ενώ η έμφαση της ανανεώνεται καθώς αλλάζει η εθνική ατζέντα. Η κατάσταση πολέμου είναι μια κλασική δικαιολογία για την κατάργηση των ατομικών δικαιωμάτων και των πολιτικών δικαιωμάτων- Είναι καιρός για κυβερνητική μεταρρύθμιση. Σε κατάσταση πολέμου, είναι πολύ εύκολο να σταματήσει μια διαμαρτυρία και να φιμωθεί η εσωτερική αντίσταση. Η φασιστική κυβέρνηση στο Ισραήλ θέλει να εξαλείψει το παλαιστινιακό πρόβλημα με τη μεταφορά, την προσάρτηση των παλαιστινιακών εδαφών και την πλήρη υποταγή των Παλαιστινίων που είναι πολίτες του Ισραήλ και οι οποίοι υποβιβάζονται στο καθεστώς των υπηκόων.
Η λιβανέζικη λάσπη
Η μεταφορά της έντασης του πολέμου στο Λίβανο αποσπά την προσοχή από τη Γάζα και τη δέσμευση της κυβέρνησης για την επιστροφή των απαχθέντων. Η παραμερισμός της πίεσης για την απελευθέρωση των απαχθέντων διευκολύνει την απόρριψη της απαίτησης της Χαμάς να αποσυρθεί ο IDF από τη Γάζα ως μέρος της συμφωνίας για τους απαχθέντες.
Η δεξιά κυβέρνηση θέλει να κρατήσει τη Γάζα και να την εγκαταστήσει με εποίκους. Ο Σμότριτς και ο Μπεν-Γβιρ δεν εγκατέλειψαν το όραμά τους και ο φασίστας πρωθυπουργός εξαρτάται από αυτούς για τη συνέχιση της διακυβέρνησής του. Η επέκταση του πολέμου στο Λίβανο και το Ιράν αναβάλλει τη λύση του προβλήματος της Γάζας τουλάχιστον μέχρι τις αμερικανικές εκλογές. Ένας πραγματικός πόλεμος στο Λίβανο θα δυσκολέψει τον όποιο νέο πρόεδρο εκλεγεί να τον σταματήσει στη μέση. Είναι πιθανό η αναβολή του τέλους των επιχειρήσεων στη Γάζα να συνεχιστεί μέχρι να ληφθεί μια απόφαση στο Λίβανο, ώστε να καμφθεί το πνεύμα αντίστασης της Χαμάς. Να θυμάστε και να έχετε στο επίκεντρο ότι διεξάγεται ένας πόλεμος στη Δυτική Όχθη, τη Γάζα και το Λίβανο, ακόμη και όταν δεν τοποθετείτε τις τρεις περιοχές στην ίδια τάξη.
Πολλοί θυμούνται ακόμα τις προηγούμενες εισβολές του Ισραήλ στο Λίβανο. Η εισβολή ήταν σχετικά εύκολη. Στην αρχή υπήρχαν και Λιβανέζοι που έριχναν ρύζι. Αλλά με τη συνέχιση της ταλαιπωρίας και της καταστροφής, στο τέλος όλοι μισούν τον κατακτητή και αρχίζει ένας μακρύς και αιματηρός ανταρτοπόλεμος. Στον πόλεμο του Λιβάνου της Ασούνα, πέρασαν 18 χρόνια μέχρι να φύγει το Ισραήλ. Το Ισραήλ δεν θέλει μόνο μια ζώνη ασφαλείας (όπως ορίζει η συμφωνία του 1701). Για να μπορέσει ο κόσμος να επιστρέψει στα σπίτια του στο βορρά, δεν πρέπει να υπάρχει κανείς που να προσπαθεί να στείλει πυραύλους στο βορρά. Οι πύραυλοι, παρεμπιπτόντως, μπορούν επίσης να εκτοξευθούν και βόρεια του Λιτάνι. Ως εκ τούτου, η Χεζμπολάχ θα πρέπει να καταστραφεί σε όλο τον Λίβανο, καθώς και η Χαμάς σε όλη τη Γάζα. Αλλά η Χεζμπολάχ είναι ανάμεσα στους ανθρώπους του, θα πουν. Είναι αδύνατο να γίνει διάκριση. Στο Λίβανο θα σκοτωθούν και θα τραυματιστούν γέροι, γυναίκες και παιδιά όπως και στη Γάζα. Ο στόχος της καταστροφής της Χεζμπολάχ είναι σχεδόν εξίσου δύσκολος με την καταστροφή των σιιτών στο Λίβανο (περίπου 40%). Το Ισραήλ δεν έχει καμία λύση στο Λίβανο.
Ζητάμε τον τερματισμό των πολέμων και της κατοχής στη Δυτική Όχθη, τη Λωρίδα της Γάζας και το Λίβανο τώρα. Ζητάμε μια συμφωνία για την επίλυση των συγκρούσεων μόνο με ειρηνικά μέσα, αναγνωρίζοντας παράλληλα την αμοιβαία αναγνώριση του δικαιώματος του Ισραήλ στην αυτοδιάθεση, το δικαίωμα των Παλαιστινίων στο κράτος τους στην Παλαιστίνη και το δικαίωμά τους στην ισότιμη ιθαγένεια και την αναγνώριση του πολιτισμού τους στις χώρες διαμονής τους.
Ζητάμε την άμεση απελευθέρωση όλων των απαχθέντων και κρατουμένων χωρίς περαιτέρω όρους. Ζητούμε την αποπυρηνικοποίηση της Μέσης Ανατολής. Καλούμε το Ισραήλ και το Λίβανο να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για την επίλυση των διαφορών σχετικά με τα μεταξύ τους σύνορα και να αφοπλίσουν τις πολιτοφυλακές ώστε να λειτουργήσουν ως πολιτικά κόμματα. Καλούμε όλες τις χώρες να συμμετάσχουν στην ειρήνευση στη Μέση Ανατολή και τον ΟΗΕ - να δημιουργήσει τους μηχανισμούς και να δημιουργήσει τις δυνάμεις που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή των συμφωνιών και την αποκατάσταση της περιοχής.